Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο ΚΓ

Από Βικιθήκη
Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου
Συγγραφέας:
ΚΓ'. Αλεξία


Στο κελί του μέσα, δούλευε ωστόσο ο Κωνσταντίνος ώρες και ώρες χωρίς διακοπή, για ν' ανοίξει πέρασμα και να φύγει. Τέσσερα ήταν τα κάγκελα του παράθυρου του. Τα δυο τα είχε βγάλει ολότελα και το τρίτο ήταν σχεδόν ελεύθερο, όταν έξαφνα ακούστηκε σαν κούκου φωνή. Ο Κωνσταντίνος σταμάτησε και ακροάστηκε. Ήταν πουλί αλήθεια; Και ήταν τόσο κοντά στο φρούριο, που ακούουνταν έτσι δυνατά; Δεύτερη φωνή αντιλάλησε πιο κοντά ακόμα. Από μέσα από το φρούριο άλλος κούκος αποκρίθηκε, και την ίδια ώρα, από πάνω από τον πύργο ο σκοπός φώναξε: «Τις ει;». Κανένας δεν αποκρίθηκε.

Έξαφνα πάταγος σα βροντή σκέπασε όλους τους άλλους ήχους. Του φάνηκε του Κωνσταντίνου πως σταματούσε η καρδιά του. Το γυμνασμένο του αυτί δε γελάστηκε. Ήταν οι βαριές σιδερένιες αλυσίδες που μεμιάς ξετυλίγουνταν και, την ίδια ώρα, όλες οι γέφυρες του φρουρίου βρόντησαν χάμω, από πάνω από το χαντάκι που περιτριγύριζε το κάστρο, ανοίγοντας όλες τις πύλες διαμιάς. Ένα μούγκρισμα του ξέφυγε: «Ανάθεμα!». Από παντού φωνές ακούστηκαν, προστάγματα, στριγλιές, βογγητά και κατάρες.

Ο Κωνσταντίνος όρμησε στην πόρτα. Ήταν αμπαρωμένη. Έτρεξε στο παράθυρο, έμπηξε με φούρκα το μαχαίρι του στις μισοχωρισμένες πέτρες που βαστούσαν ακόμα το κάγκελο, και πέταξε ένα κομμάτι τοίχο. Το σίδερο, ελεύθερο πια, έγειρε κι έπεσε έξω, βρόντησε σ' ένα πεζούλι και γκρεμίστηκε στο βάραθρο. Απέξω από την πόρτα του φωνές βουλγάρικες ακούστηκαν: «Σφάξτε τους όλους!... Κλείστε τις πόρτες... μην ξεφύγει κανένας...». Και στο διάδρομο η πάλη ξανάρχισε.

Ο Κωνσταντίνος έπιασε το σκοινί που κρέμουνταν, δεμένο στο τέταρτο κάγκελο, βγήκε από το παράθυρο και κρεμάστηκε από τα χέρια. Για κείνον, που από μικρός είχε συνηθίσει σε όλα τα σωματικά γυμνάσματα, το κατέβασμα αυτό ήταν παιχνιδάκι. Μα πού κρέμουνταν δεν το ήξερε. Το φεγγάρι είχε βασιλέψει, το σκοτάδι ήταν πυκνό. Με τα χέρια, και σφίγγοντας το σκοινί ανάμεσα στα γόνατα, άρχισε να κατεβαίνει. Κάθε λίγο έσκυβε να δει κάτω, μα τίποτα δε φαίνουνταν. Κατέβαινε σε κατάμαυρο χάος. Έξαφνα, πάνω από το κεφάλι του, φωνές ξέσπασαν και αναμμένοι δαυλοί φώτισαν τον πύργο και τους οδοντωτούς τοίχους.

Ο Κωνσταντίνος κατάλαβε. Οι τελευταίες του ελπίδες έσβησαν. Η φρουρά, καταπονεμένη, είχε υποχωρήσει στα τελευταία χαρακώματα και τα τελευταία της παλικάρια πολεμούσαν ακόμα. Μα το φρούριο ήταν χαμένο. Την ίδια ώρα η φυλακή του φωτίστηκε. Δυο - τρία κεφάλια έσκυψαν ξεφωνίζοντας στο χαλασμένο παράθυρο, και ο Κωνσταντίνος είδε ένα τσεκούρι που γυάλισε. Κατάλαβε πως θα κόψουν το σκοινί, και ξεσφίγγοντας τα χέρια του γλίστρησε όσο μπορούσε γρηγορότερα. Η πρώτη τσεκουριά τίναξε το σκοινί στα χέρια του. Η δεύτερη το έκοψε, και ο Κωνσταντίνος έπεσε σ' έδαφος σκληρό. Μια γυναικεία στριγλιά ξέσπασε, μα σκεπάστηκε από τις φωνές των Βουλγάρων που έσκυβαν στο παράθυρο και ξεφώνιζαν όλοι μαζί:

- Έπεσε... σηκώθηκε... Όχι, γκρεμίστηκε στο βράχο.

Μονομιάς βρέθηκε πάλι ο Κωνσταντίνος στα πόδια του και κοίταξε ολόγυρα. Βρίσκουνταν σ' έναν εξώστη του φρουρίου, στα πόδια του μεγάλου πύργου. Μάζεψε το κομμένο σκοινί, κι έτρεξε να το δέσει στο περιτείχισμα, να κατέβει παρακάτω. Μα κάποιος τον άρπαξε και τον έσυρε πίσω με ορμή. Μια φωνή του ξέφυγε:

- Αλεξία!

