Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/27

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 25 =

Ἀπὸ τὴν ὥρα πὤμαθε, ’ποῦ στὴν αἰώνια θέση,
Τῆς Κρήτης τέκνο ἀληθινὸ, κι’ ὁ Μάνθος εἶχε πέσῃ,
Μ’ αὐτούς, ὁποῦ, ξυππάζοντας τ’ ἀφωρεσμένο ἀσκέρι,
Ἔκαμαν ξάφνου ἐλευθεριὰ μία σπίθα νὰ τοὺς φέρῃ,
Καὶ στ’ ἅγιο χῶμα ἐσκόρπησαν γυμνὰ τὰ κόκκαλά τους,
Ἀπάνου στ’ ἄστρα ταῖς ψυχαῖς, ὁλοῦθε τ’ ὄνομά τους.
Νεκρὸς ὁ Μάνθος!-Ὤ Χριστέ! καὶ πῶς, καὶ πῶς ἐκείνη
Στ’ ἄκουμα τοῦτο ζωντανὴ δυνήθηκε νὰ μείνῃ;
Σωρὸ τὴν ηὗραν καταγῆς, καὶ ’σὰν ἀπεθαμένη
Ἀπ’ τ’ ἀκρογιάλι σπίτι της ἐπῆαν τὴ μαυρισμένη,
Ὅπου, καθὼς ἡ ἀπάντεχη ποδοβολὴ ἀγροικήθη,
Ἐδῶ γλιστροῦσε ὁ βόστερας, ἐκεῖ τὸ σαμαμίθι·
Ὅπου, στολίδι τῆς ἐρμιᾶς, τριγύρου, ἀπάνου, κάτου
Περιπλεμένοι ἐσέρνονταν οἱ πλοκαμοὶ τοῦ βάτου.
Ὠιμέ! καλῶς μᾶς ἔρχεσαι φωνὴ δὲν εἶπε ἀνθρώπου
Στὴ δειλιασμένη ὀρφανή, βασίλισσα τοῦ τόπου·
Καί, καθὼς τότες ἔτρεχαν κακὰ καὶ μαῦρα χρόνια,
Ὁποῦ δὲν ἄφιναν καιρὸ γιὰ ξένη ψυχοπόνια,
Ἐκεῖ ’ποῦ ἀρχίναε μεταβιᾶς ἡ αθλία νὰ ξελιγώνῃ,
Μὲς τ’ ἄδειο σπίτι ἀντήχησαν οἱ στεναγμοί της μόνοι.
Ἀνασηκώθη· ἐγύρισε τὰ μάτια ὁλόγυρά της
Βασιλεμένα, ὁλάνοιχτα καὶ ἀργά, ’σὰν ὑπνοβάτης·
Μήτ’ ἕνα δάκρυ μοναχὸ ’ς ἐκεῖνα ἐπροκαλοῦσαν
Ὅσαις γλυκαὶς ἐνθύμησαις ἐδῶ κ’ ἐκεῖ πετοῦσαν,
Βγάνοντας ἤχους μαγικοὺς ἀπ’ ὅσα ἡ δόλια βλέπει,
’Σὰν τὰ πουλάκια ὁπὤστησαν φωλιὰ στὴν ἔρμη σκέπη.
Καὶ μὴ τῆς πρώτης εὐτυχιᾶς ἐκεῖ ξυπνοῦσε ὁ μόνος
Λυπητερὸς ἀντίλαλος; Ἀλοιά! τοῦ Χάρου ὁ πόνος
Γύρω ἠχολόγαε μυστικά, χωρὶς νὰ κατορθώσῃ
Μὲ μιὰ σταξιὰ τῆς ἄμοιρης τὰ μάτια νὰ βουρκώσῃ.