Σελίδα:Η 25 Μαρτίου. Η Άνοιξη και το παλληκάρι της Ηπείρου.pdf/5

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
—5—

Τ’ ὡρκισθῆκαν· μὲ βία καὶ μὲ πλάνη
Τέτοιον ὅρκο νὰ πνίξῃ ζητάει
Τὸ χλωμό, τρομασμένο Διβάνι,
Μήπως πέρα ’ς τὴ Δύσι ἀκουσθῇ.
Ἀλλὰ ξάφνου τ’ ἀέρι βροντάει,
Ἀντηχῶντας καὶ κάτου ’ς τὸν ᾅδη·
Τρέμει, ἀνάφτει, πετιέται τ’ Ἀρκάδι
Τέτοιον ὅρκο τοῦ κόσμου νὰ ’πῇ.



Μὲ ταῖς φλόγαις ὁ κρότος ἐχύθη
’Σ τὴ μίαν ἄκρη τῆς γῆς καὶ ’ς τὴν ἄλλη·
—Ζήτω! ζήτω!—ἀναρίθμητα στήθη
Ἐφωνάξαν ὥς τ’ ἄστρα παντοῦ.
Τί θὰ πράξουν τῆς γῆς οἱ Μεγάλοι;
Τί ’ς τὸ νοῦ τους κρυφὰ μελετοῦνε;
Μὲς τὰ κρύα σωθικὰ δὲν ἀκοῦνε
Μήτε σπίθα τ’ ἐνδόξου Ἀρκαδιοῦ;



Τὴ βουλή τους, λαχτίζοντας, τώρα
Ἡ γυναῖκα τῆς Κρήτης προσμένει,
Ὅπου λύσσα τοῦ Τούρκου αἱμοβόρα
Νὰ ξεφύγῃ ἐδυνήθη κρυφά.
Θὰ γυρίσῃ ’σὲ λίγο ἡ θλιμμένη
Τὸ Σταυρὸ ν’ ἀγναντέψῃ ’ς τὴν Ἴδα;
Ἢ θ’ ἀκούσῃ—δὲν ἔχεις πατρίδα—
Νὰ τῆς σφάξῃ τὴ μαύρη καρδιά;