Με το χέρι της του σκέπασε το στόμα και τον έσπρωξε πίσω από μιαν αγκωνάρια. Την ίδια στιγμή Βούλγαροι ξεπρόβαλαν από μέσα από τον πύργο, πέρασαν τρεχάτοι μπροστά τους χωρίς να τους δουν, και χάθηκαν στο τειχογύρισμα.

- Τώρα! Γρήγορα! ψιθύρισε ο Κωνσταντίνος αδράχνοντας το χέρι της.

- Όχι εδώ! Είναι γκρεμνός! μουρμούρισε η κόρη. Στο μπροστινό μέρος είναι η σκάλα...

- Ποια σκάλα;

- Μια σκοινένια... μας περιμένει φίλος... Στο δώμα του πύργου καινούριες φωνές ξέσπασαν, και ανάμεσα στην οχλοβοή μερικές λέξεις ξεχώρισαν:

- Τον τρελό με το σταυρό... χτύπα...

Την ίδια στιγμή ένας άνθρωπος πρόβαλε τρεχάτος από το σκοτάδι με τα χέρια τεντωμένα, και τους έσπρωξε πίσω. Ήταν ο βουβός δούλος. Στο πρόσωπο του η φρίκη ήταν ζωγραφισμένη. Με το χέρι έδειξε το μπροστινό μέρος του φρουρίου όπου τρεχάτοι ανέβαιναν οι Βούλγαροι. Από κει ο δρόμος ήταν κομμένος. Βιαστικά ξετύλιξε από τους ώμους του μια σκοινένια σκάλα και την έδεσε στα δόντια του τοίχου. Ανάμεσα στο σάλαγο της μάχης, έξαφνα τρομαγμένες φωνές ακούστηκαν:

- Παναγία μου! Παπάς είναι!

Η Αλεξία κοντοστάθηκε παγωμένη ως την καρδιά.

- Πιάσε την σκάλα, γρήγορα, κατέβα! της είπε ο Κωνσταντίνος.

Μα η κόρη δεν κούνησε. Τα μάτια της ήταν στυλωμένα με φρίκη στο οδοντωτό τειχογύρισμα του πύργου.

- Γρήγορα! Το φρούριο έπεσε, Αλεξία, δεν έχεις πια καιρό! επανέλαβε ο Κωνσταντίνος.

Την έπιασε από τη μέση και την έσυρε ως το προτείχισμα. Μα η Αλεξία του ξέφυγε. Μια φωνή ξέσπασε από τα χείλη της:

- Παναγία μου!

Από πάνω από το οδοντωτό πεζούλι, μαύρος όγκος πρόβαλε, κρεμάστηκε απέξω, κουβαριάστηκε στον αέρα, και με μουγγό κρότο γκρεμίστηκε στις πέτρες και απλώθηκε στα πόδια τους... ένα μακρύ λιγνό σώμα, τυλιγμένο σε μαύρο καλογερίστικο ράσο. Η Αλεξία έπεσε στα γόνατα.

- Γρηγόρη! φώναξε.

Σήκωσε το ματωμένο κεφάλι του, και στα μισόκλειστα του μάτια γύρεψε μια σπίθα ζωής να βρει.

- Γρηγόρη... Γρηγόρη!... επανέλαβε με αγωνία.

Ο Κωνσταντίνος ρίχθηκε χάμω κοντά της, άνοιξε το ρούχο του καλόγερου και κόλλησε το αυτί του στο τρυπημένο στήθος. Η καρδιά δε χτυπούσε πια. Η ψυχή του είχε πετάξει. Το πνεύμα του μάρτυρα ήταν με τον Πλάστη του...

- Ζει;... μουρμούρισε η Αλεξία. Πες μου, ζει;

Ο Κωνσταντίνος σήκωσε το κεφάλι και τα βλέμματα τους ανταμώθηκαν. Της φάνηκε πως όλα γύριζαν και γκρεμίζουνταν, το φως της σκοτίστηκε, κι έπεσε αναίσθητη απάνω στο νεκρό. Στους διαδρόμους και στις σκάλες του πύργου βήματα ακούστηκαν και ομιλίες. Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε με ορμή. Έμενε η αποστολή του, να φύγει, να τρέξει, να πάγει του Βασιλέα την είδηση της προδοσίας. Του έμενε και να εκδικήσει το μάρτυρα. Σήκωσε το αναίσθητο κορίτσι στην αγκαλιά του κι έτρεξε στο προτείχισμα, όπου, στα σκοτεινά, κρέμουνταν δεμένη η σκάλα. Στ' απάνω τείχη ο σάλαγος της μάχης είχε σβήσει. Χαρούμενα γέλια ακούουνταν τώρα και ζητωκραυγές. Οι τελευταίοι πιστοί της αυτοκρατορικής φρουράς είχαν αποκοιμηθεί το στερνό τους ύπνο. Ο Κωνσταντίνος έσφιξε τα δόντια του.

- Δαιμόνια! Δαιμόνια!.., μούγκρισε.

