Αισώπου Μύθοι/Όνος και κόραξ και λύκος
Αἰσώπου Μῦθοι Ὄνος καὶ κόραξ καὶ λύκος |
Ὄνος ἡλκωμένος τὸν νῶτον ἔν τινι λειμῶνι ἐνέμετο. Κόρακος δὲ ἐπικαθίσαντος αὐτῷ καὶ τὸ ἕλκος κρούοντος, ὁ ὄνος ἀλγῶν ὠγκᾶτό τε καὶ ἐσκίρτα. Τοῦ δὲ ὀνηλάτου πόρρωθεν ἑστῶτος καὶ γελῶντος, λύκος παριὼν ἐθεάσατο καὶ πρὸς ἑαυτὸν ἔφη· «Ἄθλιοι ἡμεῖς, οἵ, κἂν αὐτὸ μόνον ὀφθῶμεν, διωκόμεθα, τούτους δὲ καὶ προσιόντας προσγελῶσιν».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ κακοῦργοι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξ αὐτῶν τῶν προσώπων καὶ ἐξ ἀπροόπτου δῆλοί εἰσιν.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας γάιδαρος πληγιασμένος στην πλάτη έβοσκε σε ένα λειβάδι. Ήρθε ένας κόρακας κάθισε πάνω στον γάιδαρο κ καθώς πατούσε πάνω στις πληγές του γαϊδάρου εκείνος πονούσε, γκάριζε κ αναπηδούσε. Ο ονηλάτης (ο οδηγός του γαϊδάρου) σάν είδε αυτό το θέαμα δεέν πήγε να διώξει τον κόρακα, μόνο στεκόταν και γελούσε, του φαινόταν πολύ αστείο. Πέρασε απο εκεί κ ένας λύκος κ είδε την όλη σκηνή, κ είπε: "κοίτα σε τί άθλια θέση βρισκόμαστε εμείς οι λύκοι! Ακόμη κ απο μακριά άν μας δούν, μας κυνηγάνε, ενώ ο άλλος, ο κόρακας, τους πλησιάζει, μέχρι που πάει κ κάθεται επάνω στα ζώα τους, και αυτοί γελάνε".