Αισώπου Μύθοι/Όνος βαστάζων άγαλμα

Από Βικιθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αἰσώπου Μῦθοι
Ὄνος βαστάζων ἄγαλμα


Ὄνῳ τις ἐπιθεὶς ἄγαλμα ἤλαυνεν εἰς ἄστυ. Τῶν δὲ συναντώντων προσκυνούντων τὸ ἄγαλμα, ὁ ὄνος ὑπολαϐὼν ὅτι αὐτὸν προσκυνοῦσιν, ἀναπτερωθεὶς ὠγκᾶτό τε καὶ οὐκέτι περαιτέρω προϊέναι ἐϐούλετο. Καὶ ὁ ὀνηλάτης αἰσθόμενος τὸ γεγονὸς τῷ ῥοπάλῳ αὐτὸν παίων ἔφη· «Ὦ κακὴ κεφαλή, ἔτι καὶ τοῦτο λοιπὸν ἦν ὄνον ὑπ’ ἀνθρώπων προσκυνεῖσθαι.»

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ τοῖς ἀλλοτρίοις ἀγαθοῖς ἐπαλαζονευόμενοι παρὰ τοῖς εἰδόσιν αὐτοὺς γέλωτα ὀφλισκάνουσιν.

Στα νέα Ελληνικά[Επεξεργασία]

Κάποιος για να κουβαλήσει ένα ξύλινο άγαλμα θεού το φόρτωσε σε ένα γαϊδούρι. Καθώς πηγαίνανε, όσοι τους συναντούσανε στο δρόμο, προσκυνούσαν. Το γαϊδούρι νόμιζε οτι προσκυνάνε το ίδιο: "γιά δες, όλοι όσοι με συναντούν, με προσκυνούν!". Έτσι, τόσο χάρηκε, που άρχισε να χοροπηδά κ θα έριχνε κάτω το άγαλμα. Τότε το αφεντικό του του έδωσε ένα ξύλο για να τον επαναφέρει στην τάξη κ του είπε: επειδή κουβαλάς το άγαλμα ενός θεού, μή θαρρέψεις ότι είσαι κ με τους θεούς ομότιμος!