Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου (μετάφραση Βενιζέλου)/Β

Από Βικιθήκη
Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Ελευθέριος Βενιζέλος
Βιβλίον Β'


Έτος 1ον : 431 - 430 π.X.

[Επεξεργασία]

1. Έναρξις του πολέμου

Από το σημείον όμως τούτο και εξής αρχίζει η πραγματική εξιστόρησις του πολέμου των Αθηναίων και των Πελοποννησίων και των συμμάχων αμφοτέρων. Διαρκούσης της περιόδου αυτής, όχι μόνον κάθε μεταξύ των επικοινωνία έπαυσε, πλην της δια κηρύκων γινομένης, αλλά και ο αγών, αφού άπαξ ήρχισε, συνεχίσθη άνευ διακοπής. Τα γεγονότα διηγούμαι κατά σειράν, όπως ελάμβαναν χώραν καθ' έκαστον θέρος και χειμώνα.

2. Επίθεσις των Θηβαίων κατά των Πλαταιών και αποτυχία των

Η Τριακονταετής δηλαδή ειρήνη διετηρήθη επί δέκα τέσσερα έτη μετά την υποταγήν της Ευβοίας. Αλλά κατά το δέκατον πέμπτον έτος, όταν η Ιέρεια Χρυσίς ιεράτευεν επί σαράντα οκτώ ήδη έτη εις το Άργος, ο Αινήσιος ήτο πρώτος έφορος εις την Σπάρτην, και η αρχή του επωνύμου άρχοντος των Αθηνών Πυθοδώρου έμελλε να λήξη μετά τέσσαρας μήνας, τον δέκατον έκτον μήνα μετά την μάχην της Ποτειδαίας, και ευθύς με την αρχήν του έαρος, δύναμις τριακοσίων και πλέον ενόπλων Θηβαίων, υπό την αρχηγίαν των Βοιωταρχών Πυθαγγέλου, υιού του Φυλείδου, και Διεμπόρου, υιού του Ονητορίδου, εισήλθαν κατά την ώραν του πρώτου ύπνου εις τας Πλαταιάς της Βοιωτίας, η οποία ήτο πόλις σύμμαχος των Αθηναίων. Ο Πλαταιεύς Ναυκλείδης, μαζί με τους οπαδούς του, επιδιώκοντες να εξολοθρεύσουν μερικούς πολίτας της αντιθέτου φατρίας και προσελκύσουν την πόλιν προς το μέρος των Θηβαίων, με τον σκοπόν να λάβουν την εξουσίαν εις χείρας των, τους προσεκάλεσαν και τους ήνοιξαν τας πύλας της πόλεως. Τας μυστικάς προς τούτο διαπραγματεύσεις διεξήγαγαν προς τον Ευρύμαχον, υιόν του Λεοντιάδου, άνδρα δυνατώτατον μεταξύ των Θηβαίων. Διότι οι Θηβαίοι, προϊδόντες το αναπόφευκτον του πολέμου, ήθελαν, διαρκούσης ακόμη της ειρήνης και πριν εκραγή φανερά ο πόλεμος, να καταλάβουν προηγουμένως τας Πλαταιάς, αι οποίαι ήσαν ανέκαθεν αντίθετοι, προς αυτούς. Ως εκ τούτου, κατώρθωσαν ευκολώτερα να εισέλθουν λαθραίως, καθόσον η πόλις δεν εφρουρείτο τότε.Αφού δ' εστάθμευσαν εις την αγοράν, αντί να συμμορφωθούν προς την γνώμην των προσκαλεσάντων αυτούς και επιληφθούν αμέσως του έργου, εισβάλλοντες εις τας οικίας των εχθρών των, απεφάσισαν να δημοσιεύσουν προκηρύξεις συνδιαλλακτικάς, δια να φέρουν την πόλιν εις φιλικόν συμβιβασμόν, νομίζοντες ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα την προσεταιρίζοντο ευκόλως. Τωόντι, ο κήρυξ επροκήρυξεν ότι όστις θέλει να είναι σύμμαχος με αυτούς, κατά τα πατροπαράδοτα έθιμα της Βοιωτικής ομοσπονδίας, οφείλει να προσέλθη ένοπλος και ενωθή μαζί των.

3. Τους Πλαταιείς, ευθύς ως εννόησαν ότι οι Θηβαίοι είχαν εισέλθει ήδη και η πόλις ευρίσκετο εξ απροόπτου εις χείρας των, κατέλαβε πανικός, και νομίσαντες ότι οι εισελθόντες ήσαν πολύ περισσότεροι, διότι ένεκα της νυκτός δεν τους διέκριναν, απεφάσισαν να συνθηκολογήσουν, και αποδεχθέντες τας γενομένας δια του κήρυκος προτάσεις, έμεναν ήσυχοι, τόσον μάλλον καθόσον οι Θηβαίοι δεν μετεχειρίσθησαν βίαια μέτρα εναντίον κανενός. Αλλ' ενώ διεπραγματεύοντο όπως ημπορούσαν τους όρους της συνθηκολογίας, εννόησαν ότι οι Θηβαίοι ήσαν ολίγοι, και έκριναν ότι, αν τους επιτεθούν, θα τους καταβάλουν ευκόλως, διότι η πλειοψηφία των Πλαταιέων δεν επεθύμει ν' αποσπασθούν από τους Αθηναίους. Απεφάσισαν λοιπόν να επιχειρήσουν την επίθεσιν, και διατρυπώντες τους μεσοτοίχους, εσυγκεντρώνοντο εις εν και το αυτό μέρος, δια να μη γίνουν αντιληπτοί πορευόμενοι δια μέσου των οδών, ενώ συγχρόνως ετοποθέτουν αμάξας άνευ υποζυγίων εις τους δρόμους, δια να χρησιμεύσουν ως οδοφράγματα, και έλαβαν όσα άλλα μέτρα εφαίνοντο χρήσιμα εις την παρούσαν περίστασιν. Όταν δ' όλα ητοιμάσθησαν κατά το δυνατόν, επωφεληθέντες την ώραν της νυκτός, κατά την οποίαν επέκειτο η εμφάνισις της αυγής, ώρμησαν εκ των οικιών εναντίον των Θηβαίων, ίνα μη ως εκ του φωτός της ημέρας αντιταχθούν οι τελευταίοι θαρραλεώτερον κατά της επιθέσεώς των, και ευρεθούν υπό ίσους όρους με αυτούς, ενώ ως εκ του σκότους θα ήσαν δειλότεροι και θα εμειονέκτουν, ως μη γνωρίζοντες την τοπογραφίαν της πόλεως εξ ίσου καλώς όσον οι ίδιοι. Ως εκ τούτου, επετέθησαν κατ' αυτών αμέσως και ήλθαν εις χείρας χωρίς να χάνουν καιρόν.

4. Οι Θηβαίοι, άμα ως εννόησαν ότι ηπατήθησαν, ήρχισαν να πυκνώνουν τας τάξεις των, και προσεπάθουν να απωθήσουν τας επιθέσεις από οιονδήποτε μέρος και αν προήρχοντο. Και δις μεν ή τρις τας απέκρουσαν. Έπειτα όμως, όταν οι Πλαταιείς επετέθησαν εναντίον των με ορμήν, ενώ αι γυναίκες με αλαλαγμούς και οι δούλοι με κραυγάς έρριπταν από τα σπίτια λίθους και κεραμίδια, και συγχρόνως έβρεξε ραγδαίως καθ' όλην την διάρκειαν της νυκτός, τους κατέλαβε πανικός, και τραπέντες εις φυγήν έφυγαν δια μέσου της πόλεως. Επειδή δε τα γεγονότα αυτά ελάμβαναν χώραν περί το τέλος του σεληνιακού μηνός, ολίγοι, ως εκ του επικρατούντος σκότους και του λασπώδους εδάφους, εγνώριζαν ποίαν διεύθυνσιν έπρεπε να λάβουν δια να σωθούν, ενώ οι καταδιώκοντες αυτούς εγνώριζαν καλά πως να εμποδίσουν την διαφυγήν των, διό και πολλοί εξ αυτών εξωλοθρεύθησαν. Κάποιος άλλωστε από τους Πλαταιείς έκλεισε τας πύλας, από τας οποίας είχαν εισέλθει και αι οποίαι ήσαν αι μόναι ανοικταί, μεταχειρισθείς προς τούτο το οξύ άκρον ακοντίου, το οποίον ενέβαλεν αντί βαλάνου εις τον μοχλόν, εις τρόπον ώστε ούτε από το μέρος τούτο υπήρχε πλέον έξοδος. Ως εκ τούτου, καταδιωκόμενοι προς όλας τας διευθύνσεις της πόλεως, άλλοι από αυτούς ανέβησαν εις το τείχος και ερρίφθησαν προς τα έξω και οι περισσότεροι εσκοτώθησαν, άλλοι έφθασαν εις αφύλακτον πύλην, όπου κάποια γυναίκα τους έδωκε πέλεκυν, δια του οποίου έκοψαν τον μοχλόν, και εξήλθαν απαρατήρητοι, όχι πολλοί όμως (διότι ταχέως έγιναν αντιληπτοί), και άλλοι τέλος εις πολλά μέρη της πόλεως εφονεύοντο σποραδικώς. Το μεγαλύτερον όμως τμήμα, το οποίον είχε πυκνώσει τας τάξεις του περισσότερον από τους άλλους, εισώρμησεν εις ευρύχωρον οίκημα, το οποίον απετέλει μέρος του τείχους, και του οποίου η εξώπορτα ευρέθη την στιγμήν εκείνην ανοικτή, νομίζοντες ότι η εξώπορτα αυτή ήτο πύλη του φρουρίου και ωδήγει κατ' ευθείαν προς τα έξω. Οι Πλαταιείς, βλέποντες αυτούς αποκλεισμένους, εσυσκέπτοντο αν έπρεπε να βάλουν φωτιά εις το οίκημα και τους καύσουν ζώντας, είτε να μεταχειρισθούν κανέν άλλο μέσον. Τέλος και αυτοί και όσοι άλλοι από τους Θηβαίους είχαν περισωθή πλανώμενοι ανά την πόλιν εσυμφώνησαν να παραδοθούν με τα όπλα των, αφεθέντες εις το έλεος των Πλαταιέων. Τοιαύτη υπήρξεν η τύχη των Θηβαίων, όσοι είχαν εισέλθει εντός των Πλαταιών.

5. Αλλ' οι επίλοιποι Θηβαίοι, οι οποίοι επρόκειτο κατά τα προσυμφωνηθέντα να φθάσουν πανστρατιά, διαρκούσης ακόμη της νυκτός, προς βοήθειαν των εισελθόντων, εις περίπτωσιν που η επιχείρησίς των δεν ήθελε τυχόν ευοδωθή, επειδή έμαθαν συγχρόνως καθ' οδόν την είδησιν περί των γενομένων, επέσπευσαν την πορείαν των. Αι Πλαταιαί απέχουν από τας Θήβας εβδομήντα περίπου σταδίους, και η βροχή που έπεσε διαρκούσης της νυκτός τους έκαμε να καθυστερήσουν. Διότι ο Ασωπός ποταμός είχεν εκχειλίσει και η διάβασίς του δεν ήτο εύκολος. Ως εκ τούτου, βαίνοντες υπό βροχήν και με δυσκολίαν διαβάντες τον ποταμόν, έφθασαν πολύ αργά, όταν ήδη άλλοι από τους εισελθόντας είχαν φονευθή και άλλοι είχαν συλληφθή ζώντες. Ως έμαθαν οι Θηβαίοι τα γενόμενα, διεσκέπτοντο να βάλουν χέρι επί των Πλαταιέων, των ευρισκομένων έξω της πόλεως, διότι υπήρχαν εις τους αγρούς και άνθρωποι και παντός είδους κινητά, ως ήτο φυσικόν, καθόσον το κακόν έγινεν απροσδοκήτως εν καιρώ ειρήνης, και ήθελαν, αν συλλάβουν μερικούς, να τους έχουν ομήρους, αντ' εκείνων από τους εισελθόντας, όσοι τυχόν είχαν συλληφθή ζωντανοί. Αυτά ήσαν τα σχέδια των Θηβαίων. Αλλ' ενώ ακόμη διεσκέπτοντο, υποπτευθέντες οι Πλαταιείς ότι κάτι τοιούτο θα γίνη και φοβηθέντες περί των έξω, έστειλαν κήρυκα εις τους Θηβαίους, λέγοντες ότι η ενέργεια των επιχειρησάντων να καταλάβουν την πόλιν των εν καιρώ ειρήνης αντέκειτο εις τας γενικώς ανεγνωρισμένας αρχάς, που διέπουν τας σχέσεις των πολιτειών, και παραγγέλλοντες να μη προβούν εις βίαια μέτρα κατά των εκτός της πόλεως, ειδεμή, εδήλωσαν, θα φονεύσουν και αυτοί τους αιχμαλώτους των, ενώ, αν οι Θηβαίοι αποσυρθούν από το έδαφός των, θα τους αποδώσουν τους αιχμαλώτους αμέσως. Ούτω διηγούνται τα πράγματα οι Θηβαίοι, και ισχυρίζονται ότι οι Πλαταιείς επεβεβαίωσαν την υπόσχεσίν των δι' όρκου. Αλλ' οι Πλαταιείς δεν παραδέχονται ότι υπεσχέθησαν να αποδώσουν αμέσως τους άνδρας, αλλά μόνον, εάν τυχόν κατόπιν διαπραγματεύσεων έφθαναν εις συμφωνίαν, και αρνούνται την δι' όρκου επιβεβαίωσιν. Όπως και αν έχη το πράγμα, οι Θηβαίοι απεσύρθησαν από το έδαφος των Πλαταιών, χωρίς να προξενήσουν καμμίαν βλάβην. Ενώ οι Πλαταιείς, ευθύς ως εισεκόμισαν εσπευσμένως, τα κινητά των από την ύπαιθρον χώραν, εφόνευσαν αμέσως τους αιχμαλώτους. Οι συλληφθέντες ήσαν εκατόν ογδοήντα και μεταξύ αυτών και ο Ευρύμαχος, με τον οποίον είχαν διαπραγματευθή οι προδόται.

6. Μετά τούτο, και εις τας Αθήνας απέστειλαν αγγελιαφόρον και εις τους Θηβαίους επέτρεψαν να παραλάβουν τους νεκρούς των, χορηγήσαντες σύντομον προς τούτο ανακωχήν, και προέβησαν εις την ρύθμισιν των πραγμάτων της πόλεως, όπως ενόμιζαν συμφερώτερον δια την περίστασιν. Αλλ' η αναγγελία των γενομένων εις τας Πλαταιάς είχεν ευθύς γνωσθή εις τους Αθηναίους, και ως εκ τούτου όχι μόνον προέβησαν ούτοι αμέσως εις σύλληψιν των Βοιωτών, όσοι ήσαν εις την Αττικήν, αλλά και εις τας Πλαταιάς έστειλαν κήρυκα με την παραγγελίαν να μη προβούν εις κακοποίησιν των αιχμαλωτισθέντων Θηβαίων, πριν ακουσθή και η ιδική των περί αυτών γνώμη. Διότι δεν είχεν εισέτι αναγγελθή προς αυτούς ότι είχαν φονευθή. Καθόσον μόλις εισήρχοντο οι Θηβαίοι εις τας Πλαταιάς, ανεχώρησεν ο πρώτος αγγελιαφόρος, ο δε δεύτερος, μόλις είχαν ηττηθή και συλληφθή, επομένως από όσα συνέβησαν ακολούθως τίποτε δεν εγνώριζαν οι Αθηναίοι. Ως εκ τούτου, τας οδηγίας των έστειλαν οι Αθηναίοι εν αγνοία του φόνου των αιχμαλώτων, και όταν έφθασεν ο κήρυξ των τους ευρήκε σκοτωμένους. Μετά ταύτα, οι Αθηναίοι έστειλαν εις Πλαταιάς στρατιωτικήν δύναμιν, η οποία, αφού εισήγαγε τρόφιμα εις την πόλιν και αφήκεν εκεί φρουράν, παρέλαβεν επιστρέφουσα τους ανικάνους δι' οιανδήποτε υπηρεσίαν άνδρας, καθώς και τα γυναικόπαιδα.

7. Τελικαί προετοιμασίαι Αθηναίων και Πελοποννησίων

Μετά το πραξικόπημα τούτο των Πλαταιέων και την εντεύθεν κατάφωρον διάρρηξιν της Τριακονταετούς συνθήκης, οι Αθηναίοι ήρχισαν να παρασκευάζωνται προς πόλεμον, αλλ' ήρχισαν επίσης να παρασκευάζωνται και οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί των. Αμφότεροι δε ητοιμάζοντο να στείλουν πρεσβείας προς τον Βασιλέα καί τους βαρβάρους κάθε άλλης χώρας, από την οποίαν ήλπιζεν έκαστος από αυτούς να εξασφαλίση βοήθειαν, ενώ συγχρόνως επεδίωκαν να προσλάβουν ως συμμάχους των τας πόλεις εκείνας που ήσαν εκτός της σφαίρας της ιδικής των επιρροής, Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι, εκτός των ευρισκομένων ήδη εις τους Πελοποννησιακούς λιμένας πλοίων, παρήγγειλαν προς εκείνους, οι οποίοι από την Ιταλίαν και Σικελίαν είχαν ταχθή με το μέρος των, να ετοιμάσουν διακόσια, κατ' αναλογίαν του μεγέθους εκάστης πόλεως, πλοία - εις τρόπον ώστε η ολική δύναμις του στόλου των ν' ανέλθη εις πεντακόσια πλοία - και προμηθεύσουν ωρισμένον ποσόν χρημάτων. Κατά τα λοιπά δε παρήγγειλαν εις αυτούς να μένουν ήσυχοι και να δέχονται εις τους λιμένας των τα Αθηναϊκά πλοία, εφόσον θα κατέπλεε κάθε φοράν εν και μόνον πλοίον, και τούτο έως ότου συμπληρωθή η εν λόγω προετοιμασία. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, εξήταζαν ποίους έχουν συμμάχους και έστελλαν πρέσβεις ως επί το πλείστον εις τα παρά την Πελοπόννησον μέρη, την Κέρκυραν, την Κεφαλληνίαν, την Ακαρνανίαν και την Ζάκυνθον, καθόσον εννοούσαν ότι αν ημπορούσαν να στηριχθούν ασφαλώς εις τη φιλίαν των μερών αυτών, να ήσαν εις θέσιν να, εξαντλήσουν την Πελοπόννησον, διεξάγοντες τον πόλεμον από όλα τα πέριξ αυτής μέρη.

8. Τα σχέδια λοιπόν αμφοτέρων ήσαν σοβαρά και εις τον πόλεμον απεδύοντο πλήρεις θάρρους και αποφασιστικότητος. Ήτο άλλωστε φυσικόν τούτο, διότι οι άνθρωποι κατά την αρχήν πάσης επιχειρήσεως δεικνύουν μεγαλυτέραν δραστηριότητα, ενώ υπήρχεν επί πλέον κατά τον χρόνον τούτον πολυάριθμος νεολαία εις την Πελοπόννησον και τας Αθήνας, η οποία εξ απειρίας επεθύμει τον πόλεμον. Και ολόκληρος η άλλη Ελλάς ευρίσκετο εις μετέωρον κατάστασιν, εφόσον τα δύο σημαντικώτερα κράτη ήρχοντο εις χείρας. Και πολλά μεν μαντικά λόγια εφέροντο από στόμα εις στόμα, πολλούς δε χρησμούς έψαλλαν οι χρησμολόγοι, όχι μόνον μεταξύ των μελλόντων να πολεμήσουν, αλλά και καθ' όλην την Ελλάδα. Εκτός τούτου, η Δήλος, ολίγον προ των γεγονότων τούτων, έπαθε σεισμόν, ενώ δεν είχεν υποστή τοιούτον προηγουμένως, εφόσον τουλάχιστον φθάνει η μνήμη των Ελλήνων. Ελέγετο άλλωστε και επιστεύετο ότι ο σεισμός αυτός ήτο ο προάγγελος των επικειμένων γεγονότων, και κάθε άλλο ανάλογον επεισόδιον, το οποίον ελάμβανε χώραν, εξητάζετο με πολλήν προσοχήν. Αι συμπάθειαι όμως της κοινής γνώμης εστρέφοντο ασυγκρίτως περισσότερον προς το μέρος των Λακεδαιμονίων, τόσον μάλλον καθόσον είχαν διακηρύξει επισήμως, ότι αναλαμβάνουν να ελευθερώσουν την Ελλάδα. Και κάθε ιδιώτης και κάθε πόλις είχαν ζωηράν επιθυμίαν να τους βοηθήσουν, είτε δια λόγων, είτε δι' έργων, εις ό,τι ημπορούσαν, και καθείς ενόμιζεν ότι όπου αυτός δεν είναι παρών, εκεί τα πράγματα δεν ημπορούν να ευοδωθούν. Τόσον γενική ήτο η μήνις εναντίον των Αθηναίων, διότι άλλοι μεν επεθύμουν ν' αποτινάξουν την κυριαρχίαν των, άλλοι δε εφοβούντο μήπως υποβληθούν εις αυτήν.

9. Με τοιαύτην προετοιμασίαν και τοιαύτα αισθήματα, ήσαν έτοιμοι ν' αποδυθούν εις τον αγώνα. Σύμμαχοι των δύο μερών κατά την έναρξιν των πολεμικών επιχειρήσεων ήσαν αι επόμεναι πόλεις: Των μεν Λακεδαιμονίων όλοι οι εντός του Ισθμού Πελοποννήσιοι πλην των Αργείων και των Αχαιών (οι οποίοι διετήρουν φιλικάς σχέσης και με τα δύο μέρη. Από τους Αχαιούς δε μόνον οι Πελληνείς κατ' αρχάς έλαβαν μέρος εις τον πόλεμον παρά το πλευρόν των Λακεδαιμονίων, έπειτα όμως και όλοι οι άλλοι). Εκτός της Πελοποννήσου, οι Μεγαρείς, οι Φωκείς, οι Λοκροί, οι Βοιωτοί, οι Αμπρακιώται, οι Λευκάδιοι και οι Ανακτόριοι. Από αυτούς δε οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς, οι Σικυώνιοι, οι Πελληνείς, οι Ηλείοι, οι Αμπρακιώται και οι Λευκάδιοι παρείχαν και ναυτικόν, οι Βοιωτοί, οι Φωκείς και οι Λοκροί παρείχαν και ιππικόν, ενώ αι λοιπαί πόλεις μόνον πεζικόν. Αυτοί ήσαν οι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Των δε Αθηναίων σύμμαχοι ήσαν οι Χίοι, οι Λέσβιοι, οι Πλαταιείς, οι Μεσσήνιοι, οι κατοικούντες την Ναύπακτον, οι περισσότεροι από τους Ακαρνάνας, οι Κερκυραίοι, οι Ζακύνθιοι, και επί πλέον αι υποτελείς πόλεις, αι κείμεναι εις διαφόρους χώρας, η παραθαλάσσιος δηλαδή Καρία, οι Δωριείς, οι γειτονεύοντες με τους Κάρας, η Ιωνία, ο Ελλήσποντος, και τα παράλια εν γένει της Θράκης, όλαι αι νήσοι, όσαι κείνται ανατολικώς της Πελοποννήσου και της Κρήτης, πλην της Μήλου και της Θήρας. Από αυτούς ναυτικόν παρείχαν οι Χίοι, οι Λέσβιοι, οι Κερκυραίοι, ενώ οι λοιποί πεζικόν και χρήματα. Αυτοί ήσαν οι σύμμαχοι των δύο μερών και αυταί αι προετοιμασίαι των δια τον πόλεμον.

10. Συγκέντρωσις του Πελοποννησιακού στρατού εις Ισθμόν

Οι Λακεδαιμόνιοι, ευθύς μετά τα γεγονότα των Πλαταιών, διεμήνυσαν εις τας πόλεις της Πελοποννήσου και τους εκτός αυτής συμμάχους να παρασκευάσουν τον στρατόν των και τα εφόδια, όσα έπρεπε να έχουν δι' εκστρατείαν εις το εξωτερικόν δια να εισβάλουν εις την Αττικήν. Εφόσον εσυμπληρώνετο κατά τον λεχθέντα χρόνον η ετοιμασία των διαφόρων πόλεων, τα δύο τρίτα της στρατιωτικής δυνάμεως εκάστης από αυτάς συνήρχοντο εις τον Ισθμόν. Και όταν ολόκληρος ο στρατός είχε συγκεντρωθή, ο Αρχίδαμος, βασιλεύς των Λακεδαιμονίων, ο οποίος ήτο αρχηγός της εκστρατείας αυτής, συνεκάλεσε τους στρατηγούς όλων των πόλεων, τους ανωτέρους αξιωματικούς και τους επιφανεστέρους από τους λοιπούς, και τους απηύθυνε τας επομένας προτροπάς:

11. Λόγος του Αρχιδάμου

"Πελοποννήσιοι και λοιποί σύμμαχοι, και οι πατέρες μας έκαμαν πολλάς εκστρατείας εντός και εκτός της Πελοποννήσου, και οι πρεσβύτεροι από ημάς τους ιδίους δεν είναι άπειροι του πολέμου. Ποτέ άλλοτε, εν τούτοις, ούτε εκείνοι, ούτε ημείς, εξεστρατεύσαμεν με μεγαλυτέραν στρατιωτικήν δύναμιν από αυτήν εδώ, και μολονότι βαδίζομεν εναντίον πόλεως ισχυροτάτης, και ο ιδικός μας εξ άλλου στρατός είναι πολυάριθμος και γενναίος. Καθήκον επομένως έχομεν ούτε από τους πατέρας μας να φανώμεν κατώτεροι, ούτε από την ιδικήν μας δόξαν υποδεέστεροι. Διότι ολόκληρος η Ελλάς έχει συνταραχθή και στρέφει τα βλέμματά της προς την επιχείρησίν μας, και ευνοϊκώς διατεθειμένη προς ημάς, ένεκα του κατά των Αθηναίων μίσους της, εύχεται την επιτυχίαν του σκοπού μας. Δεν πρέπει λοιπόν, και αν ακόμη κανείς πιστεύη ότι επειδή εκστρατεύομεν με υπερτέρας δυνάμεις, και υπάρχει ελάχιστος κίνδυνος, ότι ο εχθρός θα δώση εναντίον μας μάχην εκ του συστάδην, να προελαύνωμεν ένεκα τούτου με αμελεστέραν υπό οιανδήποτε έποψιν ετοιμασίαν, αλλά και ο αρχηγός εκάστης πόλεως και ο στρατιώτης πρέπει να περιμένη ότι ημπορεί να περιέλθη ο ίδιος εις κίνδυνον. Καθόσον αι τύχαι των πολέμων είναι άδηλοι και από μικρά επεισόδια μεγάλα γεγονότα ημπορούν να προέλθουν, και αι επιχειρήσεις γίνονται ως επί το πολύ εις βρασμόν πάθους. Και πολλάκις ολιγαριθμοτέρα δύναμις, ένεκα της προνοητικότητος, την οποίαν της επέβαλλεν η συν-αίσθησις της αδυναμίας της, απέκρουσεν αποτελεσματικώτερον πολυαριθμοτέραν τοιαύτην, η οποία ευρέθη απαράσκευος, διότι υπετίμησε τον αντίπαλόν της. Οφείλει, άλλωστε, εκείνος που εκστρατεύει εις ξένην χώραν να είναι πάντοτε θαρραλέος μεν το φρόνημα, προσεκτικός όμως εις τους κινδύνους της επιχειρήσεως και παρεσκευασμένος προς τούτους. Διότι τοιουτοτρόπως και όταν επιτίθεται κατά των εχθρών θα είναι γενναιότατος και όταν αμύνεται ασφαλέστατος. Ημείς όμως εκστρατεύομεν εναντίον πόλεως όχι τόσον αδυνάτου ν' αμυνθή, αλλά κατά πάντα άριστα παρεσκευασμένης, ώστε έχομεν κάθε λόγον να περιμένωμεν ότι οι Αθηναίοι θα μας αντιμετωπίσουν εις μάχην, και αν ακόμη δεν έχουν τοιαύτην διάθεσιν, τώρα που δεν εφθάσαμεν ακόμη εκεί, πάντως όμως όταν θα μας βλέπουν επί του εδάφους των ερημώνοντας και καταστρέφοντας τας περιουσίας των. Διότι όλοι οι άνθρωποι καταλαμβάνονται από αγανάκτησιν, όταν με τα ίδια των τα μάτια βλέπουν κάποιον ασυνήθιστον κακόν που τους συμβαίνει, την στιγμήν μάλιστα ακριβώς που γίνονται θύματα αυτού, και όσοι ένεκα της εξάψεως του πάθους σκέπτονται ολιγώτερον, γίνονται περισσότερον επιθετικοί. Οι Αθηναίοι, άλλωστε, και πολύ περισσότερον από άλλους είναι φυσικόν να ενεργήσουν κατ' αυτόν τον τρόπον αφού έχουν την αξίωσιν όχι μόνον να κυριαρχούν επί των άλλων, αλλά και να ερημώνουν μάλλον δι' επιδρομών την ξένην χώραν, παρά να βλέπουν την ιδικήν των ερημωνομένην. Έχοντες λοιπόν υπ' όψιν ότι εκστρατεύετε εναντίον πόλεως τόσον ισχυράς, και ότι αναλόγως της καλής ή της κακής εκβάσεως θ' αποκομίσετε δια τους εαυτούς σας και τους προγόνους σας μεγίστην φήμην ή δυσφημίαν, ακολουθείτε τους αρχηγούς σας οπουδήποτε σας οδηγούν, αφοσιωμένοι προ παντός εις την τάξιν και την επαγρύπνησιν και έχοντες την προσοχήν διαρκώς εστραμμένην προς τας διαταγάς των. Διότι τίποτε δεν είναι ωραιότερον και ασφαλέστερον από πολυάριθμον στρατόν, ο οποίος εμφανίζεται εμπνεόμενος από ενιαίον πνεύμα πειθαρχίας".

12. Η τελευταία Σπαρτιατική πρεσβεία εις Αθήνας

Μετά τους ολίγους αυτούς λόγους, ο Αρχίδαμος έλυσε την συνάθροισιν, και πριν προχωρήση, έστειλεν εις τας Αθήνας πρέσβυν, τον Σπαρτιάτην Μελήσιππον, υιόν του Διακρίτου, δια να εξακριβώση εάν οι Αθηναίοι, βλέποντες τους εχθρούς ευρισκομένους ήδη καθ' οδόν, ήθελαν δειχθή ενδοτικώτεροι. Εκείνοι όμως δεν επέτρεψαν εις αυτόν να εισέλθη εις την πόλιν και ακόμη ολιγώτερον να παρουσιασθή εις την Συνέλευσιν. Διότι είχε προηγουμένως ψηφισθή πρότασις του Περικλέους, όπως μη δέχωνται κήρυκα ή πρέσβεις των Λακεδαιμονίων αφ' ης ούτοι είχαν εκστρατεύσει. Απέπεμψαν λοιπόν τον κήρυκα, χωρίς να τον ακούσουν, και τον διέταξαν να εξέλθη των ορίων της Αττικής αυθημερόν και του λοιπού, εάν θέλουν οι Λακεδαιμόνιοι να κάμουν καμμίαν ανακοίνωσιν να στέλλουν πρέσβεις, μόνον αφού προηγουμένως επιστρέψουν εις τα ίδια. Συναπέστειλαν, άλλωστε μετά του Μελησίππου φρουρούς, δια να μην επικοινωνήση με κανένα και όταν αυτός έφθασεν εις τα σύνορα της Αττικής και έμελλε να χωρισθή από τους φρουρούς, είπε, πριν εκκινήση, τας ολίγας αυτάς λέξεις: "Η σημερινή ημέρα θα γίνη αρχή μεγάλων κακών δια την Ελλάδα". Όταν, μετά την επιστροφήν του εις το στρατόπεδον, έμαθεν ο Αρχίδαμος ότι οι Αθηναίοι δεν ήσαν καθόλου διατεθειμένοι να υποχωρήσουν, συναγείρας τον στρατόν εισέβαλεν εις το έδαφός των. Οι Βοιωτοί, εξ άλλου, έστειλαν εις τους Πελοποννησίους δια την κοινήν εκστρατίαν το ανάλογον μέρος πεζικού και το ιππικόν των, ενώ με το υπόλοιπον της δυνάμεώς των ήλθαν εις την χώραν των Πλαταιών και ήρχισαν να ερημώνουν τα κτήματα.