Βιαστικά, με τη βοήθεια του δούλου έδεσε την Αλεξία στο στήθος του, με τρόπο που να μείνουν ελεύθερα τα δυο του χέρια και, γνέφοντας του δούλου να τον ακολουθήσει, κρεμάστηκε στη σκάλα. Μα ο βουβός έκανε νόημα αρνητικό κι έδειξε την Αλεξία, τάχα πως αυτή ξέρει. Εκείνη την ώρα, το τειχογύρισμα όλο φωτίστηκε δυνατά, και ο Δραξάν βγήκε με μερικούς στρατιώτες, κι έτρεξε στο μέρος όπου κοίτουνταν το σώμα του πεθαμένου παπά. Μεταξύ στις επάλξεις, ο Κωνσταντίνος τον είδε, ολόφωτο ανάμεσα στους στρατιώτες, που γονάτιζε κοντά στο νεκρό κι έκανε το σταυρό του. Του ήλθε πειρασμός φρικτός, να ξανανέβει και να μπήξει το μαχαίρι του στην καρδιά του Βουλγάρου. Μα η έννοια της Αλεξίας τον έβγαλε από το σκοτεινό του όνειρο. Είδε το αχνό πρόσωπο γερμένο στον ώμο του και, σιγά μα σταθερά, άρχισε να κατεβαίνει. Εύκολη δουλειά δεν ήταν. Το σώμα του κοριτσιού, αν και λαφρύ, βάραινε διπλά στη λιγοθυμιά της, και η σκάλα κρέμουνταν αστερέωτη στο χάος. Κατεβαίνοντας κοίταζε ο Κωνσταντίνος να βρει στα σκοτεινά καμιάν εξοχή του βράχου, όπου να στερεωθεί και να ξεκουραστεί.

Επιτέλους το πόδι του χτύπησε την πέτρα, βρήκε πάτημα και στάθηκε. Έλυσε την Αλεξία και την ξάπλωσε στο βράχο. Από πάνω κάποιος κούνησε τη σκάλα. Ο Κωνσταντίνος σήκωσε το κεφάλι και είδε ένα χέρι που έκαμνε νόημα αποχαιρετισμού. Ήταν ο βουβός. Την ίδια στιγμή κόπηκε το σκοινί που την κρατούσε, και η σκάλα κουβαριάστηκε στο βράχο κοντά του. Από μέσα από την καρδιά του, ο Κωνσταντίνος ευλόγησε το δούλο. Τώρα θα 'βρισκε τρόπο να κατέβει από το βράχο. Γονάτισε κοντά στο αναίσθητο κορίτσι, πήρε τα χέρια της και τα έτριψε να τα ζεστάνει.

Τι να κάνει να την συνεφέρει δεν ήξερε. Την τύλιξε όπως μπόρεσε στην κάπα της, ύστερα κάθησε κοντά της, ακούμπησε τους αγκωνές του στα γόνατα και το κεφάλι στα χέρια του, και βυθίστηκε στις σκέψεις του. Να προσπαθήσει να κατέβει χαμηλότερα ήταν τώρα περιττό. Το σκοτάδι ήταν πυκνό και ο βράχος απότομος. Κινδύνευε να πέσει και να σπάσει τα κόκαλα του χωρίς ωφέλεια. Έπειτα δεν ήταν μόνος, έπρεπε να πάρει και την Αλεξία μαζί. Φρονιμότερο ήταν να περιμένει το ξημέρωμα. Στο ταραγμένο και κουρασμένο του μυαλό γύρευε να βάλει τάξη. Οι σκέψεις του όλες μπερδεύουνταν. Πώς βρέθηκε κει η Αλεξία; Και πώς ήξερε ότι βρίσκουνταν κλεισμένος εκείνος μέσα στον πύργο; Πώς κατόρθωσε να συνεννοηθεί με το βουβό δούλο χωρίς να το μάθει ο Δραξάν; Η μια σκέψη φέρνοντας την άλλη, θυμήθηκε την τελευταία του ομιλία με τον Δραξάν. Θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει για τον Μιχαήλ και το δήμιο, και ανατρίχιασε. Η καρδιά του σπάραξε για το φίλο του. Του είχε πει του Δραξάν πως, αν σκότωνε τον Μιχαήλ, θα έχυνε αδελφικό αίμα. Μα άραγε αυτό θα σταματούσε το Βούλγαρο; Και όταν θα μάθαινε ο Δραξάν πως ξέκοψε ο φυλακισμένος του, από εκδίκηση δε θα βασάνιζε αγριότερα τον Έλληνα που έμενε στα χέρια του; Και πού ήταν ο Μιχαήλ; Πώς να τον σώσει; Έσφιξε τους γρόθους του.

- Να τον πιάσω μονάχα μια φορά!... μουρμούρισε.

Του φάνηκε σα να σάλεψε η Αλεξία. Έσκυψε απάνω της και παραμέρισε λίγο την κουκούλα της κάπας της. Μα ήταν σκοτεινά, δεν την έβλεπε.

- Αλεξία... ψιθύρισε.

Η κόρη τον άκουσε και γύρισε το κεφάλι.

- Ποιος μιλεί; ρώτησε.

- Δε με αναγνωρίζεις;

- Ποιος είσαι;

- Εγώ τη φωνή σου τη θυμήθηκα, Αλεξία, μόλις την ξανάκουσα.

Η κόρη ανασηκώθηκε.

- Τη θυμήθηκες; Πότε την ξανάκουσες; ρώτησε και η φωνή της έτρεμε.

