Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/28

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 26 =

Δὲν εἶν’ αὐτοῦ ’ποῦ ξάνοιξε τὸν ἀκριβό της κύρη,
Τοῦ Μάνθου βάρος θλιβερό, δίχως πνοὴ νὰ γύρῃ;
Στὴν ἴδια ἐκείνη κατοικιὰ, ’σὰν εἶχε ὁ μῆνας κλείσῃ,
Δὲν εἶδε τὴ μανοῦλα της—ὠιμέ!—νὰ ξεψυχήσῃ;
Ἄχ! στὴν εἰκόνα τους ὀμπρὸς κατάντησε νὰ στέκῃ
Σὰ βρύσι, ὁποῦ τὴ στέρεψε μὲ μιᾶς τ’ ἀστροπελέκι.
Νεκρὸς ὁ Μάνθος!—μοναχὰ στὸ’ νοῦ της τέτοια ἰδέα
Μὲ πεῖσμα ἐσυχνογύριζε. Θλίψαις, χαραῖς, γενναῖα
Φιλοπατρίας ὀνείρατα, καὶ λογισμοί, καὶ πόθοι
Στ’ ἄπειρο χάος, ’ποῦ μέσα της μὲ κρύο σκοτάδι ἀπλώθη,
Σκόρπια ἐσαλεύανε, καθώς, ἕν’ ἀπὸ τ’ ἄλλο ἀνάρῃα,
Χαμένου πλοίου στὴ θάλασσα θωρεῖς τ’ ἀπομεινάρια.
’Σ ἄκρη βαράθρου σκοτεινοῦ πῶς ἦταν ἐθαῤῥοῦσε,
’Πῶς ὅλα ὀμπρός της γύριζαν, καὶ ἀπὸ βαθυὰ γροικοῦσε
Τοῦ μαύρου τόπου τὸ Στοιχειό, ’ποῦ βρύχιζε στ’ αὐτιά της:—
«Τρελλὴ γυναῖκα! ἐστάθηκες παιγνίδι τῆς ἀπάτης,
Ὁποῦ τ’ ὡραῖο κατάφερε πιστό σου παλληκάρι
Ψεύτικον ἦχο τῆς καρδιᾶς γιὰ θεία φωνὴ νὰ πάρῃ.
Τὸ οὐράνιο φῶς, ’ποῦ μάρτυρα στὸν ὅρκο του εἶχε βάλῃ,
’Σὰ θαῤῥεμένος έλεγε πῶς θὰ σὲ σμίξῃ πάλι,
Ὅσαις φοραῖς ἀναφανῇ καὶ ξαναπάῃ στὴ Δύση,
Τ’ ἀθλίου τὰ σκόρπια κόκκαλα ποτὲ δὲ θ’ ἀναστήσῃ.
Ἀναθεμάτισε τὴ γῆ, ποῦ τὰ παιδιά της κάνει
σὲ μάχαις ἄγριαις νὰ ζητοῦν ἀπατηλὸ στεφάνι,
Κ’ ἐνῷ ρουφάει τὸ αἷμα τους, ’ποῦ γιὰ τὴν ἴδια τρέχει,
Χαλεύει ἀδιάκοπα νὰ πιῇ, καὶ χορταμὸ δὲν ἔχει!»
Δύστυχη κόρη! Ἐβάστουνε δεμένα ’σὰ λυγέρια
Μαζῆ στὸν ἀντικέφαλο τὰ δύο λιγνά της χέρια·
Ἐνῷ, ζυγόνοντας ὀμπρὸς ἕνα στὸν ἄλλο ἀγκῶνα,
Ἔκανε φράχτη ἀνώφελη γιὰ κάθε τρόμου εἰκόνα,