13. Ο Περικλής περί των στρατιωτικών και οικονομικών πηγών των Αθηνών

Αλλά πριν εισβάλουν οι Πελοποννήσιοι εις την Αττικήν και ενώ ακόμη ευρίσκοντο καθ' οδόν, συναθροιζόμενοι εις τον Ισθμόν, ο Περικλής, υιός του Ξανθίππου, ο οποίος με εννέα άλλους ήτο στρατηγός των Αθηναίων, άμα ως εννόησε το επικείμενον της εισβολής, υπωπτεύθη μη τυχόν ο Αρχίδαμος, λόγω της φιλίας, η οποία ετύγχανε να τους συνδέη, φεισθή τους αγρούς του και δεν τους ερήμωση, είτε εξ οικείας προαιρέσεως, διότι ήθελε να χαρισθή προς αυτόν, ή και κατά παραγγελίαν των Λακεδαιμονίων, δια να τον διαβάλουν, όπως εξ αιτίας του είχαν απαιτήσει επισήμως και τον εξαγνισμόν του ανοσιουργήματος. Ως εκ τούτου, εδήλωσε δημοσία προς τους Αθηναίους, ενώπιον της συνελεύσεως του λαού, ότι συνεδέετο μεν προς τον Αρχίδαμον δια φιλίας, τούτο όμως δεν έγινε βέβαια προς ζημίαν της πόλεως, και ότι εάν οι εχθροί δεν ερημώσουν τους αγρούς και τας οικίας του, όπως των λοιπών πολιτών, τα αφίνει υπέρ του Δημοσίου, και παρακαλεί να μη εγερθή εκ της αφορμής αυτής καμμία εναντίον του υποψία. Απηύθυνεν, άλλωστε, όπως και προηγουμένως, παραινέσεις, εν σχέσει προς την γενικήν κατάστασιν, ότι δηλαδή πρέπει να παρασκευάζωνται δια τον πόλεμον και να μεταφέρουν από τους αγρούς εις την πόλιν τα κινητά των, ότι πρέπει ν' αποφεύγουν την σύναψιν μάχης επί του ανοικτού πεδίου, αλλά να εισέλθουν εις την πόλιν και αμυνθούν όπισθεν των τειχών αυτής, ότι οφείλουν να έχουν έτοιμον τον στόλον των, εις τον οποίον στηρίζεται η δύναμίς των, και να συγκρατούν με δυνατό χέρι τους συμμάχους εις υποταγήν, εξηγών ότι η δύναμίς των εξαρτάται από την πρόσοδον των χρημάτων που καταβάλλουν οι τελευταίοι, και ότι αι νίκαι εις τον πόλεμον κερδίζονται ως επί το πλείστον με σώφρονα πολιτικήν και αφθονίαν χρημάτων. Και συνιστούν εις αυτούς να έχουν θάρρος, καθόσον η πόλις χωρίς να υπολογισθούν τα άλλα της έσοδα, εισπράττει ετησίως κατά μέσον όρον εξακόσια τάλαντα φόρον από τους συμμάχους, ενώ, εξ άλλου, υπήρχαν εις την Ακρόπολιν ακόμη τότε εξ χιλιάδες τάλαντα εις αργυρούν νόμισμα. Διότι είχε μεν φθάσει το ανώτατον ποσόν εις εννέα χιλιάδας επτακόσια τάλαντα, εκ τούτων όμως είχαν γίνει αι δαπάναι δια την κατασκευήν των Προπυλαίων της Ακροπόλεως και των άλλων οικοδομημάτων και δια την εκστρατείαν της Ποτειδαίας. Εκτός τούτων, υπήρχαν ακόμη άκοπος χρυσός και άργυρος και αφιερώματα ιδιωτικά και δημόσια, εις ιερά σκεύη χρησιμοποιούμενα εις τας πομπάς και τους αγώνας, εις λάφυρα Περσικά και άλλα τυχόν παρόμοια, αξίας τουλάχιστον πεντακοσίων ταλάντων. Υπελόγιζεν ακόμη ότι ήσαν εις την διάθεσίν των και οι θησαυροί των άλλων ναών, οι οποίοι ήσαν όχι ολίγοι, και εις περίστασιν που ήθελαν καταντήσει να στερηθούν κάθε άλλον πόρον, και αυτός ο χρυσούς στολισμός του αγάλματος της Αθηνάς. Το άγαλμα, ως ισχυρίζετο, είχε καθαρόν χρυσόν βάρους σαράντα ταλάντων, ο οποίος ολόκληρος ήτο μετακινητός. Εάν μεταχειρισθούν τους θησαυρούς αυτούς χάριν της σωτηρίας των, ώφειλαν, είπε, να τους αντικαταστήσουν πάλιν εξ ολοκλήρου. Και ως προς μεν τους χρηματικούς πόρους ενεθάρρυνεν αυτούς κατ' αυτόν τον τρόπον. Ως προς την στρατιωτικήν, εξ άλλου, δύναμιν, ανέφερεν ότι υπήρχαν δέκα τρεις χιλιάδες οπλίται, χωρίς να υπολογισθούν οι φρουροί των φρουρίων και αι δέκα εξ χιλιάδες των ανδρών, των προωρισμένων δια την φρούρησιν των τειχών της πόλεως. Διότι τόσος ήτο, κατά τας αρχάς του πολέμου, οσάκις εγίνετο εισβολή του εχθρού, ο αριθμός των εν λόγω φρουρών, αποτελούμενος από μέρος των πρεσβυτέρων και των νεωτέρων πολιτών, και από όλας τας ηλικίας των μετοίκων οπλιτών. Διότι το μήκος του Φαληρικού τείχους ήτο τριάντα πέντε στάδια από Φαλήρου μέχρι του τείχους, το οποίον περιέβαλλε την πόλιν, και το φρουρούμενον μέρος του τελευταίου τούτου είχε μήκος σαράντα τρία (καθόσον τμήμα αυτού, το μεταξύ του Μακρού Τείχους καί του Φαληρικού, έμενεν αφρούρητον). Τα δε Μακρά Τείχη προς τον Πειραιά, εκ των οποίων το εξωτερικόν μόνον σκέλος εφρουρείτο, είχαν μήκος σαράντα στάδια. Ολόκληρος ο τειχισμένος περίβολος του Πειραιώς, μαζί και της Μουνυχίας, ήτο εξήντα σταδίων, από τα οποία το ήμισυ μόνον εφρουρείτο. Εβεβαίωσεν επίσης ότι υπήρχαν χίλιοι διακόσιοι ιππείς, μεταξύ των οποίων ήσαν και ιπποτοξόται, χίλιοι εξακόσιοι τοξόται, και τριακόσιαι τριήρεις, αξιόμαχοι. Τόση και όχι μικροτέρα ήτο η καθ' έκαστον κλάδον Αθηναϊκή δύναμις κατά την στιγμήν που επέκειτο η πρώτη εισβολή των Πελοποννησίων και ήρχιζεν ο πόλεμος. Και πολλά άλλα ακόμη είπεν ο Περικλής, κατά την συνήθειάν του, προς απόδειξιν ότι θα εξέλθουν νικηταί από τον πόλεμον.

14. Συγκέντρωσις όλων των Αθηναίων εντός της πόλεως

Οι Αθηναίοι, αφού ήκουσαν τους λίγους αυτούς, επείσθησαν τελικώς, και ήρχισαν να μεταφέρουν από τους αγρούς εις την πόλιν τα γυναικόπαιδα, και επί πλέον τα οικιακά έπιπλα και σκεύη, αφαιρούντες και αυτά ακόμη τα ξύλινα εξαρτήματα των οικιών. Τα πρόβατα δε και τα υποζύγια απέστειλαν εις την Εύβοιαν και τας παρακειμένας νήσους. Επειδή όμως οι πολλοί ανέ-καθεν συνήθιζαν να διαιτώνται εις τους αγρούς, βαρέως έφεραν την αναγκαστικήν αυτήν μετοικεσίαν.

15. Η συνήθεια αυτή είχεν επικρατήσει από την αρχαιοτάτην εποχήν μεταξύ των Αθηναίων, περισσότερον από όλους τους άλλους Έλληνας. Διότι επί Κέκροπος καί των πρώτων βασιλέων μέχρι του Θησέως, ο πληθυσμός της Αττικής ήτο πάντοτε κατανεμημένος εις περισσοτέρας πόλεις, από τας οποίας κάθε μία είχε χωριστόν πρυτανείον και άρχοντας, και εφόσον δεν παρουσιάζετο καμμία αιτία φόβου, δεν συνήρχοντο δια να συσκεφθούν μετά του βασιλέως, αλλ' οι κάτοικοι κάθε πόλεως διεσκέπτοντο χωριστά περί των υποθέσεών της και ήσκουν την διοίκησιν. Συνέβη μάλιστα ενίοτε μερικαί από αυτάς και πόλεμον να διεξαγάγουν κατά του βασιλέως, όπως λόγου χάριν οι Ελευσίνιοι, υπό τον Εύμολπον, εναντίον του Ερεχθέως. Όταν όμως εβασίλευσεν ο Θησεύς, ο οποίος ανεδείχθη εξ ίσου ισχυρός όσον και συνετός ηγεμών, και άλλας μεταρρυθμίσεις εισήγαγεν εις την χώραν, και αφού κατήργησε τα Βουλευτήρια και τας Αρχάς των διαφόρων πόλεων, ωργάνωσεν όλους τους κατοίκους της Αττικής εις το σημερινόν κράτος των Αθηνών, εγκαταστήσας εν Βουλευτήριον και εν Πρυτανείον, και ενώ επέτρεψεν εις τους κατοίκους των διαφόρων πόλεων να νέμωνται τα κτήματά των, όπως και πριν, ηνάγκασεν αυτούς να έχουν μίαν κοινήν πολιτείαν, τας Αθήνας, αι οποίαι, επειδή όλοι πλέον κατέβαλλαν τον φόρον προς αυτάς, έγιναν μεγαλόπολις, και ως τοιαύτη παρεδόθη υπό του Θησέως εις τους μεταγενεστέρους. Και από τον καιρόν εκείνον η πόλις των Αθηνών εορτάζει δια δημοσίας δαπάνης τα Συνοίκια, εορτήν προς τιμήν της Θεάς. Προηγουμένως την πόλιν απετέλει η σημερινή Ακρόπολις και το κάτωθεν αυτής μέρος, μάλιστα το προς νότον στρεφόμενον. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι ναοί όχι μόνον της Αθηνάς, αλλά και άλλων θεών ευρίσκονται μέσα εις την Ακρόπολιν, και όσοι είναι έξω από αυτήν προς τούτο μάλλον το μέρος της πόλεως είναι κτισμένοι ως λόγου χάριν ο ναός του Ολυμπίου Διός, του Πυθίου Απόλλωνος, της Γης, του Λιμναίου Διονύσου, εις τιμήν του οποίου εορτάζονται την δωδεκάτην του μηνός Ανθεστηριώνος τα αρχαιότερα Διονύσια, και την συνήθειαν αυτήν διατηρούν ακόμη και σήμερον οι Ίωνες, οι καταγόμενοι από τους Αθηναίους. Εις τον ίδιον, άλλωστε, χώρον είναι κτισμένοι και άλλοι αρχαίοι ναοί. Και η κρήνη, η οποία σήμερον ονομάζεται Εννεάκρουνος, εκ του σχήματος το οποίον εδόθη εις αυτήν από τους Πεισιστρατίδας, αλλ' η οποία τον παλαιόν καιρόν, πριν αποκαλυφθούν αι πηγαί, ωνομάζετο Καλλιρρόη, εχρησιμοποιείτο δε δια τας σπουδαιοτέρας περιστάσεις από τους ανθρώπους του καιρού εκείνου, λόγω του ότι ήτο πλησίον, και σήμερον ακόμη, ένεκα της παλαιάς αυτής συνήθειας, επικρατεί η χρησιμοποίησις του νερού της όχι μόνον εις τας προ του γάμου εορτάς, αλλά και εις άλλας ιεροτελεστίας. Ένεκα της προς το μέρος τούτο κατοικίας του πληθυσμού κατά τον παλαιόν καιρόν, η Ακρόπολις ονομάζεται μέχρι σήμερον ακόμη υπό των Αθηναίων "πόλις".

16. Ένεκα λοιπόν του αυτονόμου βίου, τον οποίον έζησαν επί μακρόν διάστημα χρόνου οι Αθηναίοι εις όλην την ύπαιθρον χώραν, οι περισσότεροι, όχι μόνον από τους παλαιούς, αλλά και από τους απογόνους των, και όταν ακόμη ωργανώθησαν εις εν κράτος, εξηκολούθουν μόλα ταύτα, λόγω της συνήθειας που απέκτησαν, να κατοικούν οικογενειακώς μέχρι του παρόντος πολέμου εις τους αγρούς, όπου και εγεννώντο. Και ως εκ τούτου εδυσφόρουν δια την αναγκαστικήν μετοικεσίαν, τόσον μάλλον, καθόσον εσχάτως μόνον είχαν επανορθώσει τας ζημίας, τας οποίας αι εγκαταστάσεις των είχαν πάθει κατά τον Περσικόν πόλεμον. Εθλίβοντο, τωόντι, και βαρέως έφεραν ότι εγκατέλειπαν όχι μόνον τας κατοικίας των, αλλά και τους ναούς, οι οποίοι ανέκαθεν τους ανήκαν, σύμφωνα με το αρχαίον πολίτευμα, ως πατροπαράδοτος κληρονομιά, και επί πλέον, διότι έμελλαν να μεταβάλουν τρόπον ζωής και διότι η μετοικεσία των απετέλει δια καθένα απ' αυτούς αληθή εγκατάλειψιν της γενεθλίου του πόλεως.

17. Όταν, εξ άλλου, έφθασαν εις την πόλιν, ολίγοι μόνον είχαν διαθεσίμους κατοικίας ή ημπορούσαν να εύρουν κατάλυμα πλησίον φίλων ή οικείων, ενώ οι πολλοί εγκατεστάθησαν εις τ' ακατοίκητα μέρη της πόλεως, τους Ιερούς περιβόλους και τους εις ήρωας αφιερωμένους χώρους, εκτός της Ακροπόλεως και του Ελευσινίου, καθώς και εις κάθε άλλον περίβολον που ημπορούσε να κλεισθή ασφαλώς. Και αυτό ακόμη το καλούμενον Πελαργικόν, το κείμενον εις τους πρόποδας της Ακροπόλεως, του οποίου την χρησιμοποίησιν προς κατοικίαν απηγόρευεν όχι μόνον παλαιά κατάρα, αλλά και χρησμός του Πυθικού Μαντείου, του οποίου ο τελευταίος στίχος ώριζε: "Το Πελαργικόν είναι καλύτερα να μείνη αχρησιμοποίητον", υπό την πίεσιν όμως της αμέσου ανάγκης εγέμισεν από κατοικίας. Και ο χρησμός, όπως εγώ νομίζω, επραγματοποιήθη, αντιθέτως όμως προς την κοινήν προσδοκίαν. Διότι αι συμφοραί της πόλεως δεν επήλθαν ένεκα της αθεμίτου προς κατοικίαν χρησιμοποιήσεώς του, αλλά την ανάγκην της χρησιμοποιήσεως αυτής επροκάλεσεν ο πόλεμος, και ο χρησμός, χωρίς να τον μνημονεύση, έλεγεν ότι το Πελαργικόν δεν έμελλε να κατοικηθή ποτέ εις ημέρας ευτυχίας. Αλλά και εις τους πύργους των τειχών κατώρθωσαν πολλοί να εγκατασταθούν, και όπου αλλού έκαστος ημπόρεσε. Διότι όταν συνεκεντρώθησαν όλοι, δεν υπήρχε χώρος αρκετός δι' αυτούς εντός της πόλεως, αλλά βραδύτερον διένειμαν εις μερίδια, όχι μόνον τα Μακρά Τείχη, αλλά και το μεγαλύτερον μέρος του Πειραιώς. Κατά τον ίδιον, εν τούτοις, καιρόν, οι Αθηναίοι κατεγίνοντο δραστηρίως δια τον πόλεμον, συγκεντρώνοντες τας συμμαχικάς των δυνάμεις, και εξοπλίζοντες στόλον εκατόν πλοίων δια ναυτικήν εκστρατείαν εναντίον της Πελοποννήσου.

18. Η πρώτη εισβολή των Πελοποννησίων εις την Αττικήν. Ερήμωσις αυτής

Αλλ' ενώ αι πολεμικαί ετοιμασίαι των Αθηναίων ευρίσκοντο εις το σημείον τούτο, ο Πελοποννησιακός στρατός προελαύνων έφθασε πρώτον προ της Οινόης της Αττικής από όπου επρόκειτο να γίνη η εισβολή. Και άμα ως εστρατοπέδευσαν εκεί, ητοιμάζοντο να επιτεθούν κατά του τείχους και δια πολιορκητικών μηχανών και δι' άλλων μέσων. Διότι η Οινόη, κειμένη εις τα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας, ήτο τειχισμένη, και οι Αθηναίοι διετήρουν εκεί φρουράν, οσάκις ήθελεν εκραγή πόλεμος. Οι Λακεδαιμόνιοι, λοιπόν, ενώ παρεσκευάζοντο δια την επίθεσιν κατά της Οινόης, εχρονοτρίβησαν περί αυτήν αρκετόν καιρόν. Δια την βραδύτητα άλλωστε αυτήν ο Αρχίδαμος κατεκρίθη αυστηρότατα, διότι και εθεωρήθη ότι κατά την λήψιν της αποφάσεως υπέρ του πολέμου είχεν ήδη δειχθή χαλαρός και φιλικώς προς τους Αθηναίους διατεθειμένος, καθόσον εξεφράζετο απροθύμως υπέρ του πολέμου. Και αφού πάλιν ήρχισεν η συγκέντρωσις του στρατού, η μακρά παραμονή του εις τον Ισθμόν και επί πλέον η βραδύτης κατά την πορείαν, προ πάντων όμως η προ της Οινόης χρονοτριβή, κατέστησαν αυτόν αντικείμενον διαβολών. Διότι οι Αθηναίοι, εν τω μεταξύ, συνεπλήρωναν την μεταφοράν των εντός της πόλεως, ενώ οι Πελοποννήσιοι επίστευαν ότι αν έλειπεν η αναβλητικότης του, ημπορούσαν, προελαύνοντες εσπευσμένως, να προφθάσουν το κάθε τι ακόμη έξω. Τοιαύτην εδοκίμαζεν ο στρατός αγανάκτησιν κατά του Αρχιδάμου, εφόσον έχανε τον καιρόν του προ της Οινόης. Εκείνος όμως ανέβαλλε την προέλασιν, διότι ήλπιζεν, ως λέγεται, ότι οι Αθηναίοι θα εγίνοντο ενδοτικώτεροι, εφόσον η γη των ήτο ακόμη ανέπαφος και θα εδίσταζαν να την αφίσουν να ερημωθή.

19. Αφού, όμως, επιτεθέντες εναντίον της Οινόης, και δοκιμάσαντες να την κυριεύσουν με κάθε δυνατόν μέσον, δεν το κατώρθωναν, και οι Αθηναίοι, εξ άλλου, καμμίαν δεν έδειχναν διάθεσιν να έλθουν εις διαπραγματεύσεις, τότε πλέον προελάσαντες εξ αυτής, την ογδοηκοστήν περίπου ημέραν μετά τα γεγονότα των Πλαταιών, μεσούντος του θέρους και κατά την εποχήν που ωριμάζει ο σίτος, εισέβαλαν εις την Αττικήν, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου, του υιού του Ζευξιδάμου. Και στρατοπεδεύσαντες, πρώτον ήρχισαν να δενδροτομούν την περιφέρειαν της Ελευσίνας και το Θριάσιον πεδίον, και έτρεψαν εις φυγήν το Αθηναϊκόν ιππικόν πλησίον των καλουμένων Ρείτων. Έπειτα επροχώρησαν δια της Κρωπείας, έχοντες δεξιά το όρος Αιγάλεων, έως ότου έφθασαν εις τας Αχαρνάς, τον μεγαλύτερον των δήμων της Αττικής, όπου, εγκατασταθέντες, κατεσκεύασαν στρατόπεδον, και μείναντες αρκετόν καιρόν, εδενδροτόμουν την γην.

20. Το ελατήριον, το οποίον ώθησε τον Αρχίδαμον κατά την πρώτην αυτήν εισβολήν να μείνη παρά τας Αχαρνάς με τον στρατόν του, παρατεταγμένον προς μάχην, και να μη καταβή εις την πεδιάδα, λέγεται ότι ήτο το εξής: Ήλπιζε, δηλαδή, ότι οι Αθηναίοι, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την ακμήν της δυνάμεώς των, λόγω της πολυαρίθμου νεολαίας των και ήσαν παρεσκευασμένοι εις πόλεμον όσον ουδέποτε άλλοτε, θα εξήρχοντο ίσως προς σύναψιν μάχης και δεν θ' άφιναν την γην των να ερημωθή. Αφού λοιπόν δεν αντεπεξήλθαν κατ' αυτού ούτε εις την Ελευσίνα, ούτε εις το θριάσιον πεδίον, προσεπάθει, μένων στρατοπεδευμένος παρά τας Αχαρνάς, να τους παρασύρη, όπως εξέλθουν προς μάχην. Διότι και ο χώρος εφαίνετο κατάλληλος προς στρατοπέδευσιν, και οι Αχαρνείς, αποτελούντες σπουδαίον τμήμα της πόλεως (διότι οι οπλίται αυτών ανήρχοντο εις τρεις χιλιάδας), εφαίνοντο ότι δεν θα ηνείχοντο να καταστραφούν αι περιουσίαι των, αλλά θα εξωθούν και τους λοιπούς Αθηναίους προς μάχην. Άλλωστε, και αν ακόμη κατά την εισβολήν αυτήν οι Αθηναίοι δεν εξήρχοντο προς αντιμετώπισίν των, θα ημπορούσαν οι Πελοποννήσιοι αφοβώτερον πλέον να δενδροτομούν εις το μέλλον την πεδιάδα και να προελάσουν μέχρις αυτών των τειχών της πόλεως. Διότι οι Αχαρνείς, όταν θα είχαν χάσει την περιουσίαν των, δεν θα ήσαν εξ ίσου πρόθυμοι να εκτίθενται εις κινδύνους χάριν της περιουσίας των άλλων, και ως εκ τούτου θα επήρχετο διχόνοια μεταξύ των Αθηναίων. Από τοιαύτας σκέψεις ορμώμενος ο Αρχίδαμος ενδιέτριβε περί τας Αχαρνάς.

21. Οι Αθηναίοι, εν τούτοις, εφόσον ο στρατός έμενε περί την Ελευσίνα και το Θριάσιον πεδίον, είχαν ακόμη κάποιαν ελπίδα ότι δεν θα προελάση πλησιέστερον προς την πόλιν. Διότι ενθυμούντο ότι και ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Πλειστοάναξ, υιός του Παυσανίου, όταν δέκα τέσσαρα έτη προ του παρόντος πολέμου εισέβαλεν επί κεφαλής Πελοποννησιακού στρατού εις την Ελευσίνα και το Θριάσιον πεδίον της Αττικής, απεσύρθη πάλιν χωρίς να προελάση περαιτέρω (αιτία δια την οποίαν ακριβώς εξωρίσθη από την Σπάρτην, καθόσον εθεωρήθη ότι η υποχώρησίς του ωφείλετο εις δωροδοκίαν). Αλλ' όταν είδαν τον στρατόν έξω από τας Αχαρνάς, εξήντα μόνον σταδία μακράν από την πάλιν, δεν ημπορούσαν πλέον ν' ανεχθούν το πράγμα, αλλ' όπως ήτο φυσικόν, εθεώρουν τρομερόν να δενδροτομούνται τα κτήματά των μπροστά εις τα μάτια των, πράγμα που δεν είχαν ίδει ακόμη, οι νεώτεροι τουλάχιστον, ούτε οι ίδιοι οι πρεσβύτεροι, εκτός κατά τους Περσικούς πολέμους, και έκριναν και οι λοιποί και προ πάντων η νεολαία ότι έπρεπε να εξέλθουν προς μάχην, και να μην ανέχονται τοιαύτην κατάστασιν. Ως εκ τούτου, συνερχόμενοι εις συλλαλητήρια, εφιλονείκουν ζωηρώς, άλλοι μεν συνιστώντες την έξοδον, άλλοι δε αποκρούοντες αυτήν. Και χρησμολόγοι έψαλλαν χρησμούς παντός είδους, αναλόγως της ψυχικής διαθέσεως του καθενός εκ των ακροατών. Και οι Αχαρνείς, οι οποίοι εφρόνουν ότι δεν απετέλουν ασήμαντον τμήμα του Αθηναϊκού λαού, βλέποντες τα κτήματά των να ερημώνωνται εξώθουν υπέρ πάντας προς την έξοδον. Ο ερεθισμός, εξ άλλου, ήτο γενικός εις την πόλιν, καθώς και η εναντίον του Περικλέους αγανάκτησις, και λησμονούντες όλας τας προηγουμένας παραινέσεις του, τον εκάκιζαν ότι ενώ είναι στρατηγός, δεν τους οδηγεί εις μάχην, και εθεώρουν αυτόν αίτιον όλων των παθημάτων των.

22. Ο Περικλής, εν τούτοις, βλέπων αυτούς εξηρεθισμένους δια την παρούσαν κατάστασιν και μη ορθοφρονούντας, πεπεισμένος δ' εξ άλλου ότι είχε δίκαιον αρνούμενος την έξοδον, όχι μόνον την συνέλευσιν του λαού δεν συνεκάλει, αλλ' ούτε άλλην συνάθροισιν, εκ φόβου μήπως, εάν συνήρχοντο, επικρατήση πολύ περισσότερον το πάθος παρά η κρίσις και λάβουν εσφαλμένας αποφάσεις. Ελάμβανεν όμως και όλα τα δυνατά μέτρα, όπως προφυλάξη την πόλιν και από εξωτερικήν επίθεσιν και από διατάραξιν της εσωτερικής ησυχίας. Εξέπεμπεν, εν τούτοις, διαρκώς αποσπάσματα ιππικού, όπως παρεμποδίζουν προσκόπους της εχθρικής στρατιάς από του να εισορμούν εις τα πλησίον της πόλεως κτήματα και καταστρέφουν αυτά. Συνέβη μάλιστα περί τη Φρύγια σύντομος αψιμαχία, μεταξύ ίλης, αφ' ενός, Αθηναϊκού ιππικού, βοηθουμένης από Θεσσαλούς ιππείς, και του Βοιωτικού ιππικού, εξ άλλου, κατά την οποίαν οι Αθηναίοι και οι Θεσσαλοί αντεστάθησαν επιτυχώς, έως ότου ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν, όταν οι οπλίται ήλθαν εις ενίσχυσιν των Βοιωτών. Κατά την συμπλοκήν αυτήν, εφονεύθησαν μερικοί από τους Αθηναίους και τους Θεσσαλούς, κατώρθωσαν όμως να παραλάβουν αυθημερόν τους νεκρούς των, χωρίς να ζητήσουν προς τούτο ανακωχήν. Οι Πελοποννήσιοι, εξ άλλου, έστησαν τρόπαιον την επιούσαν. Η επικουρική αυτή δύναμις των Θεσσαλών είχε σταλή προς τους Αθηναίους κατά τους όρους της παλαιάς προς αυτούς συμμαχίας, και απετελείτο από Λαρισαίους, Φαρσαλίους, Κραννωνίους, Πυρασίους, Γυρτωνίους και Φεραίους. Ήσαν δ' επί κεφαλής αυτών από την Λάρισαν μεν ο Πολυμήδης και ο Αριστόνους, αντιπροσωπεύων έκαστος την μερίδα του, από τα Φάρσαλα δε ο Μένων. Και οι άλλοι όμως είχαν χωριστούς αρχηγούς δι' εκάστην πόλιν.

23. Οι Πελοποννήσιοι, βλέποντες ότι οι Αθηναίοι απέφευγαν να εξέλθουν από την πόλιν προς σύναψιν μάχης, εξεκίνησαν από τας Αχαρνάς και ήρχισαν να ερημώνουν μερικούς από τους άλλους δήμους, τους ευρισκομένους μεταξύ Πάρνηθας και Βριλησσού (Πεντελικού). Ενώ δ' ευρίσκοντο ακόμη εις την Αττικήν, οι Αθηναίοι απέστειλαν τον στόλον των εκατόν πλοίων, με την εξάρτυσιν του οποίου ενησχολούντο προ πολλού, και χιλίους οπλίτας και τετρακοσίους τοξότας, ως πεζοναύτας, εις περιπολίαν περί την Πελοπόννησον, υπό την αρχηγίαν του Καρκίνου, υιού του Ξενοτίμου, του Πρωτέως, υιού του Επικλέους, και του Σωκράτους, υιού του Αντιγένους. Οι εν λόγω στρατηγοί, εκπλεύσαντες επί κεφαλής της δυνάμεως αυτής, ήρχισαν την περιπολίαν, ενώ οι Πελοποννήσιοι, αφού παρέμειναν εις την Αττικήν εφ' όσον καιρόν είχαν εφόδια, ανεχώρησαν δια της Βοιωτίας και όχι δια του μέρους, από το οποίον είχαν εισβάλει. Διερχόμενοι δε προ του Ωρωπού, ερήμωσαν την χώραν, την καλουμένην Γραϊκήν, την οποίαν κατέχουν οι Ωρώπιοι, υπήκοοι των Αθηναίων, και φθάσαντες εις την Πελοπόννησον διελύθησαν, και τα διάφορα αποσπάσματα μετέβησαν έκαστον εις την πόλιν, από την οποίαν κατήγετο.

24. Αποφάσεις των Αθηναίων

Μετά την αναχώρησιν του Πελοποννησιακού στρατού, οι Αθηναίοι εγκατέστησαν κατά γην και κατά θάλασσαν φρουράς, όπου ακριβώς ελογάριαζαν να τας διατηρήσουν καθ' όλην την διάρκειαν του πολέμου. Δια ψηφίσματος, εξ άλλου, του Αθηναϊκού λαού απεφασίσθη ν' αποσύρουν χίλια τάλαντα, από όσα εφυλάσσοντο εις την Ακρόπολιν, και τα θέσουν κατά μέρος, δια να μη τα εξοδεύουν, αλλά ν' αντιμετωπίζουν τας πολεμικάς δαπάνας με τους υπολοίπους πόρους των, και ώρισαν ποινήν θανάτου εναντίον εκείνου που θα εισηγείτο ή θα έθετεν εις ψηφοφορίαν πρότασιν, όπως διαθέση τα χρήματα αυτά δι' άλλον σκοπόν, εκτός μόνον αν επέκειτο εχθρική δια θαλάσσης επιδρομή κατά της πόλεως και υπήρχεν ανάγκη αμύνης εναντίον αυτής. Μαζί με τα χρήματα απεφάσισαν επίσης την καθ' έκαστον έτος διατήρησιν χωριστού στόλου, αποτελουμένου από εκατόν τριήρεις, τας αρίστας, εκάστου με τον τριήραρχόν του, χωρίς να επιτρέπεται η χρησιμοποίησις κανενός από τα πλοία αυτά δι' άλλον σκοπόν, παρά μόνον εάν παρουσιάζετο ανάγκη να χρησιμοποιηθούν μαζί με τα χίλια τάλαντα και προς αντιμετώπισιν του ιδίου κινδύνου.

25. Πολεμικαί, ενέργειαι των Αθηναίων εις Πελοπόννησον

Οι Αθηναίοι, οι επιβαίνοντες του στόλου των εκατόν πλοίων, ο οποίος είχεν αποστολή περί την Πελοπόννησον, και μαζί με αυτούς οι Κερκυραίοι, οι οποίοι είχαν έλθει με πενήντα πλοία προς ενίσχυσίν των, και μερικοί άλλοι από τους συμμάχους των μερών εκείνων, περιπολούντες γύρω από τας ακτάς της Πελοποννήσου, επέφεραν εις αυτάς σημαντικάς ζημίας, ενεργήσαντες δ' απόβασιν είς την Μεθώνην της Λακωνικής, επετέθησαν κατά του τείχους της πόλεως, το οποίον ήτο ασθενές και εστερείτο αρκετής φρουράς. Αλλά πλησίον εκεί έτυχε να ευρίσκεται ο Σπαρτιάτης Βρασίδας, υιός του Τέλλιδος, επί κεφαλής στρατιωτικού αποσπάσματος, και όταν έμαθε την επίθεσιν, ήλθεν επί κεφαλής εκατόν οπλιτών εις βοήθειαν της πόλεως. Διασχίσας δε τον στρατόν των Αθηναίων, ο οποίος ήτο κατατετμημένος και είχε την προσοχήν του ολόκληρον εστραμμένην προς το τείχος, κατόρθωσε να εισορμήση εις την Μεθώνην και την σώση, απολέσας κατά την εισβολήν ολίγους από τους άνδρας του. Και υπήρξε τούτο το πρώτον τόλμημα του παρόντος πολέμου, δια το οποίον και επηνέθη ο Βρασίδας δημοσίως εις την Σπάρτην. Οι Αθηναίοι, αποπλεύσαντες, έπλεαν πλησίον της ακτής, και προσεγγίσαντες εις το ακρωτήριον της Ηλείας Φειάν ελεηλάτησαν την ύπαιθρον χώραν επί δύο ημέρας, και συνάψαντες μάχην προς τους κατοίκους και τριακοσίους εκλεκτούς άνδρας, οι οποίοι έσπευσαν εις βοήθειαν και εκ της πεδινής Ήλιδος και εκ των πέριξ μερών της ορεινής, ενίκησαν. Αλλ' επειδή εσηκώθη καταιγίς και υπέφεραν πάρα πολύ από την τρικυμίαν, καθό ηγκυροβολημένοι εις αλίμενον μέρος, οι πολλοί επέβησαν εις τα πλοία, και περιπλεύσαντες το ακρωτήριον, το καλούμενον Ιχθύν, κατηυθύνθησαν προς τον λιμένα της Φειάς. Εν τω μεταξύ, οι Μεσσήνιοι και μερικοί άλλοι, οι οποίοι δεν είχαν ημπορέσει να επιβιβασθούν εις τα πλοία, προελάσαντες δια ξηράς, κατέλαβαν την Φειάν. Ακολούθως, όταν ο στόλος κατέπλευσεν εις τον λιμένα, παρέλαβεν αυτούς και απέπλευσεν εγκαταλείψας την Φειάν, τόσον μάλλον καθόσον, εν τω μεταξύ, το κύριον σώμα του στρατού των Ηλείων είχε προσδράμει εις βοήθειαν. Και οι Αθηναίοι, συνεχίσαντες τον πλουν των παρά την ακτήν, διηυθύνθησαν εις άλλα σημεία αυτής, τα οποία και ερήμωσαν.

26. Περιπολίαι Αθηναίων εις Λοκρίδα και Εύβοιαν

Κατά τον ίδιον περίπου καιρόν, οι Αθηναίοι απέστειλαν μοίραν τριάντα πλοίων, δια να περιπολή εις τα παράλια της Λοκρίδος και συγχρόνως να φρουρή την Εύβοιαν. Αρχηγός της μοίρας ήτο ο Κλεόπομπος, υιός του Κλεινίου, ο οποίος, ενεργήσας αποβάσεις εις διάφορα σημεία κατά μήκος της ακτής, τα ελεηλάτησε και εκυρίευσε το Θρόνιον, λαβών ομήρους μερικούς από τους κατοίκους, και συνάψας μάχην πλησίον της Αλόπης προς τους σπεύσαντας εις βοήθειαν της πόλεως Λοκρούς, τους ενίκησεν.

27. Εκδίωξις των Αιγινητών από την νήσον και εγκατάστασις Αθηναίων εποίκων

Κατά το ίδιον θέρος, οι Αθηναίοι εξεδίωξαν βιαίως τους κατοίκους της Αιγίνης, άνδρας και γυναικόπαιδα, διότι τους κατηγόρουν ότι έλαβαν σπουδαιότατον μέρος εις τον υποδαυλισμόν του εναντίον των πολέμου. Ανεξαρτήτως άλλωστε τούτου, επειδή η Αίγινα κείται πλησίον της Πελοποννήσου, εφαίνετο ασφαλεστέρα πολιτική να κατέχουν την Αίγιναν δια της εγκαταστάσεως ιδικών των κληρούχων. Και πράγματι, μετά πάροδον όχι πολλού χρόνου, απέστειλαν εκεί τους εν λόγω εποίκους. Εις τους Αιγινήτας εξόριστους οι Λακεδαιμόνιοι παρεχώρησαν την Θυρέαν προς κατοικίαν και την πέριξ αυτής γην προς καλλιέργειαν και ένεκα της προς τους Αθηναίους εχθρότητος και διότι οι Αιγινήται τους επρόσφεραν μεγάλας υπηρεσίας κατά την εποχήν του σεισμού και της επαναστάσεως των Ειλώτων. Η περιφέρεια της Θυρέας κείται μεταξύ της Αργολίδος και της Λακωνικής και εκτείνεται μέχρι της θαλάσσης. Και άλλοι μεν από τους Αιγινήτας εγκατεστάθησαν εκεί, άλλοι δε διεσπάρησαν εις την λοιπήν Ελλάδα.

28. Έκλειψις σελήνης

Κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους και κατά την πρώτην ημέραν της νέας σελήνης, όταν και μόνον, ως φαίνεται, τοιούτο φαινόμενον ημπορή να συμβή, έγινε μετά μεσημβρίαν έκλειψις του ηλίου, και αφού ούτος προσέλαβε σχήμα ημισελήνου και εφάνησαν και μερικά άστρα, εγέμισε πάλιν ο δίσκος του.

