Αισώπου Μύθοι/Αλώπηξ και δρυτόμος
Αἰσώπου Μῦθοι Ἀλώπηξ καὶ δρυτόμος |
Ἀλώπηξ κυνηγοὺς φεύγουσα, ὡς ἐθεάσατό τινα δρυτόμον, τοῦτον ἱκέτευσε κατακρύψαι αὐτήν. Ὁ δὲ αὐτῇ παρῄνεσεν εἰς τὴν ἑαυτοῦ καλύβην εἰσελθοῦσαν κρυβῆναι. Μετ’ οὐ πολὺ δὲ παραγενομένων τῶν κυνηγῶν καὶ τοῦ δρυτόμου πυνθανομένων εἰ τεθέαται ἀλώπεκα τῇδε παριοῦσαν, ἐκεῖνος τῇ μὲν φωνῇ ἠρνεῖτο ἑωρακέναι, τῇ δὲ χειρὶ νεύων ἐσήμαινεν ὅπου κατεκρύπτετο. Τῶν δὲ οὐχ οἷς ἔνευε προσσχόντων, οἷς δὲ ἔλεγε πιστευσάντων, ἡ ἀλώπηξ ἰδοῦσα αὐτοὺς ἀπαλλαγέντας ἐξελθοῦσα ἀπροσφωνητὶ ἐπορεύετο. Μεμφομένου δὲ αὐτὴν τοῦ δρυτόμου, εἴγε διασωθεῖσα ὑπ’ αὐτοῦ, ἀλλ’ οὐδὲ διὰ φωνῆς αὐτῷ ἐμαρτύρησεν, ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε ηὐχαρίστησα ἄν σοι, εἰ τοῖς λόγοις ὅμοια τὰ ἔργα τῆς χειρὸς καὶ τοὺς τρόπους εἶχες.»
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς χρηστὰ μὲν σαφῶς ἐπαγγελλομένους, δι’ ἔργων δὲ φαῦλα δρῶντας.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Μια αλεπού που την κυνηγούσαν είδε έναν ξυλοκόπο και τον παρακάλεσε να την κρύψει. Ο ξυλοκόπος είπε: «Μπες και κρύψου στην καλύβα μου». Μπήκε κρύφτηκε η αλεπού, σε λίγο έφτασαν οι κυνηγοί και ρωτούν τον ξυλοκόπο: «Μήπως είδες μια αλεπού να περνάει από εδώ;» Ο ξυλοκόπος τους απάντησε «Όχι, δεν είδα καμιά αλεπού», αλλά την ώρα που έλεγε έτσι, με τα χέρια του έκανε νόημα θέλοντας να δείξει: "εκεί που σας δείχνω είναι κρυμμένη". Οι κυνηγοί ωστόσο δεν ήταν έξυπνοι και δεν κατάλαβαν τα νοήματα που έκανε με τα χέρια, μόνο βασίστηκαν στα λόγια του και φύγανε. Όταν είδε κι η αλεπού τους κυνηγούς να φεύγουν, βγήκε κι αυτή από τον κρυψώνα της κι έφευγε χωρίς να πει το παραμικρό. Τότε ο υλοτόμος της λέει: «Ώστε έτσι, φεύγεις χωρίς να πείς ούτε ένα 'ευχαριστώ' που σου έσωσα τη ζωή, χωρίς ούτε καν να χαιρετήσεις;» Κι η αλεπού του λέει: «Θα σε ευχαριστούσα και χάρη θα σου χρωστούσα, αν σύμφωνα με τα λόγια σου ήταν και τα χέρια σου».