Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο ΚΔ

Από Βικιθήκη
Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου
Συγγραφέας:
ΚΔ'. Η δύναμη της φιλίας


Στο Όστροβο σαν έφθασαν, ο Κωνσταντίνος και η Αλεξία πήγαν κατευθείαν στο φρούριο και παρουσιάστηκαν στην πύλη.

- Τις ει; φώναξε ο φρουρός.

Ο Κωνσταντίνος έδωσε το σύνθημα και ο φρουρός του άνοιξε. Μα βλέποντας την Αλεξία, θέλησε να τη σταματήσει.

- Τι θέλει η γυναίκα; ρώτησε.

- Είναι μαζί μου, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος, και θέλομε να δούμε αμέσως το φρούραρχο, τον τουρμάρχη Μανουήλ Βουτουμίτη.

Ένας στρατιώτης τους οδήγησε σε μια κάμαρα, όπου δυο άντρες, όρθιοι κοντά στο παράθυρο, συζητούσαν ζωηρά αν και χαμηλόφωνα.

- Θα πάγω εγώ και θα ρωτήσω στα Βοδενά, έλεγε μ' επιμονή ο ένας.

Ο Κωνσταντίνος αναγνώρισε τον Νικήτα και το φρούραρχο.

- Νικά ο Αετός, είπε χαιρετώντας στρατιωτικά.

Οι δυο άντρες γύρισαν ξαφνισμένοι.

- Κρηνίτη! φώναξε με χαρά ο Νικήτας.

Μα βλέποντας την Αλεξία, σταμάτησε απότομα. Ο φρούραρχος πλησίασε.

- Τι θέλει η κόρη, Κρηνίτη; ρώτησε.

- Είναι η κόρη του εταιριάρχη Αλεξίου Αργυρού, που σκοτώθηκε στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος με στρατιωτική συντομία κατωτέρου που αναφέρει στον ανώτερο.

- Η Αλεξία Αργυρή; αναφώνησε ο Νικήτας. Η ορφανή που τόσα χρόνια τη γυρεύει ο Αυτοκράτορας;

- Ναι! είπε ο Κωνσταντίνος. Ερχόμαστε κατευθείαν από τα Βοδενά. Το φρούριο έπεσε.

- Τι; φώναξε ο φρούραρχος.

- Ο Δραξάν, συνεννοημένος από καιρό μ' ένα μέρος της φρουράς, κατόρθωσε να μπει μυστικά στο κάστρο, εξακολούθησε ο Κωνσταντίνος. Και χθες βράδυ έδωσε το σημείο, οι πύλες άνοιξαν, και πλήθος εχθροί μπήκαν στο φρούριο κι έσφαξαν τους πιστούς της φρουράς, ως τον τελευταίο στρατιώτη.

Κατάχλωμος, και σφίγγοντας τα δόντια του, ο Νικήτας είχε πλησιάσει.

- Θυμήσου τώρα τα λόγια της γυναίκας, Μανουήλ Βουτουμίτη, είπε.

Ο φρούραρχος αναπήδησε:

- Τι λες, αδελφέ; Λόγια τρελής που είδε, λέγει, τον Δραξάν ν' ανεβαίνει στο φρούριο; Ήταν να βάλει κανείς πίστη;

- Δεν ήταν τρελή η γυναίκα που τον είδε, είπε σιγά η Αλεξία. Ήμουν εγώ.

- Εσύ; Και πώς τον είδες; Και γιατί δεν είπες το σύνθημα;

- Ήταν μαζί μου, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος, και το σύνθημα δεν το γνώριζε.

- Γιατί λοιπόν δεν ήλθες εσύ, Κρηνίτη, αντί να στείλεις ένα κορίτσι; αναφώνησε ο τουρμάρχης που γύρευε και καλά σε άλλον να ρίξει το λάθος.

- Δεν την έστειλα εγώ, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος. Ήλθε αυτοθέλητα και χωρίς να το ξέρω. Εγώ ήμουν αιχμάλωτος στα χέρια του Δραξάν.

Και, με λίγα λόγια, διηγήθηκε πώς έπεσε στην ενέδρα του Ιβάτζη, πώς κουβαλητό τον ανέβασαν στο φρούριο των Βοδενών όπου έμεινε κλεισμένος, και πώς, με την τολμηρή βοήθεια της Αλεξίας, κατόρθωσε να φύγει. Ο φρούραρχος άρπαξε ένα φύλλο περγαμηνή, κάθησε στο τραπέζι του και βιαστικά έγραψε την αναφορά του Κωνσταντίνου.

- Πρέπει σήμερα να φύγεις, είπε του Νικήτα σφραγίζοντας το γράμμα. Ήθελες να πας στα Βοδενά, μα τώρα πια είναι περιττό. Πήγαινε κατευθείαν στη Θεσσαλονίκη και δώσε αυτό στα χέρια του Αυτοκράτορα.

Ο Νικήτας πήρε το έγγραφο και βγήκε με τον Κωνσταντίνο και την Αλεξία. Έξω στο διάδρομο ο Νικήτας πήρε τα χέρια της Αλεξίας και τη γύρισε στο φως.

- Ναι! είπε με συγκίνηση. Του μοιάζεις του λεβέντη που τόσο με μάγεψε! Έχεις τα μάτια της μητέρας σου και τη λιγνή της κορμοστασιά. Μα του πατέρα σου έχεις το στόμα και την όψη του όλη. Και θα έχεις το χαρακτήρα του και τη θέληση του, δεν είναι έτσι;

- Γνώρισες τους γονείς μου; ρώτησε η Αλεξία δακρυσμένη.

- Τους είδα μια φορά, αποκρίθηκε ο Νικήτας, και μου έκανε τόσην εντύπωση η τολμηρή έκφραση του πατέρα σου, που την έχεις κι εσύ, ώστε έπρεπε απ' αυτό να σε αναγνωρίσω. Μα σε νόμιζα Βουλγάρα και δεν σε κοίταξα ποτέ.

Και γυρνώντας στον Κωνσταντίνο:

- Και πάγει χαμένη η τόλμη της, είπε με θυμό, δείχνοντας την κλειστή πόρτα του φρουράρχου, για ένα ανόητο πείσμα, τάχα πως ήταν τρελή η γυναίκα που είδε τον Δραξάν!

- Πήγαινες στα Βοδενά; ρώτησε ο Κωνσταντίνος.

- Ναι, πήγαινα ίσα - ίσα για να βεβαιωθώ αν ήταν ο Δραξάν ναι ή όχι μες στο φρούριο. Δεν πείστηκα εγώ πως τα λόγια της γυναίκας ήταν τρελά! Ξεκίνησα μάλιστα αμέσως μόλις το έμαθα, και θα ήμουν φθασμένος τώρα, αν...

Σταμάτησε, κοίταξε τον Κωνσταντίνο, και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του νέου.

- Κωνσταντίνε, είπε σοβαρά, ο Μιχαήλ είναι δω.

- Εδώ!...

Τόσο ανέλπιστη ήταν η χαρά, τόσο αιφνίδια η είδηση, που χλώμιασε και ακούμπησε στον τοίχο, χωρίς δύναμη, χωρίς φωνή. Η Αλεξία είδε τη συγκίνηση του, ένιωσε την ανησυχία του κι έστρεψε στον Νικήτα να ρωτήσει. Μα το πρόσωπο του κατασκόπου την πάγωσε. Καμιά χαρά δεν έδειχναν τ' αυστηρά του χαρακτηριστικά.

- Πήγαινα στα Βοδενά, μόλις χάραζε, εξακολούθησε ο Νικήτας. Μα στο δρόμο τον βρήκα... Και γύρισα πίσω και τον έφερα εδώ...