29. Συμμαχία Αθηναίων και Θρακών

Κατά το ίδιον θέρος, οι Αθηναίοι, θέλοντες επίσης να επιτύχουν την συμμαχίαν του βασιλέως των Θρακών Σιτάλκου, υιού του Τήρεω, διώρισαν πρόξενόν των τον Αβδηρίτην Νυμφόδωρον, υιόν του Πύθεω, τον οποίον εθεώρουν προηγουμένως εχθρόν, και τον προσεκάλεσαν εις τας Αθήνας, διότι ήτο γυναικάδελφος του Σιτάλκου, επί του οποίου ήσκει μεγάλην επιρροήν. Ο Τήρης αυτός, ο πατήρ του Σιτάλκου, υπήρξεν ο πρώτος ιδρυτής του μεγάλου εκείνου βασιλείου των Οδρυσών, το οποίον είχεν έκτασιν μεγαλυτέραν από την επίλοιπον Θράκην, καθόσον υπάρχουν και πολλοί ανεξάρτητοι Θράκες. Προς τον Τηρέα, ο οποίος είχε νυμφευθή από τας Αθήνας την Πρόκνην, θυγατέρα του Πανδίονος, καμμίαν δεν έχει συγγένειαν ο Τήρης αυτός, ουδέ καν από την ιδίαν Θράκην κατήγοντο. Ο Τηρεύς τωόντι κατώκει εις την Δαύλειαν, της περιφερείας, η οποία σήμερον ονομάζεται Φωκίς, και η οποία τότε κατωκείτο από Θράκας, και εις την χώραν αυτήν αι δύο γυναίκες, Πρόκνη και Φιλομήλα, διέπραξαν το εναντίον του Ίτυος ανοσιούργημα. Πολλοί από τους ποιητάς μάλιστα, οσάκις μνημονεύουν την αηδόνα, επονομάζουν το πτηνόν τούτο Δαυλιάδα. Άλλωστε ο Πανδίων φυσικώτερον ήτο να δώση εις γάμον την θυγατέρα του εις τόσον μικράν απόστασιν, χάριν αμοιβαίας υποστηρίξεως, παρά μεταξύ των Οδρυσών, εις απόστασιν τόσων ημερών δρόμου. Ενώ ο Τήρης, περί του οποίου ενταύθα ο λόγος, και ο οποίος υπήρξεν ο πρώτος κραταιός βασιλεύς των Οδρυσών, ούτε καν το ίδιον όνομα είχε. Τούτου ακριβώς τον υιόν Σιτάλκην επεδίωκαν να καταστήσουν σύμμαχον οι Αθηναίοι, διότι ήθελαν να τους συνδράμη να καθυποτάξουν τας πόλεις της Χαλκιδικής και νικήσουν τον Περδίκκαν. Ο Νυμφόδωρος, ελθών εις τας Αθήνας, συνεπεία της προσκλήσεως αυτής, επέτυχεν όχι μόνον την συμμαχίαν προς τον Σιτάλκην να πραγματοποιήση, αλλά και τον υιόν του Σιτάλκου, Σάδοκον, να πολιτογραφήση Αθηναίον. Υπεσχέθη προς τούτοις να τερματίση τον πόλεμον της Χαλκιδικής, πείθων τον Σιτάλκην να στείλη εις τους Αθηναίους στρατόν από Θράκας ιππείς και πελταστάς. Συγχρόνως εσυμβίβασε τους Αθηναίους και με τον Περδίκκαν, πείσας αυτούς να του αποδώσουν την Θέρμην. Συνεπεία τούτου ο Περδίκκας εξεστράτευσεν ευθύς εναντίον των Χαλκιδέων, ενωθείς με τους Αθηναίους και ιδίως με τον Φορμίωνα. Και κατ' αυτόν τον τρόπον σύμμαχος των Αθηναίων έγινεν όχι μόνον ο Σιτάλκης, ο υιός του Τήρεω και βασιλεύς των Θρακών, αλλά και ο Περδίκκας, υιός του Αλεξάνδρου και βασιλεύς των Μακεδόνων.

30. Κατάληψις υπό Αθηναίων Σολλίου, Αστακού και Κεφαλληνίας

Οι Αθηναίοι, οι οποίοι εξηκολούθουν ακόμη να περιπολούν εις τα ύδατα της Πελοποννήσου, εκυρίευσαν το Σόλλιον, πολίχνην των Κορινθίων, και την παρέδωσαν, μαζί με την περιφέρειάν της, εις την αποκλειστικήν κατοχήν των Ακαρνάνων Παλαιρέων. Επίσης κατέλαβαν εξ εφόδου τον Αστακόν, και αφού εξεδίωξαν τον τύραννον της πόλεως Εύαρχον, προσήρτησαν και το μέρος αυτό εις την ομοσπονδίαν των. Πλεύσαντες, εξ άλλου, κατά της νήσου Κεφαλληνίας, κατώρθωσαν να την προσεταιρισθούν άνευ μάχης. Η Κεφαλληνία κείται απέναντι της Ακαρνανίας και Λευκάδος, και περιλαμβάνει τέσσαρας πόλεις, την Πάλην, την Κραναίαν, την Σάμην και τους Πρόννους. Μετά παρέλευσιν δ' ολίγου καιρού, ο στόλος απέπλευσεν επιστρέφων εις Αθήνας.

31. Ερήμωσις της Μεγαρίδος υπό των Αθηναίων

Προς το φθινόπωρον, το κατόπιν του θέρους τούτου, οι Αθηναίοι εισέβαλαν εις την Μεγαρίδα με όλας των τας δυνάμεις, περιλαμβανομένων και των μετοίκων, υπό την αρχηγίαν του Περικλέους, του υιού του Ξανθίππου. Και οι επιβαίνοντες του στόλου των εκατόν πλοίων, των περιπολούντων την Πελοπόννησον, Αθηναίοι (οι οποίοι ότι έτυχε να ευρίσκωνται εις Αίγιναν, επαναπλέοντες εις τα ίδια), άμα ως έμαθαν ότι ολόκληρος ο στρατός της πόλεως ήτο εις τα Μέγαρα, έπλευσαν προς τα εκεί και ηνώθησαν με αυτούς. Ως εκ τούτου, ο στρατός αυτός των Αθηναίων υπήρξεν ο μεγαλύτερος τωόντι, τον οποίον συνεκέντρωσεν η πόλις, καθόσον ήτο ακόμη εις την ακμήν της δυνάμεώς της και δεν είχεν εισέτι προσβληθή από την επιδημίαν. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι ανήρχοντο εις όχι ολιγωτέρους των δέκα χιλιάδων οπλιτών (μη υπολογιζομένων των τρισχιλίων, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την Ποτείδαιαν), ενώ όχι ολιγότεροι των τριών χιλιάδων μετοίκων οπλιτών έλαβαν συγχρόνως μέρος εις την εισβολήν, εκτός δ' αυτών και σημαντικός αριθμός ελαφρώς ωπλισμένων στρατιωτών. Αφού δε ερήμωσαν μέγα μέρος της Μεγαρίδος, απεσύρθησαν. Διαρκούντος άλλωστε του πολέμου, και άλλαι εισβολαί Αθηναίων έγιναν καθ' έκαστον έτος εις την Μεγαρίδα, άλλοτε με μόνον το ιππικόν και άλλοτε με όλην την στρατιωτικήν δύναμιν, μέχρις ότου εκυριεύθη η Νίσαια υπό των Αθηναίων.

32. Οχύρωσις της Αταλάντης υπό των Αθηναίων

Κατά το τέλος επίσης του ιδίου θέρους, οι Αθηναίοι ωχύρωσαν την νήσον Αταλάντην, η οποία κείται πλησίον της ακτής των Οπουντίων Λοκρών, και ήτο έως τότε ακατοίκητος, και εγκατέστησαν εις αυτήν φρουράν, δια να εμποδίζουν πειρατάς να εκπλέουν από την Οπούντα και την άλλην Λοκρίδα και λεηλατούν την Εύβοιαν. Αυτά υπήρξαν τα γεγονότα που έλαβαν χώραν κατά το θέρος τούτο, μετά την αποχώρησιν των Πελοποννησίων από την Αττικήν.

33. Επιτυχία των Κορινθίων εις Αστακόν

Αλλά κατά τον ακόλουθον χειμώνα, ο Ακαρνάν Εύαρχος, θέλων να επιστρέψη εις τον Αστακόν, έπεισε τους Κορινθίους να πλεύσουν με σαράντα πλοία και χίλιους πεντακοσίους οπλίτας και τον αποκαταστήσουν εις την αρχήν, και προς τον σκοπόν τούτον εμίσθωσε και ο ίδιος επικουρικήν δύναμιν. Αρχηγοί της εκστρατείας αυτής ήσαν ο Ευφαμίδας, υιός του Αριστωνύμου, ο Τιμόξενος, υιός του Τιμοκράτους, και ο Εύμαχος, υιός του Χρύσιδος. Και πράγματι, πλεύσαντες εις τον Αστακόν, τον αποκατέστησαν. Θέλοντες όμως να προσαρτήσουν και μερικά άλλα παράλια μέρη της Ακαρνανίας, επεχείρησαν τούτο, αλλ' αποτυχόντες απέπλευσαν, επιστρέφοντες εις τα ίδια. Προσορμισθέντες κατά τον πλουν εις την Κεφαλληνίαν, ενήργησαν απόβασιν εις την χώραν των Κρανίων, οι οποίοι τους ηπάτησαν δια της συνομολογήσεως κάποιας συμφωνίας και τους επετέθησαν απροσδοκήτως. Οι Κορίνθιοι, αφού έχασαν μερικούς άνδρας, κατώρθωσαν με πολλήν δυσκολίαν να επιβιβασθούν και αποπλεύσουν επανερχόμενοι εις τα ίδια.

34. Η κηδεία των πρώτων νεκρών του πολέμου

Κατά την διάρκειαν του ιδίου χειμώνος, οι Αθηναίοι, συμμορφούμενοι προς πατροπαράδοτον έθιμον, ετέλεσαν δημοσία δαπάνη την κηδείαν των πρώτων νεκρών του παρόντος πολέμου. Η επιτάφιος αυτή τελετή γίνεται κατά τον εξής τρόπον: Αφού στήσουν επί τούτω εξέδραν, τοποθετούνται επάνω εις αυτήν την προπαραμονήν της εκφοράς τα οστά των πεσόντων, και ο καθείς φέρει εις τον νεκρόν του ο,τι επιτάφιον δώρον θέλει. Όταν έλθη η ώρα της εκφοράς, άμαξαι κομίζουν λάρνακας κυπαρισσίνας, μίαν δι' εκάστην φυλήν, και τα οστά εκάστου τοποθετούνται εις την λάρνακα της ιδικής του φυλής. Δια τους αγνοουμένους, όσους δεν κατώρθωσαν να εύρουν και συλλέξουν, φέρουν επάνω εις τα χέρια κενόν φέρετρον με επίστρωμα. Καθείς που θέλει, είτε πολίτης, είτε ξένος, ημπορεί να λάβη μέρος εις την εκφοράν, και αι συγγενείς ακόμη γυναίκες προσέρχονται εις τον τόπον του ενταφιασμού ολοφυρόμεναι. Αι λάρνακες τοποθετούνται εις το δημόσιον μνημείον, το οποίον κείται εις το ωραιότερον προάστειον της πόλεως, και εις το οποίον θάπτονται ανέκαθεν οι πεσόντες εις τον πόλεμον, πλην των πεσόντων εις τον Μαραθώνα. Διότι επειδή εθεώρησαν την ανδρείαν των τελευταίων αυτών ολωσδιόλου εξαιρετικήν τους έθαψαν εκεί όπου έπεσαν. Αφού τοποθετηθούν τα οστά υπό την γην, ρήτωρ, ο οποίος έχει ορισθή υπό της πόλεως και ο οποίος όχι μόνον θεωρείται προικισμένος με μεγάλην σύνεσιν, αλλά και στέκει υψηλά εις την κοινήν εκ-τίμησιν, απαγγέλλει προς τιμήν των πεσόντων το κατάλληλον εγκώμιον. Και μετά τούτο απέρχονται. Κατά τον τρόπον τούτον γίνεται η κηδεία, και καθ' όλην την διάρκειαν του πολέμου, οσάκις παρουσιάσθη περίστασις, συνεμορφώθησαν προς το έθιμον τούτο. Προς τιμήν λοιπόν των πρώτων αυτών θυμάτων του πολέμου, επεφορτίσθη να ομιλήση ο Περικλής, υιός του Ξανθίππου. Και όταν ήλθεν η κατάλληλος στιγμή, επροχώρησεν από το μνημείον εις το βήμα, το οποίον είχε κατασκευασθή υψηλόν, δια ν' ακούεται από όσον το δυνατόν περισσοτέρους από τους συναθροισθέντας, και ωμίλησεν ως εξής περίπου:

35. Ο επιτάφιος λόγος του Περικλέους

Οι περισσότεροι που ωμίλησαν μέχρι τούδε από την θέσιν αυτήν επήνεσαν τον νομοθέτην, ο οποίος εις το έθιμον της δημοσία δαπάνη κηδείας επρόσθεσε την απαγγελίαν του επιταφίου λόγου, διότι έκρινεν ότι αρμόζει τοιαύτη ν' απονέμεται, τιμή κατά την ταφήν των νεκρών του πολέμου. Αλλ' εγώ θα ενόμιζα αρκετόν προς άνδρας, οι οποίοι δι' έργων εδείχθησαν γενναίοι, να εκδηλούνται και αι τιμαί δι' έργων, οποία είναι όσα βλέπετε παρομαρτούντα εις την υπό της πόλεως παρασκευασθείσαν επιτάφιον αυτήν τελετήν, και να μη εξαρτάται η υστεροφημία πολλών ανδρών από την ευγλωττίαν ή έλλειψιν ευγλωττίας του ρήτορος. Διότι δύσκολον είναι να ομιλήση κανείς με το προσήκον μέτρον εις περιστάσεις, κατά τας οποίας και αυτή η ακριβής παράστασις της αληθείας δυσκόλως γίνεται πιστευτή. Καθόσον και ο γνωρίζων εξ' ιδίας αντιλήψεως τα γεγονότα και ευνοϊκώς διατεθειμένος ακροατής, είναι πιθανόν να θεωρήση ότι οι λόγοι του ρήτορος είναι υποδεέστεροι της ιδικής του γνώσεως και ευνοίας, και ο μη επαρκώς γνωρίζων τα πράγματα, οσάκις ακούει κάτι τι που υπερβαίνει τας ιδικάς του δυνάμεις, είναι πιθανόν ένεκα φθόνου να πιστεύση ότι πρόκειται περί υποβολών. Διότι οι έπαινοι που λέγονται δι' άλλους επί τοσούτον μόνον είναι ανεκτοί, εφόσον έκαστος νομίζει ότι και ο ίδιος είναι ικανός να κατορθώση όμοια ή ανάλογα των επαινουμένων. Ό,τι δήποτε υπερβαίνει τούτο, προκαλεί αμέσως τον φθόνον και την δυσπιστίαν. Επειδή, εν τούτοις, οι πρόγονοί μας επεδοκίμασαν την συνήθειαν αυτήν ως καλώς έχουσαν, οφείλω και εγώ, συμμορφούμενος με τον νόμον, να δοκιμάσω να ανταποκριθώ όσον το δυνατόν περισσότερον προς την επιθυμίαν και τας πεποιθήσεις του καθενός από τους ακροατάς μου.

36. "Την ομιλίαν μου θ' αρχίσω από τους προγόνους μας πρώτον. Διότι είναι όχι μόνον δίκαιον, αλλά και πρέπον συγχρόνως εις τοιαύτην ευκαιρίαν, όπως η παρούσα, ν' αποτίσωμεν εις την μνήμην των τον φόρον αυτόν της τιμής. Καθόσον, κατοικούντες οι ίδιοι πάντοτε μέχρι σήμερον την χώραν αυτήν κατά την διαδοχήν των αλλεπαλλήλων γενεών μας την παρέδωσαν ελευθέραν δια της ανδρείας των. Αλλ' εάν εκείνοι είναι άξιοι των επαίνων μας, έτι μάλλον άξιοι είναι οι πατέρες μας. Διότι εκτός εκείνων, τα οποία εκληρονόμησαν, απέκτησαν δια πολλών μόχθων και την σημερινήν μας ηγεμονίαν, και εκληροδότησαν και αυτήν και εκείνα εις ημάς τους σήμερον ζώντας. Και ημείς εδώ, άλλωστε, όσοι είμεθα ακόμη εις ώριμον ηλικίαν περίπου, ενισχύσαμεν οι ίδιοι την ηγεμονίαν αυτήν πολυειδώς, και την πόλιν παρεσκευάσαμεν καθ' όλα αυταρκεστάτην και δια τον πόλεμον και δια την ειρήνην. Εν τούτοις, ούτε περί των πολεμικών κατορθωμάτων, με τα οποία αι διάφοροι κτήσεις μας απεκτήθησαν, ούτε περί της δραστηριότητος, με την οποίαν ημείς οι ίδιοι ή οι πατέρες μας απεκρούσαμεν τας επιθέσεις Ελλήνων ή βαρβάρων εχθρών, θα ομιλήσω, διότι δεν επιθυμώ να μακρηγορήσω μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι όλα αυτά τα γνωρίζουν. Αλλ' αφού πρώτον εξηγήσω από ποίας αρχάς εμπνεόμενοι εφθάσαμεν εις την σημερινήν περιωπήν και υπό ποίους δεσμούς και με ποίον τρόπον ζωής η ακμή μας έγινε τόσον μεγάλη, έπειτα θα έλθω εις τον έπαινον των προκειμένων νεκρών, διότι θεωρώ ότι και αρμόζοντα εις την παρούσαν περίστασιν είναι να λεχθούν αυτά και συμφέρον ν' ακουσθούν με προσοχήν από την πολυάριθμον αυτήν συνάθροισιν πολιτών και ξένων.

37. "Ζώμεν τωόντι υπό πολίτευμα, το οποίον δεν επιζητεί ν' αντιγράφη τους νόμους των άλλων, αλλ' είμεθα ημείς μάλλον υπόδειγμα εις τους άλλους παρά μιμηταί αυτών. Και καλείται μεν το πολίτευμά μας δημοκρατία, λόγω του ότι η κυβέρνησις του κράτους ευρίσκεται όχι εις χείρας των ολίγων, αλλά των πολλών. Αλλά δια μεν των νόμων ασφαλίζεται εις όλους ισότης δικαιοσύνης δια τα ιδιωτικά των συμφέροντα, ενώ υπό την έποψιν της κοινής εκτιμήσεως, έκαστος πολίτης προτιμάται εις τα δημόσια αξιώματα, όχι διότι ανήκει εις ωρισμένην κοινωνικήν τάξιν, αλλά δια την προσωπικήν του αξίαν, εφόσον διακρίνεται εις κάποιον κλάδον. Ούτε, εξ άλλου, εκείνος που είναι πτωχός, ημπορεί όμως να προσφέρη υπηρεσίας εις την πόλιν, ευρίσκει εμπόδιον εις τούτο, ένεκα της κοινωνικής του αφανείας. Και όχι μόνον εις τον δημόσιόν μας βίον πολιτευόμεθα με πνεύμα ελευθέριον, αλλά και εις την αναμεταξύ μας καθημερινήν επικοινωνίαν είμεθα ελεύθεροι καχυποψίας, διότι δεν αγανακτούμεν εναντίον των άλλων δι' όσα πράττουν χάριν της ευχαριστήσεώς των, ούτε προσλαμβάνομεν απέναντί των φυσιογνωμίαν σκυθρωπής αποδοκιμασίας, η οποία δεν ζημιώνει αληθώς, πληγώνει όμως. Αλλ' ενώ εις τας ιδιωτικάς μας σχέσεις αποφεύγομεν να φαινώμεθα δυσάρεστοι, εις τον δημόσιόν μας βίον αποφεύγομεν την παρανομίαν, από ευλάβειαν προ πάντων προς τας επιταγάς των εκάστοτε αρχόντων και των νόμων, εκείνων ιδίως εξ αυτών, όσοι έχουν τεθή είτε προς υπεράσπισιν των αδικουμένων, είτε, μολονότι άγραφοι, φέρουν αναμφισβήτητον όνειδος εις τους παραβάτας των.

38. "Αλλ' επί πλέον επρονοήσαμεν κατά πολλούς τρόπους και δια την ανάπαυσιν του πνεύματος από τους κόπους. Διότι έχομεν και αγώνας και ιεράς πανηγύρεις καθιερωμένας καθ' όλον το έτος και κατοικίας ευπρεπείς. Και η καθημερινή τέρψις, την οποίαν ποριζόμεθα από αυτάς, αποδιώκει τας μερίμνας της ζωής. Χάρις εις το μεγαλείον της πόλεώς μας, εξ άλλου, τα πάντα συρρέουν εις αυτήν από όλα τα μέρη του κόσμου, και συμβαίνει τοιουτοτρόπως ν' απολαμβάνωμεν τ' αγαθά των άλλων ανθρώπων, ως να ήσαν τόσον ιδικά μας, όσον και τα προϊόντα της ιδίας ημών χώρας.

39. "Διαφέρομεν δ' επίσης από τους αντιπάλους και ως προς την άσκησιν εις τα πολεμικά πράγματα κατά τούτο, ότι δηλαδή πρώτον μεν έχομεν τας πύλας της πόλεώς μας ανοικτάς εις όλους, και ουδέποτε δια ξενηλασίας εμποδίζομεν κανένα να μάθη ή ίδη κάτι τι, εκ φόβου μήπως, εάν δεν το κρύψωμεν, το ίδη κανείς από τους εχθρούς μας και ωφεληθή. Διότι την εμπιστοσύνην μας στηρίζομεν όχι εις τας προετοιμασίας ή εις τα πολεμικά τεχνάσματα, αλλ' εις την προσωπικήν μας κατά την ώραν της δράσεως ευψυχίαν. Έπειτα δε, προκειμένου περί της ανατροφής, εκείνοι μεν από της παιδικής ηλικίας δι' επιπόνου ασκήσεως επιδώκουν να γίνουν ανδρείοι, ενώ ημείς μολονότι ακολουθούμεν τρόπον ζωής αβίαστον, είμεθα εξ ίσου ικανοί να προκινδυνεύωμεν, αγωνιζόμενοι προς ισοπάλους εχθρούς. Απόδειξις τούτου είναι ότι ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν εναντίον του εδάφους μας, όχι μόνοι, αλλά με όλους τους συμμάχους των, ημείς εκστρατεύομεν εναντίον των άλλων μόνοι, και μολονότι πολεμούμεν εις ξένην χώραν εναντίον ανθρώπων προασπιζόντων το ίδιον έδαφος τους νικώμεν κατά κανόνα χωρίς δυσκολίαν. Προσθέσατε εις τούτο ότι κανείς από τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισεν ηνωμένην την δύναμίν μας, διότι κατά τον ίδιον καιρόν όχι μόνον δια το ναυτικόν μας φροντίζομεν, αλλά και κατά ξηράν εκπέμπομεν εις παλλάς επιχειρήσεις στρατιώτας από τους ιδικούς μας πολίτας. Όταν, εν τούτοις, οι εχθροί μας συγκρουσθούν οπουδήποτε προς τμήμα της δυνάμεώς μας, εάν μεν νικήσουν, καυχώνται ότι μας ενίκησαν όλους, εάν δε ηττηθούν, ότι ενικήθησαν από όλους. Τωόντι, εφόσον προτιμώμεν ν' αντιμετωπίζωμεν τους κινδύνους με άνεσιν μάλλον παρά κατόπιν επιπόνου ασκήσεως, και με ανδρείαν που απεκτήθη όχι από νομικόν καταναγκασμόν, αλλ' από τον τρόπον της ζωής μας, έχομεν το πλεονέκτημα ότι χωρίς να παραπονούμεθα προώρως χάριν μελλόντων κινδύνων, άμα ως περιέλθωμεν εις αυτούς, αναδεικνυόμεθα εξ ίσου γενναίοι όσον και οι αντίπαλοί μας, οι οποίοι υποβάλλονται εις διαρκείς μόχθους. Ούτω δε η πόλις μας είναι αξία θαυμασμού, όχι μόνον ως προς τούτο, αλλά και υπό άλλας ακόμη επόψεις.

40. "Διότι είμεθα ερασταί του ωραίου, αλλά και φίλοι συγχρόνως της απλότητος, και καλλιεργούμεν το πνεύμα μας χωρίς θυσίαν του ανδρισμού μας. Ο πλούτος, εξ άλλου, μας χρησιμεύει ως ευκαιρία μάλλον προς εκτέλεσιν έργων, παρά ως ελατήριον κομπορρημοσύνης. Ούτε θεωρούμεν εντροπήν την ομολογίαν της πενίας, αλλά μεγαλυτέραν εντροπήν το να μη καταβάλλη κανείς κάθε προσπάθειαν δια να την διαφύγη. Εις την πόλιν μας, άλλωστε, εκείνοι που επιμελούνται τας προσωπικάς των υποθέσεις δεν αμελούν δια τούτο τας δημοσίας, και μολονότι άλλοι μεν είναι απησχολημένοι εις τούτο, άλλοι δε εις εκείνο το επιτήδευμα, όλοι εννοούν επαρκώς τα πολιτικά πράγματα. Διότι μόνοι ημείς εκείνον που δεν μετέχει εις αυτά θεωρουμεν όχι φιλήσυχον, αλλ' άχρηστον πολίτην, και εφόσον δεν λαμβάνομεν οι ίδιοι την πρωτοβουλίαν των ληπτέων αποφάσεων, κρίνομεν τουλάχιστον ορθώς περί των μέτρων, τα οποία άλλοι εισηγούνται, πιστεύοντες ότι τα έργα ζημιώνει όχι η συζήτησις, αλλά το να μη διαφωτισθή κανείς προηγουμένως δια της συζητήσεως, πριν έλθη η ώρα της δράσεως. Διότι και κατά τούτο διαφέρομεν τωόντι πολύ από τους άλλους, ότι είμεθα εξαιρετικώς τολμηροί εις την δράσιν και σύγχρονως μελετώμεν οι ίδιοι κατά βάθος όσα πρόκειται να επιχειρήσωμεν, ενώ εις τους άλλους, αντιθέτως, η μεν αμάθεια γεννά θράσος, η δε σκέψις ενδοιασμόν. Εκείνοι, άλλωστε, θα εθεωρούντο δικαίως ως έχοντες μεγίστην ευψυχίαν όσοι, μολονότι έχων καθαρωτάτην αντίληψιν και των δεινών του πολέμου και των τερπνών της ειρήνης, δεν υποχωρούν, εν τούτοις, απέναντι των κινδύνων. Και ως προς την ευγένειαν ακόμη των αισθημάτων μας απέναντι των άλλων, ευρισκόμεθα εις αντίθεσιν προς τους πολλούς. Διότι τους φίλους μας επιδιώκομεν ν' αποκτήσωμεν όχι ευεργετούμενοι από αυτούς, αλλ' ευεργετούντες αυτούς. Καθόσον ο ευεργετήσας είναι φίλος ασφαλέστερος από τον ευεργετούμενον, διότι επιδιώκει δια της συνεχίσεως της προς αυτόν ευμενείας να διατηρήση την ευγνωμοσύνην του. Ενώ ο ευεργετηθείς είναι μάλλον αδιάφορος φίλος, καθόσον γνωρίζει ότι θ' ανταποδώση την προς αυτόν χάριν όχι ως εύνοιαν, αλλ' ως εξόφλησιν χρέους. Και μόνοι αφόβως ωφελούμεν άλλους όχι από υπολογισμόν δια το ιδικόν μας υλικόν συμφέρον, αλλ' από εμπιστοσύνην προς το ελευθέριον πνεύμα, από το οποίον εμπνεόμεθα.

41. "Συγκεφαλαιώνων, λοιπόν, λέγω ότι και το σύνολον της πόλεως είναι γενικόν της Ελλάδος σχολείον, και καθείς από τους συμπολίτας μας μου φαίνεται ως να συγκεντρώνη εις την προσωπικότητά του την ικανότητα να προσαρμόζεται εις τας ποικιλωτάτας εκφάνσεις της δραστηριότητος με την μεγαλυτέραν ευστροφίαν και χάριν. Και ότι τούτο δεν είναι κομπορρημοσύνη, επιβαλλομένη από την παρούσαν ευκαιρίαν, αλλά η πραγματική αλήθεια, αποδεικνύει ακριβώς η δύναμις της πόλεως, την οποίαν τα προτερήματά μας αυτά μας επροσπόρισαν. Διότι από όλας τας συγχρόνους πόλεις μόνη η πόλις των Αθηνών, όταν τεθή υπό δοκιμασίαν, αποδεικνύεται ανωτέρα της φήμης της, και αυτή μόνη ούτε εις τον ηττώμενον παρέχει αφορμήν αγανακτήσεως, διότι ενικήθη από τοιούτον εχθρόν, ούτε εις τους υπηκόους αφορμήν παραπόνου, ότι κυβερνώνται από αναξίους. Με το να δώσωμεν δε καταφανείς αποδείξεις της δυνάμεώς μας, της οποίας άλλως τε τόσοι τωόντι υπάρχουν αψευδείς μάρτυρες, θα είμεθα αντικείμενον θαυμασμού και δια τους συγχρόνους και δια τους μεταγενεστέρους, χωρίς καν να έχωμεν ανάγκην ούτε Ομήρου, δια να ψάλη τους επαίνους μας, ούτε άλλου ποιητού, ο οποίος δια των στίχων του ημπορεί να τέρψη προς στιγμήν, αλλά του οποίου η φαντασιώδης παράστασις των γεγονότων θα διαψευσθή από την αλήθειαν των πραγμάτων, αφού εξηναγκάσαμεν κάθε θάλασσαν και κάθε γην ν' ανοιχθή εις την ημετέραν τόλμην, και εγκατεσπείραμεν παντού αιώνια μνημεία ανδραγαθιών εναντίον εχθρών και υπέρ φίλων. Υπέρ τοιαύτης λοιπόν πόλεως μαχόμενοι έπεσαν οι προκείμενοι νεκροί, διότι έκριναν μεγαλοφρόνως καθήκον των να μη επιτρέψουν να τους αφαιρεθή αυτή, και καθείς από ημάς τους επιζώντας είναι πρόθυμος φυσικά να υποφέρη τα πάντα προς χάριν της.

42. "Δια τούτο ακριβώς και επεξετάθην περισσότερον εις τα του μεγαλείου της πόλεως, διότι ηθέλησα να σας δείξω ότι τα άθλα, δια τα οποία αγωνιζόμεθα, είναι πολύ μεγαλύτερα από εκείνα, δια τα οποία αγωνίζονται όσοι δεν απολαύουν όμοια με αυτά πλεονεκτήματα, και συγχρόνως να καταδείξω δια πραγματικών αποδείξεων τον έπαινον των ανδρών αυτών εδώ, προς τιμήν των οποίων ομιλώ σήμερον. Και τωόντι το μεγαλύτερον μέρος του εγκωμίου των ελέχθη ήδη. Διότι τα ανδραγαθήματα αυτών και των ομοίων των προσέδωσαν νέαν λάμψιν εις την δόξαν της πόλεως, την οποίαν ύμνησα, και ολίγοι υπάρχουν Έλληνες, των οποίων η φήμη θα ημπορούσε να δειχθή εξ ίσου ισόρροπος προς τα έργα, όσον των προκειμένων νεκρών. Νομίζω, άλλωστε, ότι τοιούτος θάνατος, όπως ο των ανδρών αυτών εδώ, αποδεικνύει ηρωϊσμόν, είτε ως αποκαλύπτων αυτόν δια πρώτην φοράν, είτε ως επισφραγίζων αυτόν τελειωτικώς. Διότι δι' εκείνους, οι οποίοι υπό άλλας τυχόν επόψεις είναι κακοί, δίκαιον είναι η κατά τους πολέμους επιδειχθείσα ανδραγαθία να εκτιμάται περισσότερον από κάθε άλλο. Διότι, αποσβέσαντες το κακόν δια του καλού, παρέσχον εις την πατρίδα μεγαλυτέραν ωφέλειαν από την ζημίαν που επροξένησαν ως ιδιώται. Κανείς, εν τούτοις, από τους άνδρας αυτούς εδώ δεν επροτίμησε την συνέχισιν της απολαύσεως του πλούτου, ώστε να δειχθή δειλός, ούτε εζήτησε ν' αναβάλη την τρομεράν ημέραν με την φυσικήν εις τον πτωχόν ελπίδα ότι ημπορεί ακόμη, εάν επιζήση, να πλουτίση. Αλλά θεωρήσαντες ότι η τιμωρία των εχθρών ήτο πολύ πλέον ποθητή παρά τα πράγματα αυτά, και ότι δεν ημπορούσαν να εκθέσουν την ζωήν των χάρις ευγενεστέρας υποθέσεως, απεφάσισαν, διακινδυνεύοντες αυτήν, να εκδικηθούν μεν εκείνους, παραιτήσουν δε όλα τα λοιπά. Και ενεπιστεύθησαν μεν εις την ελπίδα το άδηλον της επιτυχίας του αγώνος, αλλ' ό,τι αφορά εις τον παρόντα και προ των οφθαλμών των κίνδυνον, εστηρίχθησαν μόνον εις εαυτούς και το προσωπικόν των θάρρος. Και όταν ευρέθησαν εις το μέσον του κινδύνου, κρίνοντες προτιμότερον ν' αποθάνουν υπερασπίζοντες εαυτούς παρά να σωθούν υποχωρούντες, απέφυγαν μεν το όνειδος της δειλίας, αντιμετώπισαν όμως ψυχή τε και σώματι τον κίνδυνον, και συγχρόνως εις στιγμήν ωρισμένην υπό της ειμαρμένης μετήλλαξαν βίον, όχι τρέμοντες από φόβον αλλά περιβαλλόμενοι από τον φωτοστέφανον της δόξης.

