Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/89

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 83 —

Ἡ Σμαραγδοῦλα, εὐτὺς ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὸ ἔκλεισε τὸ παράθυρο καὶ τὴν πόρτα της κ’ ἐπλάγιασε νὰ κοιμηθῇ. Ἐμετανόησ’ εὐτὺς γιὰ τὴ λέξι καὶ εἶδε κακὰ ὄνειρα τὴ νύχτα κείνη, τὴν αὐγὴ δέ, εὐτὺς ποῦ σηκώθηκε, ἄκουσε θόρυβο στὴν πόρτα της καὶ ὁμιλίες καὶ ξεφωνητά. Ἔτρεξε καὶ τί νὰ ἰδῇ; Ἀπὸ ἕνα χαλκᾶ τῆς ὀξώπορτας τοῦ κάτω σπιτιοῦ ἐκρεμότανε ἕνα γουρουνάκι σφαγμένο!

Δὲν μποροῦσε νὰ γείνῃ μεγαλείτερη προσβολὴ ἀπ’ αὐτὴν καὶ γιὰ νὰ τὴν κάμῃ ὁ Ζώης, θὰ πῇ πῶς εἶχε θυμώσῃ ὑπερβολικά. Μπροστὰ σὲ κόσμο τὸν ὠνόμασε χοῖρο! Καὶ ἂν γιὰ μιὰ στιγμὴ ὑποθέσωμε πῶς τὸ αἴσθημα τοῦ Ζώη γιὰ τὴν ἄλλη κοπέλλα, ἤταν προσποιητό, φτιασμένο ἔτζι γιὰ νὰ ἐρεθίζῃ τὴ Σμαραγδοῦλα, τώρα ὅμως ἡ καρδιά του εἶνε γεμάτη θυμό, θυμὸ δίκαιο, καὶ κανένα ἄλλο αἴσθημα δὲ χωρεῖ μέσα της. Καλλίτερα τὴν ξερριζώνῃ τὴν καρδιά του, παρὰ νὰ τὴν ἀκούσῃ νὰ τοῦ μιλήσῃ πλιὸ γιὰ τὴν Σμαραγδοῦλα γιὰ τὴν πιὸ ἄσπλαχνῃ, τὴν πιὸ σκληρὴ γυναίκα ποῦ ἐγνώρισε στὴ ζωή του. Καὶ ποιός; ὁ Ζώης ὁ Περήφανος, τὸ ζηλευτό παλληκάρι, ποῦ θὰ τὸ εἶχε τιμὴ καὶ εὐτυχία της νὰ τὸν πάρῃ ἄλλη κοπέλλα… «Χοῖρος εἶμ’ ἐγώ; Νά, λοιπό, νὰ σοῦ κρεμάσω τὸ ζῶο στὴν πόρτα σου, νὰ μοῦ θυμᾶσαι! μιὰ γιὰ πάντα· εἶσ’ ἐσὺ κακή, νὰ γενῶ καὶ ἐγὼ πιὸ κακὸς ἀπὸ σένα…


Εἶνε λίγα χρόνια τώρα, μιὰ πρωϊνή, μὲ ὁδηγὸ τὸν παντοτεινό μου ἀγωγιάτη, τὸν Βασίλη τὸν Ἀρβανίτη, ἐπήγαινα ἀπὸ τὴ χώρα στὴν ἐξοχὴ, μιὰ μίση ὥρα μακρυά. Ὁ δρόμος δὲν εἶνε ἄσχημος, τὰ περίχωρα μόνα σοῦ φέρνουν μελαγχολία. Δεξιᾷ καὶ ζερβά, ὀμπρὸς καὶ ’πίσω καί ὅσο βλέπει τὸ ’μάτι ἐκτείνεται, θαρρεῖς ἀτελείωτη, μία βουνοσειρὰ ἀπόκρημνη, μὲ συχνές, ἀπότομες, πολύσχημες παραλλαγές,