- Την άκουσα μια καλοκαιριάτικη μέρα, σε μια ρεματιά ολόφωτη, όπου ένα ρυάκι κυλούσε τα νερά του και σιγομουρμούριζε ανάμεσα στα χαλίκια... και, παρακάτω, Βούλγαροι έσφαξαν Έλληνες. Την άκουσα τη φωνή σου που είπε τ' όνομα μου... Και το χέρι σου συμπονετικά έβγαλε το σίδερο από την πληγή μου κι έπλυνε το αίμα από το μέτωπο μου... Και με αίμα έγραψες του φίλου μου να έλθει να με πάρει... Μην κάνω λάθος, Αλεξία; Μη και δεν ήσουν εσύ;

Μια στιγμή η κόρη δε μίλησε. Ύστερα σιγά είπε:

- Ναι, εγώ ήμουν.

Και πολλήν ώρα δε μίλησαν πια. Στο κάστρο, πάνω από το κεφάλι τους, οι χαρούμενες φωνές λίγο - λίγο ησύχαζαν. Οι Βούλγαροι, χορτασμένοι από αίμα και σφαγές, είχαν χαιρετίσει τη νίκη τους με ό,τι κρασί βρέθηκε στο φρούριο και, αποκαμωμένοι από της νυχτιάς τους κόπους, έγερναν να κοιμηθούν. Η νύχτα ήταν ήσυχη, φύλλο δεν κουνούσε. Από το μαύρο ουρανό τ' άστρα τους κοίταζαν με τα χρυσά τους φωτεινά μάτια, άψυχα, παγωμένα στην ολύμπια αταραξία τους, αδιαφορώντας για τους ανθρώπινους πόνους που δεν έφθαναν στα ύψη τους. Κάτω, στο ριζό του βράχου, το ποτάμι, φουσκωμένο από τις τελευταίες βροχές, μούγκριζε ανάμεσα στις πέτρες, και ο ήχος του ανέβαινε θυμωμένος, τάραζε την ηρεμία της χειμωνιάτικης νύχτας.

- Πού έμεινε; ρώτησε πάλι η Αλεξία. Ο Κωνσταντίνος σήκωσε το κεφάλι.

- Ποιος;

- Ο Γρηγόρης.

Σιγά, αργά της αποκρίθηκε:

- Η ψυχή του πέταξε πια. Τι σημαίνει αν το σώμα του έμεινε στα κοράκια;

Η Αλεξία ανατρίχιασε.

- Λοιπόν έμεινε κει... μουρμούρισε και ξέσπασε σε κλάματα σιγανά.

Έκλαιγε, έκλαιγε, και την άκουε ο Κωνσταντίνος, και λόγια παρηγοριάς δεν έβρισκε να της πει.

- Ο πατέρας του τη ζωή του την έδωσε για μένα, είπε η κόρη, και όμως εγώ τον Γρηγόρη δεν τον έσωσα!...

- Τι μπορούσες να κάνεις, Αλεξία! έκανε σιγά ο νέος.

- Κάτι ίσως γίνουνταν... κι έπρεπε να δοκιμάσω! Μου είπαν πως ήταν ελεύθερος... δεν έπρεπε να το πιστέψω! Έπρεπε να ξέρω πως από βουλγαρικά χέρια ελευθερία δεν έχει...

Έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της, και στα σκοτεινά, για πολλήν ώρα, ο Κωνσταντίνος άκουε τους σιγανούς της λυγμούς. Την κοίταζε συλλογισμένος.

- Αλεξία, είπε στο τέλος, πώς ήλθες εδώ;

- Ήλθα για να σε σώσω, αποκρίθηκε κείνη χωρίς να ξεσκεπάσει το πρόσωπο της.

- Για να με σώσεις;

Η φωνή του έτρεμε λαφριά:

- Γιατί θέλησες να με σώσεις, εμένα; Η κόρη δεν αποκρίθηκε.

- Αλεξία, είπε πάλι ο Κωνσταντίνος. Την τελευταία φορά που σ' απάντησα, με είπες...

Άπλωσε το χέρι της και τον σταμάτησε:

- Μην πεις τη λέξη! παρακάλεσε. Δεν ήξερα τότε!

Και πιο σιγά πρόσθεσε:

- Γι' αυτό ίσα - ίσα έπρεπε να σε σώσω... επειδή εγώ ήμουν αιτία που σ' έπιασαν.

- Εσύ;

- Ναι, εγώ!

Και του διηγήθηκε την ομιλία των στρατιωτών του Ιβάτζη, που την είχε ακούσει στην ταβέρνα της Σέταινας.

- Σε άφησα να πας στο θάνατο, ενώ με μια λέξη θα σ' έσωζα... Μα σε νόμιζα προδότη. Και σα μου είπε ο Γρηγόρης τι ήσουν... Η φωνή της κόπηκε.

- Ναι; έκανε ο Κωνσταντίνος.

- Σε κυνηγήσαμε στα τέσσερα. Μα φθάσαμε αργά... Σε βρήκαμε χάμω μες στα αίματα και αναίσθητο... Ο Κωνσταντίνος έσκυψε πιο κοντά της.

- Εσύ; ρώτησε. Ήσουν με τον Γρηγόρη, εσύ; Η Αλεξία σήκωσε το κεφάλι.

- Δεν το ήξερες; αντερώτησε.

- Όχι! Με τα μάτια δεμένα πρώτα, και ύστερα κλεισμένος πίσω από τα πανιά του αμαξιού, δεν έβλεπα κανένα. Και με τον Γρηγόρη δεν μπόρεσα να μιλήσω, γιατί ήταν πάντα ο Δραξάν μπροστά... Και ήλθες ως εδώ μαζί του;

- Ναι! Μα σαν είδα πως σας πήγαιναν στο φρούριο και πως ανέβαινε μαζί και ο Δραξάν, μάντεψα πως κάτι άσχημο ετοιμάζεται, χωρίς όμως να ξέρω τι. Τότε ξέκοψα κι έτρεξα στο Όστροβο. Μα εκεί με σταμάτησε ο φρουρός. Ζήτησα έναν αξιωματικό, είπα πως ο Δραξάν βρίσκουνταν στα Βοδενά, μα με περιγέλασαν και μ' έδιωξαν. Τότε συλλογίστηκα τον Μιχαήλ και πήγα στο χωριό του.