43. "Και αυτοί μεν εδείχθησαν τοιουτοτρόπως άξιοι της πόλεως. Σεις, εξ' άλλου, οι επιζώντες οφείλετε να θεωρήσετε καθήκον σας, όπως επιδείξετε προς τους εχθρούς φρόνημα όχι ολιγώτερον τολμηρόν, μολονότι πρέπει να εύχεστε όπως τούτο οδηγήση εις έκβασιν ολιγώτερον ολεθρίαν. Την ωφέλειαν δε τούτου οφείλετε να κρίνετε όχι απλώς επί τη βάσει των λόγων ρήτορος, ο οποίος ημπορούσε να μακρηγορήση, εκθέτων προς ανθρώπους γνωρίζοντας εξ ίσου καλά όσον και εκείνος όλα τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η απόκρουσις του εχθρού. Αλλ' οφείλετε μάλλον καθ' εκάστην να προσηλώνετε τα βλέμματά σας προς τας ορατάς εκδηλώσεις της δυνάμεως της πόλεως, έως ότου γίνετε θαυμασταί της. Και όταν εμπνευσθήτε από την θέαν του μεγαλείου της, να σκεφθήτε ότι όλα αυτά τα απέκτησαν άνδρες τολμηροί, οι οποίοι εγνώριζαν τί έπρεπε να πράξουν και κατά την ώραν του κινδύνου ωδηγούντο από υψηλόν αίσθημα τιμής, και οι οποίοι, εάν ποτέ ήθελαν αποτύχει εις καμμίαν επιχείρησιν, έκριναν αποφασιστικώς ότι η πατρίς των τουλάχιστον δεν έπρεπε να στερηθή την ανδρείαν των, και προσέφεραν την ζωήν των ως τον ενδοξότερον υπέρ αυτής έρανον. Καθόσον, θυσιάζοντες την ζωήν των δια το κοινόν καλόν, εκέρδιζαν υπέρ εαυτών τον αθάνατον έπαινον, και τάφον επισημότατον, όχι τόσον τον τάφον, εις τον οποίον κείνται, όσον εκείνον, εις τον οποίον η δόξα των επιζή αείμνηστος, πανηγυριζομένη είτε δια λόγων, είτε δια τελετών εις κάθε ευκαιρίαν. Διότι των επιφανών ανδρών τάφος είναι όλη η γη, και δεν διαμνημονεύονται αυτοί μόνον εις την ιδικήν των πατρίδα δι' επιτυμβίων στηλών και επιγραφών, αλλά και εις την ξένην διατηρείται άγραφος η μνήμη των, χαραγμένη εις το πνεύμα εκάστου μάλλον παρά εις υλικά μνημεία. Τους άνδρας αυτούς οφείλετε να μιμηθήτε, και θεωρούντες ότι θεμέλιον της ευτυχίας είναι η ελευθερία, και της ελευθερίας η ευψυχία, μη αποβλέπετε με ανησυχίαν εις τους κινδύνους του πολέμου. Διότι όσοι είναι δυστυχείς και ούτε εις περίπτωσιν νίκης έχουν ελπίδα καλυτέρων ημερών, έχουν ολιγώτερον λόγον να δείχνωνται αφειδείς της ζωής των, παρά εκείνοι, οι οποίοι, εάν εξακολουθήσουν ζώντες, τρέχουν τον κίνδυνον να μεταπέσουν από την ευτυχίαν εις την δυστυχίαν, και οι οποίοι, εάν νικήσουν, έχουν να χάσουν περισσότερον από κάθε άλλον. Καθόσον εις άνδρα έχοντα γενναίον φρόνημα, είναι αλγεινοτέρα η ταπείνωσις, την οποίαν προκαλεί η δειλία, παρά ο ανώδυνος θάνατος, ο επερχόμενος εις στιγμήν που είναι γεμάτος από θάρρος και εμπνέεται συγχρόνως από την ελπίδα της νίκης της πατρίδος.

44. "Δια τούτο και τους γονείς των σήμερον θαπτομένων - όσοι παρίστασθε εδώ- δεν οικτείρω, αλλά θα προσπαθήσω μάλλον μόνον να παραμυθήσω. Γνωρίζετε τωόντι ότι η ζωή σας διήλθεν εν μέσω ποικίλων μεταβολών της τύχης, ενώ ευτυχείς πρέπει να θεωρούνται εκείνοι, εις τους οποίους η μοίρα ήθελεν επικλώσει τόσον τιμητικόν θάνατον, όπως των προκειμένων νεκρών, ή τόσον τιμητικόν πένθος, όπως το ιδικόν σας, και εκείνοι, των οποίων η ζωή προσεμετρήθη ούτως, ώστε το όριον της ευδαιμονίας να συμπέση προς την στιγμήν του θανάτου. Γνωρίζω αληθώς ότι είναι δύσκολον να σας πείσω, αφού την απώλειάν σας θα υπενθυμίζουν πολλάκις αι ευτυχίαι των άλλων, τας οποίας και σεις προηγουμένως απελαύσατε. Και λυπείται κανείς όχι δια την τυχόν έλλειψιν αγαθών, τα οποία δεν εδοκίμασεν, αλλά δια την αφαίρεσιν εκείνων, εις τα οποία είχε συνηθίσει. Αλλ' όσοι είσθε ακόμη εις ηλικίαν προς παιδοποιίαν, πρέπει να υπομένετε την συμφοράν με μεγαλυτέραν καρτερίαν, με την ελπίδα αποκτήσεως και άλλων τέκνων. Διότι η νέα τεκνοποιία όχι μόνον ατομικώς θα κάμη πολλούς να λησμονήσουν τους νεκρούς των, αλλά και εις την πόλιν θα παράσχη διττήν ωφέλειαν, και λόγω μη ελαττώσεως του πληθυσμού και λόγω ασφαλείας. Διότι δεν είναι δυνατόν να έχουν την ιδίαν αξίαν ή να είναι επίσης δίκαιαι αι περί των δημοσίων πραγμάτων γνώμαι εκείνων, όσοι δεν έχουν, όπως οι άλλοι, τέκνα δια να μετάσχουν των ιδίων κινδύνων. Όσοι, εξ άλλου, είσθε γέροντες, πρέπει να νομίζετε ότι ο μεν ήδη διανυθείς μακρότερος βίος, κατά τον οποίον υπήρξατε ευτυχείς, είναι κέρδος, ο δε παρών θα είναι σύντομος, και ν' ανακουφίζεσθε με την δόξαν των νεκρών αυτών εδώ. Διότι μόνον η αγάπη των τιμών δεν γηράσκει ποτέ, και όταν κανείς φθάση εις την άκαρπον περίοδον της ζωής, όχι τόσον το κέρδος, όπως μερικοί ισχυρίζονται όσον αι τιμαί παρέχουν την μεγαλυτέραν τέρψιν.

45. "Δι' όσους δε από τους παρόντας είσθε τέκνα ή αδελφοί των πεσόντων, βλέπω τον αγώνα της προς αυτούς αμίλλης του να φανήτε αντάξιοι των δυσχερή (διότι τους νεκρούς συνηθίζουν οι πάντες να εγωμιάζουν), και οσονδήποτε υπέροχον ανδρείαν και αν επιδείξετε, μόλις θα θεωρηθήτε δεν λέγω βέβαια όμοιοι, αλλ' ολίγον κατώτεροι απ' αυτούς. Διότι, μεταξύ των ζώντων επικρατεί φθόνος προς τους αντιπάλους, ενώ εκείνοι που δεν αποτελούν πλέον εμπόδιον δια τους άλλους τιμώνται πάντοτε δι' ευνοίας, κατά της οποίας κανείς δεν αντιτάσσεται. Αλλ' εάν πρέπη να μνημονεύσω οπωσδήποτε και την αρετήν των γυναικών εκείνων, όσαι του λοιπού θα ζήσουν ως χήραι, θα συγκεφαλαιώσω την προς αυτάς παραίνεσίν μου εις τας ολίγας αυτάς λέξεις. Μεγάλη αληθώς θα είναι η δόξα δια σας, εάν δεν δειχθήτε κατώτεραι της γυναικείας φύσεως, και επίσης μεγάλη δι' εκείνας από σας, περί των αρετών ή ελαττωμάτων των οποίων όσον το δυνατόν ολιγώτερος γίνεται λόγος μεταξύ των ανδρών.

46. "Εξεπλήρωσα το υπό του νόμου επιβαλλόμενον καθήκον, εκθέσας δια του λόγου μου όσα είχα πρόσφορα προς τιμήν των πεσόντων, οι οποίοι άλλωστε και δι' έργων ετιμήθησαν ήδη, εν μέρει μεν δια της δημοσίας ταφής, εν μέρει δε λόγω του ότι η πόλις αναλαμβάνει από τούδε να διαθρέψη δημοσία δαπάνη τα τέκνα των, μέχρις ότου ενηλικιωθούν, ορίζουσα τοιουτοτρόπως ως βραβείον των τοιούτων αγώνων στέφανον ωφέλιμον και δια τους πεσόντας και δια τους επιζώντας. Διότι όπου μέγιστα ορίζονται βραβεία αρετής, εκεί και άριστοι πολίται οικούν την πόλιν. Και τώρα, αφού έκαστος εξ υμών εθρήνησεν αρκετά τον νεκρόν του απέλθετε εις τα ίδια".

ΕΤΟΣ 2ον: 430 - 429 π.Χ.

[Επεξεργασία]

47. Εισβολή των Πελοποννησίων εις την Αττικήν. Ο λοιμός

Κατά τοιούτον τρόπον έγινεν η τελετή του ενταφιασμού κατά τον χειμώνα τούτον, μετά την λήξιν του οποίου έληξε και το πρώτον έτος του πολέμου. Ευθύς δε με την αρχήν του επομένου θέρους, οι Πελοποννήσιοι και λοιποί σύμμαχοι, με τα δύο τρίτα των δυνάμεών των, όπως και την πρώτην φοράν, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου, υιού του Ζευξιδάμου, εισέβαλαν εις την Αττικήν, όπου στρατοπευδεύσαντες ήρχισαν να ερημώνουν την γην. Και πριν παρέλθουν πολλαί ημέραι από της εισβολής, παρουσιάσθη δια πρώτην φοράν εις τας Αθήνας ο λοιμός, ο οποίος ελέγετο μεν ότι είχεν ενσκήψει προηγουμένως πολλαχού, και εις την Λήμνον και εις άλλας χώρας, αλλά πουθενά δεν εμνημονεύετο λοιμώδης νόσος τοιαύτης εκτάσεως, ούτε φθορά ανθρώπων τόσον μεγάλη. Διότι ούτε ιατροί, οι οποίοι, αγνοούντες την φύσιν της ασθενείας, επεχείρουν δια πρώτην φοράν να την θεραπεύσουν, αλλ' απέθνησκαν οι ίδιοι μάλλον, καθόσον και περισσότερον ήρχοντο εις επαφήν με αυτήν, ούτε άλλη καμμία ανθρωπίνη τέχνη ηδύνατο να βοηθήση. Ό,τι αφορά, εξ άλλου, τας προς τους θεούς παρακλήσεις ή τας προς τα μαντεία επικλήσεις και τα τοιαύτα, τα πάντα ήσαν ανωφελή, και επί τέλους οι άνθρωποι, καταβληθέντες από το κακόν παρητήθησαν αυτών.

48. Η νόσος ήρχισε το πρώτον, ως λέγεται, από την νοτίως της Αιγύπτου κειμένην Αιθιοπίαν, από όπου κατέβη έπειτα εις την Αίγυπτον και την Λιβύην και επεξετάθη εις το πλείστον μέρος της Περσικής αυτοκρατορίας. Εις δε την πόλιν των Αθηνών ενέσκηψεν αιφνιδίως και προσέβαλε κατά πρώτον τους κατοίκους του Πειραιώς, και δια τούτο ελέχθη από αυτούς ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίψει δηλητήριον εις τας δεξαμενάς, διότι κρήναι δεν υπήρχαν ακόμη εκεί. Αλλ' ύστερον έφθασε και εις την άνω πόλιν και από τότε ηύξησε μεγάλως η θνησιμότης. Καθείς δε, είτε ιατρός, είτε άπειρος της ιατρικής, ημπορεί, αναλόγως της ατομικής του κρίσεως, να ομιλή περί της πιθανής προελεύσεώς της και περί των αιτίων, τα οποία νομίζει ικανά να επιφέρουν τοιαύτην διατάραξιν των υγιεινών συνθηκών. Αλλ' εγώ, που και ο ίδιος έπαθα από την νόσον, και με τα ίδια τα μάτια μου είδα άλλους πάσχοντας, θα εκθέσω την πραγματικήν της πορείαν και θα περιγράψω τα συμπτώματά της, η ακριβής παρατήρησις των οποίων θα επιτρέψη ασφαλέστερον εις τον καθένα που θα ήθελε να τα σπουδάση επιμελώς να κάμη την διάγνωσίν της, εάν ποτέ ήθελε και πάλιν ενσκήψει.

49. Το έτος τωόντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ' εξοχήν απηλλαγμένον από άλλας ασθενείας. Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν προηγουμένως από καμμίαν άλλην ασθένειαν, όλαι κατέληγαν εις αυτήν. Όσοι, εξ άλλου, ήσαν ως τότε υγιείς, χωρίς καμμίαν φανεράν αιτίαν προσεβάλλοντο αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν πυρετόν και ερυθήματα και φλόγωσιν των οφθαλμών, και το εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και η γλώσσα εγένοντο ευθύς αιματώδη, και η εκπνοή ήτο αφύσικος και δυσώδης. Κατόπιν των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί και βραχνάδα, και μετ' ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος, συνοδευόμενον από ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον, επροκάλει ναυτίαν και ταύτην επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα ταλαιπωρίαν, εμετοί χολής, όσοι περιγράφονται υπό των ιατρών. Και εις άλλους μεν αμέσως, εις άλλους δε πολύ βραδύτερον, παρουσιάζετο τάσις προς εμετόν ατελεσφόρητος, προκαλούσα ισχυρόν σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν κατέπαυεν, εις άλλους δε εξηκολούθει επί πολύ. Το σώμα εξωτερικώς δεν παρουσιάζετο πολύ θερμόν εις την αφήν, ούτε ήτο ωχρόν, αλλ' υπέρυθρον, πελιδνόν, έχον εξανθήματα μικρών φλυκταινών και ελκών. Εσωτερικώς όμως εθερμαίνετο τόσον πολύ ώστε οι ασθενείς δεν ηνείχοντο ούτε ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και επέμεναν να είναι γυμνοί, και μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν ημπορούσαν να ριφθούν εντός ψυχρού ύδατος. Πολλοί δε πράγματι, οι οποίοι είχαν μείνει ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν εις δεξαμενάς, διότι κατετρύχοντο από δίψαν άσβεστον, αφού και το πολύ και το ολίγον ποτόν εις ουδέν ωφέλει. Και η αδυναμία του ν' αναπαυθούν, καθώς και η αϋπνία, τους εβασάνιζαν διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος ήτο εις την ακμήν της, δεν κατεβάλλετο, αλλ' αντείχε καταπληκτικώς εις την ταλαιπωρίαν, ώστε ή απέθνησκαν οι πλείστοι την εβδόμην ή ενάτην ημέραν εκ του εσωτερικού πυρετού, πριν εξαντληθούν εντελώς αι δυνάμεις των, ή, εάν διέφευγαν την κρίσιν, η νόσος κατήρχετο περαιτέρω εις την κοιλίαν και επροκάλει ισχυράν έλκωσιν, και συγχρόνως επήρχετο ισχυρά διάρροια, ούτως ώστε κατά το μεταγενέστερον τούτο στάδιον οι πολλοί απέθνησκαν από εξάντλησιν. Διότι το νόσημα, αφού ήρχιζεν από την κεφαλήν, όπου το πρώτον εγκαθίστατο, εξετείνετο βαθμηδόν εφ' όλου του σώματος, και αν κανείς ήθελε διαφύγει τον θάνατον, προσέβαλλε τα άκρα, όπου άφινε τα ίχνη του. Καθόσον το νόσημα προσέβαλλε και τα αιδοία και τα άκρα των χειρών και ποδών, και πολλοί χάνοντες αυτά εσώζοντο, μερικοί μάλιστα έχαναν και τους οφθαλμούς. Άλλοι πάλιν, ευθύς μετά την θεραπείαν, επάθαιναν γενικήν αμνησίαν και δεν ανεγνώριζαν ούτε εαυτούς, ούτε τους οικείους των.

50. Ο χαρακτήρ τωόντι της νόσου ήτο τοιούτος, ώστε δεν ημπορεί να περιγραφή επαρκώς δια λόγων, και όχι μόνον η σφοδρότης της προσβολής εκάστου κρούσματος υπερέβαινε γενικώς την ανθρωπίνην αντοχήν, αλλά και κατά τούτο απεδείχθη σαφέστατα ότι δεν επρόκειτο δια καμμίαν από τας συνήθεις ανθρωπίνας ασθενείας, καθόσον τα όρνεα και τα τετράποδα, όσα τρώγουν τα ανθρώπινα πτώματα, μολονότι πολλοί νεκροί έμεναν άταφοι, ή δεν επλησίαζαν αυτούς, ή αν έτρωγαν από τα πτώματα, εψοφούσαν. Απόδειξις τούτου είναι η αναμφισβήτητος εξαφάνισις των ορνέων τούτων, τα οποία δεν έβλεπε κανείς ούτε πέριξ των πτωμάτων, ούτε αλλού πουθενά. Ενώ προκειμένου περί των σκύλων, το αποτέλεσμα ήτο ακόμη περισσότερον καταφανές, ως εκ του ότι συμβιούν με τους ανθρώπους.

51. Τοιούτος λοιπόν ήτο ο γενικός χαρακτήρ της ασθενείας, διότι παραλείπω πολλά άλλα ασυνήθη συμπτώματα, κατά τα οποία τα καθέκαστα κρούσματα διέφεραν τα μεν από τα δε. Και εφόσον διήρκει η νόσος, καμμία άλλη από τας συνήθεις ασθενείας δεν παρηνώχλει τους κατοίκους, εάν δε τυχόν παρουσιάζετο κανέν κρούσμα, απέληγεν εις αυτήν. Και άλλοι, μεν απέθνησκαν ένεκα ανεπαρκούς νοσηλείας, άλλοι όμως μολονότι υπεβάλλοντο εις επιμελεστάτην τοιαύτην. Αλλ' ουδέ και κανέν φάρμα-κον, δύναμαι σχεδόν να είπω, ευρέθη, του οποίου η χρήσις να είναι αποτελεσματική, διότι εκείνο που ωφελεί τον ένα, αυτό το ίδιον έβλαπτε τον άλλον, και καμμία ιδιοσυγκρασία, όπως απεδείχθη, δεν ήτο αρκετά ισχυρά δια να αντισταθή, ή αρκετά ασθενής, όπως αποφύγη την ασθένειαν, αλλά όλοι αδιακρίτως υπέκυπταν εις αυτήν, και εκείνοι ακόμη, που εθεραπεύοντο με πάσαν ιατρικήν επιμέλειαν. Και το φοβερώτερον εις όλην αυτήν την ασθένειαν ήτο όχι μόνον η αποθάρρυνσις των θυμάτων, όταν αντελαμβάνοντο ότι προσεβλήθησαν από την νόσον (διότι το πνεύμα των παρεδίδετο αμέσως εις απελπισίαν και εγκατέλειπαν εαυτούς εις την τύχην και δεν ανθίσταντο κατά της ασθενείας), αλλά και το γεγονός ότι νοσηλεύοντες ο εις τον άλλον, εμολύνοντο και απέθνησκαν ωσάν πρόβατα. Και τούτο προεκάλει τους περισσοτέρους θανάτους, διότι ή απέφευγαν εκ φόβου να επικοινωνούν προς αλλήλους και οι ασθενείς απέθνησκαν εγκαταλελειμμένοι, εις τρόπον ώστε πολλαί κατοικίαι ερημώθησαν δι' έλλειψιν νοσηλείας, είτε επικοινωνούσαν και απέθνησκαν εκ της μολύνσεως. Η τελευταία αυτή τύχη επεφυλάσσετο ιδίως εις τους οπωσδήποτε αντιποιουμένους ευγένειαν αισθημάτων, διότι, θεωρούντες τούτο καθήκον τιμής, επεσκέπτοντο τους φίλους των, αψηφούντες τον προσωπικόν κίνδυνον, ενώ αντιθέτως οι ίδιοι οι συγγενείς, καταβαλλόμενοι από το μέγεθος της συμφοράς, εβαρύνοντο επί τέλους και παρήτουν και αυτούς τους θρήνους υπέρ των αποθνησκόντων. Ακόμη όμως περισσότερον ευσπλαχνίζοντο τους θνήσκοντας και τους ασθενείς όσοι είχαν θεραπευθή από την νόσον διότι και εγνώριζαν αυτήν εξ ιδίας πείρας και ήσαν του λοιπού οι ίδιοι πλήρεις θάρρους, καθόσον η νόσος δεν προσέβαλλε δις τον ίδιον άνθρωπον, μετά κακής τουλάχιστον εκβάσεως. Και όχι μόνον εμακαρίζοντο αυτοί από τους άλλους, αλλά και οι ίδιοι, ένεκα της υπερβολής της παρούσης χαράς των, είχαν ως προς το μέλλον κάποιαν επιπολαίαν ελπίδα, ότι δεν θ' απέθνησκαν πλέον ούτε από άλλην ασθένειαν.

52. Αλλά την εκ της νόσου ταλαιπωρίαν επηύξησεν η συγκέντρωσις του πληθυσμού της υπαίθρου χώρας εντός της πόλεως. Οι νεωστί ιδίως εισελθόντες υπέφεραν περισσότερον. Διότι δια την έλλειψιν οικιών ηναγκάζοντο να ζουν εντός παραπηγμάτων πνιγηρών ως εκ του θέρους, και οι θάνατοι επήρχοντο εν τω μέσω μεγάλης αταξίας. Νεκροί έκειντο οι μεν επί των δε, και ημιθανείς εκυλίοντο εντός των δρόμων προς όλας τας κρήνας, ως εκ της ασβέστου δίψης, και οι ιεροί περίβολοι, εντός των οποίων είχαν κατασκηνώσει, ήσαν πλήρεις νεκρών, οι οποίοι απέθνησκαν εντός αυτών. Διότι επειδή το κακόν τους κατεβασάνιζεν, οι άνθρωποι, μη γνωρίζοντες ποίον θα είναι το τέλος των, ολιγώρως είχον προς πάντα θείον και ανθρώπινον νόμον. Ως εκ τούτου τα έθιμα, προς τα οποία συνεμορφώνοντο έως τότε, προκειμένου περί ενταφιασμού, κατεπατήθησαν όλα, και καθείς έθαπτε τους νεκρούς του όπως ημπορούσε. Πολλοί μάλιστα, ένεκα ελλείψεως των απαιτουμένων δια την ταφήν υλικών, λόγω του ότι πολλοί εκ της οικογενείας των είχαν ήδη προαποθάνει, προσέφευγαν εις μέσα ταφής βδελυρά. Διότι άλλοι μεν απέθεταν πρώτον τον ιδικόν των νεκρόν επί ξένης πυράς και την ήναπταν, προλαμβάνοντες εκείνους που την είχαν στήσει, άλλοι δε, ενώ νεκρός εκαίετο ήδη, έρριπταν επάνω εκείνον που έφεραν και έφευγαν.

53. Αλλ' η νόσος εισήγαγε προσέτι και άλλας χειροτέρας μορφάς ανομίας εις την πόλιν. Διότι πολλοί, οι οποίοι προηγουμένως απέκρυπταν την επίδοσίν των εις αθεμίτους ηδονάς, παρεδίδοντο ήδη εις αυτάς χωρίς καμμίαν επιφύλαξιν, καθόσον έβλεπαν πόσον αιφνίδια ήτο η μετάπτωσις, αφ' ενός μεν των πλουσίων, οι οποίοι εξαίφνης απέθνησκαν, αφ' ετέρου δε των τέως εντελώς απόρων, οι οποίοι εις μίαν στιγμήν υπεισήρχοντο εις τας περιουσίας εκείνων. Ως εκ τούτου, απεφάσιζαν να χαρούν την ζωήν των όσον ημπορούσαν ταχύτερον, επιδιδόμενοι εις τας απολαύσεις, διότι εθεώρουν και την ζωήν και τον πλούτον εξ ίσου εφήμερα. Και κανείς δεν ήτο διατεθειμένος να υποβάλλεται προκαταβολικώς εις ταλαιπωρίας προς επιδίωξιν σκοπού, τον οποίον ενόμιζεν ενάρετον, αφού εθεώρει αμφίβολον, αν θα επιζήση δια να πραγματοποιήση αυτόν, μόνον δε ό,τι παρείχεν άμεσον απόλαυσιν και ό,τι καθ' οιονδήποτε τρόπον ωδήγει εις τούτο κατήντησε να θεωρήται και ενάρετον και χρήσιμον. Αλλά φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων κανείς δεν τους συνεκράτει, αφ' ενός μεν διότι βλέποντες ότι όλοι εξ ίσου απέθνησκαν, έκριναν ότι καμμία δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ ευσεβείας και ασεβείας, εξ άλλου δε, επειδή κανείς δεν επίστευεν ότι θα επιζήση, δια να δώση λόγον των εγκλημάτων του και τιμωρηθή δι' αυτά. Τουνοντίον, όλοι εθεώρουν ότι η ήδη κατεψηφισμένη κατ' αυτών και επί των κεφαλών των επικρεμαμένη τιμωρία ήτο πολύ βαρυτέρα, και ότι πριν επιπέση κατ' αυτών, εύλογον ήτο να χαρούν οπωσδήποτε την ζωήν των.

54. Εις τοιαύτην συμφοράν περιπεσόντες οι Αθηναίοι, εταλαιπορούντο, καθόσον και εντός της πόλεως η θνησιμότης ήτο μεγάλη και εκτός αυτής τα κτήματά των ερημώνοντο. Μερικοί μάλιστα κατά την διάρκειαν της δυστυχίας ενθυμήθησαν, όπως ητο φυσικόν, τον επόμενον στίχον, περί του οποίου οι πρεσβύτεροι απ' αυτούς εβεβαίωναν, ότι εψάλλετο εις παλαιοτέραν εποχήν: "θα έλθη δωρικός πόλεμος και λοιμός μαζί μ' αυτόν". Είναι αληθές ότι αντέτειναν μερικοί ότι ο παλαιός στίχος ωμιλούσε περί λιμού και όχι λοιμού, αλλ' επί του παρόντος επεκράτησε φυσικά η γνώμη ότι η λέξις, της οποίας είχε γίνη χρήσις εις το άσμα, ήτο λοιμός, καθόσον οι άνθρωποι εμνημόνευαν τον στίχον σύμφωνα με τα παθήματά των. Αλλ' εάν ποτέ επέλθη άλλος δωρικός πόλεμος μετά τον σημερινόν, και συμπέση να επέλθη λιμός, μου φαίνεται πιθανόν ότι τον στίχον θα ψάλλουν με την λέξιν αυτήν. Ενθυμήθησαν επίσης, όσοι τον εγνώριζαν και τον προς τους Λακεδαιμονίους χρησμόν, όταν εις ερώτησίν των προς τον θεόν, εάν πρέπη να πολεμήσουν, ούτος απήντησεν, ότι εάν διεξαγάγουν τον πόλεμον με όλας των τας δυνάμεις, θα νικήσουν, βεβαιών συνάμα ότι και αυτός θα τους βοηθήση. Όσον λοιπόν αφορά τον χρησμόν, τα τότε συμβαίνοντα εθεώρουν σύμφωνα με τας προβλέψεις του. Το βέβαιον είναι ότι η νόσος ήρχισεν ευθύς μετά την εισβολήν των Πελοποννησίων, και εις μεν την Πελοπόννησον δεν επεξετάθη, τουλάχιστον εις βαθμόν άξιον λόγου, αλλ' εθέρισε προ πάντων μεν τας Αθήνας, έπειτα δε και μερικούς πολυανθρωποτέρους συνοικισμούς. Τοιαύτη υπήρξεν η πορεία της νόσου.

55. Δενδροτόμησις της Αττικής

Οι Πελοποννήσιοι, εξ άλλου, αφού εδενδροτόμησαν την πεδιάδα, προήλασαν εις την περιφέρειαν την καλουμένην Παραλίαν, μέχρι του Λαυρίου, όπου ευρίσκονται τ' αργυρούχα μεταλλεία των Αθηναίων. Και πρώτον μεν εδενδροτόμησαν το μέρος που βλέπει προς την Πελοπόννησον, έπειτα δε το μέρος που αντικρύζει την Εύβοιαν και την Άνδρον. Ο Περικλής, ο οποίος ήτο και τότε στρατηγός, είχε την ιδίαν γνώμην, όπως και κατά την προηγουμένην εισβολήν, ότι δεν έπρεπεν οι Αθηναίοι να εξέλθουν, δια να συνάψουν μάχην.

56. Οι Αθηναίοι κατά της Πελοποννήσου

Αλλ' ενώ ακόμη ήσαν εις την πεδιάδα, πριν προχωρήσουν εις την Παραλίαν, είχεν αρχίσει να ετοιμάζη στόλον από εκατόν πλοία προς ναυτικήν εκστρατείαν κατά της Πελοποννήσου, και όταν τα πάντα ήσαν έτοιμα, εξέπλευσεν, έχων μαζί του επί των πλοίων του στόλου τέσσαρας χιλιάδας Αθηναίους οπλίτας και τριακοσίους ιππείς, εντός πλοίων ιππαγωγών, τα οποία ήσαν παλαιά πολεμικά σκάφη, διαρρυθμισθέντα πρώτην φοράν τότε προς τον σκοπόν αυτόν. Της εκστρατείας μετείχαν και Χίοι και Λέσβιοι με πενήντα πλοία. Όταν εξέπλεεν η δύναμις αυτή των Αθηναίων, αφήκε τους Πελοποννησίους ευρισκομένους ήδη εις την Παραλίαν της Αττικής. Ελθόντες δ' εις την Επίδαυ-ρον της Πελοποννήσου, εδενδροτόμησαν το μεγαλύτερον μέρος των κτημάτων, αλλ' όταν επετέθησαν κατά της πόλεως, μολονότι ήλπιζαν να την κυριεύσουν, η επιχείρησίς των δεν ευωδώθη. Α-ποπλεύσαντες τότε εκ της Επιδαύρου, εδενδροτόμησαν τα κτήματα της Τροιζηνίδος, της Αλιάδος και της Ερμιονίδος, αι οποίαι είναι επιθαλάσσιαι περιφέρειαι της Πελοποννήσου. Και εκ-πλεύσαντες απ' εκεί, έφθασαν εις τας Πρασιάς, παραλιακήν πόλιν της Λακωνικής, και όχι μόνον εδενδροτόμησαν μέρος των κτημάτων της, αλλά και αυτήν την πόλιν εκυρίευσαν και διήρπασαν. Μετά τας επιχειρήσεις αυτάς, επέστρεψαν εις τα ίδια, εύρον όμως ότι οι Πελοποννήσιοι δεν ήσαν πλέον εις την Αττικήν, αλλ' είχαν ήδη αναχωρήσει.

57. Καθ' όλον το διάστημα, κατά το οποίον και οι Πελοποννήσιοι ήσαν εις την Αττικήν και ο Αθηναϊκός στόλος επεδίδετο εις τας επιχειρήσεις αυτάς, η νόσος επέφερε πολλάς απωλείας εις τους Αθηναίους, και τους επιβαίνοντας επί του στόλου και τους εντός της πόλεως, ώστε διεδόθη μάλιστα ότι οι Πελοποννήσιοι εξεκένωσαν την Αττικήν ταχύτερον, διότι εφοβήθησαν το νόσημα, την εντός της πόλεως ύπαρξιν του οποίου εμάνθαναν και από τους αυτομόλους, αντελαμβάνοντο δε και οι ίδιοι από τας πυράς των καιομένων νεκρών. Οπωσδήποτε, κατά την εισβολήν αυτήν έμειναν περισσότερον καιρόν παρά κάθε άλλην φοράν και εδενδροτόμησαν όλην την ύπαιθρον χώραν. Τωόντι, έμειναν εις την Αττικήν σαράντα περίπου ημέρας.

58. Συνέχισις της πολιορκίας της Ποτειδαίας

Διαρκούντος του ιδίου θέρους, ο Άγνων, υιός του Νικίου, και ο Κλεόπομπος, υιός του Κλεινίου, συστρατηγούντες μετά του Περικλέους, παραλαβόντες την στρατιωτικήν δύναμιν, την οποίαν εκείνος είχε χρησιμοποιήσει, εξέπλευσαν ευθύς μετά την επιστροφήν αυτής εναντίον της Χαλκιδικής και της Ποτειδαίας, της οποίας η πολιορκία εξηκολούθει ακόμη, και φθάσαντες εκεί, μετεχειρίσθησαν κατά της πόλεως πολιορκητικάς μηχανάς και προσεπάθουν με κάθε τρόπον να την κυριεύσουν. Αλλά καμμία επιτυχία ανάλογος προς τας προετοιμασίας των δεν συνώδευσεν ούτε τας προσπαθείας των προς άλωσιν της πόλεως, ούτε τας εναντίον της Χαλκιδικής επιχειρήσεις των. Διότι η νόσος εξηπλώθη εκεί με μεγάλην ορμήν και εβασάνιζε τον Αθηναϊκόν στρατόν, του οποίου ηραίωσε τας τάξεις, εις τρόπον ώστε και αυτοί οι στρατιώται της πρώτης εκστρατείας, οι οποίοι ήσαν έως τότε υγιείς, εκόλλησαν το νόσημα από τους στρατιώτας που είχαν έλθει με τον Άγνωνα, ενώ ο Φορμίων και οι υπ' αυτόν χίλιοι εξακόσιοι άνδρες δεν ευρίσκοντο πλέον εις την Χαλκιδικήν. Ως εκ τούτου, ο Άγνων επέστρεψε με τον στόλον του εις τας Αθήνας, αφού εντός διαστήματος σαράντα περίπου ήμερων από τους τετρακισχιλίους οπλίτας έχασε, συνεπεία της νόσου, τους χιλίους πενήντα. Οι στρατιώται, εν τούτοις, της πρώτης εκστρατείας έμειναν επί τόπου, συνεχίζοντες την πολιορκίαν της Ποτειδαίας.

