Σελίδα:Ποιήματα (Βασίλης Μιχαηλίδης 1911).pdf/10

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
Η 9Η ΙΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ 1821
ΕΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ [ΚΥΠΡΟΥ]
1

Ἀντὰν ἀρκέψαν οἱ κρυφοὶ ἀνέμοι κ’ ἐφυσούσαν
κι’ ἀρκίνησεν εἰς τὴν Τουρκιὰν νὰ κρυφοσυννεφκιάζῃ
καὶ ποῦ τὲς τέσσερης μερκὲς τὰ νέφη ἐκουβαλοῦσαν,
ὥστι νὰ κάμουν τὸν καιρὸν ν’ ἀρκιεύκῃ νὰ στοιβάζῃ,
εἶχεν σγιὰν εἶχαν οὖλοι τους κι’ ἡ Κύπρου τὸ κρυφόν της
μέσ’ στοὺς ἀνέμους τοὺς κρυφοὺς εἶχεν τὸ μερτικόν της.
Κι’ ἀντὰν ἐφάνη ἡ στραπὴ εἰς τοῦ Μωρηᾶ τὰ μέρη
κι’ ἐξάπλωσεν κι’ ἀκούστηκεν παντοῦ ἡ πουμπουρκά της,
κι’ οὖλα ξηλαμπρακίσασιν καὶ θάλασσα καὶ ξέρη
εἶχεν σγιὰν εἶχαν οὖλοι τους κ’ ἡ Κύπρου τὰ κακά της.

2

Μιὰν νύχταν, νύχταν σιανὴν, καιρὸν Δευτερογιούνιν,
νύχταν Παρασσέυκόνυχταν, ποῦ τ’ ἄστρα μιλιούνια
ἐλάμπασιν ποῦ πανωθκιὸν κι’ ἔν εὕρισκες ρουθούνιν
μέσα στῆς Χώρας τὰ στενὰ, στῆς Χώρας τὰ κάντούνια·
σιανεμιὰ, δὲν ἄκουες δεντρούδιν νὰ ταράξῃ
μήτε τοῦ σκύλλου λάξιμον, μὲ πετεινὸν νὰ κράξῃ:
Ἦτουν μιὰ νύχτα μουλλωτὴ, μιὰ νύχτα μουρρωμένη,
ποῦ θάρηες πῶς χώννεται ποῦ τοῦ Θεοῦ τὴν κρίσιν·
σὲ τέθκοιαν νύχταν σιανὴν οἱ Τοῦρκοι βαδωμένοι
μέσ’ στὸ Σαράγιον εἴχασιν μηάλον μετζιλήσιν.