Σελίδα:Μελέτη 10 (1912).djvu/5

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
579
ΘΑΣΟΣ

τίποτε ἀπὸ τὰ λόγια του. Ἀντικρὺ πρὸ τοῦ λιμεναρχείου ἄλλοι Τοῦρκοι κινοῦνται ἄνω-κάτω νωχελῶς. Ἐνθαρρυνθέντες ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸν τρόπον, παρέμειναν εἰς τὸν τόπον ὡς ἀνενόχλητοι πολῖται, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἔως χθὲς τοὺς πάντας ἐνωχλοῦσαν, ἔκλεβαν καὶ ἐτυραννοῦσαν. Ἕως ἑκατὸν ἀπὸ αὐτοὺς ἔτρωγαν τὸ λιμεναρχεῖον. Εἰς τὴν κυβέρνησιν δὲν ἔδιδαν τίποτε ἢ σχεδὸν τίποτε. Ἀπόδειξις ὅτι ὑπὸ τὴν ἑλληνικὴν διοίκησιν ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν αἱ εἰσπράξεις μὲ τὸν ἐλαφρότατον ἑλληνικὸν δασμὸν ἔφθασαν τὸ ποσὸν τῶν χιλίων πεντακοσίων λιρῶν, εἰς ὅσον δὲν ἔφθασαν ἐπὶ δύο κατὰ συνέχειαν ἔτη ὑπὸ τὴν νεοτουρκικὴν διοίκησιν μὲ ὅλας τὰς ἀδικίας καὶ καταπιέσεις τῶν φορολογουμένων.

Περισσότερον ὅμως τὴς μισῆς ὥρας δὲν μας ἐπιτρέπεται νὰ μείνωμεν ἔμπροσθεν τοῦ Κάστρου. Ὁ πλοίαρχος μας γνωρίζει ὅτι νύκτα ἀπαγορεύεται ἐπὶ ποινῇ ὄχι ἐλαφρᾷ, ἐπὶ ποινῇ κανονιοβολισμοῦ καὶ καταβυθίσεως, ὁ εἴσπλους εἰς τὸν Μοῦδρον, καὶ σπεύδει νὰ ἀπάρῃ ἐγκαίρως. Ἐν τούτοις εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ φθάσωμεν νύκτα καὶ φροντίζει νὰ τηλεφωνηθῇ τοῦτο πρὸς τὸν ναύαρχον διὰ νὰ μας δεχθοῦν φιλικῶς οἱ μαῦροι κέρβεροι, τὰ ἀντιτορπιλλικά μας, τὰ παραφυλάττοντα εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ λιμένος, ὅπου ναυλοχεῖ ὁ στόλος.

Ἡ «Πελοπόννησος» διαγράφει μέγαν κύκλον διὰ νὰ παραπλεύσῃ δεύτερον μικρὸν λιμένα, τὸ Τηγάνι, καὶ εἰσέλθῃ κατόπιν εἰς τὸν Μοῦδρον. Καθ' ὅλην τὴν ἀκτὴν κρύπτονται ὑπὸ τὸ κῦμα ἐπικίνδυνοι ὕφαλοι καὶ ξέρες.

Μετὰ δύο ὡρῶν πλοῦν εἰς τὸ παχὺ σκότος τὴς ὁμιχλώδους νυκτός, μὲ τὸν ἀρχίζοντα ἤδη νὰ λυσσᾷ κυριολεκτικῶς βορρᾶν, αἴφνης ἐξέρχεται ἀπὸ μίαν μαύρην σκιὰν ἀμυδρὰ λάμψις καὶ ἀκούεται δυνατὴ βροντή. Ἦτο κανονιοβολισμός, ἄσφαιρος βεβαίως, ἐναντίον μας ἐκ μέρους ἀντιτορπιλλικοῦ. Αὐτὴ ἦτον ἡ «φιλικὴ» ὑποδοχή. Ἀμέσως ὅμως ἐπῆλθεν ἡ συνεννόησις καὶ ἠρέμα ἐπλεύσαμεν ἀκόμη μισὴν ὥραν ὑπὸ τὸ ἐκτυφλωτικὸν φῶς τῶν προβολέων τοῦ στόλου — ὅπερ καὶ φοβερὰ ἐδαιμόνιζε τὸν αὐστηρὸν Σπετσιώτην πλοίαρχον, διότι τὸν ἐσύγχιζε εἰς τὸν δρόμον του — μέχρις ὅτου ἀγκυροβολήσαμεν ὄχι μακρὰν τοῦ «Ἀβέρωφ», τοῦ Μπάρμπα-Γεώργου, καθὼς τὸν λέγουν θωπευτικὰ οἱ ναῦταί του.