- Τον είδες; Τον είδες; αναφώνησε ο Κωνσταντίνος.

- Όχι... έφθασα αργά... τον είχαν πάρει.

Με τα δυο του χέρια έσφιξε ο Κωνσταντίνος το μέτωπο του. Ένας στεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του.

- Είναι λοιπόν αλήθεια... είναι στα χέρια τους...

Έμεινε αρκετή ώρα ακίνητος, αφανισμένος στην αγωνία του. Όταν ξαναμίλησε, η φωνή του ήταν αλλαγμένη, σπασμένη.

- Ξέρεις πού τον πήγαν; ρώτησε.

- Όχι...

- Δεν τον ζήτησες;

- Δυο μέρες τον ζήτησα, μα δεν τον βρήκα... Στον ξενώνα του έμαθα πως τον πήγαν ανατολικά. Είχε αντισταθεί σα λεοντάρι, μα ήταν μόνος... Τον καταπόνεσαν και τον πήραν...

- Ανατολικά... μουρμούρισε ο Κωνσταντίνος. Πού άραγε; Στα βουνά;... Οι πόλεις όλες είναι δικές μας... εκτός της Σέταινας...

Σήκωσε το κεφάλι του:

- Ρώτησες στη Σέταινα, Αλεξία;

- Όχι, δεν πήγα. Γύρισα από τα βουνά και ήλθα ίσια εδώ. Έφθασα τη νύχτα.

- Χθες;

- Ναι!

- Πώς σ' έβαλαν μέσα;

- Είχα γράμματα για τον Δραξάν.

- Ποιος σου τα έδωσε; Πού τα βρήκες; ρώτησε ξαφνισμένα ο Κωνσταντίνος.

- Τα πήρα, αποκρίθηκε η Αλεξία.

Ο Κωνσταντίνος ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της. Όλος έτρεμε.

- Τίνος ήταν τα γράμματα; ρώτησε.

- Δεν ξέρω... ήταν σφραγισμένα.

- Δεν τ' άνοιξες;

- Όχι... Σκοπός μου ήταν να μπω στο φρούριο, όχι να κλέψω γράμματα.

- Από ποιον τα πήρες;

- Από ένα Βούλγαρο. Τον άκουσα που έλεγε πως πάγει γράμματα στα Βοδενά, και τον ακολούθησα από το Βουτέλιο. Ένα βράδυ ήπιε περισσότερο και σκουντουφλώντας βγήκε από την ταβέρνα. Τον ακολούθησα βήμα - βήμα. Στο μεγάλο δρόμο έπεσε και κοιμήθηκε. Τότε του τα πήρα.

- Και τα έφερες του Δραξάν;

- Ναι!

- Πότε του τα έδωσες;

- Χθες τη νύχτα.

- Πόσα ήταν;

- Δυο.

- Αλεξία! Αλεξία! αναφώνησε ο Κωνσταντίνος. Το ένα γράμμα ήταν του Ρωμαίου! Στα χέρια σου είχες την τύχη του Μιχαήλ!... Νευρικό τρεμούλιασμα την έπιασε.

- Πώς το ξέρεις; μουρμούρισε.

- Ήλθε ο Δραξάν στο κελί μου, σήμερα, και με φοβέρισε πως τον αδελφό μου θα τον βασανίσει, και κατάμουτρα του πέταξα τ' όνομα του Μιχαήλ, με μια τελευταία ελπίδα πως τον αδελφό της γυναίκας του δε θα τολμήσει να τον αγγίξει. Μα είναι Βούλγαρος! Έλεος αυτοί δεν ξέρουν!... Αχ, Αλεξία, τι έκανες!

Ακίνητη τον κοίταζε. Με το νου της γύρευε να λογαριάσει τι θα γίνουνταν αν είχε ανοίξει το γράμμα. Μα ο νους της είχε σταματήσει, δε δούλευε πια.

- Γιατί, γιατί δεν πήγες τα γράμματα στο φρούραρχο αντί να τα δώσεις του Δραξάν; ξέσπασε ο Κωνσταντίνος. Γιατί δεν πήγες πρώτα στον Έλληνα; Το φρούριο έπρεπε να σώσεις! Το φρούριο να συλλογιστείς πρώτα απ' όλα!

Με το χέρι τον σταμάτησε.

- Μη με καταδικάζεις, Κωνσταντίνε, πριν ακούσεις! παρακάλεσε. Δεν ήξερα καν πως κινδύνευε το φρούριο...

Τα δάκρυα που έτρεμαν στη φωνή της τον συγκίνησαν, τον μαλάκωσαν. Πήρε το χέρι της και το έσφιξε σιγά στα δικά του.

- Συγχώρησε με, Αλεξία, μουρμούρισε. Μου έσωσες τη ζωή, κι εγώ σου γυρεύω καβγά!

- Όχι, θα είχες δίκαιο αν δεν το είχα δοκιμάσει. Μα δεν μπόρεσα.