59. Κατηγορίαι των Αθηναίων κατά του Περικλέους

Αλλά μετά την δεύτεραν εισβολήν των Πελοποννησίων, αι γνώμαι των Αθηναίων είχαν μεταβληθή, καθόσον και τα κτήματά των είχαν δια δευτέραν φοράν δενδροτομηθή και η νόσος μαζί με τον πόλεμον τους κατεβασάνιζε. Και τον μεν Περικλή εκατηγόρουν διότι τους παρέσυρε να πολεμήσουν, και διότι τον εθεωρούσαν αίτιον των ατυχιών, εις τας οποίας είχαν περιπέσει, επεθύμουν δε ζωηρώς να συνεννοηθούν με τους Λακεδαιμονίους, και έστειλαν μάλιστα και πρέσβεις προς αυτούς, αλλ' άνευ αποτελέσματος. Ως εκ τούτου, μη γνωρίζοντες καθόλου τί να κάμουν, επετίθεντο διαρκώς εναντίον του Περικλέους. Εκείνος όμως, επειδή έβλεπε ότι ήσαν εξηρεθισμένοι δια την παρούσαν κατάστασιν και ότι συμπεριφέροντο, όπως ακριβώς ο ίδιος είχε προείπει, συνεκάλεσε την συνέλευσιν του λαού (διότι ήτο ακόμη στρατηγός) δια να τους ενθαρρύνη και διασκεδάζων τα οργίλα αισθήματά των τους καταπραΰνη και τους εμπνεύση μεγαλυτέραν αισιοδοξίαν. Και αφού επροχώρησεν εις το βήμα, ωμίλησεν ως εξής περίπου:

60. Ο τελευταίος λόγος του Περικλέους

"Και τας εκδηλώσεις της εναντίον μου αγανακτήσεώς σας είχα προΐδει (διότι καλώς αντιλαμβάνομαι τας αιτίας αυτής), και την συνέλευσιν συνεκάλεσα ένεκα τούτου, δια να απευθύνω μερικάς υπομνήσεις και παρατηρήσεις, εφόσον αδίκως δυσφορείτε εναντίον μου, ή δεικνύετε έλλειψιν καρτερίας απέναντι των ατυχιών. Εγώ τουλάχιστον πιστεύω ότι η πόλις, η οποία ακμάζει ως σύνολον, ωφελεί περισσότερον τους ιδιώτας, παρά εάν, ενώ καθείς από τους πολίτας ευτυχή, εκείνη ως σύνολον αποτυγχάνη. Διότι άνθρωπος που ευδοκιμεί εις τας ιδιωτικάς του υποθέσεις, εάν η πατρίς του καταστραφή, χάνεται και αυτός μαζί της, ενώ είναι, πολύ μάλλον πιθανόν ότι θα σωθή, εάν κακοτυχή μεν ο ίδιος, η πατρίς του όμως ευτυχή. Αφού λοιπόν η μεν πόλις είναι ικανή να βαστά τας ατυχίας των ιδιωτών, αλλ' εις έκαστος από αυτούς ανίκανος να βαστά τας ιδικάς της, οφείλομεν όλοι να την υποστηρίξωμεν και όχι να συμπεριφερώμεθα όπως σεις τώρα, οι οποίοι, τρομαγμένοι από τας ιδιαιτέρας σας δυστυχίας, παραμελείτε το έργον της σωτηρίας της πόλεως, και κατηγορείτε όχι μόνον εμέ, ο οποίος συνεβούλευσα τον πόλεμον, αλλ' επίσης τους ιδίους εαυτούς, οι οποίοι τον συναπεφασίσατε με εμέ. Και οργίζεσθε εναντίον ανδρός τοιούτου όπως εγώ, ο οποίος νομίζω ότι είμαι ικανώτερος από κάθε άλλον όχι μόνον να διαγνώσω τα δέοντα, αλλά και να διαφωτίσω περί αυτών τους άλλους, και επί πλέον φιλόπατρις και ανώτερος χρημάτων. Διότι ο δυνάμενος να διαγνώση τα δέοντα, αλλά παραλείπει να διαφωτίση περί αυτών τους άλλους, είναι το ίδιον ως να μη αντελήφθη το πρέπον ορθώς. Όστις πάλιν έχει και τα δύο αυτά προσόντα, αλλά δεν έχει φιλοπατρίαν, δεν ημπορεί να ομιλήση με την ιδίαν αφιλοκερδή αφοσίωσιν δια το κοινόν συμφέρον. Αλλ' εάν και φιλοπατρίαν έχη, είναι όμως κατώτερος χρημάτων, τα πάντα ημπορούν να θυσιασθουν χάριν αυτών. Ώστε δεν επείσθητε ν' αναλάβετε τον πόλεμον, διότι επιστεύσατε ότι έχω τα προσόντα αυτά εις βαθμόν ανώτερον οπωσδήποτε από άλλους, δεν νομίζω ότι είναι ορθόν να κατηγορούμαι σήμερον ως πταίστης.

61. "Διότι αναγνωρίζω βέβαια ότι είναι καθαρά ανοησία ν' αποφασίζη κανείς να πολεμήση όταν, ενώ γενικώς αι υποθέσεις του βαίνουν κατ' ευχήν, έχη συγχρόνως την ελευθερίαν της εκλογής μεταξύ πολέμου και ειρήνης. Όταν όμως κανείς ευρίσκεται εις την ανάγκην που ευρέθημεν ημείς, είτε να υποταχθή και υποχωρήση αμέσως εις ξένας διαταγάς, είτε να εκτεθή εις τον κίνδυνον του πολέμου, δια να σώση την ανεξαρτησίαν του, ουδεμία αμφιβολία ότι ο αποφεύγων τον κίνδυνον είναι πλέον αξιοκατάκριτος από εκείνον που τον αντιμετωπίζει. Και εγώ μεν είμαι ο ίδιος πάντοτε και δεν μετέβαλα γνώμην, σεις όμως ηλλάξατε, καθόσον συνέβη να συμφωνήσετε μεν μαζί μου πριν πάθετε, να μετανοήτε δε τώρα που υποφέρετε, και ως εκ της αδυναμίας της παρούσης ψυχικής σας διαθέσεως, νομίζετε εσφαλμένην την πολιτικήν, την οποίαν υπεστήριξα. Αιτία τούτου είναι ότι αι μεν δυσάρεστοι συνέπειαι της πολιτικής μου είναι ήδη αισθηταί εις τον καθένα, ενώ η ωφέλεια δεν είναι καταφανής εις όλους, και ότι το πνεύμα σας είναι τόσον καταβεβλημένον, ώστε δυσκόλως ημπορεί να εγκαρτερήση εις τας ληφθείσας αποφάσεις, τώρα που επήλθε τόσον μεγάλη μεταβολή και μάλιστα απροόπτως. Διότι το αιφνίδιον και το απροσδόκητον και το παρά πάντα υπολογισμόν ερχόμενον καταβάλλει το φρόνημα, πράγμα που συνέβη και με σας, και ένεκα άλλων αιτιών και προ πάντων ένεκα της νόσου. Εφόσον, εν τούτοις, είσθε πολίται πόλεως μεγάλης και ανετράφητε με αισθήματα ανάλογα προς το μεγαλείον της, καθήκον έχετε να υπομένετε προθύμως και τας μεγαλυτέρας ακόμη συμφοράς και να μη καταστρέφετε την αγαθήν γνώμην, την οποίαν οι άλλοι έχουν δια σας. (Διότι οι άνθρωποι κρίνουν εξ ίσου αξιοκατάκριτον εκείνον που από μικροψυχίαν δεικνύεται κατώτερος της εκτιμήσεως, την οποίαν απολαμβάνει, όσον μισητόν εκείνον, ο οποίος από αλαζονείαν προβάλλει αξιώσεις επί εκτιμήσεως, η οποία δεν του ανήκει). Οφείλετε τουναντίον να λησμονήσετε τας ιδιωτικάς σας λύπας και να προσπαθήσετε να σώσετε την πόλιν.

62. "Ως προς τας ταλαιπωρίας του πολέμου και την ανησυχίαν σας μήπως αποδειχθούν μεγάλαι και επομένως δεν επικρατήσωμεν τελικώς, ας είναι αρκετά τα επιχειρήματα εκείνα, με τα οποία, όπως γνωρίζετε, πολλάκις άλλοτε απέδειξα ότι αι ανησυχίαι σας δεν είναι βάσιμοι, θα περιοριστώ δε σήμερον να εξάρω το επόμενον πλεονέκτημα, το οποίον έχετε εν σχέσει προς την ηγεμονίαν σας και το μεγαλείόν αυτής, και το οποίον ούτε σεις νομίζω εσυλλογίσθητε ποτέ έως τώρα, ούτε εγώ εμνημόνευσα εις τους προηγουμένους λόγους μου. Ούτε τώρα, άλλωστε, θα το εμνημόνευα, διότι περιέχει αξίωσιν, η οποία ημπορεί να φανή κομπαστική μάλλον, εάν δεν σας έβλεπα παραλόγως αποτεθαρρημένους. Νομίζετε, δηλαδή, ότι η ηγεμονία σας εκτείνεται μόνον επί των συμμάχων, ενώ εγώ υποστηρίζω ότι εκ των δυο διαιρέσεων της γης, των προσιτών εις τον άνθρωπον, της ξηράς δηλαδή και της θαλάσσης, της τελευταίας αυτής είσθε κυρίαρχοι, όχι μόνον ως προς το μέρος αυτής, το οποίον ήδη πραγματικώς νέμεσθε, αλλά και ως προς εκείνο, το οποίον θα ηθέλατε να εκμεταλλευθήτε προσθέτως, και με την ναυτικήν δύναμιν, την οποίαν διαθέτετε, κανείς, ούτε βασιλεύς, ουέ οιονδήποτε κράτος εκ των συγχρόνων, θα σας εμποδίση να πλεύσετε όπου θέλετε. Δι' εκείνον επομένως που κρίνει ορθώς, η ναυτική σας δύναμις δεν ισοφαρίζει απλώς την ωφέλειαν των οικιών και αγρών, των οποίων η στέρησις σας φαίνεται μεγάλη, αλλ' είναι πολύ ανωτέρα. Ούτε πρέπει να δυσανασχετήτε δι' αυτά, αλλά μάλλον ν' αδιαφορήτε, κρίνοντες αυτά εν συγκρίσει προς την δύναμιν εκείνην ως απλούν ανθοκήπιον και στόλισμα πλούτου, και να είσθε βέβαιοι ότι η ελευθερία, εάν την προασπίσωμεν και την σώσωμεν, ευκόλως θ' ανακτήση αυτά, ενώ εάν κανείς υποβληθή εις ξένην κυριαρχίαν, και τα προηγουμένως αποκτηθέντα συνήθως ελαττούνται. Ούτε πρέπει να φανώμεν διττώς κατώτεροι των πατέρων μας, οι οποίοι δεν εκληρονόμησαν από άλλους, αλλά δια των ιδίων κόπων απέκτησαν την ηγεμονίαν, και αφού την διετή-ρησαν, την παρέδωσαν εις ημάς. (Είναι δε αισχρότερον ν' αφήση κανείς να του αφαιρέσουν ό,τι έχει, παρά ν' αποτύχη, ενώ επιδιώκει ν' αποκτήση κάτι τι). Και καθήκον σας είναι ν' αντιμετωπίσετε τους εχθρούς όχι μόνον με αυτοπεποίθησιν, αλλά και με καταφρόνησιν αυτών. Διότι και δειλός ακόμη και τυχηρός ανόητος ημπορούν να έχουν αλαζονικήν πεποίθησιν εις εαυτούς, καταφρόνησιν όμως εκείνος μόνος, του οποίου η πεποίθησις περί της απέναντι των άλλων υπεροχής στηρίζεται επί γνώσεως θετικής, όπως συμβαίνει με σας. Αποτέλεσμα άλλωστε της οξυτέρας αντιλήψεως, η οποία πηγάζει από την συναίσθησιν της υπεροχής, είναι ότι επί ίσης τύχης καθιστά την τόλμην αποτελεσματικωτέραν, καθόσον εμπιστεύεται ολιγώτερον εις την τυφλήν ελπίδα, η οποία αποτελεί το έρεισμα των μη εχόντων που να στηριχθούν, και περισσότερον εις την γνώσιν της πραγματικής καταστάσεως, η οποία παρέχει ασφαλεστέραν πρόβλεψιν του μέλλοντος.

63. "Οφείλετε, άλλωστε, να προασπίσετε την περίοπτον θέσιν, εις την οποίαν ανήλθεν η πόλις ως εκ της ηγεμονίας της και δια την οποίαν πάντες υπερηφανεύεστε, και να μην αποφεύγετε τα βάρη αυτής, ειδεμή μήτε τας τιμάς να επιδιώκετε. Ούτε πρέπει να νομίσετε ότι αγωνίζεσθε υπέρ ενός μόνον πράγματος, να μη γίνετε δηλαδή υποτελείς αντί ελευθέρων, αλλά και περί διατηρήσεως ή στερήσεως της ηγεμονίας, και κατά του κινδύνου του μίσους, εις το οποίον σας έχει εκθέσει η άσκησις αυτής. Της ηγεμονίας όμως αυτής δεν είναι πλέον καιρός να παραιτηθήτε, και εάν ακόμη μερικοί, κατά την παρούσαν κρίσιν, εκ φόβου και της επιθυμίας της αποφυγής φροντίδων, είναι διατεθειμένοι και την θυσίαν αυτήν να στέρξουν, δια να επιδειθούν ότι επιδιώκουν ειρηνόφιλον πολιτικήν. Διότι η ηγεμονία σας κατήντησεν εξουσία δεσποτική, της οποίας ημπορεί μεν να φαίνεται άδικος η απόκτησις, αλλ' η από της οποίας παραίτησις είναι επικίνδυνος. Άλλωστε, οι τοιούτοι ήθελαν καταστρέψει τάχιστα εν κράτος, είτε εάν κατώρθωναν να πείσουν τους συμπολίτας των ν' αποδεχθούν την γνώμην των, είτε εάν μεταναστεύοντες εξ Αθηνών ίδρυαν αλλού ίδιον ανεξάρτητον κράτος. Διότι οι ποθούντες υπέρ παν άλλο την ησυχίαν δεν είναι ασφαλείς, εφόσον δεν παραστατούνται από ανθρώπους δράσεως, και μόνον εις κράτος υπήκοον συμφέρει η άνευ κινδύνων υποτέλεια, όχι ποτέ εις κράτος, το οποίον ασκεί ηγεμονίαν.

64. "Αλλ' ούτε από τους τοιούτους πολίτας οφείλετε να παρασύρεσθε, ούτε, αφού εψηφίσατε μαζί μου τον πόλεμον, να οργίζεσθε εναντίον μου, διότι ο εχθρός, αφού ηρνήθητε να υποταχθήτε, επετέθη και έπραξεν ό,τι, ακριβώς ήτο φυσικόν να πράξη, και διότι προσθέτως έχει ενσκήψει όλως απροσδοκήτως η νόσος αυτή, το μόνον πράγματι κακόν, το οποίον υπερέβη τας προβλέψεις μας. Και γνωρίζω ότι εξ αιτίας αυτής ιδίως ηύξησεν έτι μάλλον το κατ' εμού μίσος σας, το οποίον ευρίσκω άδικον, εκτός εάν είσθε διατεθειμένοι, εις περίστασιν κατά την οποίαν σας συμβή καμμία απροσδόκητος επιτυχία, ν' αποδώσετε και αυτήν εις εμέ. Οφείλομεν, άλλωστε, και τα πλήγματα της τύχης να υποφέρωμεν αγογγύστως ως αναπότρεπτα και τα πλήγματα των εχθρών ανδρικώς. Διότι τοιούτο ήτο μέχρι τούδε το πνεύμα της πόλεως αυτής, και πρέπει να προσέξετε μήπως εξ αιτίας σας υποστή τούτο μείωσιν. Οφείλετε τουναντίον να γνωρίζετε ότι η πόλις μας έχει μέγιστον όνομα εις όλον τον κόσμον, διότι ουδέποτε υπέκυψεν εις τας συμφοράς, αλλά έχει θυσιάσει άφθονον αίμα και υποστή πλείστας ταλαιπωρίας εις πολέμους, και ακόμη ότι έχει τωόντι μέχρι τούδε δύναμιν μεγίστην, της οποίας η ανάμνησις, και αν τυχόν ίσως ηθέλαμεν καμφθή ολίγον σήμερον (διότι φυσικός νόμος είναι η ακμή και παρακμή των πάντων), θα παραδοθή αλώβητος εις τους μεταγενεστέρους, λόγω του ότι Έλληνες όντες ησκήσαμεν ηγεμονίαν επί πλείστων Ελλήνων, και ημπορέσαμεν ν' αντισταθώμεν εις μεγίστους πολέμους εναντίον εχθρών, άλλοτε ηνωμένων και άλλοτε χωρισμένων, και τέλος υπήρξαμεν πολίται πόλεως μεγίστης και διαθετούσης, αφθονίαν πόρων παντός είδους. Και αληθώς, ο μεν επιδιώκων προ παντός την ατομικήν του ησυχίαν ημπορεί να κατακρίνη, αλλ' ο φιλοδοξών ομοίαν με ημάς δράσιν θα επιζητήση να γίνη συνάμιλλος ημών, εκείνος δε, όστις δεν κατέχει τοιαύτα πλεονεκτήματα, θα μας φθονήση. Το να μισούμεθα και να είμεθα απεχθείς, υπό τας παρούσας περιστάσεις υπήρξεν ο κλήρος όλων ανεξαιρέτως όσοι επεδίωξαν να ηγεμονεύσουν επί άλλων, ο εκτιθέμενος όμως εις απέχθειαν, χάριν υψηλών σκοπών, ακολουθεί πολιτικήν ορθήν. Διότι το μίσος δεν διαρκεί πολύ, ενώ ό,τι αποτελεί την λαμπρότητα του παρόντος παραμένει και ως αείμνηστος δόξα του μέλλοντος. Προνοούντες λοιπόν εξ ίσου δια την δόξαν του μέλλοντος, όσον και δια την αποφυγήν της καταισχύνης του παρόντος, εξασφαλίσατε αμφότερα, καταβάλλοντες σήμερον την αναγκαίαν προσπάθειαν. Μη στέλλετε πρέσβεις προς τους Λακεδαιμονίους, δια να υποβάλλετε προτάσεις ειρήνης, μήτε αφήσετε αυτούς να εννοήσουν ότι αι σημεριναί ταλαιπωρίαι καταβάλλουν το ηθικόν σας, καθόσον και πόλεις και ιδιώται εκείνοι είναι άριστοι, όσοι, ενώ ελάχιστα ταράττονται ψυχικώς ενώπιον των ατυχημάτων, δεικνύουν την μεγαλυτέραν κατά την δράσιν αντοχήν".

65. Απόφασις των Αθηναίων να συνεχίσουν τον πόλεμον

Με τοιούτους λόγους προσεπάθει ο Περικλής και την εναντίον του οργήν των Αθηναίων να εξασθενίση και τον νουν των ν' αποτρέψη από τα παρόντα δεινά. Αλλ' εκείνοι δημοσία μεν επείσθησαν τελικώς εις τους λόγους του και όχι μόνον προς τους Λακεδαιμονίους δεν έστελλαν του λοιπού πρέσβεις, αλλά και προς τον πόλεμον ήσαν προθυμότεροι, ιδιαιτέρως όμως εξηκολούθουν να βαρυθυμούν δια τα παθήματά των, ο μεν πολύς λαός διότι είχε στερηθή και το ολίγον που είχε προ του πολέμου, οι δ' έτεροι διότι είχαν χάσει ωραίας ιδιοκτησίας, αποτελουμένας από οικοδομάς και πολυτελίς εγκαταστάσεις εις την ύπαιθρον χώραν, και το χειρότερον όλων, διότι είχαν πόλεμον αντί ειρήνης. Αλλ' η γενική εναντίον του Περικλέους αγανάκτησις κατηυνάσθη μόνον αφού τον ετιμώρησαν δια χρηματικής ποινής. Πριν όμως περάση πολύς καιρός, με την συνήθη αστασίαν του πλήθους, τον εξέλεξαν πάλιν στρατηγόν και του ενεπιστεύθησαν την γενικήν των πραγμάτων διεύθυνσιν, καθόσον τας μεν ιδιωτικάς των λύπας ησθάνοντο ήδη ολιγώτερον οξέως, δια τας δημοσίας δ' ανάγκαό της πόλεως τον εθεωρούσαν ανεκτίμητον. Διότι, και εφόσον χρόνον εκυβέρνησε τα δημόσια πράγματα εν καιρώ ειρήνης, ηκολούθει πολιτικήν σώφρονα και διετήρει την ασφάλειαν της πόλεως, η οποία υπ' αυτόν ανηλθεν εις μεγίστην ακμήν, και όταν ο πόλεμος επήλθεν, αυτός απέδειξεν ότι υπήρξεν ο ορθός εκτιμητής της δυνάμεώς της.

Θάνατος του Περικλέους

Επέζησε δε δύο έτη και εξ μήνας μετά την έναρξιν του πολέμου, και αφού απέθανεν έτι μάλλον κατεδείχθη η ορθότης των προβλέψεών του, ως προς τον πόλεμον.

Η πολεμική πολιτική του Περικλέους

Διότι εκείνος μεν υπεσήριξεν ότι θα επικρατήσουν, εάν επεδίωκαν την νίκην όχι δι' αποφασιστικών μαχών, αλλά δια κατατριβής του αντιπάλου, εάν κατέβαλλαν πάσαν επιμέλειαν δια την καλήν κατάστασιν του στόλου των, εάν δεν επεζήτουν νέας κατακτήσεις διαρκούντος του πολέμου, και εάν δεν εξέθεταν εις κίνδυνον την ύπαρξιν της πόλεως. Αυτοί όμως, μετά τον θάνατόν του, όχι μόνον έπραξαν τα εναντία ακριβώς από όλα αυτά, αλλά και εις ζητήματα, τα οποία εφαίνοντο άσχετα με τον πόλεμον, ηκολούθησαν, από προσωπικάς φιλοδοξίας και ιδιοτέλειαν, επιζήμιον δια τας Αθήνας και τας προς τους συμμάχους σχέσεις πολιτικήν, η οποία εν περιπτώσει επιτυχίας θα έφερε τιμήν και ωφέλειαν εις ιδιώτας κυρίως, αποτυγχάνουσα όμως θα έφερε βλάβην εις την πόλιν κατά την διεξαγωγήν του πολέμου.

Χαρακτηρισμός του Περικλέους

Αιτία τούτου ήτο ότι ο Περικλής, έχων μεγάλην επιρροήν, πηγάζουσαν από την προς αυτόν κοινήν εκτίμησιν και την προσωπικήν του ικανότητα, και πασιφανώς αναδειχθείς εις ύψιστον βαθμόν ανώτερος χρημάτων, συνεκράτει τον λαόν, μολονότι σεβόμενος τας ελευθερίας του, και αυτός μάλλον ωδήγει αυτόν παρά ωδηγείτο από αυτόν. Καθόσον, μη επιδιώκων ν' αποκτήση επιρροήν δι' αθεμίτων μέσων, δεν ωμίλει προς κολακείαν, αλλά στηριζόμενος εις την κοινήν προς αυτόν εκτίμησιν, ηδύνατο και ν' αντιταχθή κατ' αυτών, προκαλών εν ανάγκη και την οργήν των. Εν πάση περιπτώσει, οσάκις τους ήθελεν αντιληφθή παραλόγως επηρμένους και αλαζόνας, τους κατέπλησσεν, εμπνέων φόβον δια των λόγων του, και αντιθέτως, οσάκις ήθελε τους αντιληφθή επτοημένους, επανέφερε πάλιν το θάρρος των. Ως εκ τούτου, αι Αθήναι, μολονότι κατ' όνομα δημοκρατία, εκυβερνώντο πραγματικώς από τον πρώτον των πολίτην. Ενώ οι διάδοχοί του όντες μάλλον ίσοι ο εις προς τον άλλον, επιδιώκοντες όμως έκαστος να γίνη πρώτος, ήσαν έτοιμοι και αυτήν την κατεύθυνσιν των δημοσίων υποθέσεων να θυσιάζουν εις τας εκάστοτε ορέξεις του πλήθους. Τοιαύτη όμως αδυναμία, όπως είναι επόμενον, προκειμένου περί πόλεως μεγάλης και ασκούσης ηνεμονίαν, ωδήγησε και εις άλλα πολλά σφάλματα και εις την Σικελικήν εκστρατείαν της οποίας η αποτυχία ωφείλετο όχι τόσον εις κακόν υπολογισμόν, λαμβανομένης υπ' όψιν της δυνάμεως του εχθρού όσον εις το ότι οι υπεύθυνοι δια την εκστρατείαν, μετά τη αποστολήν της, δεν είχαν υπ' όψιν το συμφέρον της, αλλά κατεγίνοντο να διαβάλλουν οι μεν τους δε δια να επιτύχουν την λαϊκήν ηγεσίαν και ως εκ τούτου όχι μόνον έγιναν αιτία της χαλαρώσεως των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και δια πρώτην φοράν ανεφύησαν εις την πόλιν εσωτερικαί διχόνοιαι. Εν τούτοις, οι Αθηναίοι, μετά την απώλειαν του στρατού των και του μεγαλυτέρου μέρους του στόλου των εις την Σικελίαν, και ενώ οι εμφύλιοι σπαραγμοί ελυμαίνοντο ήδη την πόλιν, κατώρθωσαν όμως ν' ανθέξουν επί δέκα έτη, όχι μόνον κατά των αρχικών εχθρών, αλλά και κατά των εκ Σικελίας, όσοι ηνώθησαν με αυτούς, ακόμη δε κατά των περισσοτέρων συμμάχων των, οι οποίοι είχαν επαναστατήσει, βραδύτερον δε και κατ' αυτού του Κύρου, υιού του Βασιλέως, ο οποίος ηνώθη με τους Πελοποννησίους και παρείχεν εις αυτούς χρήματα δια τον στόλον των, και τότε μόνον υπέκυψαν, όταν, συνεπεία των προσωπικών των διενέξεων, συνεκρούσθησαν προς αλλήλους και αυτοκατεστράφησαν. Τόσον είναι αληθές ότι κατά την αρχήν του πολέμου ο Περικλής διέθετε πράγματι αφθόνους πόρους, ώστε να ημπορή να υποστηρίζη εκ των προτέρων, ότι πολύ ευκόλως θα νικήσουν τους Πελοποννησίους κατά τον πόλεμον, εφόσον οι τελευταίοι αυτοί θα ήσαν μόνοι.

66. Εκστρατεία των Πελοποννησίων κατά της Ζακύνθου

Κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους, οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί των εξεστράτευσαν με στόλον εκατόν πλοίων κατά της Ζακύνθου, η οποία κείται απέναντι της Ήλιδος. Οι Ζακύνθιοι είναι άποικοι των Αχαιών της Πελοποννήσου, και ήσαν σύμμαχοι των Αθηναίων. Επί του στόλου επέβαιναν χίλιοι οπλίται και ο Σπαρτιάτης Κνήμος ως ναύαρχος. Ενεργήσαντες δε απόβασιν, ερήμωσαν πολύ μέρος της υπαίθρου χώρας. Αλλ' επειδή οι Ζακύνθιοι ηρνούντο να συνθηκολογήσουν, απέπλευσαν εις τα ίδια.

67. Σύλληψις Πελοποννησίων πρέσβεων μεταβαινόντων εις Περσίαν

Περί το τέλος του ιδίου θέρους, ο Κορίνθιος Αριστεύς, οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων Ανήριστος, Νικόλαος και Πρατόδαμος, ο Τεγεάτης Τιμαγόρας και ο Αργείος Πόλλις, ο τελευταίος αυτός χωρίς καμμίαν επίσημον εντολήν, μετέβαιναν δια ξηράς εις την Ασίαν, δια να προσπαθήσουν να πείσουν τον Βασιλέα να συνδράμη τους Πελοππονησίους, όχι μόνον χρηματικώς, αλλά και δι' αμέσου συμμετοχής εις τον πόλεμον. Κατά την πορείαν των, ήλθαν πρώτον εις την Θράκην προς τον Σιτάλκην, υιόν του Τήρεω επιδιώκοντες να τον πείσουν, ει δυνατόν, ν' αποσπασθή από την συμμαχίαν των Αθηναίων και στείλη στρατόν εις βοήθειαν της Ποτειδαίας, την οποίαν εξηκολούθει να πολιορκή Αθηναϊκός στρατός, και συγγρόνως, όπως, συμφώνως με το σχέδιόν των, διαπλεύσουν με την βοήθειαν αυτού τον Ελλήσποντον και έλθουν προς τον Φαρνάκην, υιόν του Φαρναβάζου, ο οποίος ήσαν βέβαιοι ότι θα τους έδιδε τα μέσα να μεταβούν προς τον Βασιλέα. Αλλ' οι πρέσβεις των Αθηναίων, Λέαρχος, υιός του Καλλιμάχου, και Αμεινιάδης, υιός του Φιλήμονος, οι οποίοι έτυχε να ευρίσκωνται τότε εις την αυλήν του Σιτάλκου, παρεκίνησαν τον υιόν του Σάδοκον, ο οποίος είχε γίνει πολίτης Αθηναίος, να παραδώση εις αυτούς τους εν λόγω άνδρας, δια να μη μεταβούν προς τον Βασιλέα και βλάψουν, όσον εξηρτάτο από αυτούς, την θετήν του πατρίδα. Ο Σάδοκος επείσθη, και δια του αποσπάσματος, το οποίον έστειλε δια να συνοδεύση τον Λέαρχον και Αμεινιάδην ενώ ούτοι επορεύοντο δια της Θράκης προς το πλοίον, δια του οποίου επρόκειτο να περάσουν τον Ελλήσποντον, τους συνέλαβε πριν επιβιβασθούν. Το απόσπασμα είχε διαταγήν να τους παραδώση εις τον Λέαρχον και τον Αμεινιάδην, τους Αθηναίους πρέσβεις, οι οποίοι τους παρέλαβαν καιι τους μετέφεραν εις τας Αθήνας. Επειδή όμως, μετά την εκεί άφιξίν των, οι Αθηναίοι εφοβήθησαν μήπως διαφύγη ο Αριστεύς, προξενήση δε πάλιν εις αυτούς νέας ζημίας, καθόσον προφανώς και προηγουμένως υπήρξεν ο κυριότερος αίτιος των περιπλοκών της Ποτειδαίας και της Χαλκιδικής, εθανάτωσαν όλους αυθημερόν χωρίς δίκην, μολονότι εζήτησαν ν' απολογηθούν, και τους έρριψαν εντός βαράθρου, κρίνοντες δίκαιον να μεταχειρισθούν ως αντίποινα τα ίδια μέσα, των οποίων οι Λακεδαιμόνιοι πρώτοι έκαμαν χρήσιν, φονεύσαντες και ρίψαντες εντός βαράθρου τους εμπόρους των Αθηναίων και των συμμάχων των, τους οποίους συνέλαβαν εντός εμπορικών πλοίων, πλέοντας πλησίον των ακτών της Πελοποννήσου. Διότι, κατά τας αρχάς του πολέμου, οι Λακεδαιμόνιοι εθανάτωναν ως εχθρούς όλους ανεξαιρέτως όσους ήθελαν συλλάβει εις την θάλασσαν, και εκείνους που μετείχαν του πολέμου ως σύμμαχοι των Αθηναίων και τους ουδετέρους ακόμη.

68. Επίθεσις των Αμπρακιωτών κατά του Αμφιλοχικού Άργους

Κατά τον ίδιον περίπου καιρόν που το θέρος επλησίαζεν εις το τέλος του, οι Αμπρακιώται, στρατολογήσαντες και πολλούς από τους πέριξ βαρβάρους, εξεστράτευσαν κατά του Αμφιλοχικού Άργους και της λοιπής Αμφιλοχίας. Η προς τους Αργείους έχθρα των ήρχισε δια πρώτην φοράν από την εξής αιτίαν: Ο υιός του Αμφιαράου Αμφίλοχος, επιστρέψας μετά τον Τρωΐκόν πόλεμον εις τα ίδια, και δυσηρεστημένος δια την κατάστασιν που επεκράτει εις το Άργος, ίδρυσεν εις τον Αμπρακικόν κόλπον το Αμφιλοχικόν Άργος (το κράτος της Αμφιλοχίας), δώσας εις τούτο το όνομα της ιδιαιτέρας του πατρίδος. Το Άργος αυτό ήτο η μεγαλυτέρα πόλις της Αμφιλοχίας και είχε τους πλουσιωτέρους κατοίκους. Αλλ' ύστερον από πολλάς γενεάς, οι Αμφιλόχιοι, υπό την πίεσιν ατυχιών, προσεκάλεσαν τους Αμπρακιώτας, οι οποίοι ήσαν όμοροι της Αμφιλοχίας, να συγκατοικήσουν την πόλιν, και εξελληνίσθησαν, προσλαβόντες τότε δια πρώτην φοράν από τους εις το μέσον των εγκατασταθέντας Αμπρακιώτας την γλώσσαν, την οποίαν ομιλούν ακόμη σήμερον, ενώ οι λοιποί κάτοικοι της Αμφιλοχίας είναι βάρβαροι. Μετά καιρόν, οι Αμπρακιώται εξεδίωξαν τους συνοίκους των Αργείους και εκράτησαν μόνοι την πόλιν. Αλλ' οι εκδιωχθέντες έθεσαν τότε εαυτούς υπό την προστασίαν των Ακαρνάνων, και από κοινού με αυτούς προσεκάλεσαν και τους Αθηναίους, οι οποίοι τους έστειλαν τον στρατηγόν Φορμίωνα με τριάντα πλοία, μετά την άφιξιν του οποίου εκυρίευσαν εξ εφόδου το Άργος, επώλησαν τους Αμπρακιώτας κατοίκους του ως δούλους, και εγκατεστάθησαν εις αυτό, Αμφιλόχιοι και Ακαρνάνες από κοινού. Κατόπιν του γεγονότος τούτου, ήρχισεν η μεταξύ Αθηναίων και Ακαρνάνων συμμαχία. Η έχθρα λοιπόν των Αμπρακιωτών εναντίον των Αργείων χρονολογείται από την εποχήν που επωλήθησαν ως δούλοι. Βραδύτερον, διαρκούντος του πολέμου, ενήργησαν την εκστρατείαν αυτήν από κοινού με τους Χάονας και μερικούς άλλους από τους πλησιοχώρους βαρβάρους, και προελάσαντες μέχρι του Άργους, έγιναν κύριοι της υπαίθρου χώρας. Αλλ' επειδή δεν ημπόρεσαν να κυριεύσουν την πόλιν, μολονότι επετέθησαν κατ' αυτής, απεσύρθησαν οίκαδε, και αι διάφοροι φυλαί, αι οποίαι απετέλουν την εκστρατείαν, διελύθησαν. Αυτά υπήρξαν τα γεγονότα του θέρους τούτου.

69. Αθηναϊκαί ναυτικαί εκστρατείαι

Κατά τον επακολουθήσαντα χειμώνα, οι Αθηναίοι έστειλαν μοίραν στόλου από είκοσι πλοία περί την Πελοπόννησον, υπό την αρχηγίαν του Φορμίωνος, ο οποίος, καταστήσας την Ναύπακτον βάσιν επιχειρήσεων, εναυλόχει προ αυτής, μη επιτρέπων εις κανένα να εκπλεύση εκ της Κορίνθου και του Κορινθιακού κόλπου ή να εισπλεύση εις αυτόν. Συγχρόνως έστειλαν εις τας ακτάς της Καρίας και της Λυκίας εξ πλοία, υπό την αρχηγίαν του Μελησάνδρου, όχι μόνον προς είσπραξιν των καθυστερουμένων φόρων των μερών τούτων, αλλά και δια να εμποδίζουν τα καταδρομικά πλοία των Πελοποννησίων να καταστήσουν τας ακτάς αυτάς ορμητήριόν των και παρεμποδίζουν τον πλουν των εμπορικών πλοίων, όσα ήρχοντο από την Φασήλιδα και την Φοινίκην και τα πέριξ μέρη της Ασίας. Αλλ' ο Μελήσανδρος, προελάσας εις το εσωτερικόν της Λυκίας με στρατιωτικήν δύναμιν αποτελουμένην από πεζοναύτας Αθηναίους και συμμάχους, ενικήθη κατά την συγκροτηθείσαν μάχην και εφονεύθη, αφού εξ υπαιτιότητός του μέρος της υπ' αυτόν στρατιάς κατεστράφη.

