Αισώπου Μύθοι/Αιξ και αιγοβοσκός

Από Βικιθήκη
Αἰσώπου Μῦθοι
Αἴξ καὶ αἰγοβοσκός


Αἰγοβοσκὸς τὰς αἶγας ἀνεκαλεῖτο πρὸς τὴν μάνδραν. Μία δὲ ἐξ αὐτῶν ὑπελείφθη, ἡδύ τι βοσκομένη. Ῥίψας δ’ ὁ ποιμὴν πέτραν τὸ κέρας αὐτῆς κατέαξεν εὐστοχήσας. Ἐδυσώπει δὲ τὴν αἶγα μὴ εἰπεῖν τοῦτο τῷ δεσπότῃ. Ἡ δὲ εἶπεν· «Κἂν ἐγὼ σιωπήσω, πῶς κρύψω; πρόδηλον γάρ ἐστι πᾶσι τὸ κέρας μου κεκλασμένον.»

Ὅτι, τῆς αἰτίας προδήλου οὔσης, οὐ δυνατὸν ταύτην καλύψαι.

Στα νέα Ελληνικά[Επεξεργασία]

Ένας γιδοβοσκός οδηγούσε τα γίδια από τη βοσκή να τα φέρει στη μάντρα. Μια κατσίκα έμενε πίσω, είχε βρει κάποιο ωραίο φυτό κι έτρωγε. Θύμωσε ο βοσκός και της πέταξε μια πέτρα, την βρήκε στο κέρατο και της το έσπασε. Τότε παρακαλούσε «μην το πεις στο αφεντικό μου ότι σου έσπασα το κέρατο». Του λέει η γίδα: «εγώ να μην το πω, εκείνος δεν θα δει το κέρατό μου που είναι σπασμένο;»