Ἡ παντοῦ ζηλευτὴ καὶ φημισμένη
’Σ τὴ φρόνησι, ’ς τὰ κάλλη, ’ς τὰ ἔργατά της,
Ἕναν δὲν ἔχει τώρα ἡ μαυρισμένη,
Νὰ πεταχθῇ σὰν ἄγγελος κοντά της,
Λίγο νερὸ ’ς τὰ χείλη νὰ τῆς δώσῃ,
Ν’ ἀκούσῃ ἂν κτύπο ἀκόμα ἔχ’ ἡ καρδιά της.
—Πρὶν τὸ χέρι τς ὀρφάνιας σὲ λαβώσῃ,
Χρυσοῦλα, ὁ Θεὸς ἐδῶ νὰ σ’ ὁδηγοῦσε
’Σ τὰ σπλάχνα τἄγια ὁποῦ σ’ ἔχουν μορφώσει!
Ἀλλ’ ἡ μοῖρα ἡ κακὴ, ποῦ σὲ φθονοῦσε,
Ἔγραψε — ἀντὶ ἡ Χρυσοῦλα νά εὐτυχήσῃ
Σώζωντας τὴν λατρεία ποῦ λαχταροῦσε,
Μὲ τὰ δάκρυα τὸ Χάρο νὰ πλουτίσῃ.—