70. Παράδοσις της Ποτειδαίας εις τους Αθηναίους

Κατά την διάρκειαν του ιδίου χειμώνας, οι Ποτειδαιάται επειδή δεν ημπορούσαν πλέον ν' ανθέξουν εις την πολιορκίαν, καθόσον και αι εισβολαί των Πελοποννησίων εις την Αττικήν δεν κατώρθωσαν ν' αναγκάσουν τους Αθηναίους να λύσουν την πολιορκίαν, και τα τρόφιμα είχαν εξαντληθή, και οι κάτοικοι είχαν καταντήσει εις τοιαύτην αμηχανίαν δια την εύρεσιν της απαραιτήτου τροφής, ώστε μερικοί είχαν φάγει και ανθρώπινον κρέας, απεφάσισαν προ του απροχωρήτου να υποβάλουν προτάσεις περί συνθηκολογίας εις τους στρατηγούς των Αθηναίων, Ξενοφώντα, υιόν του Ευριπίδου, Εστιόδωρον, τον υιόν του Αριστοκλείδου, και Φανόμαχον, τον υιόν του Καλλιμάχου, εις τους οποίους ήσαν ανατεθειμέναι αι εναντίον των επιχειρήσεις. Οι στρατηγοί ούτοι, επειδή έβλεπαν ότι ο στρατός εταλαιπωρείτο, διότι ήτο στρατοπεδευμένος εις θέσιν εκτεθειμένην εις τας δριμύτητας του χειμώνος, και η πόλις είχεν ήδη δαπανήσει εις την πολιορκίαν δύο χιλιάδας τάλαντα, εδέχθησαν την πρότασιν. Η συνθηκολογία έγινεν υπό τον όρον να εκκενώσουν την πόλιν οι Ποτειδαιάται με τα γυναικόπαιδα και τους συμμάχους των, φέροντες έκαστος μίαν ενδυμασίαν, πλην των γυναικών, εις τας οποίας επετράπησαν δύο, και ωρισμένον χρηματικόν ποσόν δι' οδοιπορικά έξοδα. Τοιουτοτρόπως, ανεχώρησαν από την Ποτείδαιαν, με άδειαν ελευθέρας πορείας εις την Χαλκιδικήν ή όπου αλλού έκαστος ημπορούσε. Αλλ' οι Αθηναίοι κατηγόρησαν τους στρατηγούς, διότι εδέχθησαν να συνθηκολογήσουν, χωρίς να ζητήσουν την έγκρισίν των (καθόσον ενόμιζαν ότι ημπορούσαν ν' αναγκάσουν την πόλιν να παραδοθή άνευ όρων), και ακολούθως έστειλαν Αθηναίους εποίκους εις την Ποτείδαιαν και την απώκισαν. Με τα γεγονότα αυτά του χειμώνος έληξε και το δεύτερον έτος του παρόντος πολέμου, την ιστορίαν του οποίου έγραψεν ο Θουκυδίδης.

ΕΤΟΣ 3ον: 429-428 π.X.

[Επεξεργασία]

71. Εκστρατεία των Πελοποννησίων κατά των Πλαταιών

Κατά το θέρος του επομένου έτους, οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοί των δεν εισέβαλαν εις την Αττικήν, αλλ' εξεστράτευσαν κατά των Πλαταιών, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου, υιού του Ζευξιδάμου, ο οποίος, αφού εγκατέστησε το στρατόπεδόν του, ητοιμάζετο να ερημώση την ύπαιθρον χώραν. Αλλ' οι Πλαταιείς, πέμψαντες ευθύς πρέσβεις προς αυτόν, είπαν τα εξής περίπου:

Πρέσβεις των Πλαταιών ενώπιον του Αρχιδάμου

"Αρχίδαμε και Λακεδαιμόνιοι, δεν πράττετε έργον δίκαιον ούτε άξιον του ονόματός σας, ούτε του ονόματος των πατέρων σας, εκστρατεύοντες εναντίον της χώρας των Πλαταιών. Διότι ο Λακεδαιμόνιος Παυσανίας, υιός του Κλεομβρότου, αφού ηλευθέρωσε την Ελλάδα από την Περσικήν επιδρομήν, συναγωνιστάς έχων τους Έλληνας εκείνους, όσοι απεφάσισαν να συμμερισθούν τον κίνδυνον της μάχης, η οποία διεξήχθη επί του εδάφους μας, προσέφερεν εις την αγοράν των Πλαταιών θυσίαν προς τον Ελευθέριον Δία, και συγκαλέσας όλους τους συμμάχους, παρεχώρησεν εις τους Πλαταιείς την χώραν και πόλιν των, με το προνόμιον να ζουν του λοιπού επ' αυτής ως πολίται ανεξάρτητοι και κανείς να μην εκστρατεύση ποτέ αδίκως εναντίον των, δια να τους υποδουλώση, εν εναντία δε περιπτώσει όλοι οι παρόντες σύμμαχοι να βοηθούν αυτούς με όλην των την δύναμιν. Τα προνόμια αυτά μας παρεχώρησαν οι πατέρες σας ένεκα της ανδρείας και του ζήλου που επεδείξαμεν κατά τους κινδύνους εκείνους. Αλλά σεις πράττετε ακριβώς τ' αντίθετα, διότι έρχεσθε με τους Θηβαίους, τους χειροτέρους εχθρούς μας, με τον σκοπόν να μας υποδουλώσετε. Ημείς, εν τούτοις, επικαλούμενοι μάρτυρας τους θεούς, και εκείνους, εις όνομα των οποίων ωρκίσθημεν τότε, και τους των πατέρων σας και τους της ιδικής μας χώρας, ζητούμεν από σας να μη βλάψετε την γην των Πλατειών, μήτε να παραβιάσετε τους όρκους σας, αλλά να μας αφίσετε να ζώμεν ανεξάρτητοι, σύμφωνα με το δικαίωμα που μας ανεγνώρισεν ο Παυσανίας".

72. Μετά τους ολίγους αυτούς λόγους των Πλαταιέων, ο Αρχίδαμος είπεν εις απάντησιν: "Δίκαια είναι όσα λέγετε, άνδρες Πλαταιείς, εάν και τα έργα σας είναι σύμφωνα προς τους λόγους σας. Διότι οφείλετε, σύμφωνα με τα προνόμια που σας παρεχώρησε ο Παυσανίας, και οι ίδιοι να ζήτε ανεξάρτητοι και με ημάς να συμπράξετε, δια να ελευθερώσωμεν τους άλλους, όσοι, συμμερισθέντες τους τότε κινδύνους, ώμωσαν τους ιδίους με σας συμμαχικούς όρκους, είναι δε τώρα υπήκοιοι των Αθηναίων. Χάριν απελευθερώσεως επομένως αυτών και των άλλων υπηκόων πόλεων, έχει γίνει ο μεγάλος αυτός πόλεμος και όλαι αυταί αι προετοιμασίαι. Το καλλίτερον, επομένως, που έχετε να κάνετε, είναι να λάβετε και σεις μέρος εις την απελευθέρωσιν αυτήν και αποδείξετε τοιουτοτρόπως ότι μένετε πιστοί εις τους όρκους σας. Ειδεμή, μείνετε ήσυχοι, όπως και προηγουμένως επροτείναμεν, διατηρούντες τας κτήσεις σας. Μη λάβετε μέρος μήτε υπέρ του ενός, μήτε υπέρ του άλλου, χάριν πολεμικού σκοπού. Και ημείς θ' αρκεσθώμεν και εις τούτο μόνον." Τα ολίγα αυτά είπεν ο Αρχίδαμος. Οι πρέσβεις των Πλαταιών, αφού τα ήκουσαν, επέστρεψαν εις την πόλιν, και αφού ανεκοίνωσαν εις τον λαόν τα λεχθέντα, απήντησαν ότι αδυνατούν να δεχθούν τας προτάσεις του άνευ της συγκαταθέσεως των Αθηναίων (διότι τα γυναικόπαιδά των ευρίσκοντο εις τας Αθήνας), και ότι εκτός τούτου εφοβούντο δι' αυτήν την ύπαρξιν της πόλεώς των, μήπως, μετά την αναχώρησιν των Λακεδαιμονίων, οι Αθηναίοι έλθουν και δεν τους επιτρέψουν να μείνουν ουδέτεροι, ή οι Θηβαίοι, επωφελούμενοι της διατάξεως της συνθήκης, ότι οι Πλαταιείς υποχρεούνται να δέχωνται αμφοτέρους, αποπειραθούν πάλιν να καταλάβουν την πόλιν. Αλλ' ο Αρχίδαμος, θέλων να καθησυχάση τας ανησυχίας των, απήντησεν: "Σας προτείνω να μας παραδώσετε την πόλιν και τας οικίας, να διαγράψετε τα όρια της χώρας σας, και αριθμήσετε τα δένδρα σας, και ό,τι άλλο ημπορεί ν' αριθμηθή, ν' αποσυρθήτε δε σεις οι ίδιοι κατά την διάρκειαν του πολέμου όπου θέλετε, και μετά το πέρας αυτού, θα σας αποδώσωμεν ό,τι δήποτε έχομεν παραλάβει. Εν τω μεταξύ, θα κρατήσωμεν αυτά ως παρακαταθήκην, καλλιεργούντες τα κτήματά σας και καταβάλλοντες ωρισμένον ποσοστόν εκ της προσόδου, όσον είναι ικανόν να επαρκέση εις τας ανάγκας σας".

73. Πρέσβεις των Πλαταιών εις Αθήνας

Αφού ήκουσαν αυτά οι Πλαταιείς, επέστρεψαν πάλιν εις την πόλιν, και συσκεφθέντες μετά του λαού, απήντησαν ότι επιθυμούν ν' ανακοινώσουν πρώτον εις τους Αθηναίους τας προτάσεις και αν επιτύχουν την συγκατάθεσίν των, να τας εκτελέσουν. Εν τω μεταξύ όμως εζήτησαν από τον Αρχίδαμον να τους παραχωρήση ανακωχήν και να μη ερημώση την χώραν των. Ο Αρχίδαμος και ανακωχήν παρεχώρησε δι' όσας ημέρας υπελογίζετο ότι οι αντιπρόσωποι που θα μετέβαιναν εις τας Αθήνας εχρειάζοντο δια να επιστρέψουν, και την χώραν των δεν ήρχισε να δενδροτομή. Ελθόντες οι πρέσβεις των Πλαταιών προς τους Αθηναίους και συσκεφθέντες με αυτούς, επέστρεψαν και ανεκοίνωσαν εις τον λαόν τα εξής: "Οι Αθηναίοι, άνδρες Πλαταιείς, ισχυρίζονται ότι ούτε πριν, αφότου εγίναμεν σύμμαχοι, σας εγκατέλειψαν ποτέ αδικουμένους, ούτε τώρα θα επιτρέψουν ν' αδικηθήτε, αλλά θα σας βοηθήσουν με όλην των την δύναμιν, και δια τούτο σας εξορκίζουν εις τους όρκους που ωρκίσθησαν οι πατέρες σας να μη κάμετε τίποτε αντίθετον προς την συμμαχίαν".

74. Αι Πλαταιαί πισταί εις την Αθηναϊκήν συμμαχίαν

Μετά την ανακοίνωσιν αυτήν των πρέσβεων, οι Πλαταιείς απεφάσισαν να μη δειχθούν άπιστοι προς τους Αθηναίους, αλλά ν' ανεχθούν και την χώραν των να βλέπουν εν ανάγκη δενδροτομουμένην και ό,τι δήποτε άλλο τους συμβή να υποφέρουν, και να μην εξέλθη κανείς πλέον από την πόλιν, αλλά ν' αποκριθούν από το τείχος, ότι αδυνατούν να δεχθούν τας προτάσεις των Λακεδαιμονίων. Μετά την απάντησιν αυτήν, ο Αρχίδαμος, θεωρήσας ότι κάθε περαιτέρω διαπραγμάτευσις ήτο ματαία, ήρχισεν επικαλούμενος μάρτυρας τους θεούς και ήρωας της χώρας δια των εξής λόγων "Θεοί και οι ήρωες, όσοι προστατεύετε την χώραν των Πλαταιών, επικαλούμαι την μαρτυρίαν σας, ότι και εξ αρχής η εισβολή μας εις την χώραν αυτήν, εις την οποίαν οι πατέρες μας, επικαλεσθέντες την βοήθειάν σας, ενίκησαν τους Πέρσας, και επί της οποίας επετρέψατε εις τους Έλληνας να διεξαγάγουν νικηφόρον αγώνα, υπήρξεν όχι αδικαιολόγητος, αλλά συνέπεια του γεγονότος ότι οι Πλαταιείς πρώτοι παρεβίασαν τους συμμαχικούς όρκους, τους οποίους ωρκίσθησαν από κοινού με ημάς. Και ούτε τώρα θα διαπράξωμεν αδικίαν,προβαίνοντες εις εχθροπραξίας εναντίον των, καθόσον, ενώ επανειλημμένως εκάμαμεν προς αυτούς ευλόγους προτάσεις, τίποτε δεν κατωρθώσαμεν. Δειχθήτε λοιπόν ευμενείς και επιτρέψατε να τιμωρηθούν τα εγκλήματα εκείνων, οι οποίοι πρώτοι αδικούν, και να επιτύχη η εκδίκησις εκείνων, οι οποίοι νομίμως προβαίνουν εις αυτήν".

75. Πολιορκία των Πλαταιών υπό των Πελοποννησίων

Μετά την επίκλησιν αυτήν προς τους θεούς, ήρχισε τας εχθροπραξίας. Και πρώτον μεν οι Λακεδαιμόνιοι με τα καρποφόρα δένδρα πού έκοψαν κατεσκεύασαν χαράκωμα γύρω από την πόλιν δια να εμποδισθή του λοιπού κάθε επικοινωνία προς τα έξω. Έπειτα ήρχισαν τον σχηματισμόν αναχώματος πλησίον του τείχους της πόλεως, ελπίζοντες ότι με την εργασίαν τόσον πολυαρίθμου στρατού θα κυριεύσουν ταχύτατα την πόλιν. Κόπτοντες λοιπόν ξυλείαν από τον Κιθαιρώνα, κατεσκεύασαν εκατέρωθεν του αναχώματος ξύλινον πλέγμα αντί τοίχου, δια να συγκρατήται το χώμα κατά το δυνατόν, και έφεραν ακαταπαύστως εις το ανάχωμα θάμνους και κλαδιά παντός είδους και λίθους και χώμα και ό,τι άλλο ημπορούσε να επισωρευθή επάνω εις το ανάχωμα. Επί εβδομήντα δε ημέρας και νύκτας ειργάζοντο συνεχώς, διηρημένοι κατά τμήματα, ώστε ενώ εν μέρος ήσαν απησχολημένοι εις την μεταφοράν των υλικών, οι λοιποί ημπορούσαν να κοιμούνται ή να τρώγουν. Και οι Λακεδαιμόνιοι διοικηταί των συμμαχικών στρατευμάτων, εποπτεύοντες από κοινού με τους εντοπίους αξιωματικούς των τελευταίων, τους ηνάγκαζαν να εργάζονται. Αλλ' οι Πλαταιείς, βλέποντες υψούμενον το ανάχωμα, συνέθεσαν ξύλινον σκελετόν τείχους, τον οποίον ετοποθέτησαν επάνω εις το τείχος των, απέναντι του μέρους, όπου υψώνετο το ανάχωμα, και εντός του σκελετού τούτου έκτιζαν με πλίνθους, τας οποίας ελάμβαναν από τας πλησίον οικίας, τας οποίας κατεδάφιζαν. Τα ξύλα του σκελετού εχρησίμευαν ως σύνδεσμος των πλίνθων, δια να μη γίνη το τείχος αδύνατον ένεκα του ύψους του, και προς το έξω μέρος εκαλύπτετο τούτο με δέρματα ακατέργαστα και κατειργασμένα, ώστε και οι εργαζόμενοι και τα ξύλα να προφυλάττωνται από πυροφόρα βέλη και επομένως να μη κινδυνεύουν. Το τείχος υψώνετο εις μεγάλον υψος, αλλά και το ανάχωμα υψώνετο απέναντί του με όχι μικροτέραν ταχύτητα. Οι Πλαταιείς κατέφυγαν τότε εις το εξής τέχνασμα. Ανοίξαντες οπήν εις το μέρος του τείχους, όπου το ανάχωμα ήρχετο εις επαφήν με αυτό, αφήρουν διαρκώς το χώμα δι' αυτής και το έσυραν εντός της πόλεως.

76. Οι Πελοποννήσιοι, εν τούτοις, αντιληφθέντες το πράγμα, ενέβαλλαν εις τα τοιουτοτρόπως δημιουργούμενα κενά του αναχώματος πηλόν πεπιεσμένον εντός καλαθίσκων εκ καλάμου, δια να μη διασκορπίζεται, όπως το απλούν χώμα, και σύρεται έσωθεν προς την πόλιν. Αλλ' οι πολιορκούμενοι, ματαιωθέντος κατ' αυτόν τον τρόπον του σχεδίου των, παρήτησαν αυτό, ανορύξαντες όμως εκ της πόλεως υπόνομον και υπολογίσαντες πότε είχε φθάσει κάτω από το ανάχωμα, ήρχισαν πάλιν να σύρουν το χώμα προς το μέρος των υπογείως. Και επί πολύν καιρόν διέφυγαν την προσοχήν των πολιορκούντων, ώστε τα συσσωρευόμενα επί του αναχώματος υλικά ολίγον ωφέλουν, καθόσον το ανάχωμα υπεσκάπτετο κάτωθεν και διαρκώς κατεκάθιζε προς το κενούμενον μέρος. Επειδή όμως εφοβουντο μήπως παρ' όλα αυτά δεν ημπορέσουν, ολίγοι αυτοί, ν' αντέξουν εναντίον τόσον πολλών, επενόησαν νέον τέχνασμα. Έπαυσαν εργαζόμενοι εις το απέναντι του αναχώματος υψηλόν τείχος, αλλ' ένθεν και ένθεν αυτού, από το εσωτερικόν μέρος του αρχικού χαμηλού τείχους, ήρχισαν οικοδομούντες νέον προς το εσωτερικόν της πόλεως τοιούτο, σχήματος ημισελήνου, ούτως ώστε, εάν το μέγα τείχος κυριευθή, να ημπορέση το νέον τούτο ν' ανθέξη. Οι εχθροί τοιουτοτρόπως θα ευρίσκοντο εις την ανάγκην να εγείρουν νέον ανάχωμα απέναντι αυτού, και καθ' όσον θα επροχώρουν προς το μηνοειδές τείχος, και αι δυσκολίαι των θα εδιπλασιάζοντο και θα προσεβάλλοντο επί μάλλον και μάλλον εκ δύο μερών. Αλλά συγχρόνως με την κατασκευήν του αναχώματος, οι Πελοποννήσιοι έστησαν και πολιορκητικάς μηχανάς κατά του τείχους της πόλεως. Μία εξ αυτών, τοποθετηθείσα επ' αυτού του αναχώματος, κατέρριψε μέγα μέρος του υψηλού τείχους, εμπνεύσασα τρόμον εις τους Πλαταιείς. Άλλαι μηχαναί ετοποθετήθησαν έμπροσθεν άλλων μερών του τείχους, αλλά τας τελευταίας αυτάς οι Πλαταιείς περιέβαλλαν με βρόχους, και τας ανέτρεπαν. Εκτός τούτου, προσαρτώντες εις τα δύο άκρα μεγάλων δοκών μακράς σιδηράς αλύσεως, ε-κρεμούσαν τας δοκούς αυτάς εις δύο κεραίας, αι οποίαι εστηρίζοντο κατά διεύθυνσιν κεκλιμένην επί του τείχους και προεξείχαν απ' αυτό. Και όταν η πολιορκητική μηχανή έμελλε να προσβάλη κανέν μέρος του τείχους, ανείλκυαν τας δοκούς αυτάς κατά διεύθυνσιν εγκαρσίαν προς τας μηχανάς, και παραιτούντες από τα χέρια των τας αλύσεις, άφιναν την δοκόν, η οποία, καταπίπτουσα με μεγάλην ορμήν επί της μηχανής, απέκοπτε την κεφαλήν του πολιορκητικού κριού.

77. Μετά τούτο, επειδή όχι μόνον αι μηχαναί δεν έφεραν αποτέλεσμα, αλλά και εναντίον του αναχώματος κατεσκευάζετο υπό των Πλαταιέων το νέον τείχος, σχήματος ημισελήνου, οι Πελοποννήσιοι έκριναν ότι με τα διαθέσιμα μέσα εξαναγκασμού η άλωσις της πόλεως ήτο σχεδόν αδύνατος, και ήρχισαν παρασκευαζόμενοι δια τον περιτειχισμόν αυτής. Απεφάσισαν όμως προηγουμένως, χρησιμοποιούντες ευνοϊκόν άνεμον, να δοκιμάσουν να πυρπολήσουν την πόλιν, η οποία δεν ήτο μεγάλη. Διότι εσοφίζοντο τωόντι κάθε δυνατόν μέσον, δια να την κυριεύσουν, χωρίς να υποβληθούν εις τα έξοδα τακτικής πολιορκίας. Έφεραν λοιπόν ακαταπαύστως δέματα θάμνων και κλαδιών παντός είδους και τα έρριπταν από το ανάχωμα, πρώτον εις το μεταξύ του αναχώματος και του τείχους διάστημα. Και όταν τούτο εγέμιζε ταχέως, λόγω του μεγάλου αριθμού των εργαζομένων, επεσώρευσαν ακολούθως τα δέματα, ρίπτοντες αυτά από το ύψος του αναχώματος εις το εσωτερικόν της πόλεως, όσον μακρύτερα ηδύναντο να φθάσουν, αφού δε έρριψαν πυρ μαζί με θείον και πίσσαν, ήναψαν το ετοιμασθέν υλικόν. Και εξερράγη πυρκαϊά τόσον μεγάλη, όσον κανείς δεν είχε ποτέ έως τότε ίδη βαλμένην από ανθρώπινον χέρι. Διότι εις το παρελθόν, εις τα βουνά, όταν ξηροί κλάδοι δάσους, προστριβόμενοι υπό του πνέοντος ανέμου, οι μεν προς τους δε, αναφλέγονται, τότε επέρχεται αυτόνομος πυρκαϊά. Και δεν ήτο μόνον μεγάλη η πυρκαϊά, αλλά και πολύ ολίγον έλειψε να καταστρέψη τους Πλαταιείς, οι οποίοι είχαν διαφύγει τους άλλους κινδύνους. Διότι μέγα μέρος της πόλεως ήτο απρόσιτον από την φωτιάν, και αν κατά την διάρκειαν της πυρκαϊάς εσηκώνετο άνεμος προς την διεύθυνσίν της, πράγμα το οποίον οι Πελοποννήσιοι ήλπιζαν, οι Πλαταιείς δεν θα ημπορούσαν να διαφύγουν την καταστροφήν. Αντί τούτου όμως, εις την προκειμένην περίστασιν συνέβη, ως λέγεται, τούτο, ότι καταιγίς επερθούσα με άφθονον βροχήν έσβησε την πυρκαϊάν και ούτω απεσοβήθη ο κίνδυνος.

78. Κατόπιν και της αποτυχίας αυτής, οι Πελοποννήσιοι, κρατήσαντες μόνον μέρος του στρατού των και διαλύσαντες το μεγαλύτερον μέρος αυτού, ήρχισαν να περιτειχίζουν κυκλοτερώς την πόλιν, αφού εμοίρασαν ολόκληρον την περιοχήν εις τα διάφορα συμμαχικά αποσπάσματα. Εις την εσωτερικήν και την εξωτερικήν πλευράν του περιτειχίσματος, ηνοίχθη τάφρος, από την οποίαν ελάμβανον το χώμα δια την κατασκευήν των πλίνθων. Και όταν ολόκληρον το έργον συνεπληρώθη περί την εποχήν που η ανατολή του Αρκτούρου είναι ορατή την πρωΐαν, ανεχώρησαν με τον στρατόν, αφίσαντες την αναγκαίαν δια το ήμισυ τείχος φρουράν (καθόσον το άλλο ήμισυ εφρουρείτο από τους Βοιωτούς), και έκαστον απόσπασμα επέστρεψεν εις τα ίδια. Οι Πλαταιείς, εν τούτοις, είχαν αποστείλει προηγουμένως εις τας Αθήνας όχι μόνον τα γυναικόπαιδα και τους γέροντας, αλλά και τους αχρήστους εν γένει δια στρατιωτικήν υπηρεσίαν άνδρας, είχαν δε υπολειφθή πολιορκούμενοι τερτακόσιοι Πλαταιείς, ογδοήκοντα Αθηναίοι, και εκατόν δέκα γυναίκες, αρτοποιοί και μάγειροι. Τόσος ήτο ο ολικός αριθμός, όταν ήρχισεν η πολιορκία, και κανείς άλλος, ούτε δούλος, ούτε ελεύθερος, δεν ευρίσκετο εντός των τειχών της πόλεως. Κατ' αυτόν τον τρόπον επραγματοποιήθη η πολιορκία των Πλαταιών.

79. Ήττα των Αθηναίων εις Σπάρτωλον

Κατά το ίδιον θέρος, την εποχήν που ωριμάζει ο σίτος, και συγχρόνως με την εκστρατείαν κατά των Πλαταιών, οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν εναντίον των πόλεων της Χαλκιδικής και της Βοττικής με δισχιλίους ιδικούς των οπλίτας και διακοσίους ιππείς, υπό την αρχηγίαν του Ξενοφώντος, υιού του Ευριπίδου, και δύο άλλων στρατηγών. Ελθόντες δ' εις το έδαφος της Σπαρτώλου, πόλεως της Βοττικής, ήρχσαν να καταστρέφουν την εσοδείαν των σιτηρών. Επιστεύετο άλλωστε ότι θα παραδοθή η πόλις, συνεπεία των ενεργειών μιας μερίδος των πολιτών, με τους οποίους ευρίσκοντο εις μυστικάς συνεννοήσεις. Αλλ' η αντίθετος μερίς ειδοποίησεν εγκαίρως τους ευρισκομένους εις Όλυνθον, οπόθεν ήλθεν ως φρουρά της Σπαρτώλου στρατιωτική δύναμις οπλιτών και άλλων στρατιωτών. Η δύναμις αυτή εξορμήσασα, έδωσε μάχην προς τους Αθηναίους πλησίον εις τα τείχη της πόλεως. Και οι μεν Χαλκιδείς οπλίται που είχαν έλθει από την Όλυνθον, και μαζί με αυτούς μερικοί μισθοφόροι, ενικήθησαν από τους Αθηναίους και υπεχώρησαν εις την Σπάρτωλον, οι ιππείς όμως και οι ελαφρώς ωπλισμένοι στρατιώται ενίκησαν τους Αθηναίους ιππείς και ελαφρούς, διότι είχαν και οι τελευταίοι μερικούς πελταστάς εκ της χώρας της καλουμένης Κρουσίδος. Μόλις όμως είχε τελειώσει η μάχη, ήλθεν από την Όλυνθον και άλλη δύναμις πελταστών εις βοήθειαν της φρουράς της Σπαρτώλου, της οποίας οι ελαφροί στρατιώται, αναθαρρύσαντες όχι μόνον από την θέαν της επικουρίας που προσήρχετο, αλλά και από το γεγονός ότι δεν είχαν ηττηθή προηγουμένως, επετέθησαν πάλιν εναντίον των Αθηναίων από κοινού με το ιππικόν των Χαλκιδέων, και τους νεωστί προσελθόντας εις βοήθειαν. Ενώπιον της επιθέσεως αυτής, ηναγκάσθησαν οι Αθηναίοι να υποχωρήσουν προς δύο λόχους που είχαν αφίσει δια να φυλάττουν τας αποσκευάς των. Και οσάκις μεν οι Αθηναίοι επετίθεντο, εκείνοι υπεχώρουν, οσάκις δε υπεχώρουν, τους παρηκολούθουν κατά πόδας, ρίπτοντες κατ' αυτών ακόντια. Και οι Χαλκιδείς ιππείς επελαύνοντες επετίθεντο εναντίον των Αθηναίων, οπουδήποτε το έκριναν ενδεδειγμένον, και εμπνεύσαντες εις αυτούς πανικόν, τους έτρεψαν εις φυγήν και τους κατεδίωξαν συντόνως εις μακράν απόστασιν. Και οι μεν Αθηναίοι κατέφυγαν εις την Ποτείδαιαν, και αφού παρέλαβαν τους νεκρούς, συνεπεία βραχείας ανακωχής, την οποίαν προς τούτο εζήτησαν, επέστρεψαν εις Αθήνας με το υπολειπόμενον μέρος του στρατού, απολέσαντες τετρακοσίους τριάντα Αθηναίους άνδρας και όλους τους στρατηγούς. Οι Χαλκείς, εξ άλλου, και οι Βοττιαίοι, έστεισαν τρόπαιον, και αφού συνέλεξαν τους νεκρούς των, διελύθησαν, και τα διάφορα αποσπάσματα επέστρεψαν εις τα ίδια.

80. Εκστρατεία των Πελοποννησίων κατά της Ακαρνανίας

Κατά το ίδιον θέρος, ολίγον ύστερον μετά τα ανωτέρω συμβάντα, οι Αμπρακιώται και οι Χάονες, θέλοντες να υποτάξουν όλόκληρον την Ακαρνανίαν και την αποσπάσουν από την συμμαχίαν των Αθηναίων, επεδίωξαν να πείσουν τους Λακεδαιμονίους, όχι μόνον να εξαρτήσουν συμμαχικόν στόλον, αλλά και να στείλουν κατά της Ακαρνανίας χιλίους οπλίτας, υποστηρίζοντες ότι εάν τους βοηθήσουν με στόλον και πεζικόν, θα ήτο εύκολον να καταλάβουν πρώτον την Ακαρνανίαν, ως εκ της αδυναμίας, εις την οποίαν θα ήσαν οι παραθαλάσσιοι Ακαρνάνες να βοηθήσουν τους του εσωτερικού, και να κυριεύσουν έπειτα την Ζάκυνθον και Κεφαλληνίαν, οπότε ο περίπλους της Πελοποννήσου δεν θα ήτο του λοιπού εξ ίσου εύκολος εις τους Αθηναίους. Προσέθεσαν, ότι υπήρχεν ελπίς και την Ναύπακτον ακόμη να κυριεύσουν. Οι Λακεδαιμόνιοι, πεισθέντες, έστειλαν ευθύς τον Κνήμον, ο οποίος ήτο ακόμη ναύαρχος, και τους χιλίους οπλίτας επί ολίγων πλοίων, και διεμήνυσαν συγχρόνως προς τας ναυτικάς πόλεις της ομοσπονδίας να παρασκευασθούν όσον το δυνατόν ταχύτερον και πλεύσουν προς την Λευκάδα. Οι Κορίνθιοι ιδίως επεθύμουν διακαώς να βοηθήσουν την επιχείρησιν των Αμπρακιωτών, οι οποίοι ήσαν άποικοί των. Και ο μεν στόλος, που επρόκειτο να έλθη από την Κόρινθον και την Σικυώνα και τα πέριξ μέρη, δεν είχεν ακόμη συμπληρώσει την ετοιμασίαν του, αλλά ο στόλος της Λευκάδος και του Ανακτορίου και της Αμπρακίας είχε φθάσει ήδη εις Λευκάδα και επερίμενεν εκεί. Ευθύς ως ο Κνήμος με τους υπ' αυτόν χιλίους οπλίτας διεπεραιώθησαν εις την Λευκάδα, χωρίς να τους αντιληφθη ο Φορμίων, ο οποίος ήτο αρχηγός της μοίρας των είκοσι Αθηναϊκών πλοίων που επεριπόλουν πλησίον της Ναυπάκτου, ήρχισε να ετοιμάζη την κατά ξηράν εκστρατείαν. Ο στρατός του περιελάμβανεν Έλληνας μεν Αμπρακιώτας και Λευκαδίους, και Ανακτόρους και τους χιλίους Πελοποννησίους, επι κεφαλής των οποίων είχεν έλθει ο ίδιος, βαρβάρους δε χιλίους Χάονας, οι οποίοι, αβασίλευτοι όντες, είχαν αρχηγούς τον Φώτυον και τον Νικάνορα, οι οποίοι κατήγοντο από το αρχοντικόν γένος που ήσκει ενιαυσίως την αρχήν. Μαζί με τους Χάονας εξεστράτευσαν και οι θεσπρωτοί, οι οποίοι ήσαν επίσης αβασίλευτοι. Δύναμις Μολοσσών και Ατιντάνων, εξ άλλου, ήτο υπό την αρχηγίαν του Σαβυλίνθου, επιτρόπου του βασιλέως Θαρύπου, ο οποίος ήτο ακόμη ανήλικος, και δύναμις Παραυαίων υπό την αρχηγίαν του βασιλέως Οροίδου. Μαζί με τους Παραυαίους εξεστράτευσαν και χίλιοι Ορέσται, των οποίων βασιλεύς ήτο ο Αντίοχος, ο οποίος είχεν εμπιστευθή την αρχηγίαν των εις τον Όροιδον. Και ο Περδίκκας είχε στείλει, εν αγνοία των Αθηναίων χιλίους Μακεδόνας, οι οποίοι όμως έφθασαν πολύ αργά. Με τον στρατόν αυτόν ήρχισεν ο Κνήμος την πορείαν του, χωρίς να περιμείνη τον στόλον που ανεμένετο από την Κόρινθον, και ενώ διήρχετο από το έδαφος του Αμφιλοχικού Άργους, ελεηλάτησε την Λιμναίαν, κώμην ατείχιστον. Ακολούθως έφθασαν εις το έδαφος του Στράτου, που είναι η σημαντικωτέρα πόλις της Ακαρνανίας, διότι επίστευαν ότι αν κυριεύσουν πτώτον αυτήν, η επίλοιπος Ακαρνανία ήθελεν ευκόλως προσχωρήσει προς αυτούς.

