Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/14

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 8 —

ἰδέα στὸν ἀναγνώστη. Ἑξηνταπεντάρης, ψηλός, λιγνός, λιγυστός, μὲ μουστάκι ξανθόασπρο, κομμένο στὴς ἄκρες, χωρὶς γένεια, μὲ βράκα συμμαζεμένη ποῦ κατέβαινε ὡς τὸ γόνατο καὶ ἄφηνε γυμνὲς τὴς λιπόσαρκες κνῆμες του, ζωσμένος σφιχτὰ μὲ ζώνη μάλλινη, σχεδὸν πάντα ξεμανίκωτος καὶ στὴν κεφαλὴ μ’ ἕνα φέσι μεγάλο, τσακισμένο πίσω μὲ μακρυὰ φούντα καὶ δεμένο μὲ μαντῆλι χρωματιστό, κεντημένο γύρω γύρω μὲ μπιμπίλες σὰν γυναῖκα. Ἀναθρεμμένος ἀπὸ παιδὶ μὲ γυναῖκες, ἐπῆρε τοὺς τρόπους των ὅλους ὥστε ποῦ ἀπογυναικώθηκε καθ’ ὁλοκληρία· ὁμιλία, περπάτημα, χειρονομία, ὅλα ἤταν γυναίκεια.

Ἡ γυναῖκαις πρὸ πολλοῦ εἴχανε πάψῃ νὰ τὸν φοβοῦνται· τὸν ἤξευραν — πρὸ χρόνια τώρα — ὡς τελείως νεκρωμένο. Ἔργο εἶχε νὰ σαβανώνῃ, νὰ στρώνῃ νυφικὰ κρεββάτια καὶ νὰ ὑπηρετῇ στὴς ἐκκλησίαις. Ζωηρός, ἀστεῖος, εὔθυμος πάντα, κουσεγιάρης σὰν γυναῖκα πρόστυχη, ἀνακατονώτανε σὲ κάτι μικρορραδιουργίες, ἔφτιανε κι’ ἐχαλοῦσε παντρειὲς κατὰ τὴν περίστασι. Λίγα χρόνια προτήτερα εἶχε δυνατὸ ἀντίζηλο τὸν λεγόμενο χονδρὸ Σερέτη. Γυναικωτὸς κι’ ἐκεῖνος, εἶχε τὸ ἴδιο ἐπάγγελμα· ἤταν ὅμως ἀξιοπρεπής· ῥαδιουργίες καὶ κουσέγια δὲν ἤξερε καὶ γι’ αὐτὸ τὸν εἶχαν τὰ καλλίτερα σπίτια. Καὶ ἐπολεμοῦσαν ὁ μεγάλος καὶ ὁ μικρὸς Σερέτης· αὐτὸς ὅμως δὲν τὰ ἔβγαζε πέρα καὶ τὸν ἐκδικούτανε μὲ ῥίμες σατυρικὲς ποῦ τὴς ἔφτιανε πρόχειρα καὶ τὴς ἐφώναζε στὸ δρόμο μέσα. Εἶναι γνωστοὶ καὶ σήμερα μερικοὶ στίχοι του εἰς βάρος τοῦ ἐχθροῦ του· τοῦ ἔλεγε:

«Φορεῖ βρακιὰ ὡς Κάζακος, φαρδιὰ ὑπὲρ σακκία,
«ποῦ κρύφτουν λέρες χίλιες δυὸ καὶ περισσὴ κακία,
«Νυμφοστόλος, νεκροστόλος
καὶ κατεργαριὰ καὶ δόλος».