Αισώπου Μύθοι/Έλαφος και άμπελος
Αἰσώπου Μῦθοι Ἔλαφος καὶ ἄμπελος |
Ἔλαφος κυνηγοὺς φεύγουσα ὑπ’ ἀμπέλῳ ἐκρύβη. Παρελθόντων δ’ ὀλίγον ἐκείνων, ἡ ἔλαφος τελέως ἤδη λαθεῖν δόξασα, τῶν τῆς ἀμπέλου φύλλων ἐσθίειν ἤρξατο. Τούτων δὲ σειομένων, οἱ κυνηγοὶ ἐπιστραφέντες καί, ὅπερ ἦν ἀληθές, νομίσαντες τῶν ζῴων ὑπὸ τοῖς φύλλοις τι κρύπτεσθαι, βέλεσιν ἀνεῖλον τὴν ἔλαφον. Ἡ δὲ θνῄσκουσα τοιαῦτ’ ἔλεγε· «Δίκαια πέπονθα· οὐ γὰρ ἔδει τὴν σώσασάν με λυμαίνεσθαι.»
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ ἀδικοῦντες τοὺς εὐεργέτας ὑπὸ θεοῦ κολάζονται.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένα ελάφι το κυνηγούσαν οι κυνηγοί και κρύφτηκε σε ένα αμπέλι. Οι κυνηγοί δεν το είδαν και προσπέρασαν. Τότε το ελάφι άρχισε να τρώει τα φύλλα του κλήματος. Ένας κυνηγός κοίταξε πίσω του και είδε τα φύλλα του κλήματος να κουνιούνται, υποψιάστηκε και πλησίασε, είδε το ελάφι και το χτύπησε με το ακόντιό του. Πεθαίνοντας το ελάφι είπε: «Κρίμα, δεν έπρεπε να φάω το κλήμα που με έσωσε. Ούτε έπρεπε να φάω τίποτε προτού φύγουν μακριά οι κυνηγοί.»