Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/88

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 82 —

— Ποῦ θὰ πῇ, ἐμεῖς δὲν τὴν ἔχομε, εἶπεν ἐκεῖνος μὲ πεῖσμα καὶ ἐστράφη νὰ φύγῃ γρήγορα, χωρὶς νὰ περιμένῃ ν’ ἀκούσῃ τὴν ἀπόκρισι τῆς Σμαραγδούλας, ἡ ὁποία σὰν νὰ εἶχεν ἀρχίσῃ νὰ λυγίζεται. Στὰ ἐρωτικὰ δὲν ἤταν τεχνίτης ὁ Ζώης καὶ ἄκουε περισσότερο τὸ πεῖσμα του, κι’ αὐτὸ τὸν ἔφαγε. Ἐτραβήχτηκε μὲ ὑπερβολικὸ πεῖσμα αὐτὴ τὴ φορά, μὲ ἀγανάκτησι, βέβαιος πῶς ἔχει νὰ κάμῃ μὲ μάρμαρο, καὶ γιὰ νὰ λάβῃ κάποια ἐκδίκησι, ἐσυλλογίσθη νὰ τὴν πειράξῃ· ἐσκέφθη νὰ τὴν περιφρονήσῃ καὶ ἐνῷ ἡ Σμαραγδοῦλα ἐγύρευε ἀφορμὴ τώρα νὰ δείξῃ πῶς ἄλλαξε καὶ νὰ φανερώσῃ τὴν κλίσι της στὸ Ζώη, αὐτός, ποῦ ἤταν ζηλωτὸς γαμπρὸς καὶ τὸν ἤθελαν πολλές, ἐστράφηκε σὲ μιὰν ἄλλῃ πολὺ ζωηρὴ καὶ φανερά, ὁλοφάνερα, κάθε μέρα, ἤταν μαζή της κ’ ἐπερνοῦσε συχνὰ μ’ αὐτὴν ἀπὸ τὸ σπήτι τῆς Σμαραγδούλας γιὰ νὰ τὴν κάνῃ νὰ σκυλιάζῃ. Καὶ τὸ ἐκατώρθωσε. Στὴν ἀρχὴ ἡ Σμαραγδοῦλα θέλησε νὰ κάμῃ τὴν περήφανη, τὴ δυνατή, μὰ ἔτυχε μιὰ περίστασι κ’ ἐπροδοθηκε πολὺ ἄσκημα. Ἕνα ἀπὸ ’κεῖνα τὰ κακά, τ’ ἀπύλωτα στόματα, ποῦ τίποτα δὲν τὰ κρατεῖ, ποῦ θέλουν νὰ μιλοῦνε καὶ ἃς γίνῃ ὅ,τι γίνῃ, εἶπε τῆς Σμαραγδούλας πῶς ὁ Ζώης εἶπε, τάχατες φανερά, πῶς δὲ θέλει νὰ τήνε ξέρῃ, πῶς τὴν περιφρονεῖ καὶ πῶς ἂν περνᾶ, περνᾶ μόνο γιὰ νὰ τὴν προσβάλῃ μὲ τὸν τρόπο του, γιατὶ αὐτὸ καὶ τῆς πρέπει. Ἐπίστεψε ἡ Σμαραγδοῦλα τὸ κακὸ στόμα τὸ ἀπύλωτο, τὸ φαρμακερό του σάλιο τῆς ἐδάγκασε τὴν καρδιά εἰς βαθμό, ὁποῦ αἰσθάνθηκε βαθειὰ τὸν πόνο καὶ μιὰ βραδιά, ὁποῦ ὁ Ζώης πέρασε πάλι ἀπὸ μπροστά της πεζογελῶντας, πρῶτα μὲ τὴν κοπέλλα του, καὶ εὐτὺς κατόπι μοναχός του, ἡ Σμαραγδοῦλα δὲ βαστάχτηκε καὶ τοῦ φώναξε μὲ θυμό, πῶς δὲν τὴν πειράζουνε τέτοια καμώματα, ποῦ τὰ κάνουνε μόνο γουρου… Στὴν ἄσκημη λέξι ἐσταμάτησε, τὴν ἄκουσαν ὅμως δυὸ γειτόνισσες, καὶ ὁ Ζώης, ὑπερβολικὰ συγχυσμένος, ἔφυγε τρεχᾶτος…