Σελίδα:Μελέτη 10 (1912).djvu/4

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΘΑΣΟΣ


Ἥσυχος, σχεδὸν γαλήνιος καιρὸς εἶχεν εὐνοήσῃ τὸ δεκαοκτάωρον ταξίδι μας ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ εἰς τὸ Κάστρον τῆς Λήμνου καὶ τὸ δίωρον ἐκεῖθεν μέχρι τοῦ Μούδρου, τοῦ μεγάλου λιμένος αὐτῆς.

Τὸ Κάστρον εἶναι ἡ πρωτεύουσα τῆς νήσου, μὲ δύο χιλιάδας περίπου κατοίκους. Ὁ μικρὸς ὅρμος του εἶναι ὅλως διόλου ἐκτεθειμένος εἰς τοὺς νοτίους ἀνέμους. Ἔχει καὶ μίαν ἐπικίνδυνον ὕφαλον, τὴν ὁποίαν τώρα σημειώνει πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον τεθεῖσα σημαδοῦρα. Ὁ τόπος ἔλαβε τὸ ὄνομα ἀπὸ τὸ μεσαιωνικὸν φρούριον, τὸ ὁποῖον ἐγείρεται ἐπὶ τοῦ ὑψηλοῦ, ἀποκρήμνου βράχου πρὸ τῆς πόλεως. Πρὶν ἀκόμη πλησιάσωμεν, μας χαιρετᾷ ἀπὸ τὰς ὑψηλάς του ἐπάλξεις καὶ τοὺς καταρρέοντας πύργους ἡ κυανόλευκος. Βαθεῖα συγκίνησις κατέχει ὅλους. Κάποιος μας ἐνθυμίζει τὸ ἀνδραγάθημα τῆς κόρης Μαρούλας, ἡ ὁποία τὸ ἔσωσε διὰ τῆς ἀνδρείας της τὸ ὑπὸ τῶν Τούρκων πολιορκούμενον ἑνετικὸν φρούριον. Ἀλλ’ ἡ προσοχή μας στρέφεται περισσότερον πρὸς τοὺς δυνατὰ κωπηλατοῦντας Ἕλληνας ναύτας, οἱ ὁποῖοι ἐκ τοῦ λιμεναρχείου ἔρχονται πρὸς ἡμᾶς. Τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα εἶναι, τὰ ὁποῖα σήμερα κυριαρχοῦν τοῦ Αἰγαίου. Ὑπερήφανος βυθίζει τὴν πρῷράν της εἰς τὸ ἀφρίζον κῦμα ἡ κομψή μας «Πελοπόννησος» τοῦ Γουδῆ, ἀτμόπλοιον τῆς ἐπιτάξεως, διότι φρουροὶ τῆς ἐλευθερίας, ἡγεμόνες τῆς θαλάσσης οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι ἐκτείνουν τὴν προστασίαν των ἐπὶ τῶν νήσων καὶ τῶν ἀκτῶν αὐτῆς. Δὲν εἶναι ὄνειρον πλέον, δὲν εἶναι ἐλπίς, εἶναι ἀλήθεια· εἴμεθα ἔθνος δυνατόν, ἔθνος μέγα. Κυβέρνα, Ἑλλάς, τὰ κύματα!...

Ξεκαρδιζόμεθα μὲ ἕνα ναύτην, ὅστις μὴ ἐννοῶν τὸν πειθαρχικώτατα λέγοντα πρὸς αὐτὸν κἄτι τι Τοῦρκον λεμβοῦχον — οἱ λεμβοῦχοι τοῦ Κάστρου εἶναι σχεδὸν ὅλοι ἀκόμη Τοῦρκοι — τοῦ δείχνει μὲ χειρονομίας ὄχι κολακευτικὰς ὅτι δὲν καταλαμβάνει