Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/68

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
47
ΔΕΚΑΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟΝ


Ὅταν φθάν’ ἡ στιγμή, ’ποῦ κοπιασμένος
Ὁ ἥλιος ἀρχίζει νὰ νυστάζῃ
Καὶ τὴν σβυσμένην ὄψι του σκεπάζει,
Εἰς πορφύρινη χλαῖνα τυλιγμένος,
Τότε στρέφω τὸ βῆμα διψασμένος
Εἰς τοῦ Mühlberger τὴν πηγή, ὅπου στάζει
Ἕν ἐξαίσιο ποτὸ ’ποῦ ἐκείνου μοιάζει
Ποῦ εὐφραίνει τῶν θεῶν τ’ Ὀλύμπιο γένος.
Ἐκεῖ περνῶ ταῖς ὥραις λησμονῶντας
Καὶ πατρίδα καὶ φίλους. Ἕνα μόνο
Πρόσωπ’ ὁλόγυρά μου φτερουγίζει
Στὰ νυσταγμένα μάτια μου κυττῶντας
Μὲ βλέμμ’ ἀγάπης, ὁποὺ ἐκφράζει πόνο—
Μὲ μάτι μάνας ποῦ πικρά δακρύζει.

FREIBURG I. B. 1882


48


Παρθένα, πὤχασες τὴ μάννα σου, ἀπομένεις
Τώρα στὴν ἄγρια καὶ σκληρὴ τοῦ κόσμου μάχη,
Μὲ δίχως μιὰ ψυχὴ νὰ σ’ ἀγαπᾷ μονάχη,
Καὶ τὴν ἀγλύκαντή σου νειότη ἔτσι μαραίνεις.
Μὲ δάκρυα ἐνῷ τὸν δρόμο τῆς ζωῆς διαβαίνεις,
Μὴ σοῦ βαραίνῃ τὴν καρδιὰν ἂν ἴσως λάχῃ
Πάλι ν’ ἀκούσῃς τὴ φωνή μου. Αὐτὴ δὲ θἄχῃ
Γιὰ σένα παρὰ λόγια ἀγάπης νεκρωμένης.
Ἀπ’ τὴ μεγάλη ἐρμιὰν ὁποὺ σὲ ζώνει τήρα
Μὲς στὰ βάθη τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ ξαναθυμήσου
Πῶς ἤσουν εὐτυχὴς πρὶν γένῃ ὁ χωρισμός μας.
Θὰ παρηγορηθῇς ἀφοῦ κλείσῃς τὴν θύρα
Εἰς τὸ παρὸν καὶ βυθισθῇς μὲ τὴν ψυχή σου
Εἰς ταῖς χρυσαῖς στιγμαῖς τοῦ πρόσκαιρου ἔρωτός μας.

54