Αισώπου Μύθοι/Όνος και βάτραχοι
Αἰσώπου Μῦθοι Ὄνος καὶ βάτραχοι |
Ὄνος ξύλων γόμον φέρων λίμνην διέβαινεν· ὀλισθὼν δέ, ὡς κατέπεσεν, ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενος ὠδύρετό τε καὶ ἔστενεν. Οἱ δὲ ἐν τῇ λίμνῃ βάτραχοι ἀκούσαντες αὐτοῦ τῶν στεναγμῶν ἔφασαν· «Ὦ οὗτος, καὶ τί ἂν ἐποίησας, εἰ τοσοῦτον ἐνταῦθα χρόνον διέτριβες ὅσον ἡμεῖς, ὅτε πρὸς ὀλίγον πεσὼν οὕτως ὀδύρῃ;»
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα ῥᾴθυμον ἐπ’ ἐλαχίστοις πόνοις δυσφοροῦντα, αὐτὸς τοὺς πλείονας ῥᾳδίως ὑφιστάμενος.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας γάιδαρος κουβαλώντας ένα φορτίο απο ξύλα περνούσε μέσα απο μιά λιμνούλα, σε ένα σημείο γλίστρησε, έπεσε μέσα στο νερό και δεν μπορούσε να σηκωθεί, βογγούσε και αναστέναζε. Ακούσαν τα βογγητά του οι βάτραχοι της λιμνούλας, πήγαν εκεί και του είπαν: "τί φωνάζεις; τόσο λίγη ώρα είσαι μέσα στο νερό. Άν ήσουν μέσα στο νερό όσον καιρό είμαστε εμείς, τί θα έκανες;".