81. Οι Ακαρνάνες, όταν έμαθαν ότι όχι μόνον κατά ξηράν πολυάριθμος στρατός είχεν εισβάλει εις το έδαφός των, αλλά και κατά θάλασσαν ηπειλούντο από τον εχθρόν, ουδεμίαν κοινήν άμυναν ωργάνωσαν, αλλ' έκαστος περιωρίσθη εις την φρούρησιν του ιδικού του εδάφους, και συγχρόνως διεμήνυσαν προς τον Φορμίωνα να τους στείλη βοήθειαν. Ο Φορμίων όμως απήντησεν ότι δεν του επιτρέπεται να εγκαταλείψη απροστάτευτον την Ναύπακτον,εις εποχήν που επέκειτο ο έκπλους του εχθρικού στόλου από την Κόρινθον. Οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοί των, αφού διήρεσαν τον στρατόν εις τρεις φάλαγγας, εβάδιζαν εναντίον της πόλεως του Στράτου, δια να στρατοπεδεύσουν πλησίον της και αν δεν πείσουν τους κατοίκους κατόπιν διαπραγματεύσεων, αποπειραθούν την δια της βίας κατάληψιν του τείχους της. Και το κέντρον μεν κατείχαν οι Χάονες και λοιποί βάρβαροι, το δεξιόν αυτών οι Λευκάδιοι και οι Ανακτόριοι, και όσοι ήσαν μαζί με αυτούς, το αριστερόν δε ο Κνήμος με τους Πελοποννησίους και τους Αμπρακιώτας. Η μεταξύ των τριών αυτών φαλάγγων απόστασις ήτο πολύ μεγάλη και ενίοτε ούτε ημπορούσε να βλέπη η μία την άλλην. Και οι μεν Έλληνες εβάδιζαν με μεγάλην τάξιν και προσοχήν, έως ότου εστρατοπέδευσαν εις κατάλληλον τόπον, οι Χάονες όμως οι οποίοι όχι μόνον είχαν πεποίθησιν εις εαυτούς, αλλά και από τους άλλους ηπειρώτας των μερών εκείνων ανεγνωρίζοντο ως μαχιμώτατοι, δεν ανέστειλαν την πορείαν των, δια να εγκαταστήσουν στρατόπεδον, αλλά προήλασαν με μεγάλην ορμήν, συνοδευόμενοι και από τους, άλλους βαρβάρους, διότι ενόμισαν ότι θα κατελάμβαναν την πόλιν με τον πρώτον αλαλαγμόν της επιθέσεως και θα απεδίδετο εις αυτούς μόνους η όλη, δόξα του κατορθώματος. Αλλ' οι κάτοικοι του Στράτου τους είδαν την ώραν που επλησίαζαν, και επειδή εσκέφθησαν ότι εάν τους νικήσουν μεμονωμένους, οι Έλληνες δεν θα τους επετίθεντο πλέον με τον ίδιον ζήλον, έστησαν ενέδρας γύρω από την πόλιν και άμα επλησίασαν οι βάρβαροι, επέπεσαν εναντίον των, προελάσαντες από την πόλιν και εξορμήσαντες από τας ενέδρας των. Και επειδή επήλθε πανικός, αι εις νεκρούς απώλειαι των Χαόνων υπήρξαν μεγάλαι, και οι άλλοι βάρβαροι, άμα είδαν αυτούς υποκύπτοντας, δεν αντέστησαν πλέον, αλλ' ετράπησαν εις φυγήν. Ούτε η μία, ούτε η άλλη Ελληνική φάλαγξ αντελήφθη την μάχην, διότι οι βάρβαροι είχαν προχωρήσει πολύ και οι Έλληνες υπέθεταν ότι εβιάζονο δια να εξεύρουν τόπον στρατοπεδεύσεως. Όταν όμως οι βάρβαροι φεύγοντες έπεσαν επάνω των, όχι μόνον τους περιεσυνέλεξαν, αλλά και εσχημάτισαν εν κοινόν στρατόπεδον και έμειναν εκεί ησυχάζοντες διαρκούσης της ημέρας καθόσον οι Στράτιοι δεν επετέθησαν εναντίον των, λόγω του ότι αι ενισχύσεις των λοιπών Ακαρνάνων δεν είχαν φθάσει ακόμη. Εσφενδόνιζαν όμως αυτούς από μακράν και τους έφεραν εις μεγάλην αμηχανίαν, καθόσον δεν ημπορούσαν να κινήσουν χωρίς να φορούν θώρακα και ασπίδα, επειδή οι Ακαρνάνες θωρούνται επιτηδειότατοι σφεδονισταί.

82. Όταν ενύκτωσεν, ο Κνήμος απεσύρθη με τον στρατόν του εσπευσμένως προς τον ποταμόν Άναπον, που απείχεν ογδοήντα στάδια από την πόλιν του Στρατού, και την επιούσαν παρέλαβε τους νεκρούς του, ζητήσας προς τον σκοπόν τούτον βραχείαν ανακωχήν. Και επειδή οι Οινιάδαι, λόγω φιλίας, είχαν προσέλθει προς ενίσχυσιν του Κνήμου, απεσύρθη εις την πόλιν των, πριν φθάσουν αι αναμενόμεναι ενισχύσεις των Ακαρνάνων, και απ' εκεί απήλθαν τα διάφορα αποσπάσματα εις τα ίδια. Οι Στράτιοι, εξ άλλου, έστησαν τρόπαιον δια την μάχην των εναντίον των βαρβάρων.

83. Ήττα του Πελοποννησιακού στόλου εις τον Πατραϊκόν κόλπον

Ο στόλος της Κορίνθου και των άλλων συμμάχων του Κορινθιακού κόλπου, ο οποίος ώφειλε να προσέλθη προς τον Κνήμον, δια να εμποδίζη τους Ακαρνάνας των παραλίων να σπεύσουν εις βοήθειαν των του εσωτερικού, δεν προσήλθεν, αλλ' ηναγκάσθη, την ιδίαν περίπου ημέραν της μάχης του Στράτου, να συνάψη ναυμαχίαν προς την υπό τον Φορμίωνα μοίραν των είκοσι Αθηναϊκών πλοίων, η οποία εστάθμευεν εις την Ναύπακτον. Διότι ο Φορμίων, ενώ αυτοί έπλεαν κατά μήκος της νοτίας ακτής, δια να εξέλθουν από τον κόλπον, περιωρίζετο να επιτηρή τας κινήσεις των, διότι επροτίμα να τους επιτεθή εις την ανοικτήν θάλασσαν. Αλλ' οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί των έπλεαν, έχοντες εξωπλισμένον τον στόλον των όχι προς ναυμαχίαν, αλλά μάλλον δι' επιχειρήσεις εναντίον των παραλίων της Ακαρνανίας, και ούτε εφαντάζοντο ότι οι Αθηναίοι με τα είκοσι πλοία των θα ετόλμων να ναυμαχήσουν προς τα σαράντα επτά ιδικά των. Επειδή, εν τούτοις, όχι μόνον εφόσον έπλεαν παρά την νοτίαν ακτήν, έβλεπαν αυτούς πλησίον της βορείας εις παράλληλον διεύθυνσιν αλλά και όταν εκ Πατρών της Αχαίας εζήτησαν να περάσουν προς την Ακαρνανίαν επί της απέναντι στερεάς, είδαν τους Αθηναίους πλέοντας εναντίον των εκ της Χαλκίδος και του ποταμού Ευήνου, καθόσον η προσπάθειά των να μη γίνουν αντιληπτοί, όταν ηγκυροβόλησαν εν καιρώ νυκτός εις τας Πάτρας, απέτυχε, μη δυνάμενοι πλέον να πράξουν άλλως, ηναγκάσθησαν να ναυμαχήσουν εις το μέσον του κόλπου των Πατρών. Ο στόλος των εδιοικείτο από τους στρατηγούς εκάστης πόλεως, όσαι είχαν μετάσχει εις την συγκρότησίν του, των Κορινθίων όμως ειδικώς στρατηγοί ήσαν ο Μαχάων, ο Ισοκράτης και ο Αγαθαρχίδας. Και οι μεν Πελοποννήσιοι παρέταξαν τα πλοία των με τας πρώρας προς τα έξω και τας πρύμνας προς τα έσω κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να σχηματίζουν κύκλον όσον το δυνατόν μεγαλύτερον, αλλά με διαστήματα που καθίστων δύσκολον την διάσπασιν της παρατάξεώς των. Εντός του κύκλου αυτού παρέταξαν τα συνοδεύοντα τον στόλον ελαφρά σκάφη και πέντε πολεμικά, τα πλέον ταχύπλοα, δια να δύνανται ταύτα να εκπλέουν δια της συντομωτέρας οδού, προς βοήθειαν οιουδήποτε μέρους της παρατάξεως, κατά του οποίου θα επετίθετο τυχόν ο εχθρός.

84. Ο Αθηναϊκός στόλος, εις γραμμήν παραγωγής, έπλεε γύρω από τον Πελοποννησιακόν και διαρκώς όσον ημπορούσε πλησιέστερα προς αυτόν, παρέχων την εντύπωσιν ότι από στιγμής εις στιγμήν θα επιτεθή, και αναγκάζων τοιουτοτρόπως αυτόν να σμικρύνη ολοέν τον κύκλον της παρατάξεώς του. Αι διαταγαί όμως του Φορμίωνος ώριζαν να μη γίνη καμμία επίθεσις, πριν δώση ο ίδιος το σύνθημα. Διότι ήλπιζεν ότι δεν θα ημπορέση ο εχθρικός στόλος να τηρήση την τάξιν του, όπως στρατός ξηράς, αλλ' ότι τα πλοία θα συνεκρούοντο προς άλληλα και τα ελαφρά σκάφη Θα επροκάλουν σύγχυσιν, εάν δε ο συνήθης εωθινός άνεμος, τον οποίον ανέμενε περιπλέων, ήθελε πνεύσει από τον κόλπον, δεν θα ημπορούσαν ούτε επί στιγμήν να συγκρατήσουν την παράταξιν, και όχι μόνον την ώραν αυτήν εθεώρει καταλληλοτέραν δια την επίθεσιν, αλλά και ενόμιζεν ότι απέκειτο εις την ελευθέραν διάθεσίν του να επιτεθή όταν ήθελε, λόγω της μεγαλυτέρας ευκινησίας των πλοίων. Όταν ήρχισε να πνέη ο άνεμος, η παράταξις των πλοίων, η οποία είχεν ήδη περιορισθή εις στενόν χώρον, ήρχισε να διασπάται υπό την επήρειαν του ανέμου και της επιπτώσεως συγχρόνως των ελαφρών σκαφών. Ούτω, τα πλοία επέπιπταν το ένα επάνω εις το άλλο, ενώ τα πληρώματα τα απώθουν με κοντούς, δια να τα διαχωρίσουν. Επειδή δε όχι μόνον εφωνάσκουν, αλλά και οδηγίας έδιδαν μεγαλοφώνος οι μεν προς τους δε, προς αποφυγήν της συγκρούσεως, και αλληλοϋβρίζοντο, δεν ημπορούσαν ν' ακούσουν ούτε τα παραγγέλματα των κυβερνητών, ούτε τους κελευστάς, και οι κωπηλάται, μη δυνάμενοι ως εκ της θαλασσοταραχής και της απειρίας των να χειρίζωνται τας κώπας, καθίστων τα πλοία έτι μάλλον ακυβέρνητα. Ο Φορμίων, θεωρήσας ότι ήλθε πλέον η κατάλληλος στιγμή, έδωσε το σήμα της επιθέσεως. Οι Αθηναίοι τότε επέπεσαν, και πρώτον μεν κατεβύθισαν μίαν από τας ναυαρχίδας, έπειτα δε, οπουδήποτε επετίθεντο κατά των εχθρικών πλοίων, επέφεραν πανωλεθρίαν, και περιήγαγαν αυτά εις τοιαύτην θέσιν, ώστε κανεις, ως εκ της συγχύσεως, δεν εσκέπτοντο περί αντιστάσεως, Αλλ' άλλοι έφευγαν προς τας Πάτρας και την Δύμην της Αχαΐας. Οι Αθηναίοι, καταδιώκοντες, συνέλαβαν δώδεκα πολεμικά σκάφη και παραλαβόντες το πλείστον των πληρωμάτων επί των ιδικών των πλοίων, απέπλευσαν προς το Μολύκρειον. Αφού δε έστησαν τρόπαιον εις το Ρίον και αφιέρωσαν εν από τα κυρευθέντα πολεμικά σκάφη εις τον Ποσειδώνα, επέστρεψαν εις Ναύπακτον. Και οι Πελοποννήσιοι, με το υπόλοιπον του στόλου των, έπλευσαν ευθύς εκ Δύμης και Πατρών παραλιακώς εις την Κυλλήνην, επίνειον των Ηλείων. Μετά την μάχην του Στράτου, ήλθεν εις την Κυλλήνην και ο Κνήμος από την Λευκάδα με τον στόλον, ο οποίος έπρεπε να είχεν ενωθή με τον εκ Κορίνθου.

85. Οι αντίπαλοι στόλοι παρά το Ρίον και τον Αντίρριον

Αλλά και οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν εις τον στόλον του Κνήμου συμβούλους τον Τιμοκράτη, τον Βρασίδαν και τον Λυκόφρονα, με την εντολήν να ετοιμάσουν καλύτερα νέαν ναυμαχίαν και να μη ανέχωνται να τους αποκλείη ολιγάριθμος στόλος από τας θαλασσίας συγκοινωνίας. Διότι ένεκα του γεγονότος ιδίως, ότι δια πρώτην φοράν, κατά την διάρκειαν του παρόντος πολέμου, ελάμβαναν πείραν ναυμαχίας, η έκβασίς της εφαίνετο εις αυτούς ανεξήγητος, και δεν ενόμιζαν ότι ο στόλος των ήτο πραγματικώς τόσον κατώτερος του εχθρικού, αλλ' επίστευαν μάλλον ότι είχεν επιδειχθή κάποια νοθρώτης, καθόσον δεν ελάμβαναν υπ' όψιν την μακράν πείραν των Αθηναίων, εν συγκρίσει προς την ιδικήν των ολιγοχρόνιον εξάσκησιν. Ως εκ τούτου, υπό την επιρροήν του πάθους, ενήργησαν την αποστολήν των συμβούλων, οι οποίοι, μετά την άφιξίν των, από κοινού μετά του Κνήμου, όχι μόνον έστειλαν αγγελιαφόρους εις τας συμμάχους πόλεις, παραγγέλλοντες ν' αποστείλουν και άλλα πλοία, αλλά και τα προϋπάρχοντα εξώπλιζαν προς ναυμαχίαν. Αλλά και ο Φορμίων έστειλεν αγγελιαφόρους εις τας Αθήνας, δια να αναγγείλουν την νίκην και συγχρόνως ανακοινώσουν τας ετοιμασίας του εχθρού, και εζήτει να του στείλουν εσπευσμένως όσον το δυνατόν περισσότερα πλοία, καθόσον από ημέραν εις ημέραν ανεμένετο διαρκώς νέα ναυμαχία. Οι Αθηναίοι απέστειλαν προς αυτόν μοίραν από είκοσι πλοία, αλλά διέταξαν τον μοίραρχον να καταπλεύση πρώτον εις Κρήτην. Διότι ο Νικίας, Κρητικός από την Γόρτυνα, ο οποίος ήτο πρόξενός των, τους έπεισε να στείλουν στόλον κατά της Κυδωνίας, πόλεως εχθρικής, υποσχόμενος να την φέρη με το μέρος των. Πράγματι όμως τους εξώθησε, χαριζόμενος εις τους Πολιχνίτας, γείτονας των Κυδωνιατών. Τοιουτοτρόπως, ο διοικητής της μοίρας, παραλαβών τα πλοία έσπευσεν εις Κρήτην, όπου ήρχισε μαζί με τους Πολιχνίτας να ερημώνη την χώραν των Κυδωνιατών, και συγχρόνως ένεκα αντιξόων ανέμων και κακοκαιρίας έχασεν όχι ολίγον καιρόν.

86. Εν τω μεταξύ, ενώ οι Αθηναίοι έχαναν τον καιρόν των εις την Κρήτην, οι Πελοποννήσιοι, που είχαν συγκεντρωθή εις την Κυλλήνην, έτοιμοι δια νέαν ναυμαχίαν, ήλθαν, παραπλέοντες την ακτήν, εις το Πάνορμον της Αχαΐας, όπου ο κατά ξηράν στρατός των είχεν έλθει προς υποστήριξίν των. Και ο Φορμίων, εξ άλλου, παραπλέων την ακτήν, ήλθεν εις το Ρίον το Μολυκρικόν και ηγκυροβόλησεν έξωθεν αυτού με τα είκοσι πλοία, με τα οποία είχε ναυμαχήσει προηγουμένως. Το εν λόγω Ρίον ήτο φιλικόν προς τους Αθηναίους, απέναντι δε αυτού το άλλο Ρίον, και η μεταξύ των δύο απόστασις, η οποία αποτελεί το στόμιον του Κορινθιακού κόλπου, είναι επτά περίπου θαλάσσια στάδια. Όταν οι Πελοποννήσιοι είδαν τους Αθηναίους προσορμισθέντας εις το Μολυκρικόν Ρίον, προσωρμίσθησαν και αυτοί με εβδομήντα πλοία πλησίον του άλλου Ρίου, του Αχαϊκού, το οποίον δεν απέχει πολύ του Πανόρμου, όπου ευρίσκετο ο πεζός στρατός των. Και επί εξ μεν ή επτά ημέρας έμειναν ηγκυροβολημένοι, οι μεν απέναντι των δε, ασκούμενοι και παρασκευαζόμενοι δια την ναυμαχίαν, αποφασισμένοι, οι μεν Πελοποννήσιοι να μην εξέλθουν έξω των Ρίων εις την ανοικτήν θάλασσαν, διότι εφοβούντο επανάληψιν της προηγουμένης συμφοράς, οι δε Αθηναίοι να μη πλεύσουν εντός των στενών, φρονούντες ότι η εις στενόν χώρον ναυμαχία ήτο προς το συμφέρον του εχθρού. Τέλος ο Κνήμος, ο Βρασίδας και οι άλλοι Πελοποννήσιοι στρατηγοί, θέλοντες να επισπεύσουν την ναυμαχίαν πριν έλθουν και προς τους Αθηναίους ενισχύσεις, συνεκάλεσαν πρώτον τους στρατιώτας, και βλέποντες ότι οι περισσότεροι ήσαν φοβισμένοι, ένεκα της προηγουμένης ήττης, και απρόθυμοι δια νέαν μάχην, τους ενεθάρρυναν με τους επομένους περίπου λόγους :

87. Λόγος των Πελοποννησίων ηγετών προς τους άνδρας των

"Το συμπέρασμα, Πελοποννήσιοι, το οποίον συνάγουν από την πρόσφατον ναυμαχίαν όσοι τυχόν από σας, ένεκα αυτής, φοβούνται δια την μέλλουσαν, δεν είναι καθόλου δικαιολογημένον. Διότι όχι μόνον η ετοιμασία μας δια την ναυμαχίαν εκείνην ήτο ατελής, όπως γνωρίζετε, και επλέαμεν όχι προς ναυμαχίαν, αλλά μάλλον δι' επιχείρησες κατά των παραλίων, αλλά συνέβη και η τύχη να δείξη μεγάλην εναντίον μας καταδρομήν, και, ίσως και η απειρία, λόγω του ότι δια πρώτην φοράν, κατά την διάρκειαν του παρόντος πολέμου, εναυμαχούμεν, έγινεν εν μέρει αιτία της αποτυχίας μας. Ώστε η ήττα μας δεν υπήρξεν αποτέλεσμα δειλίας, ουδέ είναι ορθόν το φρόνημα, το οποίον δεν δύναται να καταβάλη η βία, και το οποίον έχει εν εαυτώ την δύναμιν ν' αψηφά τον κίνδυνον, να αμβλύνεται και να εξασθενή από τυχαίας περιστάσεις. Όφείλετε τουναντίον να θεωρήσετε ότι ημπορούν μεν οι άνθρωποι να υφίστανται ενίοτε αποτυχίας, ένεκα των περιπετειών της τύχης,αλλ' ότι όσοι έχουν γενναίον το φρόνημα οφείλουν εις κάθε περίστασιν να δεικνύωνται ανδρείοι, και εφόσον είναι τοιούτοι, δεν ημπορούν, επικαλούμενοι την απειρίαν των, να δικαιολογηθούν, διότι εις ωρισμένην περίστασιν εδείχθησαν δειλοί. Άλλωστε, η υπό έποψιν πείρας καθυστέρησίς σας είναι μικροτέρα από την υπεροχήν σας υπό την έποψιν θάρρους. Ενώ η εμπειρία των εχθρών, την οποίαν κυρίως φοβείσθε, εάν μεν συνδυάζεται με ανδρείαν, θα επιτρέψη κατά την ώραν του κινδύνου να ενθυμηθούν ούτοι και εφαρμόσουν τα διδάγματά της, χωρίς όμως ευψυχίαν, καμμία τέχνη δεν αρκεί απέναντι των κινδύνων. Διότι ο φόβος εκπτοεί την μνήμην, η δε τέχνη άνευ θάρρους είναι άχρηστος. Οφείλετε δια τούτο ν' αντιτάξετε προς την μεγαλυτέραν εμπειρίαν των την μεγαλυτέραν τόλμην σας, προς δε τον φόβον σας δια την προηγουμένην ήτταν το γεγονός ότι ετύχατε τότε απαράσκευοι. Έχετε, άλλωστε, το διπλούν πλεονέκτημα, και ότι υπερτερείτε πολύ κατά τον αριθμόν των πλοίων, και ότι θα ναυμαχήσετε πλησίον των παραλίων σας, υποστηριζόμενοι από το πεζικόν. Και η νίκη ως επί το πλείστον ανήκει εις τους περισσοτέρους και καλλίτερον προετοιμασμένους. Ώστε ούτε μίαν καν πιθανήν αιτίαν αποτυχίας ημποροΰμεν να εύρωμεν. Και αυτά τα προηγούμενα σφάλματά μας αποτελούν πρόσθετον πλεονέκτημα, διότι θα μας χρησιμεύσουν ως μάθημα. Μετά θάρρους λοιπόν, και πηδαλιούχοι και κωπηλάται, ας εκτελή έκαστος το καθ' εαυτόν τα παραγγελλόμενα και ας μη εγκαταλείπη την θέσιν, εις την οποίαν ήθελε ταχθή. Την επίθεσιν άλλωστε θα παρασκευάσωμεν εξ ίσου καλώς, όσον και οι προηγούμενοι αρχηγοί, και δεν θα δώσωμεν εις κανένα πρόφασιν να δειχθή δειλός. Αλλ' εάν παρ' όλα ταύτα θελήση τυχόν κανεις να δειχθή τοιούτος, θα υποστή την πρέπουσαν τιμωρίαν, ενώ οι, ανδρείοι θα τιμηθούν με τας αμοιβάς που αρμόζουν εις την γενναιότητα."

88. Ενθαρρυντικός λόγος του Φορμίωνος προς τους άνδρας του Αθηναϊκού στόλου

Με τοιούτους λόγους, οι αρχηγοί των Πελοποννησίων ενεθάρρυναν αυτούς. Αλλ' ο Φορμίων, φοβούμενος και αυτός την αποθάρρυνσιν των ανδρών του, και μανθάνων ότι συνήρχοντο ιδιαιτέρως κατά ομάδας και ωμίλουν μετά φόβου περί του μεγάλου αριθμού των εχθρικών πλοίων, απεφάσισε να τους συγκεντρώση και τους ενθαρρύνη δια καταλλήλου προς την περίστασιν ομιλίας. Διότι και προηγουμένως, παρασκεύαζων τα πνεύματα, έλεγε προς αυτούς πολλάκις, ότι δεν υπήρχεν αριθμός πλοίων τόσον μεγάλος δι' αυτούς, τον οποίον, επερχόμενον εναντίον των, να μην ώφειλαν ν' αντιμετωπίσουν, και προ πολλού ήτο σχηματισμένη μεταξύ των στρατιωτών του η πεποίθησις ότι, όντες Αθηναίοι, οφείλουν να μην υποχωρούν ενώπιον οιουδήποτε πλήθους Πελοποννησιακών πλοίων. Και τότε, αντιλαμβανόμενος αυτούς αποθαρρυμένους από ό,τι έβλεπον εμπρός εις τα μάτια τους, και θέλων να τους υπενθυμίση την εμπιστοσύνην, την οποίαν οι ίδιοι είχαν προηγουμένως, τους ωμίλησεν ως εξής περίπου :

89. "Στρατιώται, σας συνεκάλεσα, διότι βλέπω ότι είσθε τρομαγμένοι από την αριθμητικήν υπεροχήν του εχθρού, και διότι δεν επερίμενα να καταλαμβάνεσθε από αποθάρρυνσιν δια πράγματα, τα οποία δεν είναι φοβερά. Καθόσον πρώτον μεν οι Πελοποννήσιοι, ακριβώς διότι ενικήθησαν προηγουμένως, και διότι ούτε οι ίδιοι φαντάζονται ότι είναι ισόπαλοι με ημάς, παρεσκεύασαν τον μεγάλον αυτόν και δυσανάλογον αριθμόν πλοίων. Έπειτα δε το θάρρος των, εις το οποίον κυρίως στηρίζονται, επερχόμενοι εναντίον μας, ως να ήτο ειδικόν προνόμιόν των το να είναι ανδρείοι, εις τίποτε άλλο δεν στηρίζεται παρά εις τας επιτυχίας, τας οποίας η εμπειρία των εις τον κατά ξηράν πόλεμον δίδει συνήθως εις αυτούς, και πιστεύουν, ως εκ τούτου, ότι αυτή θα τους δώση ομοίαν επιτυχίαν και κατά θάλασσαν. Αλλά το πλεονέκτημα τούτο, και εάν ακόμη ανήκη εις εκείνους κατά ξηράν, θα είναι δικαίως με το μέρος μας σήμερον, όπου πρόκειται περί αγώνος κατά θάλασσαν αφού υπό έποψιν μεν γενναιότητος ουδαμώς υπερέχουν, επί τη βάσει όμως της ιδιαιτέρας εμπειρίας μας και της ιδικής των, ημείς έχομεν περισσοτέρους λόγους να είμεθα θαρραλέοι. Και τέλος επειδή οι Λακεδαιμόνιοι εξασκούν την αρχηγίαν επί των συμμάχων των, χάριν της ιδίας των δόξης, οι περισσότεροι από τους τελευταίους σύρονται εις την μάχην παρά την θέλησίν των, διότι εκουσίως δεν θα επεχείρουν ποτέ, μετά την αποφασιστικήν ήτταν των, να συνάψουν και νέαν ναυμαχίαν. Επομένως, δεν έχετε λόγον να φοβηθήτε την τόλμην των. Τουναντίον, σεις εμπνέετε εις αυτούς μεγαλύτερον φόβον και περισσότερον δικαιολογημένον, και διότι τους ενικήσατε εις την προηγουμένην ναυμαχίαν, και διότι πιστεύουν, ότι δεν θ' αντετάσσεσθε εναντίον των, εάν δεν επροβλέπατε ότι θα κατορθώσετε κάτι ανάλογον προς την ασυγκράτητον τόλμην, με την οποίαν αντιμετωπίζετε τόσον ανωτέρας δυνάμεις. Διότι οι περισσότεροι άνθρωποι, όπως οι Πελοποννήσιοι τώρα, δεν αντιμετωπίζουν τους εχθρούς των παρά με ισοπάλους ή μεγαλυτέρας δυνάμεις, καθόσον εμπιστεύονται περισσότερον εις την υλικήν δύναμιν, παρά εις το θάρρος των. Ενώ όσοι αντιμετωπίζουν αυτούς με πολύ μικροτέρας δυνάμεις, χωρίς εξ άλλου να είναι ηναγκασμένοι προς τούτο, σημαίνει ότι έχουν μέσα των αποφασιστικότητα ακατάβλητον. Όλα αυτά συλλογιζόμενοι οι Πελοποννήσιοι, κατήντησαν να μας φοβούνται περισσότερον δια το απροσδόκητον της αποφάσεώς μας να τους αντιμετωπίσωμεν με μικροτέρας δυνάμεις, παρ' όσον θα μας εφοβούντο, εάν τους αντιμετωπίζαμεν με δυνάμεις αναλόγους προς τας ιδικάς των. Και πολλοί στρατοί μέχρι τούδε ενικήθησαν από ολιγωτέρους ένεκα απειρίας, μερικοί δε και ένεκα ατολμίας, Αλλ' ούτε δια το εν, ούτε δια το άλλο ελάττωμα ημπορούμεν να κατηγορηθώμεν ημείς σήμερον. Ως προς την μάχην, εξ άλλου, θα κάμω ό,τι ημπορώ δια ν' αποφύγω να συνάψω αυτήν εντός του κόλπου, ούτε καν θα εισπλεύσω εντός αυτού. Καθόσον αντιλαμβάνομαι ότι ο στενός χώρος δεν αποτελεί πλεονέκτημα δια στόλον ολίγων πλοίων ευκινήτων και εχόντων έμπειρα πληρώματα, όταν αντιμετωπίζουν μεγαλύτερον αριθμόν πλοίων ατέχνως χειριζομένων. Διότι εφόσον δεν βλέπει κανείς τα εχθρικά πλοία από ικανήν απόστασιν, ούτε να επιτεθή δια του εμβόλου, όπως έπρεπε, ημπορεί, ούτε πιεζόμενος να υποχωρήση την κατάλληλον στιγμήν. Ούτε είναι δυναταί διασπάσεις της εχθρικής παρατάξεως και επαναστροφαί, αι οποίαι αποτελούν χειρισμούς αρμόζοντας εις ευκίνητα πλοία, αλλά κατ' ανάγκην η ναυμαχία αποβαίνει πεζομαχία, και εις τοιαύτην περίπτωσιν τα περισσότερα πλοία επικρατούν. Περί τούτων λοιπόν εγώ θα προνοήσω με πάσαν επιμέλειαν. Ιδικόν σας καθήκον είναι όχι μόνον να μένετε εις καλήν τάξιν πλησίον των πλοίων, έχοντες διαρκώς εστραμένην την προσοχήν προς τα παραγγέλματα, τόσω μάλλον καθόσον ο εχθρός σταθμεύει εις μικράν απόστασιν, αλλά και κατά την διάρκειαν της μάχης να εκτιμάτε περισσότερον από κάθε άλλο την τάξιν και την σιωπήν, αι οποίαι είναι γενικώς ωφέλιμοι εις τον πόλεμον και προ πάντων τον κατά θάλασσαν, και ν' αποκρούετε τον εχθρόν κατά τρόπον αντάξον των προηγουμένων κατορθωμάτων σας. Διεξάγετε αγώνα μεγάλης σπουδαιότητος. Πρόκειται ή να διαλύσετε τας ελπίδας, τας οποίας οι Πελοποννήσιοι αρχίζουν να στηρίζουν εις το ναυτικόν των, ή να καταστήσετε δια τους Αθηναίους εγγύτερον τον φόβον του να χάσουν την κυριαρχίαν της θαλάσσης. Σας υπενθυμίζω δε και πάλιν ότι ενικήσατε ήδη τους περισσοτέρους απ' αυτούς. Οι άνθρωποι, άλλωστε, όσοι υπέστησαν ήτταν, δεν συνηθίζουν ν' αντιμετωπίζουν τους άλλους κινδύνους με το ίδιον θάρρος".

90. Περιγραφή της ναυμαχίας

Τοιαύτας προτροπάς απηύθυνε και ο Φορμίων εις τους άνδρας του. Οι Πελοποννήσιοι, οι οποίοι ήσαν ηγκυροβολημένοι με τα νώτα στηριζόμενα επί της παραλίας των, εις φάλαγγα βάθους τεσσάρων πλοίων, βλέποντες ότι οι Αθηναίοι δεν εισήρχοντο εντός του κόλπου και των στενών, και θέλοντες να τους παρασύρουν εκεί και άκοντας, εξέπλευσαν λίαν πρωΐ διευθυνόμενοι εις το εσωτερικόν του κόλπου, αφού έστρεψαν μέτωπον προς τα δεξιά, ούτως ώστε το τέως δεξιόν των κέρας κατείχεν ήδη την πρωτοπορίαν. Εις την πρωτοπορίαν αυτήν έταξαν είκοσι πλοία, τα πλέον ταχύπλοα, όπως εις περίστασιν, κατά την οποίαν ο Φορμίων ήθελεν τυχόν υποθέσει ότι πλέουν κατά της Ναυπάκτου, και ήθελε σπεύσει και αυτός πλέων παρά την ακτήν κατά την ιδίαν διεύθυνσιν, προς υπεράσπισίν της, μη δυνηθούν οι Αθηναίοι να διαφύγουν την επίθεσν του στόλου των Πελοποννησίων δια της υπερφαλαγγίσεως του δεξιού κέρατος αυτού, αλλά τούτο αποκόψη εκείνους. Ο Φορμίων, τωόντι, ως είδεν αυτούς εκκινούντας, εφοβήθη, καθώς εκείνοι είχαν προΐδει, δια την ασφάλειαν της Ναυπάκτου, η οποία ήτο αφύλακτος, και παρά την θέλησίν του επεβίβασε εσπευσμένως τα πληρώματα και έπλεε παρά την ακτήν, ενώ ο πεζός στρατός των Μεσσηνίων ηκολούθει και αυτός, έτοιμος προς βοήθειαν. Όταν είδαν οι Πελοποννήσιοι ότι οι Αθηναίοι παρέπλεαν παρά την ακτήν εις γραμμήν παραγωγής, και ότι ήσαν ήδη εντός του κόλπου και πολύ πλησίον της ξηράς, πράγμα το οποίον ακριβώς επεδίωκαν, μόλις εδόθη το σχετικόν σήμα, έστρεψαν όλοι μέτωπον προς τ' αριστερά και έπλεαν εναντίον των Αθηναίων, όσον ταχύτερον ημπορούσε έκαστος, ελπίζοντες ν' αποκόψουν όλον τον στόλον των. Ένδεκα εν τούτοις από τα πλοία του στόλου αυτού, τα οποία έπλεαν επί κεφαλής των άλλων, κατώρθωσαν να διαφύγουν το δεξιόν κέρας των Πελοποννησίων και την επίθεσιν του νέου μετώπου των, και έπλευσαν προς το πλατύτερον μέρος του κόλπου. Αλλά τα επίλοιπα επρόλαβαν οι Πελοποννήσιοι, και όχι μόνον τα έσπρωξαν προς την ξηράν, ενώ προσεπάθουν να διαφύγουν, αλλά και τα ηχρήστεσαν και εφόνευσαν τους αποτελούντας τα πληρώματα, όσοι τυχόν δεν επρόλαβαν να φθάσουν εις την ξηράν κολυμβώντες, εκτός δ' ενός πλοίου, το οποίον οι Πελοποννήσιοι είχαν ήδη κυριεύσει προηγουμένως αύτανδρον, προσέδεσαν μερικά άλλα εις τα ιδικά των και τα ερρυμούλκησαν κενά πληρωμάτων. Αλλ' οι Μεσσήνιοι, οι οποίοι είχαν σπεύσει εις βοήθειαν, εισώρμησαν ένοπλοι εις την θάλασσαν, κατώρθωσαν ν' ανέλθουν εις μερικά απ' αυτά, και διεξάγοντες αγώνα από καταστρωμάτων, τ' ανέκτησαν ενώ ήδη ερρυμουλκούντο.

91. Εις το μέρος λοιπόν τούτο της μάχης οι Πελοποννήσιοι ήσαν νικηταί και είχαν προξενήσει σοβαράς ζημίας εις τα Αθηναϊκά πλοία. Τα είκοσι, εξ άλλου, ταχύπλοα σκάφη του δεξιού κέρατος κατεδίωξαν τα ένδεκα Αθηναϊκά, τα οποία είχαν διαφύγει προς το πλατύτερο μέρος του κόλπου, όταν οι Πελοποννήσιοι, έκαμαν την αιφνιδίαν στροφήν. Τα Αθηναϊκά αυτά πλοία, πλην ενός, επρόλαβαν και κατέφυγαν εις την Ναύπακτον, όπου εσταμάτησαν απέναντι του ναού του Απόλλωνος, με την πρώραν προς τα έξω, και ητοιμάζοντο ν' αμυνθούν, εάν ο εχθρός εστρέφετο προς την ξηράν, δια να επιτεθή κατ' αυτών. Οι Πελοποννήσιοι έφθασαν πράγματι μετ' ολίγον, παιανίζοντες ενώ έπλεαν, ως να είχαν ήδη νικήσει, και εν πλοίον των Λευκαδίων, το οποίον προηγείτο πολύ από τον επίλοιπον στόλον, κατεδίωκε το καθυστερήσαν Αθηναϊκόν πλοίον. Αλλ' εις ικανήν από την Ναύπακτον απόστασιν έτυχεν αγκυροβολημένον εμπορικόν σκάφος, περί το οποίον επρόλαβε το Αθηναϊκόν να ενεργήση τον χειρισμόν του περίπλου, προσβάλη εις την πλευράν το καταδιώκον αυτό Λευκάδιον πλοίον και το καταβυθίση. Ως εκ του απροσδοκήτου και εκπληκτικού αυτού γεγονότος, οι Πελοποννήσιοι κατελήφθησαν από φόβον, και επειδή συγχρόνως η κατά του Αθηναϊκού στόλου καταδίωξίς των εγίνετο άνευ τάξεως πλέον, ως εκ του αισθήματος ασφαλείας, το οποίον τους έδιδεν η νίκη, αλλά μεν από τα πλοία στηρίξαντα τας κώπας των κατεβασμένας εντός της θαλάσσης, εσταμάτησαν την πορείαν των, περιμένοντες το κύριον τμήμα του στόλου των, πράγμα το οποίον ήτο σοβαρόν σφάλμα, διότι έδιδεν εις τον εχθρόν ευκαιρίαν αντεπιθέσεως εκ μικράς αποστάσεως, άλλα δε πάλιν, ένεκα αγνοίας του μέρους, εξώκειλαν εις ρηχά νερά.

