Σελίδα:Manussos.djvu/108

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 108 

Μὲ τὸ στεφάνι τῆς χαρᾶς σὲ στέρνει,
’Σ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς γῆς ποῦ σ’ ἀναμένει,
Ἐσὺ θωρεῖς τὸ πῶς μὲ παραδέρνει
Ἡ μαύρη μοίρα, πές της, ἀδελφοῦλα,
’Σ τὸν ᾅδη ζωντανὴ νὰ μὴ μὲ σέρνῃ.
Λυπήσου την τὴν δόλια Διαμαντοῦλα,
Ποῦ γέρασε κι’ ἀκόμα σ’ ἀγαπάει
Ὅπως σ’ εἶχε ἀγαπήσει ἀπὸ παιδοῦλα....
Ὠϊμένα, ὠϊμένα, ποῦθε μ’ ὁδηγάει
Τούτ’ ἡ δειλὴ καρδιὰ, καὶ ποιὸς τὴν κάνει
Σὲ τέτοιο τρόπο νὰ παραλογάῃ;—
Κ’ ἕνα βαθὺ παράπονο τὴν πιάνει,
Σὰν νἄλεγες ἑνὸς ποῦ δυναμίζει
Κι’ ὁ πόνος ὁ σκληρὸς τὸν καταβάνει.
Τ’ ἁγνὸ κ’ εὔγλωττο δάκρυ πλημμυρίζει
Δύο μάτια σκοτεινὰ, κακογραμμένα,
Καὶ ἡ ὄψι της τς ἀγγέλους μαγνητίζει!
Πέφτουν τὰ χέρια κάτω παγωμένα,
Κι’ αὐτοῦ ’ς τὴν νεραντζοῦλα ἀποκουμπάει
Τὴν κεφαλὴ, τὰ μέλη ἀποσβυμένα,
Ὡσὰν τὸν κοπιασμένο π’ ἀρχινάει
Ἀπὸ τὸν ὕπνο ἀνάπαψι νὰ πάρῃ,
Καὶ τῆς ζωῆς τὰ πάθηα νὰ ξεχνάῃ.
Ἀλλ’ αὐτὴ δὲν κοιμᾶται, τὸ χλωμάρι
Ὁποῦ πενθολογᾷ τὸ πρόσωπόν της
Ὄχι, δὲν ἔχει ὕπνου γλυκοῦ τὴν χάρι!
Βαρὺ, βαρὺ τἄμοιρο βλέφαρόν της
Ὡσὰν τὸ μαῦρο νέφος κατεβαίνει,
Νὰ πνιγῇ ’ς τὴν σκοτείνια τῶν ματιῶν της.