Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892/Το σφαιρίδιον του διαβόλου

Από Βικιθήκη
Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1892
Συγγραφέας:
Τὸ σφαιρίδιον τοῦ διαβόλου


ΤΟ ΣΦΑΙΡΙΔΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

Το θερμόμετρον εἶχεν ἀνέλθῃ πολὺ τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς τὴν ἐπουράνιον χώραν. Ὁ Ὕψιστος ἀφοῦ ἠκροάσθη νωχελῶς τὴν μεταμεσημβρινὴν συναυλίαν τῶν ἀγγέλων, ἐξῆλθε πρὸς περιδιάβασιν, διηυθύνθη εἰς μέρος τι σκιερὸν καὶ εὐάερον καὶ ἐξαγαγὼν τὸ ἐξ ἠλέκτρου κομβολόγιόν του ἤρχισεν ἀναγινώσκων τὴν ἱερὰν Σύνοψιν.

Ἤδη τὰ βλέφαρα τοῦ Παντοδυνάμου ἤρχισαν νὰ βαρύνωνται ἐκ τῆς ἀναγνώσεως, ὅτε ἐγείρας τὸ βλέμμα εἶδε κἄποιον πλησιάζοντα. Ὁ κἄποιος οὗτος ἦτο τὸ πονηρὸν πνεῦμα, διότι, μὲ ὅσα καὶ ἂν λέγωσιν οἱ θεολόγοι, ὁ Σατανᾶς ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰώβ, διατελεῖ εἰς σχέσεις οἰκειοτάτας μετὰ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ἔχει ἐλευθέραν τὴν εἴσοδον εἰς τὸν Παράδεισον.

— Ἐσύ εἶσαι, Παμπόνηρε; εἶπεν ὁ Ὕψιστος.

— Ἐγώ, Ἁγιώτατε.

— Κἄτι ἀπ’ ἐδῶ;… τί μαντάτα; θὰ σ’ ἔσφιξε ἡ ζέστη, φαίνεται· φαντάζομαι τὶ καμίνι θὰ ἔχετ’ ἐκεῖ κάτω!

— Δὲν μὲ μέλει καὶ πολύ, ἐσυνήθισα. Ἔπειτα ἐγὼ δὲν μένω καὶ διαρκῶς ἐκεῖ, τριγυρίζω.

— Καὶ ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι τώρα, μὲ τὸ καλό;

— Ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα.

— Μπά! εἶπεν ὁ Θεός· καὶ τὶ ἐπῆγες νὰ κάμψης ἐκεῖ;

— Εἶχα μερικὰς ὑποθέσεις· ἐτελείωνεν ὁ μὴν καὶ ἤθελα νὰ ξεκαθαρίσω μερικοὺς λογαριασμούς… ἔπειτα εἴχομεν καὶ δημοτικὰς ἐκλογάς…

Καὶ ὁ Σατανᾶς ἐθώπευσε κρυφίως μετὰ πικροῦ μειδιάματος τὴν εἰς τὸ θυλάκιόν του ἐφημερίδα, τὴν περιέχουσαν τὸν µηνιαῖον ἐγκληματικὸν ἀπολογισμόν.

— Μήπως ἤσουν ὑποψήφιος; ἠρώτησε σκωπτικῶς ὁ Πανάγαθος.

— Ὄχι, ἀπήντησεν ὁ Διάβολος· μόνος ἐγὼ δὲν ἤμουν.

— Ξεύρεις ὅμως ὅτι μοῦ ἐπαραμπῆκες ἐκεῖ πέρα εἰς τὴν Ἑλλάδα; εἶπεν ὁ Θεὸς ὁπωσοῦν ὠργισμένος.

— Αἴ, κάμνω κ’ ἐγὼ μερικαὶς δουλίτσαις! ἀπήντησε μετὰ πονηρᾶς µετριοφροσύνης ὁ Σατανᾶς

— Νὰ μοῦ κάμῃς τὴν χάριν νὰ βάλῃς τὴν οὐράν σου ἀπ’ ἐκεῖ· ξεύρεις ὅτι ἐγὼ ἰδιαζόντως ἀγαπῶ αὐτὸν τὸν τόπον.