- Ζήτησες το φρούραρχο;

- Δε ζήτησα κανέναν! Έδειξα τα γράμματα χωρίς να μιλήσω. Σκέφθηκα πως, αν ήταν οι φρουροί άνθρωποι του Δραξάν, του κάκου θα ζητούσα το φρούραρχο. Αν πάλι ήταν δικοί μας πιστοί, δε θα ήξεραν πως ο Δραξάν ήταν κρυμμένος στο κάστρο, και θ' απορούσαν ή θα με έδιωχναν, όπως έκαναν στο Όστροβο. Και τότε θα μιλούσα. Μα δε μ' έδιωξαν, ούτε απόρησαν, εξακολούθησε με καημό η Αλεξία, η προδοσία ήταν καλά οργανωμένη! Όλοι οι φρουροί ήταν του Δραξάν άνθρωποι. Ο ένας μάλιστα αναγνώρισε τη Βουβή Βουλγάρα. Μ' έβαλαν μέσα από μυστική σκάλα και με ανέβασαν απάνω. Τα γράμματα δε θέλησα να τα παραδώσω σε άλλον από τον Δραξάν... ήθελα να τον δω... είχα την ελπίδα πως θα σας έβλεπα, τον Γρηγόρη ή εσένα.

Σταμάτησε μια στιγμή, νικημένη από την ταραχή της. Σιωπηλά την κοίταζε ο Κωνσταντίνος, μια μαύρη σιλουέτα που ξεχώριζε στο φως των άστρων, λιγνή, μικρή, σαν παιδιού σιλουέτα. Η καρδιά του χτυπούσε βαριά. Το παιδί αυτό είχε τολμήσει να ζητήσει τον Δραξάν, να μπει στον πύργο, στη φωλιά της προδοσίας, την ώρα που κάθε ξένος ήταν και ύποπτος, ξέροντας πως μια ματιά, μια κίνηση μπορούσε να τη μαρτυρήσει, να της κοστίσει τη ζωή της...

- Ο Δραξάν ήταν όρθιος στο κελί του, εξακολούθησε η Αλεξία. Με αναγνώρισε αμέσως. Πήρε τα γράμματα, τα κοίταξε, και μου είπε να βγω έξω. Μου έδωσαν να φάγω, και κάθησα με κάτι άλλους. Με νόμιζαν βουβή και μιλούσαν ελεύθερα μπροστά μου. Μίλησαν για τον Έλληνα κατάσκοπο που ήταν κλεισμένος στον πύργο. Κατάλαβα πως ήσουν εσύ... Μαζί τους ήταν ένας δούλος που δε μιλούσε. Με λυπημένα μάτια με κοίταζε, και το βλέμμα του έμοιαζε να μου προσάπτει την κρυφή δουλειά που έκαμνα. Τον κοίταζα κι εγώ αδιάκοπα... η καρδιά μου μάντευε σύμμαχο.

- Ήταν ο βουβός δούλος; ρώτησε ο Κωνσταντίνος.

- Ναι!... και είναι Έλληνας.

- Πώς το ξέρεις;

- Το έμαθα ύστερα, όταν συνεννοηθήκαμε.

- Ο βουβός σου μίλησε;

- Όχι, ήταν αληθινά βουβός. Οι Βούλγαροι του έκοψαν τη γλώσσα σαν τον έπιασαν, και τον κούφαναν με βασανιστήρια. Ο Δραξάν τον έσωσε από τα χέρια τους, και από τότε ο δύστυχος τον ακολουθεί σα σκύλος. Έξω όμως από τον Δραξάν, τους Βουλγάρους τους μισεί. Το είδα στα μάτια του σαν τους κοίταζε.

- Δε μίλησαν για τον Γρηγόρη;

- Όχι, ούτε λέξη. Σε λίγο με φώναξε ο Δραξάν και μου έβαλε στο χέρι ένα χρυσό νόμισμα. Το πήρα και ακολούθησα το βουβό που μου 'δειχνε το δρόμο. Στη σκάλα, εκεί που κατεβαίναμε, του πρόσφερα το χρυσάφι. Ταράχθηκε και με κοίταξε στα μάτια. Είχα πάρει την απόφαση μου... Είπα πως θα σε σώσω ή θα χαθώ μαζί σου.

Σταμάτησε απότομα, σαν τρομαγμένη με τα λόγια που ξεστόμισε. Ο Κωνσταντίνος δεν κούνησε. Με το μέτωπο ακουμπισμένο στο χέρι του σιωπηλά εξακολουθούσε να την κοιτάζει. Η σκοτεινή νύχτα έκρυβε τη χλωμάδα του προσώπου του, και αν έτρεμαν τα χείλη του, η κόρη δεν τα έβλεπε. Η Αλεξία εξακολούθησε πιο σιγά:

- Με νοήματα του εξήγησα πως θέλω το σκοινί, του έδειξα το μαχαίρι μου, έδειξα τον πύργο όπου ήσουν. Ήταν προετοιμασμένος, φαίνεται... Ο Γρηγόρης μέσον του σου έγραψε;

- Ναι! είπε ο Κωνσταντίνος, και η φωνή του βγήκε βραχνή, κομμένη.

- Μου το είπε ύστερα, εξακολούθησε η Αλεξία, μα από τότε, φαίνεται, δεν τον ξαναείδε, και τον νόμιζε ελεύθερο... Κι εγώ τον πίστεψα!...

Έσβησε η φωνή της κι έμεινε σιωπηλή, χωμένη στις σκέψεις της.

- Και κρύφθηκες στο φρούριο; ρώτησε ο Κωνσταντίνος.

