Σελίδα:Αβδηρίτης Τεύχος 2.djvu/7

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
)( 21 )(

ζοντα εἰς δάσος· τὰς δὲ πολιτικὰς κρατούσας μουσικὴν κλίμακα ἵνα ὑποτἀξωσιν εἰς κανόνας τοὺς ἀκαταλήπτους φθόγγους τῆς φύσεως. Τῇ ἀληθείᾳ, μόνη ἡ διπλωματεία μοὶ ἀρέσκει, διότι ἄλλα λέγεις καὶ ἄλλα ἐννοεῖς ἢ κάλλιον δὲν ἐννοεῖς πολλἀκις ὅ, τι λέγεις, καὶ πάντοτε εἶσαι εἰς θέσιν νὰ μεταβάλῃς τὴν ἔννοιαν αὐτῶν· ἐννοῶ τί συμβαίνει εἰς τοὺς τόπους ἔνθα ζῶμεν.

Ἐπειτα διὰ νὰ πεισθῇ τις νὰ κοπιάσῃ εἰς τὴν ἀπόκτησιν ἑνὸς τούτων πρέπει, ἣ νὰ ἦναι φιλόδοξος ἢ νὰ στερῆται· τὸ πρῶτον τὸ θεωρῶ πάθος, καὶ ἐγὼ φοβοῦμαι τὰ πάθη, αὐτὰ φέρουν τὴν βαρεῖαν καταστροφὴν τοῦ ἀνθρὡπου· τὸ δεύτερον διὰ τῆς ἐλαχίστης θελήσεως πρὸς τὴν ὀλιγάρκειαν τὸ ἀποκτῶμεν.

Πρὸς τί λοιπὸν νὰ μὴ χαρῇ τις ἀνέτως τὴν διαβατικὴν αὐτὴν αὖραν τῆς ζωῆς μὲ ἁρμόζον ἔνδυμα, ἀλλὰ νὰ θερμαίνεται ὅταν ἔχῃ ἀναπόφευκτον ἀνάγκην δρόσου· καὶ νὰ βιάζηται νὰ κλαίῃ, ὅταν δύναμις ἀκαταμάχητος ὠθῇ αὐτὸν νὰ γελᾷ·, ἢ μήπως δυνάμεθα νὰ κανονίσωμεν τὰς μεταβολὰς ταύτας, ὡς κανονίζομεν τὴν ἐνδυμασίαν, τὰ γεύματά μας· Ἀλλὰ τότε πάλιν· ὑπόκρισις! τὸ μισητότερον ἔνδυμα τοῦ δράματος τούτου.

Ὥ! πόσον ἦτον εὐδαίμων ἐν τῇ Ἐδὲμ ὁ ἄνθρωπος, πρὶν ἢ αἰσθανθῇ τὴν γύμνωσίν του! Ἐντεῦθεν καὶ τὴν ψυχήν του, ὅπως καὶ τὸ σῶμα ζητήσας νὰ περιβάλῃ μὲ ἐνδύματα, προῆλθε πᾶσα πλάνη δοξασιῶν, πᾶσα γελοία μετεμφίεσις καὶ ἡ πικρὰ τούτοις συνέπεια τῆς ἀθλιότητός μας.....

Οὕτω λοιπὸν ἠθικῶς καὶ σωματικῶς μορφωμένος, ὁ περισπούδαστος τῶν συναναστροφῶν νέος, ἑσπέραν τινα τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου 1850—εἰσήρχετο εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Κυρίου..... ἔνθα μέγας ἐδίδετο χορὸς, ἔῤῥιψεν εἴς τινα γωνίαν τοῦ διαδρόμου τὸν πῖλον καὶ τὸ ἐπανωφόριόν του, προέβη καὶ ἔστη πρὸ τῆς θύρας μεγάλης αἰθούσης, ὅπου φῶτα ἀπειράριθμα ἀμιλλὠμενα πρὸς τῆς ἡμέρας τὸ φῶς, ἔλουον τὰς γυμνὰς ὠμοπλάτας τῶν λευκοφόρων καὶ ἀνθοστολίστων νεανίδων, τῶν ὁποίων οἱ πόδες δὲν ἤγγιζον τὸ λεῖον ἔδαφος, ἡ δὲ καρδία ὅπως καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν λεπτοφυῶν χειρῶν των ἔκρουον ἤδη ἡ μὲν διὰ τῶν παλμῶν της τὰς παρθενικὰς συγκινήσεις, προδιδομένας ὑπὸ τὴν στενόχωρον μέχρι ἀνυπομονησίας στηθοδέσμην των· οἱ δὲ τοῦ χορευτέου σκοποῦ τὸ μέλος, ὅπερ ἤδη ἐτονίζετο ἐν τῶ προθαλάμῳ ὑπὸ τῶν ἀσυναρτήτως θορυβούντων μουσικῶν ὀργάνων.

Οἱ χορευταὶ ἐφόρουν τὰ χειρόκτιά των, ἔδιδον μίαν τινα ὤθησιν εἰς τὸ περιτράχηλον καὶ τὸν κόμβον τοῦ λαιμοδαίτου των φροντίζοντες συνάμα ἢ νὰ ὑφαρπάσωσιν ἓν νεῦμα συνενοήσεως αἰσθηματικῆς, ἢ νὰ μὴ μακρυνθῶσι τοὐλάχιστον τῆς κλητῆς συγχωρευτρίας των.

—Ἔστη λοιπὸν καὶ μὲ τὸ σύνηθες αὐτῷ μειδίαμα καὶ τὸ ζωηρότατον βλέμμα του, διέτρεξε τοὺς κύκλους τῶν παρευρισκομένων· αἴφνης τὸ μειδίαμα ἔμεινεν ἐκκρεμὲς ἐπὶ τῶν χειλέων του, οἱ δὲ ὀφθαλμοί του πλανηθέντες πρὸς στιγμὴν προσηλώθησαν ἐφ' ἑνὸς ἀν-