Σταμάτησε μια στιγμή. Τα μάτια του δεν έφευγαν από το χλωμό πρόσωπο του νέου. Έξαφνα ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε πως κάτι άλλο είχε να πει ο Νικήτας και δεν τολμούσε. Ορθώθηκε μεμιάς:

- Τι τρέχει; Τι είναι που δε λες; ρώτησε.

- Θέλεις να έλθεις να τον δεις; είπε σιγά ο Νικήτας.

- Τι έχει; Πού είναι;

- Έλα! Τον έφερα σηκωτό... Να μπεις μέσα σιγά... Ο Κωνσταντίνος τον άρπαξε από τους ώμους και τον κοίταξε στα μάτια.

- Ζει; ρώτησε.

- Ζει ακόμα... ναι... είπε χαμηλόφωνα ο Νικήτας.

Ο Κωνσταντίνος έσφιξε το κεφάλι του στα χέρια του.

- Τη φοβέρα του... τη φοβέρα του... ετόλμησε να την εκτελέσει... μουρμούρισε.

- Ποιος; ρώτησε ο Νικήτας.

- Ο Δραξάν!...

Κακό χαμόγελο, μίσος γεμάτο, σύσπασε το στόμα του Νικήτα.

- Όχι, είπε, ο Ιβάτζης...

- Πού είναι; αναφώνησε ο Κωνσταντίνος. Θέλω να τον δω!

Ο Νικήτας έγνεψε της Αλεξίας να έλθει, και τους οδήγησε στο απάνω πάτωμα. Μόλις έφεγγε στην κάμαρα όπου μπήκαν. Από το μισόκλειστο παράθυρο, μια λουριδίτσα φως έπεφτε χρυσή στο πάτωμα, και σε μια γωνιά, εμπρός στο εικόνισμα της Παναγίας, ένας καντήλι έκαιε. Κάτω από το εικόνισμα, σ' ένα στρώμα κοίτουνταν ο Μιχαήλ. Ο Κωνσταντίνος πλησίασε και γονάτισε πλάγι του. Ήταν ο Μιχαήλ άραγε; Ανάμεσα στα ξανθά μαλλιά που σκέπαζαν το μαξιλάρι, ένα αδύνατο κερένιο πρόσωπο ξεχώριζε, τόσο λιωμένο, που ο Κωνσταντίνος τρόμαξε ν' αναγνωρίσει το φίλο του.

- Ανοίξετε το παράθυρο, είπε με φωνή βραχνή, δεν τον βλέπω...

Ο Νικήτας έσπρωξε τα παραθυρόφυλλα και ο ήλιος χύθηκε στο δωμάτιο, το πλημμύρισε με το χρυσό του φως. Μα ο Μιχαήλ δεν κούνησε, ούτε άνοιξε τα μάτια. Στη μύτη πλάγι και στο στόμα, δυο γραμμές χαράζουνταν, σταχτερές, στην κερένια του όψη, σα να είχε αφήσει κιόλα ο Χάρος, στο διάβα του, το αποτύπωμα του παγωμένου του χεριού. Πλάγι στον Κωνσταντίνο γονάτισε η Αλεξία, και σιγαλά ακούμπησε το χέρι της στην καρδιά.

- Ζει!... είπε. Ευλογημένο τ' όνομα του Κυρίου!

Και γυρνώντας στον Κωνσταντίνο το βλέμμα της, βαρύ από δάκρυα βασταγμένα και από αγάπη:

- Θα τον σώσομε, είπε, μαζί εσύ κι εγώ...

Ο Κωνσταντίνος δε βάσταξε περισσότερο. Σηκώθηκε μεμιάς, βγήκε στο διάδρομο, ακούμπησε στον τοίχο και ξέσπασε στα κλάματα, με το άγριο εκείνο ξέσπασμα του δυνατού άντρα που δεν κλαίγει ποτέ. Ο Νικήτας τον είχε ακολουθήσει και, όρθιος κοντά του, τον κοίταζε άφωνος, ανίκανος να παρηγορήσει λύπη που την ένιωθε τόσο μεγάλη. Λίγο όμως βάσταξε η αδυναμία του Κωνσταντίνου. Με την ξανάστροφη τίναξε τα δάκρυα από τα μάτια του και γύρισε στον Νικήτα.

- Πού τον βρήκες; ρώτησε.

- Στο μεγάλο δρόμο.

- Πώς, έτσι; Σ' αυτή την κατάσταση;

- Ναι! Ήταν σαν πεθαμένος, και παλιά αίματα σκέπαζαν τα ρούχα του, τα μαλλιά του. Σ' ένα δυο μέρη ήταν χτυπημένος μα ήταν μερών οι πληγές. Πλάγι του, με το κεφάλι ανοιγμένο, ένας δούλος βογγούσε...

- Τι δούλος; διέκοψε ο Κωνσταντίνος. Μην ήταν βουβός;

- Τον ξέρεις; έκανε ξαφνισμένος ο Νικήτας. Ναι, είναι βουβός.

- Ζει ακόμα;

- Ναι, και είναι δω.

- Μπόρεσες να συνεννοηθείς μαζί του;

- Απάνω - κάτω κατάλαβα πως τον έστειλε ο Δραξάν στον Ιβάτζη στη Σέταινα, για να ελευθερώσει τον Μιχαήλ...

- Να τον ελευθερώσει;

- Έτσι λέγει το γράμμα που είχε απάνω του, υπογραμμένο από τον Δραξάν και μ' επανώγραμμα προς τον Ιβάτζη, στη Σέταινα.

Ένα λεπτό έμεινε ο Κωνσταντίνος σαστισμένος.

- Δεν καταλαβαίνω! είπε.

- Από κείνα που είδα, είπε ο Νικήτας, και απ' όσα με νοήματα μπόρεσε ο βουβός να μου πει, συμπεραίνω πως ο Δραξάν είχε στείλει το δούλο στη Σέταινα. Και πρέπει βιαστικά να τον έστειλε, γιατί εκεί κοντά που τους βρήκα, ένα σαμαρωμένο άλογο έβοσκε ήσυχα.

- Δεν είναι δυνατό να πήγε στη Σέταινα, διέκοψε ο Κωνσταντίνος. Ως αργά τη νύχτα ο δούλος ήταν μαζί μας.

- Δεν πήγε βέβαια ως εκεί, είπε ο Νικήτας, το άλογο ήταν ξεκουρασμένο και ζωηρό σα να έβγαινε από το στάβλο. Πρέπει στο δρόμο ν' αντάμωσε τον Ιβάτζη και τη συνοδεία, και να τους έδωσε το γράμμα, γιατί η σφραγίδα ήταν σπασμένη και το γράμμα το βρήκα τσαλακωμένο και χωμένο στον κόρφο του δούλου. Από τα νοήματα του κατάλαβα πως διάβασαν το γράμμα, συνεννοήθηκαν όλοι μαζί, πέταξαν τον Μιχαήλ στο δρόμο, θέλησαν να σκοτώσουν το δούλο και ύστερα έφυγαν. Υποθέτω πως τα έκαναν αυτά όλα για να μην έχουν να δώσουν λόγο στον Δραξάν σαν τους ρωτήσει γιατί ήταν ο Μιχαήλ σ' αυτό το χάλι.

- Και άφησαν το γράμμα, τάχα πως δεν το έλαβαν... και θέλησαν να ξεπαστρέψουν το δούλο για να μη μιλήσει, πρόσθεσε πικρά ο Κωνσταντίνος. Τέτοια τερτίπια τα ξέρει ο Ιβάτζης!

Μπήκε πάλι στην κάμαρα. Ο Μιχαήλ δεν είχε κουνήσει. Σκυμμένη απάνω του η Αλεξία γύρευε να χύσει ανάμεσα στα χείλη του ένα ζεστό που είχε φτιάσει από ξερά βότανα. Ο Νικήτας της έγνεψε να βγει στο διάδρομο μαζί του.