- Ναι!... όλη τη νύχτα, και σήμερα όλο το πρωί. Ο δούλος δεν είχε δικαίωμα να βγει, και σκοινί δεν είχε. Το απόγεμα όμως του έδωσε ο Δραξάν ένα βιαστικό γράμμα για τη Σέταινα και τότε βγήκε. Μ' αντί να φύγει αμέσως, ετοίμασε τη φυγή σου. Με είχε βγάλει στον εξώστη, κάτω από το παράθυρο σου, από μια χαλασμένη πολεμίστρα και από κει, εύκολα, με τη σφενδόνα μου, σου έριξα την πέτρα. Και ο δούλος σου έφερε το σκοινί μόλις μπόρεσε, και το έριξες... Και σου έδωσα το μαχαίρι. Ακούμπησε το σαγόνι της στα ενωμένα της χέρια και πολλήν ώρα έμεινε έτσι, κοιτάζοντας πέρα τ' άστρα που λίγο - λίγο έχαναν τη λάμψη τους, ενώ πίσω από τις κορυφές των βουνών ο ουρανός σιγά - σιγά άρχιζε ν' ασπρίζει.

Ασάλευτος και συλλογισμένος την κοίταζε ο Κωνσταντίνος. Όσο λιγόστευε το σκοτάδι, το λεπτό της πρόσωπο σιγά - σιγά ξεχώριζε κάτασπρο, στο μαύρο βράχο. Και ήταν παιδιού πρόσωπο πάνω σε παιδιού κορμί... Τόσο μικρό σώμα, για τέτοια ψυχή... Πολύ σιγά τη ρώτησε:

- Τι θα κάνεις τώρα, Αλεξία;

Η κόρη δε μίλησε ούτε κούνησε. Ο Κωνσταντίνος πήρε το χέρι της.

- Αλεξία, είπε, έλα μαζί μου.

Τα λόγια του της θύμισαν τα λόγια του Γρηγόρη, απάνω στον τάφο του γερο - Παγράτη. Μελαγχολικό χαμόγελο πέρασε στ' αχνά της χείλη.

- Αδελφή σου... μουρμούρισε.

- Όχι, είπε ο Κωνσταντίνος, γυναίκα μου.

Απότομα τράβηξε το χέρι της από μέσα από τα δικά του.

- Δε σου ζητώ θυσίες, είπε υπερήφανα, μπορώ να ζήσω χωρίς προστάτη.

- Θυσίες; είπε ο Κωνσταντίνος και στη φωνή του κάτι κουδούνισε σαν πόνος. Δεν ήταν θυσία, Αλεξία... Από μικρός σ' αγαπώ.

Τα χείλη της έτρεμαν.

- Ούτε με ξέρεις... μουρμούρισε.

- Σε είδα σε ώρες τέτοιες, που το πέρασμα τους αφήνει στην ψυχή βαθύ χαράκι, είπε ο Κωνσταντίνος. Σε είδα και μικρό παιδί στα γόνατα της μητέρας μου... η εικόνα σου έμεινε από τότε ενωμένη με τη δική της... Και σε είδα απόψε...

Σηκώθηκε χωρίς να την ξανακοιτάξει, πήρε τη σκάλα και την έδεσε σε μιαν αγριοσυκιά που έβγαινε από το βράχο. Μόλις άρχισε να φέγγει. Εξέτασε το βράχο κι έριξε τη σκάλα σ' ένα μέρος όπου φούντωναν πολλά χαμόδεντρα. Ύστερα γυρνώντας στην Αλεξία της είπε σιγά:

- Πρέπει να φεύγομε. Μπορείς να έλθεις; Η κόρη σηκώθηκε αμέσως.

- Ναι! είπε.

- Θα βαστώ τη σκάλα από δω. Μπορείς να κατέβεις μόνη ως εκεί κάτω;

- Ναι! είπε η Αλεξία.

Έβγαλε την κάπα της και την έριξε στα κλαδιά που της είχε δείξει ο Κωνσταντίνος. Ύστερα κρεμάστηκε στη σκάλα και, λαφριά, άρχισε να κατεβαίνει. Από πάνω την κοίταζε ο Κωνσταντίνος και, σαν την είδε πως έφθασε και πως ήταν σ' έδαφος στερεό, ξεκρέμασε τη σκάλα και της την έριξε. Η Αλεξία έπνιξε μια φωνή κι έσμιξε τα χέρια της. Μα κείνος της έκανε νόημα να μη φοβάται. Από κλαδί σε κλαδί, από πέτρα σε πέτρα άρχισε να κατεβαίνει. Μαθημένος από μικρός να περιφρονεί τον κίνδυνο και να μη σταματά στις δυσκολίες, είχε συνηθίσει ν' ανεβοκατεβαίνει στα κατσάβραχα σαν κατσίκι. Κάπου - κάπου αναγκάζουνταν να κάνει μερικά βήματα στα γόνατα και στα χέρια και, μόλις έβρισκε κανένα πάτημα αρκετά φαρδύ, πηδούσε επιδέξια και άφοβα, και πάλι, σα δεν είχε πέτρα που να πατήσει, κρεμάζουνταν από τα κλαδιά, και τίποτα δεν τον σταματούσε στο κατέβασμα του. Σαν έφθασε κοντά της, είδε τέτοια ανησυχία στο πρόσωπο της που συγκινήθηκε. Της χαμογέλασε να την ησυχάσει.

