Αισώπου Μύθοι/Αλεκτρυόνες και πέρδιξ
Αἰσώπου Μῦθοι Ἀλεκτρυόνες καὶ πέρδιξ |
Ἀλεκτρυόνας τις ἐπὶ τῆς οἰκίας ἔχων, ὡς περιέτυχε πέρδικι τιθασῷ πωλουμένῳ, τοῦτον ἀγοράσας ἐκόμισεν οἴκαδε ὡς συντραφησόμενον. Τῶν δὲ τυπτόντων αὐτὸν καὶ ἐκδιωκόντων, ὁ πέρδιξ ἐβαρυθύμει, νομίζων διὰ τοῦτο αὐτὸν καταφρονεῖσθαι ὅτι ἀλλόφυλός ἐστι. Μικρὸν δὲ διαλιπών, ὡς ἐθεάσατο τοὺς ἀλεκτρυόνας πρὸς ἑαυτοὺς μαχομένους καὶ οὐ πρότερον ἀποστάντας πρὶν ἢ ἀλλήλους αἱμάξαι, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐκέτι ἄχθομαι ὑπ’ αὐτῶν τυπτόμενος· ὁρῶ γὰρ αὐτοὺς οὐδὲ αὑτῶν ἀπεχομένους.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὰς τῶν πέλας ὕβρεις οἱ φρόνιμοι, ὅταν ἴδωσιν αὐτοὺς μηδὲ τῶν οἰκείων ἀπεχομένους.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας άνθρωπος είχε στο σπίτι του κοκόρια, μια μέρα είδε που πουλούσαν μια πέρδικα ήμερη και την αγόρασε την έβαλε μαζί με τα κοκόρια του. Τα κοκόρια την χτυπούσαν την πέρδικα με το ράμφος τους και την έδιωχναν και η πέρδικα στενοχωριόταν πολύ σκεπτόμενη «με διώχνουν επειδή είμαι διαφορετική». Ύστερα είδε τα κοκόρια να μάχονται μεταξύτους και να μή σταματούν παρα μόνο όταν ματώσουν. Τότε η πέρδικα είπε: «Δεν στενοχωριέμαι που με χτυπούν, αφού αυτοί μεταξύ τους ακόμη χειρότερα χτυπιούνται.»