- Αλεξία, της είπε, ξέρεις πού βρίσκεται ο γερο-Παγράτης; Μας χρειάζεται αμέσως κάποιος που να ξέρει από αρρώστιες...

Η κόρη έσμιξε τα χέρια της.

- Δεν τάμαθες; ρώτησε, και βαριά δάκρυα μαζεύθηκαν στα μάτια της. Πέθανε... ψιθύρισε.

- Πέθανε; Ω! Τον άμοιρο! Πότε;

- Το περασμένο φθινόπωρο.

- Και ήσουν εσύ μαζί του; Τον έβλεπες συχνά;

- Βέβαια!

- Πες μου, πες μου... είπε νευρικά ο Νικήτας, ξέρεις αν τον πρόφθασε ο Γρηγόρης; Ξέρεις πού βρίσκεται τώρα ο Γρηγόρης;

Η κόρη θέλησε ν' αποκριθεί, μα καμιά λέξη δε βγήκε από το σφιγμένο της λαιμό. Κούνησε μια - δυο φορές τα χείλια και, σκεπάζοντας το πρόσωπο της, ξέσπασε στα κλάματα.

- Αλεξία, παιδί μου, είπε συμπονετικά ο Νικήτας, μην κλαις έτσι... μίλησε μου, πες μου... Είδες τον Γρηγόρη;

Η κόρη σήκωσε το πρόσωπο της.

- Ο Γρηγόρης... - είπε πνίγοντας τους λυγμούς της - ο Γρηγόρης...

Έριξε μια ματιά στην ανοιχτή πόρτα, και πιο χαμηλά επανέλαβε:

- Ο Γρηγόρης... τον σκότωσαν...

Ο Νικήτας ανατινάχθηκε. Βραχνή ξέσπασε η φωνή από το λάρυγγα του. Σήκωσε τους κλειστούς του γρόθους και, σείοντας τους πάνω από το κεφάλι του:

- Ποιος! φώναξε άγρια. Ποιος! Ποιος!

- Νικήτα!... μουρμούρισε παρακλητικά η Αλεξία κι έγνεψε κατά την ανοιχτή πόρτα του Μιχαήλ.

Μεμιάς κυρίευσε ο Νικήτας το θυμό του, χαλίνωσε το πάθος του:

- Ποιος τον σκότωσε; ρώτησε σιγά, και μόνο της φωνής του το τρεμούλιασμα μαρτυρούσε ακόμα την αναστάτωση της ψυχής του.

- Τον έσφαξαν χθες...

- Στα Βοδενά;

- Ναι!

- Ο Δραξάν;

- Δεν ξέρω... Από πάνω από τον πύργο τον έριξαν κάτω, κι έπεσε νεκρός στα πόδια μας...

Ο Νικήτας έσφιξε τα δόντια του και, με σταυρωμένα χέρια, σαν αγρίμι κλεισμένο σε κλουβί, πήγε και ήλθε δυο - τρεις φορές στο στενό διάδρομο. Όταν σταμάτησε πάλι κοντά στην Αλεξία, είχε κυριεύσει ολότελα το θυμό του.

- Αλεξία, παιδί μου, της είπε με βαθιά λύπη. Έπρεπε να σε πάρω μαζί μου αμέσως και να σε παραδώσω στον Αυτοκράτορα που χρόνια τώρα σε γυρεύει. Μα θα ήταν αμαρτία ν' αφήσεις τώρα τους δυο δυστυχισμένους που σε περιμένουν εκεί μέσα. Μείνε μαζί τους! Στα χέρια σου αφήνω τον Μιχαήλ και η Πανάχραντη να τον λυπηθεί, και να μεσιτεύσει στον Κύριο για κείνον...

- Και σύ; μουρμούρισε η κόρη.

- Εγώ...

Τα μάτια του άστραψαν πάλι, τα χέρια του απλώθηκαν. Μα βαστάχθηκε:

- Εγώ φεύγω ευθύς. Πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη. Και σα δω το αυτοκρατορικό φλάμπουρο να κυματίζει πάλι στο φρούριο των Βοδενών, και τον Δραξάν καρφωμένο στο παλούκι, τότε... τότε θα ξανάρθω.

Μπήκε στην κάμαρα ν' αποχαιρετήσει τον Κωνσταντίνο.

- Περίμενε με δω, του είπε. Έχεις και συ μεγάλη ανάγκη από ησυχία και ανάπαυση. Έστειλα να φέρουν τον πάτερ Ευθύμιο, τον Ηγούμενο της μονής του Γρηγόρη... πρόσθεσε με συγκίνηση. Για χατήρι μου θα έλθει. Μα είναι μακριά. Σε τρεις - τέσσερεις μέρες, ελπίζω, θα είναι δω. Και από αρρώστιες ξέρει αυτός.

- Τέσσερεις μέρες... είπε ο Κωνσταντίνος που δεν έβγαζε τα μάτια του από το πρόσωπο του φίλου του. Ως τότε...

- Ως τότε, η Παναγία θα μας λυπηθεί, Κωνσταντίνε, μουρμούρισε η Αλεξία.

Ο Κωνσταντίνος την κοίταξε και τα μάτια του βούρκωσαν.

- Παρακάλεσε την λοιπόν με την καρδιά σου, της είπε, γιατί χρειάζεται να γίνει θαύμα... Σου τον παραδίνω...

Και βγήκε με τον Νικήτα για να κρύψει τη συγκίνηση του. Μαζί πήγαν στο δωμάτιο όπου είχαν πλαγιάσει το βουβό δούλο. Καθώς είδε τον Κωνσταντίνο, ο άμοιρος άρχισε να κλαίει και να βγάζει ασυνάρτητες φωνές. Με καλοσύνη τον καθησύχασε ο Κωνσταντίνος, και προσπάθησε να συνεννοηθεί μαζί του. Μα τίποτα περισσότερο δεν έμαθε απ' ό,τι είχε αντιληφθεί ο Νικήτας. Ούτε έμοιαζε ο βουβός να ξέρει τίποτα άλλο. Αφού ξεπροβόδισε τον Νικήτα, ο Κωνσταντίνος ξαναγύρισε στην κάμαρα του Μιχαήλ. Τον βρήκε αναίσθητο όπως τον είχε αφήσει. Γονατισμένη κοντά του, η Αλεξία ήταν βυθισμένη στην προσευχή.

Μέρες και μέρες, πλάγι στο στρώμα του, ο Κωνσταντίνος και η Αλεξία αγωνίστηκαν να τον σώσουν από τα παγωμένα χέρια του Χάρου, απλωμένα απάνω του, έτοιμα να τον αρπάξουν. Νύχτες ολόκληρες πέρασαν άγρυπνοι, σκυμμένοι στο πλευρό του, τρέμοντας κάθε στιγμή μην πετάξει η ψυχή του με την τελευταία του αναπνοή. Μα δυνατότερα ακόμα από την αγάπη τους και από τα σοφά γιατρικά του πάτερ Ευθυμίου, τα νιάτα του Μιχαήλ πάλευαν με το Χάρο. Ώσπου επιτέλους νίκησαν, και η ανάρρωση άρχισε.

Εβδομάδες όμως είχαν περάσει από τη μέρα που τον μάζεψε ο Νικήτας στο μεγάλο δρόμο, και ακόμα κανένα σημείο δεν έδειχνε πως η σκέψη και το μνημονικό ξαναγύριζαν σαν πρώτα. Μια - δυο φορές μόνο, είχε κοιτάξει τον Κωνσταντίνο σα να τον αναγνώριζε. Μα όταν τον ρώτησε κείνος πώς αισθάνουνταν, έκλεισε πάλι τα μάτια και απόκριση δεν έδωσε.

- Δεν πειράζει, απαντούσε ο καλός πάτερ Ευθύμιος στ' ανήσυχα ρωτήματα τους. Σα δυναμώσει λίγο, θα ξανάρθει και η ενθύμηση.