- Μη φοβάσαι, της είπε, είμαι συνηθισμένος σ' αυτά. Διάλεξε πάλι το καταλληλότερο μέρος, έδεσε τη σκάλα στα χαμόκλαδα και την ξανάριξε.

- Έλα, Αλεξία, είπε χωρίς να γυρίσει.

- Και συ;

- Εγώ; Όπως πριν.

- Α, όχι! αναφώνησε η Αλεξία.

Σηκώθηκε και την κοίταξε. Το πρόσωπο του ήταν σοβαρό.

- Γιατί; ρώτησε.

Καυτά ανέβαιναν τα λόγια από την καρδιά της στα χείλια. Μα τα βάσταξε και γύρισε το κεφάλι. Μια στιγμή ακόμα την κοίταξε, περιμένοντας μια λέξη, ένα βλέμμα. Ύστερα έσκυψε πάλι, τάχα πως στερέωνε τη σκάλα.

- Έλα, Αλεξία, επανέλαβε.

Σιωπηλά πλησίασε η κόρη, κρεμάστηκε στα σκοινιά και, όπως την πρώτη φορά, κατέβηκε, και πάλι της έριξε ο Κωνσταντίνος τη σκάλα, και πάλι κατέβηκε όπως πρώτα. Και με τον ίδιο τρόπο εξακολούθησαν το κατέβασμα, ώσπου έφθασαν στις όχθες του Βόδα. Το κρύο έτσουζε. Ο Κωνσταντίνος μάζεψε από χάμω την κάπα της Αλεξίας και την τύλιξε στους ώμους της.

- Πρέπει να εξακολουθήσω το δρόμο μου, της είπε. Μπορείς να έλθεις;

- Βέβαια! αποκρίθηκε η κόρη.

- Φαίνεσαι κουρασμένη... Η Αλεξία χαμογέλασε.

- Είδα και χειρότερα στη ζωή μου, είπε. Και ξαναπήραν πάλι το δρόμο τους.

- Πού πηγαίνομε; ρώτησε η Αλεξία σε λίγο.

- Στο Όστροβο πρώτα, να δώσομε τη θλιβερή είδηση πως έπεσαν τα Βοδενά, και ύστερα στη Σέταινα, όπου λες πως πήγαινε ο βουβός το γράμμα του Δραξάν. Εκεί θα ρωτήσομε για τον Μιχαήλ... και ο Θεός μεγάλος!

Είχε ξημερώσει πια καλά. Ο ήλιος έριχνε λοξά τις πρώτες του ακτίνες στις κορυφές των βουνών, που φωτίζουνταν ολορόδινες.

- Αλεξία, είπε έξαφνα ο Κωνσταντίνος πώς τον γνώρισες τον Μιχαήλ;

- Τον γνωρίζω από παιδί, όπως σε γνώριζα και σένα, αποκρίθηκε η Αλεξία.

- Κι εκείνος σε ξέρει;

- Δεν ξέρει τ' όνομα μου, αλλά με αντάμωσε μια - δυο φορές.

- Και σου μίλησε ποτέ;

- Ναι!

- Πού;

- Μια βραδιά στο δάσος, κοντά στο μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσας... Ήταν τη μέρα που έμαθαν οι Βούλγαροι στρατηγοί πως πέθανε ο Σαμουήλ, κι έφυγαν με το στρατό για τον Πρίλαπο. Δε σου το είπε;

- Όχι! αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος.

- Με νόμιζε Βουλγάρα και βουβή.

- Δε μου το είπε αυτό, μα μου είπε κάτι άλλο. Μια μέρα που γύρευε τον Ιβάτζη...

- Βρήκε στην άμμο ένα μήνυμα ελληνικά γραμμένο, διέκοψε η Αλεξία.

- Εσύ ήσουν;

- Ναι!

Ο Κωνσταντίνος την κοίταξε. Μια στιγμή δίστασε. Ύστερα είπε με απόφαση:

- Πες μου ακόμα κάτι. Μια μέρα ήλθες στο μοναστήρι και ρώτησες για κάποιο στρατιώτη... και σου είπαν πως ήταν άρρωστος...

Η Αλεξία δεν αποκρίθηκε. Κοίταζε μπροστά της, μακριά, το Βόδα που έτρεχε ολόχρυσος από τις ηλιακές ακτίνες.

- Και σου είπαν πως ίσως πεθάνει, εξακολούθησε ο Κωνσταντίνος. Κι εσύ έκλαψες... Ήξερες ποιος ήταν...

Σταμάτησε απότομα. Η Αλεξία είχε στρέψει και, μια στιγμή, το βλέμμα της αντάμωσε το δικό του. Μόνο μια στιγμή... και πάλι γύρισε και κοίταξε το φωτισμένο ποτάμι. Η καρδιά του χτύπησε ορμητικά. Στα μαύρα της μάτια είχε δει κάτι που του αναστάτωσε την ψυχή.

- Χρυσή μου... μουρμούρισε.

Δεν του αποκρίθηκε, ούτε γύρισε. Πήρε σιγά το χέρι της, και η κόρη δεν το τράβηξε. Λόγια άλλα δεν αντάλλαξαν, ήταν περιττά. Σιωπηλά, χέρι με χέρι, τραβούσαν ίσια μπροστά τους. Του Κωνσταντίνου του φάνηκε η ώρα αυτή σα γλυκιά υπόσχεση για το μέλλον. Πρώτη φορά, αφότου πέθανε η μητέρα του αισθάνθηκε πως δεν ήταν πια μόνος στη ζωή.