Σελίδα:Αβδηρίτης Τεύχος 2.djvu/8

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
)(22)(

τικειμένου-· καὶ τὸ ἀντικείμενον τοῦτο ἦτο θελκτική τις κόρη διακρινομένη μεταξὺ τῶν λοιπῶν, ὡς τὸ ἁπλοῦν ἄνθος τοῦ ἀγροῦ τὸ πλῆρες χρώματος καὶ ζωῆς.

Ἀφελὴς, ὡς ἡ νηπιότης, ἀπλῆ ὡς ἡ φύσις, περιεβάλλετο δι ἀφάτου θελγήτρου, ὅπερ διὰ μὲν τοὺς γέροντας εἶχε θέαν ἐξαίσιον, διὰ δὲ τοὺς νέους ἦτο ἀντικείμενον ἐκστάσεως. Ἐὰν θελήσωμεν νὰ σᾶς δώσωμεν τὴν εἰκόνα της σκιαγραφοῦντες αὐτὴν, ἠξεύρομεν ὅτι χἀνει ὡς πᾶν ἀπεικόνισμα, ἐξ οὗ ἐλλείπει ἡ ζωή· μολαταῦτα πρέπει.

Ὀφθαλμοὶ δύω μαῦροι ὡς ὁ καρπὸς τῆς ἐλαίας, κάθυγροι, ἐν σχήματι ἀμυγδάλου, προσεφέροντο κατοικητήριον τῶν ἐρώτων. Χείλη κοράλλινα, ἐφ' ὧν πλανώμενον τὸ θελκτικώτερον μειδίαμα, ἄφινεν ἐν τῇ διαβάσει του δύω μικροὺς λακίσκους πρὸς τὰ ἄκρα ἐφ ὧν ἕδρευον αἱ χάριτες. Ἡ μορφὴ καὶ ἡ λαλιά της εἶναι ἡδεῖαι ὡς τῆς σειρῆνος, καὶ αἱ πλήρεις χάριτος κινήσεις της εἶναι ὡς αἱ τοῦ κύκνου, τοῦ ὁποίου ἐδανείσθη τὸ κομψὸν ἀνάστημα, τὰς ἡδυπαθεῖς συστροφὰς καὶ τὴν ἀπαράμιλλον λευκότητα.

Βεβαίως, τοιαύτη ὁποία φύσει ἐπλάσθη δὲν εἶχεν ἀνάγκην στολισμῶν διὰ νὰ πλανέσῃ· καὶ μολαταῦτα ἡ ἐνδυμασία της συνεπλήρου τὸ ἔργον τῆς φύσεως.

Ἐφερε τὸ ἑλληνικὸν ἔνδυμα· ἡ μακρὰ καὶ λευκὴ ὡς ἡ χιὼν ἐσθής της, ἀποτόμως ἐχύνετο πρὸς τὰ κάτω ἐκ τῆς ὀσφύος, διότι ἐκεῖ τοῦ χρυσοκεντήτου ἐπενδύματός της ἡ ζώνη, ἐπρόδιδε τοῦ δακτυλίου τὸ σχῆμα, καὶ συνάμα πρὸς τὰ πρόσω ἀνοιγόμενον, ἄφινεν ἐλευθέραν τὴν ἀναπνοὴν εἰς στῆθος εὐρὺ καὶ πάλλον ἐκ τῆς ἀνθηρότητος, τοῦ ὁποίου ἡ λευκότης μετεδίδετο ἐπὶ τοῦ μεταξοϋφάντου στηθοδέσμου της. Ὑπὸ τὰς πλατείας χειρίδας της ἐχύνοντο γραφικώτατα δύω ἀλαβάστριναι χεῖρες, συσφιγγόμεναι πρὸς τὰ λεπτοφυῆ ἄκρα των ἐντὸς χειροκτίων λευκοτάτων, ἡ δὲ μελανὴ κόμη της ἀναμεμιγμένη μετὰ χρυσοκεντήτου ὑφάσματος τοσοῦτον χαριέντως ἐτυλίσσετο περὶ τὴν ὡραίαν αὐτῆς κεφαλὴν, ὥστε ἐμόρφου εἶδος τι στέμματος. τοῦ ὁποίου τὸ σύμπλεγμα συνεπλήρου μικρὸς ἐξ ἀνθέων στέφανος.

Ὁποίαν τὴν ἀπεικονίσαμεν εἶναι ἀνάγκη νὰ προσθέσωμεν, εἶναι ὡραία; καὶ μολαταῦτα εὑρισκόμεθα εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ἐκφωνήσωμεν, ὁπόσον ἦτο ὡραία! Διότι ἡ στάσις αὐτῆς τὴν στιγμὴν ἐκείνην προτιθεμένης νὰ προφυλάξῃ τὴν ὅρασίν της ἀπὸ τὴν αὐθάδη λάμψιν τῆς ζηλοτυπούσης λυχνίας, ἦτο μαγευτική. ἔθεσε πρὸ τοῦ μετώπου τὴν χεῖρα της καὶ ἡ σκιὰ περιέβαλεν αὐτὴν διὰ τῆς ἐναερίου ἐκείνης χἀριτος, τὴν ὁποίαν ἡ φαντασία ἡμῶν εὐαρεστεῖπαι νὰ περιβάλῃ τὰς μυθολογουμένας θεότητας. Ὁπόσον ἦτο ὡραία! ἦτο ὡς τὸ παρθἐνον ῥόδον, τὸ ὁποῖον εἰσέτι δὲν ἔψαυσεν ἡ τῶν Ζεφύρων πνοή· ἦτο ὡς τὸ Αἰγύπτιον ἐκεῖνο θαυμαστὸν ἄγαλμα τὸ ὁποῖον ἀνέμενε τὴν τρυφερὰν ἐπαφὴν τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου ἵνα ἠχήσῃ. Ἡ φύσις εἶπεν, ἂς πλάσωμεν ὰριστούργημα καὶ ἐγένετο ἐντελὲς, ὡς πλάσμα.