Ένα βράδυ που κάθουνταν η Αλεξία και ο Κωνσταντίνος στο προσκέφαλο του, ενώ ο πάτερ Ευθύμιος διάβαζε παρακάτω, σκυμμένος κοντά στο λυχνάρι, κρότος μεγάλος ακούστηκε στο δρόμο, φωνές θυμωμένες, και κατάρες, και κόσμος που έτρεχε σα να ήταν να δει κάτι που περνούσε. Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε μεμιάς.

- Μείνε δω, Αλεξία, είπε, πηγαίνω να δω τι τρέχει. Και βγήκε βιαστικά.

Ο πάτερ Ευθύμιος είχε πάγει στο παράθυρο, μα δεν είδε τίποτα. Το έκλεισε πάλι και γύρισε στο βιβλίο του, κάμνοντας νόημα της Αλεξίας να μην ανησυχεί. Έξαφνα, στη βαθιά σιωπή της κάμαρας, για πρώτη φορά ακούστηκε η φωνή του Μιχαήλ, σιγανή, αδύνατη, μισοσβησμένη.

- Αλεξία... δεν άλλαξες... μόνο που μεγάλωσες από τότε...

Ο καλόγερος σηκώθηκε κι έσκυψε στο στρώμα. Μα ο άρρωστος είχε κλειστά τα ματόφυλλα κι έμοιαζε να κοιμάται. Ο Ηγούμενος έγνεψε της κόρης να έλθει κοντά του, και βλέποντας τη συγκίνηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της:

- Είναι η αρχή της γιατριάς, ψιθύρισε. Άκουσε τ' όνομα σου και η λέξη αυτή φαίνεται να του θύμισε τα παλιά χρόνια, όταν το πρωτάκουσε. Θάρρος, κόρη μου! Η νίκη είναι πια κοντά.

Σα γύρισε ο Κωνσταντίνος, η Αλεξία έτρεξε ως έξω να τον προαπαντήσει, και με δάκρυα στα μάτια του είπε την καλήν είδηση.

- Ευλογημένη να είσαι, Αλεξία, της είπε συγκινημένος. Με τ' όνομα σου λοιπόν συνήλθε.

Μπήκε στην κάμαρα και κάθησε πάλι κοντά στο φίλο του. Το πρόσωπο του ήταν χλωμό και αγέλαστο.

- Τι ήταν οι φωνές στο δρόμο; ρώτησε ο Ευθύμιος.

Ο Κωνσταντίνος ξανασηκώθηκε και πολύ ταραγμένος πήγε και ήλθε μια - δυο φορές στην κάμαρα.

- Τι τρέχει; ρώτησε ανήσυχα ο Ηγούμενος.

- Έπιασαν τον Δραξάν, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος.

Η Αλεξία σίμωσε τρομαγμένη.

- Τι θα τον κάνουν τώρα; ρώτησε.

Ο Κωνσταντίνος δεν αποκρίθηκε, και ο Ηγούμενος έσκυψε το κεφάλι σιωπηλά. Σε όλους ήταν γνωστή η καταδίκη του Δραξάν. Η αυτοκρατορική διαταγή είχε διαδοθεί παντού όπου βρίσκουνταν Έλληνες. Ο Κωνσταντίνος περπατούσε απάνω - κάτω νευρικά.

- Ήταν φρικτό... φρικτό... μουρμούρισε. Ο βουβός του δούλος τον είδε από το παράθυρο, κι έτρεξε έξω... Μα τον σταμάτησαν, τον έδιωξαν... Και ο Δραξάν τον είδε, και του χαμογέλασε... και τον χαιρέτησε με το χέρι... Και φώναζε ο δύστυχος δούλος, και δέρνουνταν, ώσπου έπεσε χάμω, αναίσθητος, και τον κουβάλησαν μέσα...

- Πού τον έπιασαν τον Δραξάν; ρώτησε χαμηλόφωνα η Αλεξία. Δεν ήταν πια στα Βοδενά;

- Όχι, είναι καιρός που έφυγε με τον Ιβάτζη. Μόλις όμως μαθεύτηκε πως ο Αυτοκράτορας φεύγει από τη Θεσσαλονίκη με μεγάλο στρατό να ξανακυριεύσει το κάστρο, ο Δραξάν θέλησε να γυρίσει πίσω, να μπει στο φρούριο και να το υπερασπίσει. Μα ο Αύγουστος το μάντεψε κι έδωσε διαταγή να κλείσουν τα στενά. Ωστε σαν έφθασε, ο Δραξάν, έπεσε στην ενέδρα των δικών μας. Και τον έφεραν εδώ.

- Και τώρα;

Ο Κωνσταντίνος δεν αποκρίθηκε. Και βαριά έπεσε σιγή στο δωμάτιο. Ο Ηγούμενος τότε σηκώθηκε, πήρε ένα μακρύ μουντό μανδύα, τον έριξε απάνω του και πήγε κατά την πόρτα.

- Πού πας, πάτερ Ευθύμιε; ρώτησε ο Κωνσταντίνος που μισομάντευε το σκοπό του καλόγερου.

- Στο φρούραρχο, αποκρίθηκε ο Ηγούμενος. Η άγρια ποινή δεν πρέπει να εκτελεστεί. Μπορεί να ήταν εχθρός μας ο Δραξάν, μα είναι άνθρωπος!

Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε με ορμή.

- Έρχομαι μαζί σου! αναφώνησε. Ναι, εχθρός μας ήταν. Μα είναι ευγενική ψυχή. Αυτό το έδειξε.

Και βγήκαν έξω μαζί. Μόνη της με τον άρρωστο, η Αλεξία περίμενε. Στη μισοσκότεινη κάμαρα, άλλο δεν ακούουνταν παρά η λαφριά αναπνοή του Μιχαήλ που έμοιαζε να κοιμάται ήσυχα. Με το νου της ακολουθούσε η Αλεξία τους δυο άντρες, γύρευε να μαντέψει τα λόγια τους, την απάντηση του φρουράρχου. Φαντάζουνταν τον Δραξάν, τον υπερήφανο, αγέρωχο Δραξάν, με σίδερα στα πόδια και στα χέρια, σε καμιά σκοτεινή φυλακή ριχμένο. Η καρδιά της σφίχθηκε. Θυμήθηκε το γράμμα του προς τον Ιβάτζη, με τη διαταγή ν' απολύσουν τον Μιχαήλ.

- Ναι! μουρμούρισε, έχει ευγενική ψυχή!

- Σώπα!...

Ξαφνισμένη γύρισε, και αντάμωσε το ταραγμένο βλέμμα του Μιχαήλ καρφωμένο απάνω της.

- Μιχαήλ! είπε με χαρά, Μιχαήλ... με ακούς;

Η ταραγμένη έκφραση δεν έσβησε από το πρόσωπο του. Της φάνηκε απεναντίας πως βάθαινε. Γύρισε το κεφάλι του από το μέρος του τοίχου κι έκλεισε πάλι τα μάτια. Κάμποση ώρα η Αλεξία σκυμμένη απάνω του περίμενε μια λέξη, μια ματιά που να της δείξει πως αισθάνουνταν και γνώριζε. Μα ο Μιχαήλ δεν κούνησε πια. Η ώρα περνούσε, η σιωπή απλώνουνταν παντού, και οι δυο άντρες δε γύριζαν. Ήταν πια αργά, όλοι μέσα στο φρούριο είχαν αποκοιμηθεί, όταν λαφρύς κρότος στο διάδρομο, σα βήματα υπόκωφα, κίνησε την προσοχή της Αλεξίας. Σηκώθηκε σιγά - σιγά για να μην ξυπνήσει τον άρρωστο, και προχώρησε στην πόρτα. Ο διάδρομος ήταν κατασκότεινος, και όμως τα προσεκτικά βήματα ολοένα πλησίαζαν. Η κόρη πήρε το λυχνάρι και βγήκε έξω. Δυο άντρες κουβαλούσαν ένα σώμα τυλιγμένο σε κάτι μαύρο, και η Αλεξία αναγνώρισε τον Κωνσταντίνο και τον Ηγούμενο που της έκαμναν νόημα να μη μιλήσει. Ίσια στην κάμαρα μπήκαν και ακούμπησαν χάμω το φορτίο τους.

