Αισώπου Μύθοι/Αλώπεκες επί τω Μαιάνδρω
Αἰσώπου Μῦθοι Ἀλώπεκες ἐπὶ τῷ Μαιάνδρῳ |
Ποτὲ ἀλώπεκες ἐπὶ τὸν Μαίανδρον ποταμὸν συνηθροίσθησαν, πιεῖν ἐξ αὐτοῦ θέλουσαι. Διὰ δὲ τὸ ῥοιζηδὸν φέρεσθαι τὸ ὕδωρ, ἀλλήλας προτρεπόμεναι οὐκ ἐτόλμων εἰσελθεῖν. Μιᾶς δὲ αὐτῶν διεξιούσης, ἐπὶ τῷ εὐτελίζειν τὰς λοιπὰς καὶ δειλίαν καταγελώσης, ἑαυτὴν ὡς γενναιοτέραν προκρίνασα θαρσαλέως εἰς τὸ ὕδωρ ἐπήδησεν. Τοῦ δὲ ῥεύματος ταύτην εἰς μέσον κατασύραντος, καὶ τῶν λοιπῶν παρὰ τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ ἑστηκυιῶν, πρὸς αὐτὴν εἰπουσῶν· «Μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς, ἀλλὰ στραφεῖσα ὑπόδειξον τὴν εἴσοδον δι’ ἧς ἀκινδύνως δυνησόμεθα πιεῖν,» ἐκείνη ἀπαγομένη ἔλεγεν· «Ἀπόκρισιν ἔχω εἰς Μίλητον, καὶ ταύτην ἐκεῖσε ἀποκομίσαι βούλομαι· ἐν δὲ τῷ ἐπανιέναι με ὑποδείξω ὑμῖν.»
Πρὸς τοὺς κατὰ ἀλαζονείαν ἑαυτοῖς κίνδυνον ἐπιφέροντας.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Μια ομάδα αλεπούδες μαζεύτηκαν στην όχθη του Μαίανδρου ποταμού, που κυλούσε με πολλή ορμή, γι' αυτό και δεν τολμούσαν να πιουν. Μια από τις αλεπούδες έκανε τη γενναία, κορόιδευε τις άλλες που φοβόνταν, και πήδησε η ίδια μέσα στο ποτάμι. Του ποταμού το ρεύμα άρχισε να την παρασέρνει και να την παίρνει μακριά. Την είδαν οι άλλες μέσα στο ποτάμι και της λένε: «Αφού εσύ κατάφερες και μπήκες, δείξε και σ'εμάς από πού να προσεγγίσουμε για να πιούμε». Λέει κι εκείνη, καθώς την παρέσερνε το ρεύμα και δεν μπορούσε να σταθεί: «Την απάντηση την έχω στη Μίλητο, πάω εκεί να την πάρω και θα επιστρέψω να την φέρω και σ' εσάς.»