Σελίδα:Ποιήματα (Βασίλης Μιχαηλίδης 1911).pdf/11

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
4
3

Ἔγείραν τὰ μεσάνυχτα κι' ἐπῆρεν τὸ ξιφώτιν,
κι' ὁ Κκιόρ-ογλους ποὔτουν καλὴ, πολλὰ καλ' ἡ ψυχή του
ἔξέβην πὤσσω του κρυφὰ κι' ἐπῆεν στὸν Δεσπότην,
κι' ἐξύπνησέν τον κι' ἔκατσεν κοντά του καὶ λαλεῖ του.
Ἔν' ἔσσω μου, Κ'υπριανὲ, τ' ἁμάξιν μου ζεμένον,
τ' ἁμάξιν μου, Κυπριανὲ, ἔν' ἔσσω ἀντροχιασμένον,
κι' ἀθ' θέλῃς γιὰ νὰ ποσπαστῇς ποῦ σίουρην κρεμμάλλαν
κι' ἀθ' θέλῃς ποῦ τὸν θάνατον νὰ φύῃς νὰ γλυτώσῃς,
νὰ πᾷς μὲ τὸ χαρέμι μου κρυφὰ κρυφὰ στὴν Σκάλαν
τὰ κουσουλᾶτα ν' ἀννοιχτὰ, νὰ πάῃς νὰ τρυπώσῃς.

4

Ἦρτεν τοῦ Μουσελλὶμ-ἀγᾶ φερμάνιν ποῦ τὴν Πόρταν
κι' ἐψὲς ἄρπα κι' ἀνόρπιστα ἐγίνην μετζιλῆσιν,
κι' ἔχει πκειὸν εἰς τὸ χέριν του τὴν μαύρην σας τὴν σόρταν,
στὸ χέριν του τὸν θάνατον, στὸ χέριν του τὴν κρίσιν·
νὰ μὲν ἀρκῇς, Κυπριανὲ, νὰ χάννῃς τὸν καιρόν σου·
νὰ πάῃς νὰ φαραντζιστῇς ἀθ' θέλῃς τὸ καλόν σου.
Πρέπει νὰ πᾷς, εἰ δὲ κἄν οὔ, ἐχάθης δίχως ἄλλον·
ἂν σ' εὓρ' ἡμέρα τὸ πορνὸν δὰ μέσα δά, ἔν νἆσαι
νεκρὸς εἰς τὴν κρεμμασταρκάν εἴτε νεκρὸς στὸν πάλλον.
Ἅνου νὰ πᾶμεν γλήορα, τ' ἁμάξιν καρτερᾷ σε!

5

Ἔσκυψεν ὁ Κυπριανὸς κι' ἔμεινεν νάκκον ὥραν
κι' ἐδκιαλοΐστην νακκουρὶν κι' ἀννοίει καὶ λαλεῖ του.
«Δὲν θέλω, Κκιόρ-ὀγλοῦ, ἐγιὼ νὰ φύω ποῦ τὴν Χώραν,
γιατὶ ἀφ φύω, το κακὸν ἔν νὰ γεινῇ περίτου.
θέλω νὰ μείνω, Κκιόρ-ὀγλοῦ, κι' ἂς πᾷ νὰ μὲ σκοτώσουν,
ἂς μὲ σκοτώσουσιν ἐμὲν κι' οἱ ἄλλοι νὰ γλυτώσουν.
Δὲφ φεύκω, Κκιόρ-ὀγλοῦ, γιατί, ἄν φύω, ὁ φευκός μου
ἕν' νὰ γενῇ θανατικὸν εἰς τοὺς ρωμηοὺς τοῦ τόπου.
Νὰ βάλω τὴν συρτοθηλιὰν εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ κόσμου;
παρὰ τὸ γαῖμαν τοὺς πολλοὺς ἔν' κάλλιον τοῦ 'πισκόπου.»