- Ποιος είναι; ρώτησε χαμηλόφωνα η Αλεξία, δείχνοντας το ακίνητο σώμα.

- Κλείσε την πόρτα, ψιθύρισε ο Κωνσταντίνος. Δεν πρέπει ν' ακουστεί πως τον φέραμε απέξω.

- Μα ποιος είναι;

Ο καλόγερος ωστόσο είχε σηκώσει το σκέπασμα και η Αλεξία ανεγνώρισε το βουβό δούλο. Τα ματόφυλλά του ήταν κλειστά και τα ρούχα και τα χέρια του ήταν κόκκινα από αίμα.

- Τον σκότωσαν; ρώτησε τρομαγμένη.

- Όχι, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος.

Και με βαθιά συγκίνηση της διηγήθηκε πως πήγαν στο φρούραρχο, μα εκείνος έμεινε ακλόνητος λέγοντας πως οι διαταγές του Αυτοκράτορα ήταν ρητές και συγχώρεση δεν μπορούσε να δώσει. Με τα πιο συγκινητικά λόγια είχε παρακαλέσει ο Ευθύμιος να του χαρίσουν μόνο λίγες ώρες, να τρέξει στο Βασιλέα που βιαστικά προχωρούσε κατά τα Βοδενά, να τον παρακαλέσει μια φορά ακόμα να συγχωρήσει τον Δραξάν, ή τουλάχιστον ν' αλλάξει την άγρια ποινή, να μην τον σουβλίσει, παρά σα στρατιώτη να τον σκοτώσει. Μάταια στάθηκαν όλα. Έξαφνα η πόρτα άνοιξε, ο δήμιος μπήκε μέσα... Η ποινή είχε εκτελεστεί.

- Κύριε, σπλαχνίσου τον! αναφώνησε η Αλεξία, κρύβοντας τα μάτια της.

- Ο Κύριος τον σπλαχνίστηκε, Αλεξία, είπε ο Κωνσταντίνος πολύ συγκινημένος, και του έστειλε το φτωχό δούλο.

Και δείχνοντας τον Ηγούμενο, που σκυμμένος πλάγι στο βουβό έπλενε τα αίματα από τα χέρια του:

- Ο πάτερ Ευθύμιος θέλησε να του πάγει την παρηγοριά της θρησκείας, εξακολούθησε. Μα σα φθάσαμε κει... ο Κύριος τον είχε πάρει κοντά Του...

- Πέθανε!

- Ναι! Το κεφάλι του ήταν γερμένο στο στήθος, τα μάτια του ήταν κλειστά, και στην καρδιά είχε μπηγμένο το πλατύ μαχαίρι του δούλου του...

- Τον σκότωσε; Ο βουβός;

- Ποιος άλλος θα τολμούσε να το κάνει; Για να τον σώσει από το μακρύ μαρτύριο, ο πιστός δούλος τον μαχαίρωσε. Τον βρήκαμε αναίσθητο, σωριασμένο στα πόδια του αφέντη του... Αν τον ανακαλύψουν, θα το πληρώσει με τη ζωή του.

- Συνέρχεται, ψιθύρισε ο Ευθύμιος.

Ο βουβός έριξε μια φοβισμένη ματιά γύρω και, βλέποντας τρία πρόσωπα γερμένα πάνω του, σαστισμένος γύρευε να καταλάβει τι έτρεξε. Έξαφνα θυμήθηκε, άρπαξε το κεφάλι του και ξέσπασε σε θρήνο σιγανό, μακρύ, που έσχιζε την καρδιά. Ο Κωνσταντίνος γονάτισε κοντά του και με νοήματα θέλησε να του εξηγήσει πως βρίσκεται ανάμεσα σε φίλους. Ο δούλος πήρε τα χέρια του και τα φίλησε, και πάλι έκρυψε το πρόσωπο του, και το θλιβερό του κλάμα ξανάρχισε.

- Πώς τον φέρατε χωρίς να σας δει ο σκοπός; ρώτησε η Αλεξία.

- Από το παράθυρο, αποκρίθηκε ο Ηγούμενος. Αφού μπήκαμε μεις από την πύλη, ο Κωνσταντίνος ξαναβγήκε από ένα παράθυρο και πήγε και τον έφερε. Μα τώρα τι θα γίνει ο δύστυχος;

- Θα τον πάρω εγώ, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος, όχι δούλο, αλλά παρατρεχάμενο ελεύθερο.

Και γυρνώντας στο βουβό, με νοήματα του εξήγησε το σχέδιο του. Ο βουβός μισοκατάλαβε και, για να του δείξει την ευγνωμοσύνη του, ξανάρχισε να φιλά τα χέρια και τα ρούχα του. Η Αλεξία πήγε πάλι και κάθησε στο προσκέφαλο του Μιχαήλ. Τα μάτια της ήταν πλημμυρισμένα δάκρυα.

- Ο άμοιρος! μουρμούρισε. Σα σκύλος πιστός αγαπούσε τον αφέντη του...

Μα η φωνή του Μιχαήλ, μισοθυμωμένη, μισοπαρακλητική, τη διέκοψε. - Αχ, σώπα!... Παρακαλώ, σώπα!... Η Αλεξία καταταραγμένη έγειρε απάνω του.

- Τι είναι, Μιχαήλ; Τι θέλεις; ρώτησε.

- Μη μιλάς πια! παρακάλεσε κείνος.

Κι έξαφνα, βλέποντας.κοντά του το συγκινημένο πρόσωπο του Κωνσταντίνου και τα χαρούμενα δάκρυα που έστεκαν στα μάτια του:

- Όταν μιλά, πρόσθεσε με παράπονο, σβήνει πάλι η εικόνα και μένω μονάχος...

- Ποια εικόνα, Μιχαήλ;

- Της Βουβής... στο δάσος...

Η Αλεξία έκανε νόημα του Κωνσταντίνου να μην επιμείνει. Και ύστερα, σαν είδε τον άρρωστο ήσυχο και τον πάτερ Ευθύμιο καθισμένο κοντά του, πήρε παράμερα τον Κωνσταντίνο και ψιθυριστά του διηγήθηκε πως και από νωρίς είχε ταραχθεί το ίδιο σαν άκουσε τη μιλιά της.

- Αρχίζει και θυμάται λοιπόν, είπε ο Κωνσταντίνος.

- Ναι, ευλογημένη η Πανάχραντη! αποκρίθηκε η Αλεξία.

Κι έκανε το σταυρό της. Πέρασαν μερικές εβδομάδες. Σα θύελλα έπεσε ο Αυτοκράτορας στα Βοδενά, και απ' όλα τα μέρη με λύσσα πρόσβαλε την πόλη και το φρούριο. Με τους κριούς αλύπητα έδερνε όλη μέρα τα τειχογυρίσματα, και τη νύχτα οι εργάτες έσκαβαν υπονόμους όπου γκρεμίζουνταν οι βαρείς πέτρινοι τοίχοι. Σε λίγο έφερε τους Βουλγάρους σε τέτοια αμηχανία, σε τέτοια αποθάρρυνση που αναγκάστηκαν να ζητήσουν έλεος και να παραδώσουν πόλη και φρούριο, χωρίς όρους, στον τρομερό Μακεδόνα.