— Τί λόγος! εἶπεν ὁ Διάβολος

Καὶ ἐμειδίασε σαρδωνικῶς.

— Δὲν τὸ πιστεύεις, µασκαρά; ἐξηκολούθησεν ὁ Παντοδύναμος· καὶ ὅμως ἰδού, ἐφέτος τοὺς ἔκαμα τόσα καλά. Ἔρριψα βροχὴν ἄφθονον διὰ νὰ γίνῃ εὐφορία σιτηρῶν· ἡ σταφὶς ἐπῆγε περίφημα καὶ ἂν τὰ οἰκονομικὰ τοῦ τόπου δὲν εὐοδοῦνται, δὲν πταίω ἐγώ.

— Οὔτ’ ἐγώ, ὑπέλαβεν ὁ υἱὸς τοῦ σκότους.

— Ὅσον ἠμπορῶ τοὺς προστατεύω καὶ μὲ τὸ παραπάνω, ἐξηκολούθησεν ὁ Ὕψιστος. Εἶναι τώρα χρόνια ὁποῦ μοῦ ὑποβάλλει αἴτησιν θεραπείας ἡ χολέρα, νὰ ὑπάγῃ νὰ κατοικήσῃ ἐκεῖ καμπόσους μῆνας καὶ μολονότι εἶχε τόσα συστατικὰ ἀπὸ διαφόρους δημάρχους καὶ νομάρχας καὶ διευθυντὰς ἀστυνομίας, δὲν ἐνέκρινα τὴν αἴτησίν της. Σοῦ ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἀγαπῶ τὸν τόπον αὐτὸν διότι ἐκεῖ ἐδοξάσθη περισσότερον τὸ ὄνομά μου. Μοῦ ἀρέσει ἡ ἱστορία τοῦ λαοῦ του, μοῦ ἀρέσει ἡ γλῶσσά του… μολονότι παρατηρῶ ὅτι ἤρχισε καὶ αὐτὴ νὰ μουρδαρεύῃ καὶ φαίνεται ὅτι θὰ εἶναι ἴδικὴ σου συνέργεια.

— Ὄχι, εἶπε διακόπτων αὐτὸν ἐντόνως καὶ διαμαρτυρόμενος ὁ Πονηρός. Εἰς αὐτὸ δὲν ἔχετε διόλου δίκαιον, Ἁγιώτατε. Αὐτὴν τὴν εὐθύνην δὲν τὴν ἀναλαμβάνω καὶ ἀπόδειξις εἶνε ὅτι εἰς τὴν κόλασιν ἐπιβάλλω ὡς βασανιστήριον εἰς τοὺς βαρυποίνους τὴν ἀνάγνωσιν μερικῶν ἑλληνικῶν πεζογραφιῶν.

— Τέλος πάντων καλὰ θὰ κάμῃς νὰ τραβήξῃς ἀπ’ ἐκεῖ τὸ χέρι σου. Ἔπειτα, χάνεις ἄδικα τὸν κόπον σου, κακομοίρη μου· πήγαινε πάρα πέρα νὰ κάµῃς τὰ δικά σου, εἰς τὴν Βουλγαρίαν, παραδείγματος χάριν, ὁποῦ εἶνε σχισματικοί.

Μειδίαμα χλευαστικὸν διεγράφη ἐπὶ τοῦ εὐρέος στόματος τοῦ Διαβόλου.

— Δὲν πιστεύεις; τὸν ἠρώτησεν ὁ Θεὸς πεισμωμένος.

— Τί νὰ σᾶς εἰπῶ! Ἀναγνωρίζω τὴν πανσοφίαν σας, ἀλλὰ καμμίαν φορὰν πάσχει καὶ αὐτὴ διαλείψεις… τὰ χρόνια βλέπετε, τὰ γηρατεῖα!

— Τί λέγεις, αὐθάδη! ἀνέκραξεν ὁ Ὕψιστος παραφερόμενος.

