Αισώπου Μύθοι/Άνθρωπος και σάτυρος
Αἰσώπου Μῦθοι Ἄνθρωπος καὶ σάτυρος |
Ἄνθρωπόν ποτε λέγεται πρὸς σάτυρον φιλίαν σπείσασθαι. Καὶ δὴ χειμῶνος καταλαβόντος καὶ ψύχους γενομένου, ὁ ἄνθρωπος προσφέρων τὰς χεῖρας τῷ στόματι ἐπέπνει. Τοῦ δὲ σατύρου τὴν αἰτίαν ἐρομένου δι’ ἣν τοῦτο πράττει, ἔλεγεν ὅτι θερμαίνει τὰς χεῖρας διὰ τὸ κρύος. Ὕστερον δὲ παρατεθείσης αὐτοῖς τραπέζης καὶ προσφαγήματος θερμοῦ σφόδρα ὄντος, ὁ ἄνθρωπος ἀναιρούμενος κατὰ μικρὸν τῷ στόματι προσέφερε καὶ ἐφύσα. Πυνθανομένου δὲ πάλιν τοῦ σατύρου τί τοῦτο ποιεῖ, ἔφασκε καταψύχειν τὸ ἔδεσμα, ἐπεὶ λίαν θερμόν ἐστι. Κἀκεῖνος ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ἀλλ’ ἀποτάσσομαί σου τῇ φιλίᾳ, ὦ οὗτος, ὅτι ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος καὶ τὸ θερμὸν καὶ τὸ ψυχρὸν ἐξιεῖς.»
Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς περιφεύγειν δεῖ τὴν φιλίαν ὧν ἀμφίβολός ἐστιν ἡ διάθεσις.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας άνθρωπος, κάνοντας σπονδή, συνήψε φιλία με έναν σάτυρο. Ήταν χειμώνας και έκανε πολύ κρύο, τότε ο άνθρωπος έφερε τα χέρια κοντά στο στόμα του και τα φυσούσε. Ρωτάει ο σάτυρος: Γιατί φυσάς τα χέρια σου; - Μα, για να τα ζεστάνω. Δεν βλέπεις τί κρύο που κάνει; Ύστερα κάθισαν να φάνε, και τους σέρβιραν ένα ψητό που ακόμη έκαιγε από τη φωτιά. Ο άνθρωπος έκοβε μικρά μικρά κομματάκια και το καθένα το φυσούσε προτού να το φάει. Ρωτάει ο σάτυρος: Γιατί φυσάς την τροφή σου; - Για να κρυώσει, δεν βλέπεις πώς καίει; απαντά ο άνθρωπος. Τότε λέει ο σάτυρος: Φτάνει, δεν είμαι πιά φίλος σου, αφού σε βλέπω που από το ίδιο στόμα βγάζεις άλλοτε ζεστό κ άλλοτε κρύο!