Ο Βασίλειος αυτή τη φορά έστειλε στο Βολερό όχι μόνο τους στρατιώτες, αλλά και τους κατοίκους. Και για να προλάβει κάθε άλλο επαναστατικό κίνημα, έχτισε δυο καινούρια δυνατά κάστρα, την «Καρδιά», μέσα στην κλεισούρα που είναι κοντά στα Βοδενά και τον «Προφήτη Ηλία», λίγο ψηλότερα. Ο χειμώνας από καιρό είχε συμμαζέψει το παγωμένο άσπρο του πάπλωμα από τη γη, και στη θέση του απλώθηκε, στους λόφους και στους κάμπους, χαρούμενη και μυρωδάτη, η χλωρή ανοιξιάτικη πρασινάδα. Όσο περνούσαν οι μέρες, λίγο - λίγο αναλάμβανε ο Μιχαήλ, μα τόσο σιγά, που πολλές φορές αποθαρρύνουνταν ο Κωνσταντίνος και ανησυχούσε μη μείνει ανήμπορος όλη του τη ζωή. Το μνημονικό του για καιρό έμεινε σκοτεινό. Κάποτε τον έπιαναν θυμοί, και άλλες φορές παράπονα. Πότε έδιωχνε τον Κωνσταντίνο και δεν ήθελε να τον δει, και πότε πάλι έμενε ώρες ολόκληρες σιωπηλός, κρατώντας το χέρι του φίλου του. Κι έξαφνα τον ρωτούσε πώς τον λέγουν. Άλλες φορές πάλι θυμούνταν παλιά πράματα και ξεχνούσε τα πρόσφατα.

Η παρουσία της Αλεξίας προπάντων τον μπέρδευε. Όσο κάθουνταν σιωπηλή κοντά του, την κοίταζε ήρεμος κι ευχαριστημένος. Μα μόλις έκαμνε να μιλήσει, στενοχωριούνταν, θύμωνε ή τον έπαιρνε το παράπονο. Μια μέρα παροργισμένος τη ρώτησε:

- Μα ποια είσαι;

- Είμαι η Αλεξία Αργυρή, αποκρίθηκε σιγαλά η κόρη.

Και για να ησυχάσει την ταραχή που έβλεπε πάλι στα μάτια του:

- Δε με θυμάσαι, του είπε, που ήλθα μια μέρα στο σπίτι σας στην Αδριανούπολη, και μαζί παίξαμε στα χαλιά;

- Θυμούμαι, αποκρίθηκε. Μα γιατί λοιπόν μοιάζεις τόσο μιας βουβής Βουλγάρας, που την απήντησα σ' ένα δάσος;

Τότε του διηγήθηκε τη ζωή της από τη μέρα που με τον Παγράτη πήραν το μακρύ μαύρο δρόμο της σκλαβιάς, ως τότε που πρώτη φορά ξαναβρέθηκε μπροστά του, και ανακατώθηκε τόσο στη ζωή των δυο αγοριών, χωρίς εκείνα να φαντάζουνται ποια ήταν. Την άκουε, πεσμένος στο μαξιλάρι, με τα μάτια κλειστά. Κι εκείνη μιλούσε σιγά, και όλο κατέβαζε περισσότερο τη φωνή της, νανουρίζοντας τον με τη διήγηση. Ώσπου της φάνηκε πως αποκοιμήθηκε. Μα ο Μιχαήλ δεν κοιμούνταν. Στο αμυδρό ακόμα μυαλό του, μια - μια κατακάθιζαν οι ενθυμήσεις, και τα πιο σκοτεινά μυστήρια τα εξηγούσε τώρα απλά - απλά, τα έβαζε στη θέση τους. Και σιγαλά μουρμούρισε, σα να εξακολουθούσε αψά τη σκέψη του:

- Και ήσουν Ελληνίδα... και σε λέγαν Αλεξία...

Από κείνη τη μέρα άρχισε γρηγορότερα να παίρνει τ' απάνω του, πέρασαν οι θυμοί του και οι παραξενιές, και αδιάκοπα ήθελε κοντά του τον Κωνσταντίνο, και όλη του η παλιά αγάπη για το φίλο του ξαναξύπνησε δυνατότερη παρά ποτέ. Όσο όμως καλυτέρευε η υγεία του, τόσο έπεφτε σε μελαγχολίες που τον άφηναν σιωπηλό και μαραμένο για μέρες, και ποτέ δε μιλούσε για το μέλλον και για τη δουλειά του, ούτε ζητούσε ποτέ να μάθει νέα. Μια - δυο φορές τον ρώτησε ο πάτερ Ευθύμιος τι τον ζάλιζε και του χαλούσε τη διάθεση. Μα κάθε φορά αποκρίνουνταν με κάποια πρόφαση, κι εξήγηση δεν έδινε.

Ο Κωνσταντίνος επίσης είχε παρατηρήσει τη μελαγχολία του φίλου του. Και βλέποντας τον τόσο θλιμμένο, δίσταζε να του μιλήσει για τη δική του ευτυχία. Μόλις τον είδε να δυναμώνει λίγο, ο πάτερ Ευθύμιος πρότεινε να τον βγάλουν από το σκοτεινό και υγρό φρούριο, και να τον πάνε σε μέρος αερικό, με ήλιο πολύ. Βρήκαν λοιπόν ένα όμορφο σπιτάκι στη λίμνη του Όστροβου, πλάγι στο Λουδία ποταμό, κι εκεί τον μετέφεραν. Στο άστεγο προαύλιο με τη μαρμαρένια καγκελαρία, όπου κάτασπρη μαρμαρένια σκαλίτσα κατέβαινε στη λίμνη, ο Μιχαήλ, ξαπλωμένος σε μια προβιά, μεταξύ του Κωνσταντίνου και της Αλεξίας, τους διηγούνταν ένα δειλινό πώς τον είχαν πιάσει στον ξενώνα του χωριού. Είχε αντισταθεί όσο μπορούσε. Μα τον καταπόνεσαν. Και αναίσθητο, μες στα αίματα βουτηγμένο, τον είχαν σηκώσει, τον έδεσαν σ' ένα άλογο και τον πήγαν από τα βουνά στη Σέταινα όπου έφθασαν ύστερα από δυο μέρες. Χωρίς καν να του δέσουν τις πληγές, τον έριξαν σ' ένα κατώγι, κι εκεί τον άφησαν χωρίς τροφή άλλη παρά ξερό ψωμί, χωρίς σκέπασμα, χωρίς καν ένα στρώμα για να ξαπλωθεί.

Για μέρες και μέρες τον έτρωγε η θέρμη. Και τόσο τον αδυνάτισε, που τον περισσότερο καιρό έμενε αναίσθητος. Εκεί τον βρήκε ο Ιβάτζης. Και μια νύχτα διέταξε να τον σηκώσουν, και μισοπεθαμένο να τον δέσουν σ' ένα μουλάρι και να τον πάνε στα Βοδενά. Μα εκεί που πήγαιναν, κάποιος έφθασε καβάλα και τους σταμάτησε. Τι έγινε τότε, ήταν πολύ άρρωστος και δεν το αντιλήφθηκε. Μια στιγμή συνήλθε και βρέθηκε χάμω, μες στις λάσπες. Ήταν νύχτα ήσυχη, και πάνω από το κεφάλι του άστρα λαμποκοπούσαν. Τα παρακάτω δεν τα θυμούνταν.

- Μα εκείνην την ώρα, Κωνσταντίνε, πρόσθεσε ο Μιχαήλ, σε συλλογίστηκα. Είπα πως τώρα, θέλοντας και μη, θα παρατήσω πια το έργο μας και θ' αναπαυθώ εκεί που ξυπνημό δεν έχει... Ο Κωνσταντίνος έσφιξε το χέρι του.