92. Εις το θέαμα τούτο, οι Αθηναίοι εμπνευσθέντες από θάρρος, μόλις εδόθη το σχετικόν παράγγελμα, ώρμησαν όλοι συγχρόνως αλαλάζοντες εναντίον των. Αλλ' ο Πελοποννησιακός στόλος, ένεκα των σφαλμάτων, εις τα οποία υπέπεσε, και της αταξίας, εις την οποίαν ευρίσκετο την στιγμήν εκείνην, μετά βραχείαν αντίστασιν, ετράπη εις φυγήν προς το Πάνορμον, από όπου είχεν εκπλεύσει. Οι Αθηναίοι τους κατεδίωξαν και όχι μόνον συνέλαβαν τα πλησιέστερα εχθρικά πλοία, εξ τον αριθμόν, αλλ' ανέκτησαν και τα ιδικά των σκάφη, όσα είχε ρυμουλκήσει ο εχθρός, αφού τα ηχρήστευσεν αρχικώς, πλησίον της ακτής. Από τα πληρώματα δε των εχθρικών πλοίων άλλους εφόνευσαν και άλλους ηχμαλώτισαν. Ο Λακεδαιμόνιο Τιμοκράτης, ο οποίος επέβαινεν επί του Λευκαδίου πλοίου που εβυθίσθη πλησίον του εμπορικού, ως είδε την καταστροφήν του πλοίου του, ηυτοκτόνησε, και το σώμα του εξεβράσθη εις τον λιμένα της Ναυπάκτου. Επιστρέψαντες οι Αθηναίοι, έστησαν τρόπαιον εις το μέρος, από το οποίον εκκινήσαντες ενίκησαν, και συνέλεξαν τους νεκρούς και τα ναυάγια μαζύ με τους ναυαγούς που ήσαν πλησίον της ακτής των, και παρεχώρησαν βραχείαν ανακωχήν εις τους εχθρούς, δια να παραλάβουν τους νεκρούς των. Αλλά και οι Πελοποννήσιοι έστησαν τρόπαιον δια την ήτταν των εχθρικών πλοίων που είχαν αχρηστεύσει πλησίον της ξηράς, και το πλοίον που είχαν συλλάβει ετοποθέτησαν ως αφιέρωμα εις το Αχαϊκόν Ρίον, πλησίον του τροπαίου. Μετά ταύτα όμως, φοβούμενοι τας ενισχύσεις που επεριμένοντο από τας Αθήνας, εισέπλευσαν όλοι, εκτός των Λευκαδίων, εν καιρώ νυκτός, εις τον Κορινθιακόν κόλπον, κατευθυνόμενοι προς την Κόρινθον. Και ολίγον μετά την αναχώρησιν του Πελοποννησιακού στόλου, έφθασεν εκ Κρήτης εις την Ναύπακτον η μοίρα των είκοσι Αθηναϊκών πλοίων, τα οποία έπρεπε να προσέλθουν προς ενίσχυ σιν του Φορμίωνος προ της μάχης. Και με τα γεγονότα αυτά ετελείωσε το θέρος.

93. Σχέδιον των Πελοποννησίων να καταλάβουν τον Πειραιά

Μετά την επιστροφήν του στόλου εις τον Κορινθιακόν κόλπον, ο Κνήμος, ο Βρασίδας, και οι λοιποί αρχηγοί των Πελοποννησίων ήθελαν, κατ' εισήγησιν των Μεγαρέων, πριν προβούν εις αποστράτευσιν αυτού, να επιχειρήσουν κατά τας αρχάς του χειμώνος την κατάληψιν του Πειραιώς, του λιμένος των Αθηναίων,ο οποίος ήτο αφύλακτος και άκλειστος, πολύ φυσικά άλλωστε ως εκ της κατά θάλασσαν μεγάλης υπεροχής των Αθηναίων. Και εσχεδίαζαν ότι έκαστος ναύτης, φέρων την κώπην του, το υπηρέσιον και τον τροπωτήρα, θα μετέβαινε δια ξηράς από την Κόρινθον εις την προς τας Αθήνας θάλασσαν, και αφού δι' εσπευσμένης πορείας έφθαναν εις τα Μέγαρα και καθείλκυαν από την Νίσαιαν, τον πολεμικόν λιμένα των Μεγάρων, σαράντα πλοία που ευρίσκοντο εκεί, θα έπλεαν κατ' ευθείαν εναντίον του Πειραιώς. Καθόσον ούτε ναυτική δύναμις εστάθμευεν εντός αυτού προς προστασίαν, ούτε καμμία ανησυχία υπήρχε μήπως ο εχθρός επιτεθή ποτέ δια θαλάσσης, κατά τοιούτον αιφνίδιον τρόπον, διότι ούτε φανεράν επίθεσιν ηδύνατο να τολμήση, ούτε ήτο δυνατόν, εάν εσχεδίαζε μυστικήν τοιαύτην, να μη το αντιληφθούν εγκαίρως οι Αθηναίοι. Τωόντι, μόλις απεφασίσθη οριστικώς το σχέδιον τούτο, οι Πελοποννήσιοι ανεχώρησαν δια τα Μέγαρα, και φθάσαντες εν καιρώ νυκτός και καθελκύσαντες τα πλοία από την Νίσαιαν, απέπλευσαν, διευθυνόμενοι όμως όχι κατά του Πειραιως πλέον, όπως αρχικώς εσχεδίαζαν, διότι εθεώρησαν τον κίνδυνον πολύ μεγάλον (και διότι, ως λέγεται, κάποιος άνεμος τους ημπόδισε), αλλά κατά του ακρωτηρίου της Σαλαμίνος, το οποίον βλέπει προς τα Μέγαρα, όπου υπήρχε φρούριον και μοίρα τριών πλοίων δια να παρεμποδίζη αυστηρώς τον είσπλουν και έκπλουν του λιμένος των Μεγάρων. Επετέθησαν λοιπόν κατά του φρουρίου αυτού, καθείλκυσαν και ερρυμούλκησαν τας τριήρεις, κενάς πληρωμάτων, και επεδόθησαν εις λεηλασίαν της λοιπής Σαλαμίνος, της οποίας οι κάτοικοι δεν επερίμεναν τοιαύτην επίθεσιν.

94. Πυρσοί τότε υψώθησαν δια να μεταδώσουν την είδησιν της εχθρικής επιδρομής εις τας Αθήνας, όπου επήλθε κατάπληξις μεγαλυτέρα από κάθε άλλην κατά τον πόλεμον. Διότι οι κάτοικοι της πόλεως ενόμισαν ότι είχαν ήδη εισπλεύσει εις τον Πειραιά οι εχθροί, και οι του Πειραιώς, ότι η Σαλαμίς είχεν ήδη κυριευθή και ότι από στιγμής εις στιγμήν θα εισέπλεαν εις τον λιμένα των, πράγμα πού ημπορούσε ευκόλως να είχε συμβή, εάν ο εχθρός ήθελε πραγματικώς να ενεργήση αποφασιστικώς, και ούτε θα τον ημπόδιζεν ο άνεμος. Αλλά μόλις εξημέρωσεν, οι Αθηναίοι έσπευσαν εις βοήθειαν του Πειραιώς πανστρατιά, καθείλκυσαν τα πλοία, και επιβιβασθέντες επ' αυτών με θορυβώδη σπουδήν, έπλεαν προς την Σαλαμίνα, ενώ εις τον στρατόν της ξηράς ανετέθη η φρούρησις του Πειραιώς. Οι Πελοποννήσιοι είχαν ήδη επιδράμει το μεγαλύτερον μέρος της Σαλαμίνος, όταν, αντιληφθέντες τους Αθηναίους σπεύδοντας εις βοήθειαν αυτής παρέλαβαν τους αιχμαλώτους, την λείαν, και τα τρία πλοία που είχαν πάρει από το φρούριον Βούδορον, και απέπλευσαν εσπευσμένως εις Νίσαιαν. Εν μέρει, άλλωστε, ενέπνεεν εις αυτούς ανησυχίαν και το περιστατικόν ότι τα πλοία των, καθελκυσθέντα μετά πάροδον μακρού χρόνου, δεν ήσαν στεγανά. Φθάσαντες δε εις τα Μέγαρα, επέστρεψαν πεζή εις Κόρινθον. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, μη προλαβόντες αυτούς εις την Σαλαμίνα, απέπλευσαν και αυτοί εις τα ίδια, και μετά το επεισόδιον τούτο, εφρούρουν του λοιπού επιμελέστερον τον Πειραιά, όχι μόνον δια του κλεισίματος των λιμένων, αλλά και δια της εφαρμογής άλλων προφυλακτικών μέτρων.

95. Ο Σιτάλκης και το Θρακικόν του βασίλειον. Η Μακεδονία

Εις τον ίδιον περίπου καιρόν, κατά τας αρχάς του νέου χειμώνος, ο Οδρύσης Σιτάλκης, υιός του Τήρεω, βασιλεύς των Θρακών, εξεστράτευσεν εναντίον του Περδίκκα, υιού του Αλεξάνδρου, βασιλέως της Μακεδονίας, και των πόλεων της Χαλκιδικής, επιθυμών να επιβάλη την εκτέλεσιν μιας υποσχέσεως και να εκτελέση ο ίδιος μίαν άλλην. Διότι αφ' ενός μεν ο Περδίκκας, ο οποίος ευρισκόμενος εις τας αρχάς του πολέμου εις πολύ δύσκολον θέσιν, είχε δώσει υποσχέσεις προς τον Σιτάλκην, υπό τον όρον, ότι ο τελευταίος θα τον συνεφιλίωνε με τους Αθηναίους, και ότι δεν θα επανέφερε τον αδελφόν του Φίλιππον, ο οποίος ήτο εχθρός του, δια να τον εγκαταστήση βασιλέα, δεν εξετέλει τας υποσχέσεις του αυτάς. Εξ άλλου, ο ίδιος ο Σιτάλκης, όταν συνωμολόγησε την συμμαχίαν με τους Αθηναίους, είχεν αναλάβει απέναντί των την υποχρέωσιν να τερματίση τον Χαλκιδικόν πόλεμον, Ένεκα λοιπόν των δύο αυτών λόγων, επεχείρει την εκστρατείαν, έχων μαζί του και τον υιόν του Φιλίππου Αμύνταν, δια να τον εγκαταστήση βασιλέα των Μακεδόνων, και τους πρέσβεις των Αθηναίων, οι οποίοι είχαν έλθει προς αυτόν εξ αφορμής ακριβώς της εκστρατείας, και ως στρατηγόν τον Άγνωνα. Διότι και οι Αθηναίοι επρόκειτο, κατά τα συμφωνηθέντα, να συμπράξουν εναντίον των πόλεων της Χαλκιδικής δια της αποστολής όχι μόνον στόλου, αλλά και στρατού, όσον το δυνατόν περισσοτέρου.

96. Ο Σιτάλκης, λοιπόν, αρχίζων από την χώραν των Οδρυσών, εκάλεσε πρώτον υπό τας σημαίας του τους εντεύθεν του όρους Αίμου και της Ροδόπης, μέχρι των ακτών του Ευξείνου Πόντου και του Ελλησπόντου Θράκας, επί των οποίων εβασίλευεν, έπειτα πέραν του Αίμου τους Γέτας και όσα άλλα φύλα ήσαν εγκατεστημένα εντεύθεν του Ίστρου προς τα παράλια ιδίως του Ευξείνου Πόντου. Οι Γέται και τα άλλα φύλα των μερών αυτών είναι όχι μόνον γείτονες των Σκυθών, αλλά και έχουν όμοιον με αυτούς οπλισμόν, είναι δηλαδή όλοι ιπποτοξόται. Εκάλεσε προς τούτοις να τον ακολουθήσουν πολλούς από τους ορεινούς μαχαιροφόρους Θράκας, οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι, επονομάζονται Δίοι, και κατοικούν οι περισσότεροι την Ροδόπην. Από αυτούς άλλοι εστρατολογήθησαν ως μισθοφόροι και άλλοι ηκολούθησαν ως εθελονταί. Εκάλεσεν ακόμη υπό τας σημαίας του τους Αγριάνας και τους Λαιαίους και όλα τα Παιονικά φύλα, επί των οποίων εβασίλευε, και τα οποία ήσαν οι τελευταίοι προς το μέρος τούτο υπήκοοί του. Διότι εις την επικράτειάν του περιλαμβάνονται και οι Λαιαίοι Παίονες και ο ποταμός Στρυμών, ο οποίος πηγάζει από το όρος Σκόμβρον και διασχίζει την χώραν των Αγριάνων και Λαιαίων. Εκεί και πέραν αρχίζει η χώρα των ανεξαρτήτων Παιόνων. Προς το μέρος των Τριβαλλών, εξ άλλου, οι οποίοι είναι επίσης ανεξάρτητοι, το όριον του κράτους του αποτελούν οι Τρήρες και οι Τιλαταίοι, οι οποίοι κατοικούν προς βορράν του όρους Σκόμβρου, εκτεινόμενοι δυτικώς μέχρι του ποταμού Οσκίου. Ο ποταμός αυτός πηγάζει από την ιδίαν οροσειράν, από την οποίαν πηγάζουν και ο Εύρος και ο Νέστος, και είναι η οροσειρά αυτή, η οποία συνέχεται με την Ροδόπην, μεγάλη και ακατοίκητος.

97. Ως προς το μέγεθός του, το βασίλειον των Οδρυσών εξετείνετο προς το μέρος μεν της θαλάσσης από την πόλιν των Αβδήρων μέχρι του Ευξείνου Πόντου, έως τας εκβολάς του ποταμού Ίστρου. Την έκτασιν αυτήν ημπορεί κανείς, ακολουθών την συντομωτέραν πορείαν, να περιπλεύση με εμπορικόν σκάφος εις τέσσαρα ημερονύκτια, εάν ο άνεμος είναι διαρκώς ούριος. Κατά ξηράν, την απόστασιν από τα Άβδηρα έως τα εκβολάς του Ίστρου ημπορεί καλός πεζοπόρος να διανύση εις ένδεκα ημέρας, ακολουθών επίσης τον συντομώτερον δρόμον. Τόση ήτο η έκτασις του κράτους των Οδρυσών από θάλασσαν εις θάλασσαν. Προς την διεύθυνσιν του εσωτερικού, η απόστασις από το Βυζάντιον έως την χώραν των Λαιαίων και τον ποταμόν Στρυμόνα (δηλαδή η μακροτέρα απόστασις από την θάλασσαν προς το εσωτερικόν) ημπορεί να διανυθή από καλόν πεζοπόρον εις δέκα τρεις ημέρας. Ως προς τον φόρον, εξ άλλου, τον οποίον επλήρωναν τα υπό των βαρβάρων κατοικούμενα εδάφη και αι Ελληνικαί πόλεις, επί των οποίων εξετείνετο η κυριαρχία των Οδρυσών, επί Σεύθου (ο οποίος, βασιλεύσας μετά τον Σιτάλκη, ηύξησε τα μέγιστα τωόντι την εξ αυτού πρόσοδον), η αξία του ανήρχετο εις τετρακόσια περίπου τάλαντα νομίσματος, κατεβάλλετο δε σίτος εις χρυσόν και άργυρον. Και δώρα χρυσά και αργυρά αξίας όχι μικροτέρας του φόρου προσεφέροντο, εκτός από τα παντός είδους υφάσματα κεντημένα και απλά και άλλα είδη οικιακής χρήσεως, και μάλιστα όχι μόνον εις τον ίδιον τον βασιλέα, αλλά και εις τους υπ' αυτόν άρχοντας και τους ευγενείς Οδρύσας. Διότι εις τους Οδρύσας, αντιθέτως προς τα κρατούντα εις το βασίλειον των Περσών, εισήχθη και το έθιμον να λαμβάνουν μάλλον παρά να δίδουν. Ήτο δε μεγαλυτέρα εντροπή να μη δίδη κανείς, όταν του εζήτουν, παρά ζητών να μη λαμβάνη. Το έθιμον αυτό ίσχυε βεβαίως και μεταξύ των άλλων Θρακών, οι Οδρύσαι όμως βασιλείς, λόγω της μεγαλυτέρας δυνάμεώς των, το εξεμεταλλεύθησαν περισσότερον. Διότι δεν ημπορούσε κανείς να κατορθώση τίποτε χωρίς να δίδη δώρα. Ως εκ' τούτου, η βασιλεία των Οδρυσών απέβη ισχυροτάτη, και υπό έποψιν χρηματικών προσόδων και γενικής ευημερίας υπερέβαινεν όλα τα μεταξύ του Ιονίου κόλπου και του Ευξείνου Πόντου βασίλεια, μολονότι υπό έποψιν δυνάμεως και πλήθους στρατού ήτο πολύ υποδεεστέρα από το βασίλειον των Σκυθών. Διότι εάν υποτεθή ότι οι τελευταίοι αυτοί συμφωνούν όλοι μεταξύ των, όχι μόνον τα έθνη της Ευρώπης δεν ημπορούν να εξισωθούν με την δύναμίν των, αλλ' ούτε εις την Ασίαν ακόμη υπάρχει κανέν έθνος που να ημπορή μόνον του ν' αντιταχθή προς αυτούς. Άλλωστε, ούτε ως προς την κατά τα λοιπά ορθοφροσύνην και την αντίληψιν των χρησίμων εις την ζωήν ημπορούν να συγκριθούν με άλλους.

98. Ως βασιλεύς λοιπόν χώρας τόσον μεγάλης, παρεσκεύαζεν ο Σιτάλκης τον στρατόν του. Και μετά την συμπλήρωσιν των ετοιμασιών του, εξεκίνησε δια την Μακεδονίαν, πορευόμενος κατ' αρχάς δια της ιδικής του χώρας, και έπειτα δια του ερήμου όρους της Κερκίνης, το οποίον κείται μεταξύ των Σιντών και των Παιόνων. Το όρος αυτό διήλθεν ακολουθών τον δρόμον, τον οποίον ο ίδιος είχεν ανοίξει προηγουμένως δια μέσου του δάσους, όταν είχεν εκστρατεύσει εναντίον των Παιόνων. Εξελθών από το έδαφος των Οδρυσών ο στρατός και διερχόμενος δια του όρους, είχε δεξιά μεν τους Παίονας, αριστερά δε τους Σιντούς και τους Μαιδούς. Αφού δε επέρασε το όρος, έφθασεν εις Δόβηρον της Παιονίας. Κατά την πορείαν, ο στρατός του όχι μόνον δεν ηλαττώθη, εκτός από ασθενείας σποραδικάς, αλλά και ηύξανε. Διότι πολλοί από τους ανεξαρτήτους Θράκας ηκολούθουν απρόσκλητοι χάριν διαρπαγής, ώστε η ολική δύναμις ανήλθεν, ως λέγεται, εις εκατόν πενήντα τουλάχιστον χιλιάδας, από τους οποίους το μεγαλύτερον μέρος ήσαν πεζικόν και το εν τρίτον περίπου ιππικόν. Το περισσότερον ιππικόν παρείχαν οι ίδιοι οι Οδρύσαι και κατά δεύτερον λόγον οι Γέται. Από τους πεζούς, μαχιμώτατοι μεν ήσαν οι μαχαιροφόροι, οι οποίοι είχαν προσέλθει από τους ανεξαρτήτους ορεινούς κατοίκους της Ροδόπης, οι λοιποί δε ηκολούθουν ως άτακτα στίφη και ήσαν τρομεροί, κυρίως ως εκ του μεγάλου των πλήθους.

99. Ο στρατός λοιπόν του Σιτάλκου συνεκεντρώνετο εις την Δόβηρον και ητοιμάζετο να κατέλθη από τα υψώματα, δια να εισβάλη εις την Κάτω Μακεδονίαν, επί της οποίας εβασίλευεν ο Περδίκκας. Διότι υπάρχει και Άνω Μακεδονία, εις την οποίαν κατοικούν οι Λυγκησταί και οι Ελιμιώται και άλλα φύλα, τα οποία είναι μεν σύμμαχα και υπήκοα των κάτω Μακεδόνων, αλλ' έχουν βασιλείς ιδικούς των. Αλλά την περί την θάλασσαν εκτεινομένην χώραν, η οποία καλείται σήμερον Μακεδονία, κατέκτησαν πρώτον και εβασίλευσαν επ' αυτής ο πατήρ του Περδίκκα Αλέξανδρος και οι πρόγονοί του Τημενίδαι, οι οποίοι κατήγοντο αρχικώς από το Άργος, και οι οποίοι εξεδίωξαν δια της βίας των όπλων από μεν την Πιερίαν τους Πίερας, οι οποίοι εγκατεστάθησαν βραδύτερον εκείθεν του Στρυμόνος εις Φάγρητα και άλλα μέρη υπό το Παγγαίον (και μέχρι σήμερον δ' ακόμη η εις τους πρόποδας του Παγγαίου προς την θάλασσαν χώρα καλείται κοιλάς της Πιερίας), και από την καλουμένην Βοττίαν τους Βοττιαίους, οι οποίοι είναι σήμερον γείτονες της Χαλκιδικής. Κατέκτησαν ωσαύτως από την Παιονίαν λωρίδα γης, εκτεινομένην από το εσωτερικόν κατά μήκος του Αξιού προς την Πέλλαν και την θάλασσαν, και εξουσιάζουν ήδη πέραν του Αξιού μέχρι του Στρυμόνος την καλουμένην Μυγδονίαν, εκδιώξαντες απ' αυτήν τους Ηδώνας. Επίσης εξεδίωξαν από την καλουμένην σήμερον Εορδίαν τους Εορδούς, εκ των οποίων οι μεν πολλοί κατεστράφησαν, ολίγοι δε έχουν εγκατασταθή περί την Φύσκαν, και από την Αλμωπίαν τους Άλμωπας. Το ούτω συγκροτηθέν βασίλειον των Τημενιδών κατέκτησε και εξουσιάζει μέχρι σήμερον τα διαμερίσματα άλλων φύλων, όπως τον Ανθεμούντα, την Γρηστωνίαν, την Βισαλτίαν, και πολύ μέρος της καθαυτό Μακεδονίας. Ολόκληρον, εν τούτοις, το κράτος τούτο ονομάζεται Μακεδονία, και βασιλεύς αυτού, κατά τον χρόνον της εισβολής του Σιτάλκου, ήτο ο υιός του Αλεξάνδρου Περδίκκας.

100. Οι Μακεδόνες αυτοί, μη δυνάμενοι ν' αμυνθούν εναντίον της εισβολής τόσον μεγάλου στρατού, απεσύρθησαν εις τας εκ φύσεως οχυράς θέσεις και τα φρούρια, όσα υπήρχαν εις την χώραν. Τοιαύτα όμως φρούρια δεν υπήρχαν πολλά, διότι βραδύτερον μόνον ο υιός του Περδίκα Αρχέλαος, όταν έγινε βασιλεύς, οικοδόμησεν όσα σήμερον υπάρχουν εις την χώραν, εχάραξεν ευθείς δρόμους, και καθ' όλα τα άλλα ερρύθμισε τα του πολέμου δι' οργανώσεως του ιππικού και της προμηθείας όπλων και των λοιπών εφοδίων, καλλίτερα από όλους τους προ αυτού οκτώ βασιλείς. Ο στρατός των Θρακών, εκκινήσας από την Δόβηρον, εισέβαλε πρώτον εις την χώραν, η οποία ήτο προηγουμένως υπό την εξουσίαν του Φιλίππου, και εκυρίευσεν εξ εφόδου την Ειδομενήν, ενώ εξ άλλου η Γορτυνία, η Αταλάντη και μερικά άλλα μέρη υπετάχθησαν δια συνθηκολογίας, λόγω συμπαθείας προς τον υιόν του Φιλίππου Αμύνταν, ο οποίος ηκολούθει την εκστρατείαν. Τον Ευρωπόν, εξ άλλου, επολιόρκησαν μεν, δεν ημπόρεσαν όμως να κυριεύσουν. Μετά τούτο ήρχισε προελαύνων και εις την άλλην Μακεδονίαν, την προς τ' αριστερά της Πέλλης και του Κύρρου. Νοτιώτερον όμως δεν επροχώρησε μέχρι Βοττιαίας και Πιερίας, αλλ' ήρχισε να ερημώνη την Μυγδονίαν, την Γρηστωνίαν και τον Ανθεμούντα. Οι Μακεδόνες, εξ άλλου, ούτε εσκέφθησαν καν ν' αντισταθούν δια του πεζικού, αλλά προσκαλέσαντες τους συμμάχους των της Άνω Μακεδονίας να ενώσουν το υπάρχον ήδη ιππικόν των, καίτοι ολίγοι εναντίον πολλών, ενήργησαν επελάσεις κατά του στρατεύματος των Θρακών, οπουδήποτε ενόμιζαν ότι παρουσιάζεται κατάλληλος ευκαιρία. Και οπουδήποτε μεν εγίνετο η πρώτη κρούσις, κανείς δεν ημπορούσε ν' αντισταθή εναντίον ιππέων,όχι μόνον γενναίων, αλλά και φερόντων θώρακα, αλλ' οσάκις περιεκυκλώνοντο υπό μεγάλου πλήθους, περιήρχοντο εις σοβαρόν κίνδυνον, λόγω του ότι αι εχθρικαί δυνάμεις ήσαν πολλαπλάσιαι,εις τρόπον ώστε τελικώς κρίνοντες, ότι δεν είναι εις θέσιν να επιχειρούν τοιαύτα τολμήματα απέναντι τόσης αριθμητικής υπεροχής, τα παρήτησαν.

101. Ο Σιτάλκης ήλθεν εις διαπραγματεύσεις προς τον Περδίκκαν περί των λόγων, οι οποίοι επροκάλεσαν την εκστρατείαν, και επειδή οι Αθηναίοι δεν προσήλθαν με τον στόλον των προς βοήθειαν, διότι δεν επίστευαν ότι θα ήρχετο και εκείνος (περιωρίσθησαν δε μόνον εις την αποστολήν δώρων και πρέσβεων), απέστειλεν εν μέρος του στρατοί εις την Χαλκιδικήν και την Βοττικήν, και αφού ηνάγκασε τους κατοίκους να κλειστούν εντός των τειχών των, ήρχισε να ερημώνη την χώραν των. Αλλ' ενώ ήτο στρατοπεδευμένος εις τα μέρη αυτά, οι προς Νότον κατοικούντες Θεσσαλοί και οι κάτοικοι της Μαγνησίας και οι άλλοι υπήκοοι των Θεσσαλών και όλοι οι μέχρι των Θερμοπυλών Έλληνες εκυριεύθησαν από φόβον, μήπως ο στρατός του προελάση και εναντίον των, και ήρχισαν να ετοιμάζωνται. Και προς βορράν άλλωστε, εκυριεύθησαν επίσης από φόβον οι πέραν του Στρυμόνος κατοικούντες ανεξάρτητοι πεδινοί Θράκες, οι Παναίοι δηλαδή, οι Οδόμαντοι, οι Δρώοι, και οι Δερσαίοι. Αλλά και μακρότερον ακόμη, μεταξύ των Ελλήνων, όσοι ήσαν εχθροί των Αθηναίων, επροκάλεσεν ανησύχους συζητήσεις, μήπως παρασυρόμενος από αυτούς, λόγω της συμμαχίας, προελάση και εναντίον των. Αλλ' ο Σιτάλκης, εις το μεταξύ, ησχολείτο εις την ερήμωσιν όχι μόνον της Χαλκιδικής και της Βοττικής, αλλά και της Μακεδονίας συγχρόνως, την οποίαν εξηκολούθει κατέχων. Και επειδή όχι μόνον κανείς από τους σκοπούς της εισβολής του δεν επετύγχανεν, αλλά και ο στρατός του και τρόφιμα δεν είχε και, από την κακοκαιρίαν εταλαιπωρείτο, επείσθη επί τέλους από τον Σεύθην, τον υιόν του Σπαραδόκου, ο οποίος ήτο ανεψιός του και είχε την μεγίστην μετ' αυτόν επιρροήν, να επιστρέψη εις τα ίδια άνευ αναβολής. Τον Σεύθην, εξ άλλου, είχε προσεταιρισθή ο Περδίκας, υποσχόμενος εις αυτόν κρυφίως να του δώση εις γάμον την αδελφήν του και επί πλέον και προίκα. Πεισθείς ο Σιτάλκης, επέστρεψε με τον στρατόν του εσπευσμένως εις τα ίδια, αφού είχε μείνει εν συνόλω τριάντα ημέρας, από τας οποίας οκτώ κατηνάλωσεν εις την Χαλκιδικήν. Και ο Περδίκκας ύστερον έδωσεν εις γάμον την αδελφήν του Στρατονίκην εις τον Σεύθην, σύμφωνα με την υπόσχεσίν του. Τοιαύτη υπήρξεν η πορεία και το τέλος της εκστρατείας του Σιτάλκου.

102. Οι Αθηναίοι εις Ακαρνανίαν

Κατά την διάρκειαν του ιδίου χειμώνος, η Αθηναϊκή φρουρά της Ναυπάκτου, μετά την αποστράτευσιν του Πελοποννησιακού στόλου, εξεστράτευσεν εις την Ακαρνανίαν, υπό την αρχηγίαν του Φορμίωνος, με τετρακοσίους Αθηναίους οπλίτας από τους επιβαίνοντας επί του στόλου και τετρακοσίους Μεσσηνίους. Η δύναμις αυτή έπλευσε παραλιακώς προς τον Αστακόν, όπου αποβιβασθείσα προήλασεν εις το εσωτερικόν, και αφού εξεδίωξεν από τον Στράτον και τα Κόροντα και άλλα μέρη εκείνους εκ των κατοίκων, εις τους οποίους δεν είχαν εμπιστοσύνην, και επανέφεραν εις τα Κόροντα τον Κύνητα, υιόν του Θεολύτου, επέστρεψαν πάλιν εις τα πλοία των. Καθόσον κατά των Οινιαδων, οι οποίοι μόνοι από τους Ακαρνάνας υπήρξαν κατά παράδοσιν εχθροί των, δεν εθεωρήθη δυνατή εκστρατεία, διαρκούντος του χειμώνος. Διότι ο ποταμός Αχελώος, πηγάζων από το όρος Πίνδον, ρέει δια της χώρας των Δολόπων, των Αγραίων και των Αμφιλόχων, έπειτα διασχίζει την πεδιάδα της Ακαρνανίας, διερχόμενος εις το βόρειον μέρος αυτής, πλησίον από την πόλιν Στράτον, εκβάλλει δ' εις την θάλασσαν πλησίον της χώρας των Οινιαδών, των οποίων την πόλιν περικλύζει με έλη, καθιστών τοιουτοτρόπως κατά την εποχήν του χειμώνος αδυνάτους τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις, ένεκα των υδάτων. Αι περισσότεραι, εξ άλλου, από τας νήσους Εχινάδας κείνται καταντικρύ της πόλεως των Οινιαδών, εις μικροτάτην απόστασιν από τας εκβολάς του Αχελώου, εις τρόπον ώστε, επειδή ο ποταμός είναι μεγάλος, προκαλεί διαρκείς προσχώσεις, και μερικαί από τας νήσους αυτάς αποτελούν ήδη μέρος της ξηράς, και είναι πιθανόν να πάθουν όλαι το ίδιον εις χρόνον όχι πολύ μακρόν. Διότι όχι μόνον το ρεύμα του ποταμού είναι ορμητικόν και, άφθονον και λασπώδες, αλλά και αι νήσοι πυκναί, ώστε χρησιμεύουν αλληλοδιαδόχως ως σύνδεσμοι της προσχώσεως, καθόσον, επειδή κείνται η μία οπίσω από την άλλην, όχι εις ευθείαν, αλλ' εις λοξήν γραμμήν, δεν αφίνουν το νερόν του ποταμού να εύρη ελευθέραν διέξοδον προς την θάλασσαν. Αι νήσοι αυταί είναι μικραί και ακατοίκητοι. Λέγεται, άλλωστε, ότι τον Αλκμέωνα, υιόν του Αμφιαράου, όταν, ως γνωστόν, επεριπλανάτο εξόριστος μετά τον φόνον της μητρός του, ωδήγησε ο Απόλλων να κατοικήση εις το μέρος αυτό δια χρησμού, ο οποίος ώριζεν ότι δεν θ' απαλλαχθή από τους φόβους του, πριν εύρη προς εγκατάστασίν του χώραν, η οποία ούτε ορατή ακόμη ήτο από τον ήλιον, ούτε ήτο γη, όταν εφόνευσε την μητέρα του, καθόσον κάθε άλλη γη είχε μολυνθή από το ανοσιούργημά του. Ο Αλκμέων, ως λέγουν, δεν εγνώριζε πώς να ερμηνεύση τον χρησμόν, και μόλις μετά πολλάς ερεύνας επεστήθη η προσοχή του εις τας προσχώσεις αυτάς του Αχελώου, και έκρινεν ότι έκτασις κατά πάσαν πιθανότητα ικανή δια την προσωπικήν του συντήρησιν είχε προσχωθή αφότου μετά τον φόνον της μητρός του περιεπλανάτο επί τόσον μακρόν χρόνον. Και εγκατασταθείς εις τα πέριξ της πόλεως των Οινιαδών μέρη, έγινε βασιλεύς, και εκληροδότησε εις την χώραν το νέον της όνομα από το όνομα του υιού του Ακαρνάνος. Τοιαύτη είναι η παράδοσις, η οποία περιήλθεν εις ημάς περί του Αλκμέωνος.

103. Οι υπό τον Φορμίωνα Αθηναίοι, αποπλεύσαντες εξ Ακαρνανίας, ήλθαν εις Ναύπακτον και κατέπλευσαν βραδύτερον, εις την αρχήν του επομένου έαρος εις τας Αθήνας, φέροντες μαζύ των και τα κυριευθέντα πλοία και τους αιχμαλώτους, όσους είχαν συλλάβει κατά τας ναυμαχίας και ήσαν ελεύθεροι το γένος. Οι τελευταίοι αυτοί αντηλλάγησαν με ίσον αριθμόν Αθηναίων αιχμαλώτων. Και ούτως έληξεν ο χειμών και μαζύ με αυτόν και το τρίτον έτος του παρόντος πολέμου, του οποίου την ιστορίαν έγραψεν ο Θουκυδίδης.