Σὰν ἐκαθῆσαν στὰ θρονιά,
κ’ ἐβούτησαν τὴν φρυγανιά,
καὶ ἤπιαν τὸ ζεστό τους—
Στρέφετ’ ὁ Πλάστης τοὺς κυττᾷ,
καὶ τὰ μαντάτα νὰ ῥωτᾷ
ἀρχίζ’ ἀπὸ τοὺς πρώτους:
Ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικούς—
Αὐτοὺς τοὺς προτιμοῦν, ἀκοῦς,
κι’ ὁ Θεὸς καὶ ᾑ κοκκώναις.
Γιατὶ τοὺς ἔχουν γιὰ φρουρούς,
ποῦ κόφτουν δράκοντας κ’ ἐχθρούς—
Ἐπάνω σταὶς εἰκόναις.
Τὸν Ἁγι-Γεώργη τὸ λοιπὸν
ῥωτᾷ μὲ βλέμμα χαρωπόν:
“Τί νέ’ ἀπ’ τὴν Ἀθήνα;”
Αὐτός, τὸ χέρι του στ’ αὐτί,
καὶ μὲ μιὰ στάση κορδωτή:
“Τὰ ’ξεύρεις, λέγ’, ἐκεῖνα!
“Τὴν μάν’ αὐτοί, ποῦ τοὺς γεννᾷ,
τὴν ῥουκανοῦν παντοτεινά,
σὰν δένδρο τὰ σκουλούκια.
Καὶ πέρνουν, γι’ ἄπειρα πουγγιά,
ἐλεημοσύν’ ἀπ’ τὴν Φραγκιὰ
κι’ ἀπ’ τὴν Τουρκιά—Χαστούκια!”