- Δε θ' αναπαυθείς Μιχαήλ, του είπε, μα το έργο μας θα το παρατήσεις... Ο Αυτοκράτορας σε περιμένει στα Βοδενά για να σε διορίσει κλεισούραρχο στο καινούριο κάστρο που χτίζεται και να σε κάνει πατρίκιο. Και στο μέλλον θα πολεμάς πλάγι του.

Χωρίς χαρά ρώτησε ο Μιχαήλ:

- Είχες ειδήσεις;

- Ναι, είχα γράμμα του Νικήτα. Έρχεται αύριο να πάρει την Αλεξία για να την παραδώσει του Αυτοκράτορα.

Ο Μιχαήλ δε μίλησε. Συλλογισμένα κοίταζε το χέρι του Κωνσταντίνου που βαστούσε σφιχτά το δικό του.

- Δε χαίρεσαι, Μιχαήλ; ρώτησε η Αλεξία.

Από κάτω από τα βαριά του ματόκλαδα, μια στιγμή την ατένισε. Ύστερα πάλι γύρισε στο φίλο του.

- Το ξέρεις, του είπε, πως όταν φύγεις, θα φύγω κι εγώ μαζί σου.

Ο Κωνσταντίνος έριξε μια ματιά της Αλεξίας.

- Δε θα φύγω πια, Μιχαήλ, του είπε σιγαλά. Ο Μιχαήλ ανασηκώθηκε. Λαφριά κοκκινάδα χύθηκε στο μέτωπο του και σκέπασε σιγά - σιγά όλο του το χλωμό πρόσωπο.

- Το εννοείς; ρώτησε νευρικά.

- Ναι, Μιχαήλ.

- Είναι υπόσχεση;

- Ναι, είναι υπόσχεση.

Ο Μιχαήλ έγειρε στα μαξιλάρια κι έκλεισε τα μάτια. Η Αλεξία έσκυψε πιο κοντά.

- Μιχαήλ... ψιθύρισε ανήσυχη.

- Είναι τόσο ανέλπιστο, που δεν μπορώ να το αντιληφθώ... μουρμούρισε ο Μιχαήλ, και φοβούμαι να το πιστέψω...

Ο Κωνσταντίνος έριξε πάλι μια ματιά της Αλεξίας και αντάμωσε το βλέμμα της. Δε μίλησε ούτε ο ένας ούτε η άλλη. Από λόγια δεν είχαν ανάγκη. Η κόρη ήξερε την αιτία που τον είχε κάνει να δεχθεί τώρα κι εκείνος τις προτάσεις του Αυτοκράτορα, και στο βλέμμα του αυτό είχε μετρήσει το βάθος της αγάπης του, που γι' αυτήν και το έργο του ακόμα το άφηνε. Σηκώθηκε σιγά - σιγά και ακούμπησε στη μαρμαρένια καγκελαρία. Πέρα από τα βουνά ο ήλιος βασίλευε. Οι τελευταίες πορφυρένιες ακτίνες άπλωναν στον ουρανό το βασιλικό τους πέπλο, και τα νυσταγμένα νερά της λίμνης αντανακλούσαν ήρεμα το υπερήφανο κόκκινο φως. Κάπου εκεί κοντά ένας κότσυφας σφύριζε το βραδινό του ανοιξιάτικο τραγούδι. Πάρα πολλά αισθήματα φούσκωναν την καρδιά της. Δάκρυα γλυκά πλημμύρισαν τα μάτια της. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε τους δυο φίλους. Το βλέμμα του Κωνσταντίνου ήταν ακόμα απάνω της. Στο σιωπηλό του ρώτημα αποκρίθηκε με συγκινημένο χαμόγελο, και σιγανά μπήκε στο σπίτι.

Η ώρα ήταν κατάλληλη να μιλήσει ο Κωνσταντίνος και η καρδιά της της έλεγε πως θα προτιμούσαν οι δυο φίλοι να είναι μόνοι. Πήγε στο δωμάτιο της και ακούμπησε στο παράθυρο. Παρακάτω, κοντά στο ποτάμι, καθισμένος στο χλωρό χορτάρι, ο βουβός δούλος κοίταζε μελαγχολικά το νερό που έτρεχε στα πόδια του. «Συλλογίζεται τον πεθαμένο του αφέντη...», σκέφθηκε η Αλεξία. Και λίγη από τη μελαγχολία του δούλου μπήκε στην ψυχή της και φώλιασε κει. «Γιατί, γιατί σαν είμαστε τόσο ευτυχισμένοι, να μην μπορούμε λίγη από την ευτυχία μας και σε άλλους να χαρίσομε»; Από μέσα από τα μισόκλειστα του ματόκλαδα ο Μιχαήλ την είχε δει που έφευγε, και την ακολούθησε με τα μάτια ώσπου χάθηκε μες στο σπίτι. Η νυχτερινή καταχνιά κατέβαινε αργά - αργά. Και η πορφυρένια δόξα τ' ουρανού λίγο - λίγο χλώμαινε κι έσβηνε. Σιγανή και απόμακρη ακούστηκε η φωνή του Μιχαήλ, και ξάφνισε τον Κωνσταντίνο που ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του.

- Θα ήταν αδύνατο τώρα πια...

- Τι θα ήταν αδύνατο, Μιχαήλ;

- Να ξαναφύγομε.

- Ναι! είπε συλλογισμένα ο Κωνσταντίνος, θα ήταν αδύνατο τώρα πια...

- Το νιώθεις; Το μάντεψες; είπε ο Μιχαήλ, και η συγκίνηση έβαζε στη φωνή του λαφρύ τρεμούλιασμα.

- Τι μάντεψα, Μιχαήλ;

- Πως τώρα... αν ήταν να την ξαναχάσω... δε θάθελα πια να ζήσω.

Όλο το αίμα του Κωνσταντίνου όρμησε στην καρδιά του.

- Ποια; ρώτησε.

- Την Αλεξία...

Και με το χέρι σκέπασε τα μάτια του, αποκαμωμένος από τη συγκίνηση. Άσπρος σαν τον τοίχο, με χείλια σφιγμένα, κοίταζε ο Κωνσταντίνος το αναίματο πρόσωπο του φίλου του, λιωμένο από την αρρώστια, το διάφανο σχεδόν χέρι όπου ξεχώριζαν γαλάζιες οι φλέβες, και το κορμί, λιγνό λιωμένο και αυτό τόσο, που μόλις ξεχώριζε κάτω από το μάλλινο σκέπασμα.

- Την αγαπάς; ρώτησε απότομα.

Ο Μιχαήλ δεν αποκρίθηκε. Η καρδιά του Κωνσταντίνου χτυπούσε σκεπαρνιές στο στήθος του. Του ήλθε ζάλη. Κατόρθωσε όμως να καταπονέσει το πάθος του, την αναστάτωση του.

- Της το είπες; ρώτησε πιο σιγά.

- Όχι ακόμα, αποκρίθηκε ο Μιχαήλ. Ήταν να φύγω... Δεν ήθελα να την ταράξω...

Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε και ακούμπησε στην πεζούλα, εκεί που πρωτύτερα είχε ακουμπήσει η Αλεξία. Γύρευε να πνίξει το θυμό που ξαφνικά φούσκωσε την καρδιά του, να δαμάσει τα αισθήματα του πριν ξαναμιλήσει του φίλου του. Μέσα στη φοβερή αναστάτωση της ψυχής του, μια σκέψη ξεχώριζε επιτακτική: ο φίλος του ήταν άρρωστος, μια λέξη μπορούσε να τον σκοτώσει. Και τη λέξη αυτή δεν έπρεπε να την πει.

- Είναι μήνες και μήνες που θέλω να σου το ξεμολογηθώ, είπε χαμηλόφωνα ο Μιχαήλ, μήνες που σου το κρύβω αυτό το μυστικό... Μα ντρέπουμουν να τ' ομολογήσω... Τη νόμιζα Βουλγάρα...