— Μὴ θυμώνετε, Ἁγιώτατε, εἶπεν ὁ Σατανᾶς μετὰ φλέγματος· ἂς θέσωμεν καθαρὰ τὸ ζήτημα, νομίζετε ὅτι εἰς τὸν τόπον αὐτὸν ὑπερισχύει ἀποκλειστικῶς ἡ Ἁγιότης σας;

— Ἀναμφιβόλως· ἔχεις κ’ ἐσὺ ἕνα μικρὸν μερίδιον, δὲν σοῦ λέγω, κἄτι φόνους, κἄτι λῃστείας. κἄτι βιασμούς… σὲ ἄφησα κ’ ἐπῆρες λιγάκι ἐπάνω σου διότι εἶχα ἀλλοῦ τὸν νοῦν μου. Ἀλλὰ καὶ πάλιν τί εἶν’ αὐτὰ ἀπέναντι εἰς τόσας ἀρετάς, εἰς τόσην φιλοπατρίαν, εἰς τόσην φιλογένειαν, εἰς τόσην φιλανθρωπίαν, εἰς τόσην εὐσέβειαν!… Τὸ γνωρίζεις, κύριε, ὅτι τὸ παρελθὸν ἔτος κατηναλώθησαν εἰς τὴν Ἑλλάδα πεντακόσιες χιλιάδες ὀκάδες ταραμᾶ;

— Τί λύσσα εὐσεβείας! εἶπε καθ’ ἑαυτὸν ὁ Σατανᾶς μετὰ μειδιάματος. Καὶ ὅμως, προσέθηκεν, ἠμπορῶ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι πλανᾶσθε.

— Θὰ ἥμουν πολὺ περίεργος νὰ τὸ ἰδῶ.

— Ἠμποροῦμεν καὶ τώρα νὰ κάμωμεν τὸ πείραμα.

— Τίνι τρόπῳ;

— Ἁπλούστατα· διατάξατε νὰ φέρουν μίαν ζυγαριὰν πολὺ μεγάλην.

— Ζυγαριάν;… τὶ νὰ τὴν κάμωμεν!

— Νὰ ζυγίσωμεν τὰ κεφάλαιά μας καὶ νὰ ἰδοῦμεν τίνος εἶνε τὰ µεγαλείτερα.

— Μὲ προκαλεῖς;… Ἂς εἶνε! θὰ διατάξω τώρα ἀμέσως νὰ φέρουν τὴν ζυγαριάν, ἀλλὰ κύτταξε καλὰ μὴ τὴν πάθης!… Ἔχω πέντε κεραυνοὺς ἑτοίμους νὰ σὲ ζεματίσω διὰ τὴν αὐθάδειάν σου, τραγογένη!

Καὶ διὰ τῆς μεγάλης ἀργυρᾶς συρίκτρας του ὁ Πανάγιος προσεκάλεσε τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ διέταξε νὰ κομίσουν ἀμέσως μίαν μεγάλην ζυγαριάν.

— Νὰ εἶνε ὅσον τὸ δυνατὸν μεγαλειτέρα! εἶπεν ὁ Σατανᾶς πρὸς τὰ Χερουβεὶμ ἀπερχόμενα.

Ἡ θεία διαταγὴ ἐξετελέσθη παραχρῆμα· μετ’ ὀλίγον ἐθεάθη λόχος ἀγγέλων κομίζων μετὰ πολλοῦ κόπου ὑπερμεγέθη πλάστιγγα, τὴν ὁποίαν ἔστησαν ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ.

— Ἔχετε τὰ πρωτεῖα, εἶπεν ὁ Διάβολος εὐγενῶς, βάλετε τὰ κεφάλαιά σας εἰς τὸ ἕνα μέρος.

Ὁ Παντοδύναμος μετὰ περιεργείας, ἀλλὰ καὶ μετὰ πείσματος ἤρχισε νὰ τοποθετῇ ὅλα τὰ ἀντικείμενα, τ’ ἀντιπροσωπεύοντα τὴν μερίδα του, νοσοκομεῖα, σχολεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, δωρεάς, ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβυτέρους, ἱεροκήρυχας, μοναστήρια καὶ ἡγουμενοσυμβούλια, ἐν Χριστῷ ἀδελφότητας, ἠθικὰ καὶ θεολογικὰ συγγράμματα, βαρέλια ταραμᾶ καὶ σάκκους φασολίων καὶ παντοῖα ἄλλα, ἐξ ὧν ἀπετελέσθη πυραμὶς τεραστία καὶ ἀλλόκοτος.

