Αισώπου Μύθοι/Όνος και κηπουρός
Αἰσώπου Μῦθοι Ὄνος καὶ κηπουρός |
Ὄνος ὑπηρετούμενος κηπωρῷ, ἐπειδὴ ὀλίγα μὲν ἤσθιε, πλεῖστα δ’ ἐμόχθει, ηὔξατο τῷ Διὶ ὥστε τοῦ κηπωροῦ ἀπαλλαγεὶς ἑτέρῳ ἀπεμποληθῆναι δεσπότῃ. Τοῦ δὲ Διὸς ἐπακούσαντος καὶ κελεύσαντος αὐτὸν κεραμεῖ πραθῆναι, πάλιν ἐδυσφόρει, πλέον ἢ πρότερον ἀχθοφορῶν καὶ τόν τε πηλὸν καὶ τοὺς κεράμους κομίζων. Πάλιν οὖν ἀμεῖψαι τὸν δεσπότην ἱκέτευε, καὶ βυρσοδέψῃ ἀπεμπολεῖται. Εἰς χείρονα τοίνυν τῶν προτέρων δεσπότην ἐμπεσὼν καὶ ὁρῶν τὰ παρ’ αὐτοῦ πραττόμενα, μετὰ στεναγμῶν ἔφη· «Οἴμοι τῷ ταλαιπωρῷ, βέλτιον ἦν μοι παρὰ τοῖς προτέροις δεσπόταις μένειν· οὗτος γάρ, ὡς ὁρῶ, καὶ τὸ δέρμα μου κατεργάσεται.»
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τότε μάλιστα τοὺς προτέρους δεσπότας οἱ οἰκέται ποθοῦσιν, ὅταν τῶν δευτέρων λάβωσι πεῖραν.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας γάιδαρος ανήκε σε έναν κηπουρό, και παραπονιότανε στον Δία οτι λίγο τρώει κ πολύ δουλεύει. Τότε ο Δίας (δια μέσου του Ερμή) κανόνισε να αλλάξει αφεντικό, κ δόθηκε σε έναν κεραμέα. Εκεί ήταν ακόμη χειρότερα: κουβαλούσε κοφίνια με πηλό κ κεραμικά σκεύη. Παραπονέθηκε πάλι, κ ο Δίας του έκανε τελευταία χάρη να πάει σε έναν βυρσοδέψη (που κατεργαζόταν δέρματα). Ο γάιδαρος είδε το νέοτου αφεντικό να γδέρνει σφαγμένα ζώα και να επεξεργάζεται το τομάρι τους, και αναστέναξε: τί το ήθελα να αλλάξω αφεντικό, έπρεπε να μείνω εκεί που ήμουν στην αρχή. Αυτός εδώ ακόμη κ όταν πεθάνω δεν θα με θάψει, μόνο θα γδάρει και θα κατεργασθεί το τομάρι μου.