Τη νόμιζε Βουλγάρα και δεν είχε μιλήσει, γιατί του φαίνουνταν αδύνατο να πάρει γυναίκα από εχθρική φυλή. Και τώρα που την ήξερε Ελληνίδα, φαντάζουνταν πως μπορούσε η Αλεξία να γίνει δική του... Μα σα θα μάθαινε πως η Αλεξία αγαπούσε άλλον; Χωρίς να γυρίσει ρώτησε ο Κωνσταντίνος:

- Και αν εκείνη δε σε θέλει... Και αρνηθεί;

Απελπισμένη, τρεμάμενη σηκώθηκε η φωνή του Μιχαήλ:

- Αν δε με θέλει; Αν μ' αρνηθεί; Μα τότε...

Η φωνή του έσβησε. Και ο Κωνσταντίνος δεν τόλμησε να τον κοιτάξει. Με το βλέμμα καρφωμένο στα νερά της λίμνης, σταχτερά τώρα, σαν πένθιμα, γύρευε να συμμαζέψει τη σκέψη του. «Αν αρνηθεί...», συλλογίστηκε, και χαρά άγρια ξέσπασε μέσα του. «Και θ' αρνηθεί... θα θελήσει δική μου να μείνει...».

Στο στρώμα πίσω του κοίτουνταν ο Μιχαήλ, ο παιδικός του φίλος. Και ήταν άρρωστος βαριά... Και αγαπούσε την ίδια γυναίκα, και νόμιζε, πίστευε, πως αυτή μπορούσε να γίνει δική του... Και αν δεν την έπαιρνε, τι θα γίνουνταν; Θα πέθαινε άραγε; Θα σκοτώνουνταν ίσως; Θυμός άγριος αναστάτωσε πάλι την ψυχή του. Θύελλα από αγανάκτηση τη συγκλόνισε. Με τι δικαίωμα ζητούσε ο Μιχαήλ από την Αλεξία την αγάπη της; Δεν το είχε δει τώρα τόσον καιρό πως δεν τον αγαπούσε κείνη; Δεν είχε παρατηρήσει πόσο συχνά τα μάτια της διασταυρώνουνταν με τα δικά του, του Κωνσταντίνου; Τόσο ανόητος ήταν ή τόσο άρρωστος;

Γύρισε απότομα και τον είδε, μια σκιά χάμω, τα ματόκλαδα κλειστά, χλωμό, λιγνό, λιωμένο... Μεμιάς έπεσε ο θυμός του, έσβησε η αγανάκτηση του. Και ακούμπησε πάλι στη μαρμαρένια καγκελαρία, κι έσφιξε τα δόντια του. Μεταξύ των δυο, ο Μιχαήλ, από μικρός, ήταν πάντα ο πιο αδύνατος, ο πιο αγαπιάρης, εκείνος που περισσότερο είχε ανάγκη από τρυφερότητα, από αγάπη, ζεστασιά και φροντίδα. Και τώρα αγαπούσε την Αλεξία. Και τόσο την αγαπούσε, που μακριά, λέγει, από κείνη δεν μπορούσε πια να ζήσει...

Κι εκείνη; Πόνος σουβλερός τίναξε όλα του τα νεύρα και, μια στιγμή, το φίλο του τον μίσησε. Μόνο μια στιγμή. Και πάλι δάμασε το θυμό του, καταπόνεσε κάθε λαχτάρα, έπνιξε κάθε φωνή διαμαρτυρίας. Ας διάλεγε η Αλεξία... Ή και ας την έπαιρνε ο Μιχαήλ, και ας ευτύχιζε. Εκείνος δε θα γίνουνταν ποτέ εμπόδιο στην ευτυχία του, δεν το καταδέχουνταν. Κάτι σαν περιφρόνηση γλίστρησε μέσα στην καρδιά του, και δεν τόλμησε να κοιτάξει το φίλο του. Ναι, ας την έπαιρνε αυτός, αφού δεν μπορούσε χωρίς ευτυχία.

- Γιατί να σ' αρνηθεί; είπε χωρίς να γυρίσει.

Η φωνή του ήταν σταθερή, δεν πρόδιδε την ταραχή της ψυχής του. Και στον ίδιο τόνο πρόσθεσε:

- Ζήτησε την. Ίσως σε θέλει.

Στην καρδιά του το ήξερε πως όλα αυτά ήταν ψέματα, πως η Αλεξία ήταν δική του. Μα την καρδιά του την πλάκωσε.

- Θα σε θέλει, επανέλαβε πιο δυνατά, πρέπει να σε θέλει...

Μιλούσε τόσο ήσυχα, τόσο σφιχτά βαστούσε χαλινωμένα τα αισθήματα του, που τόλμησε να κοιτάξει το φίλο του. Το γαλανό βλέμμα του Μιχαήλ αντάμωσε μια στιγμή το δικό του. Το στόμα του συσπάσθηκε, μα δε μίλησε. Και στο βουβό αυτό συναπάντημα των ματιών τους, ο Κωνσταντίνος είδε πως ο φίλος του μάντεψε το μυστικό του. Λύπη βαθιά τον πλημμύρισε. Στη δική του οδύνη απάνω, μέτρησε την οδύνη του φίλου του... Όχι, δεν το ήθελε, δεν το καταδέχουνταν! Τον πόνο τον φορτώνουνταν αυτός, ο δυνατός, για ν' αφήσει στον άλλο, τον πιο αδύνατο, ανοιχτό το δρόμο της ευτυχίας. Πήρε αρπαχτά την αναπνοή του, ανασηκώθηκε. Με σιδερένια απόφαση, πνίγοντας την αγανάκτηση της καρδιάς του, γύρισε στο φίλο του.

- Είσαι καλά πια, είπε με φωνή ομαλή. Αύριο σαν έλθει ο Νικήτας, μπορείς να φύγεις και συ μαζί.

Πήρε κι έσφιξε το χέρι του, και στο χαμόγελο του έριξε όλη την αγάπη της ψυχής του:

- Και σου εύχομαι...

Σταμάτησε εγκαίρως, η φωνή του χαλάρωνε. Γύρισε απότομα, κατέβηκε τα σκαλοπάτια και τράβηξε κατά τον ποταμό. Στο σπίτι μέσα τα φώτα ήταν αναμμένα. Ένα παράθυρο είχε μείνει ανοιχτό, και η λάμψη του χύνουνταν έξω, σχημάτιζε στην άμμο ένα μεγάλο τετράγωνο φωτεινό. Ήταν το παράθυρο της Αλεξίας. Μια στιγμή σταμάτησε και κοίταξε το παράθυρο. «Και αν δε θέλει; Και δε θα θέλει...».

Η ψυχή του αναστατώθηκε πάλι. Δεν ήταν μόνος αυτός, ήταν και η Αλεξία... Δεν είχε πια δικαίωμα να την αφήσει... Άγρια ξαναξύπνησε η πάλη στην καρδιά του... Την καταπόνεσε αμέσως, την έπνιξε. Ξανάκουσε τη φωνή του φίλου, ένιωσε πάλι την απελπισία του. Η Αλεξία; Ήταν κι εκείνη δυνατή... Ας σπάσει και αυτή την καρδιά της επιτέλους... ή ας ξεχάσει. Σήκωσε το κεφάλι κι έκανε μερικά βήματα. Κοίταξε γύρω να προσανατολισθεί, και πάλι αντίκρισε το παράθυρο της Αλεξίας. Μα δε σταμάτησε πια. Κατέβηκε στον ποταμό κι έριξε μια ματιά στ' απάνω και στα κάτω. Θαμπά, στην καταχνιά μέσα, ξεχώριζε το γεφύρι. Ο Κωνσταντίνος ανέβηκε βιαστικά την όχθη, πέρασε αντίκρυ και, χωρίς να κοιτάξει πίσω, χάθηκε στο σκοτάδι.