Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/86

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 80 —

Ἤταν στ’ ἀλήθεια τέτοια, ἢ τα φερσήματα της ἤταν προσποιημένα, γιατὶ δὲν ἔβρισκε τὸ ταῖρι της;

Κανεὶς δὲν ἤξευρε νὰ πῆ. Τοῦτο μόνο ἤταν γνωστό, πῶς ἔπαιζε κ’ ἐγελοῦσε μὲ τὰ αἰσθήματα τῶν ἀγαπητικῶν της, μάλιστα ὅταν τὰ αἰσθήματα αὐτὰ ἐξεχείλιζαν ἢ ἐξεσποῦσαν σὲ πατινάδες καὶ σὲ τραγούδια, ἡ Σμαραγδοῦλα ἐγίνετο κακιά, ἐθύμωνε μὲ τὰ σωστά της ἢ ἐμποροῦσε καὶ νὰ προσβάλῃ.

Δὲν τά θελε τὰ πράμματ’ αὐτὰ τὰ πρόστυχα· τέλειωσε. Ἕζτι ἤταν καμωμένη ἡ Σμαραγδοῦλα· δὲν ἔμοιαζε μὲ καμμιὰ ἀπὸ τὴς φιλενάδες της· ἐκεῖνα τὰ χωρατά, ἐκεῖνα τὰ κρυφομιλήματα, ἢ ν’ ἀνταμώνεται σὲ κανένα σπίτι μὲ κανένα κοπελλιάρη γιὰ νὰ τὰ ποῦνε, καθὼς ἔκαναν ἄλλες, ἡ περισσότερες, δὲν τὴς ἄρεσαν, δὲν τἄθελε· θαρρεῖς πῶς ἤταν γυναῖκα ἄλλου κύκλου καὶ δὲν ἐννοοῦσε νὰ τὴν πειράζουνε, νὰ τὴν ἐνοχλοῦνε μ’ ἐρωτοτροπίες πρόστυχες καὶ χωρὶς τὴν ἄδεια της. Μεγάλη ἰδέα ἔχουνε γιὰ τὸν ἑαυτό τους — ἤλεγε ἡ Σμαραγδοῦλα. — «Τοὺς φαίνεται πῶς φτάνει νὰ καταδεχτοῦνε νὰ σὲ κυτάξουνε, ἐσὺ ἐτρελλάθηκες ἀπ’ τὴ χαρά σου· ἂν ἔρθουνε δὰ καὶ μὲ τὰ βιολιά, τόχουνε γι’ ἁμαρτία νὰ μὴν ἀνοίξῃς τὴν πόρτα σου. Ἐγὼ δὲν τ’ ἀγαπῶ αὐτὰ καὶ ὅσα θένε, ἂς τρέχουνε· δὲ μὲ πιάνουνε.

Κᾶθε πρᾶμμα ὅμως στὸν κόσμο ἔχει τὰ ὅριά του, ἔχει ἕνα σημεῖο ποῦ σταματᾶ, γιὰ αὐτὸ ἔφθασε μιὰ μέρα ὁποῦ καὶ οἱ ἀγαπητικοὶ τῆς Σμαραγδούλας, ἐτραβήχτηκαν. Ἐβαρεθήκαν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐλπίζουν καὶ νὰ παίζουνται· εἶπαν μεταξύ τους — οὖχ ἀδεφέ, νὰ παρακαλοῦμε θέμε; ἃς πάῃ στὸ καλὸ τέτοια γυναῖκα, δίχως καρδιά! Καὶ ἡ Σμαρα-