Ὅ Διάβολος ἐθεᾶτο ἀπαθῶς τὸν ὄγκον αὐτοῦ ὁλονὲν ἀνυψούμενον.

— Ἔχετε ἄλλα; ἠρώτησε μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τῆς τοποθετήσεως.

— Ἔχω καὶ μερικοὺς ἐπιτρόπους ἐκκλησιῶν ἀρκετὰ καλοθρεμμένους, εἶπεν ὁ Θεός.

— Βάλετε καὶ αὐτούς, εἶπεν ἀταράχως ὁ Διάβολος.

Καὶ ὁ ὄγκος τῆς πυραμίδος ηὐξήθη ἐπαισθητῶς διὰ τῆς προσθήκης τῶν ἐπιτρόπων.

— Μήπως ἐξεχάσατε τίποτε; ἠρώτησεν ὁ Σατανᾶς.

— Ἐξέχασα πραγματικῶς ἕνα καθηγητὴν τῆς Θεολογίας, ἀλλὰ σοῦ τὸν χαρίζω. Εἶνε τόσον πολύσαρκος ἐκ τῆς καλοφαγίας, ὥστε αὐτὸς μοναχὸς κάμνει δι’ ὅλα τὰ ἰδικά σου κεφάλαια.

— Νά τον προσθέσετε καὶ αὐτόν!

Καὶ ἐπειδὴ ὁ Σατανᾶς ἐπέμενεν, ἐτέθη τέλος εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ σωροῦ καὶ ὁ καθηγητὴς καὶ ἡ πλάστιγξ ἔτριξε γοερῶς ὑπὸ τὸ βάρος του.

— Ὁρίστε τώρα καὶ ἡ εὐγενεία σας, εἶπεν ὁ Ὕψιστος μυκτηριστικῶς, βάλετε τὰ κεφάλαιά σας.

Ὁ Διάβολος ἔχωσε τὴν τριχωτὴν χεῖρα μὲ τοὺς ὀξεῖς ὄνυχας εἰς τὸ θυλάκιόν του καὶ ἐξήγαγε μικρόν ἀντικείμενον σφαιρικόν, τεφρόχρουν.

— Τί εἶν' αὐτό; ἠρώτησεν ὁ Ὕψιστος παρατηρῶν διὰ τῶν διοπτρῶν του μετὰ περιεργείας τὸ ἀντικείμενον

— Εἶνε ἐκλογικὸν σφαιρίδιον, ἀπήντησεν ἀταράχως καὶ σοβαρῶς ὁ Πειρασμός.

— Αὐτὸ εἶνε ὅλα σου τὰ κεφάλαια;

— Αὐτό.

— Δὲν ἔχεις ἄλλα;

— Ὄχι· αὐτὸ ἀρκεῖ.

— Κοροϊδεύεις;

— Διόλου.

— Ἔλα Χριστὲ καὶ Παναγία! εἶπεν ὁ Ὕψιστος σταυροκοπούμενος.

— Λοιπόν· ἰδοὺ ὁποῦ τὸ θέτω εἰς τὴν πλάστιγγα.

— Ἂς ἰδοῦμεν καὶ αὐτὸ τὸ θαῦμα!

Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα πραγματικῶς ὑπῆρξε θαυµάσιον διότι εὐθὺς ὡς τὸ μικροσκοπικὸν µολύβδινον σφαιρίδιον ἀπετέθη ἐπὶ τῆς πλάστιγγος αὕτη ἤρχισε νὰ κλίνῃ μετὰ καταπληκτικῆς ροπῆς πρὸς τὸ μέρος τοῦ σφαιριδίου ἐνῷ εἰς τὸ ἀντίθετον μέρος ἡ τεράστιος συμμιγὴς πυραμὶς ἀνυψοῦτο ἐλαφρὰ ὡς ν’ ἀπετελεῖτο ἐκ πτίλων.

— Μπὰ ποῦ νὰ σὲ πάρῃ ὁ ἑαυτός σου! ἀνέκραξεν ὁ Πάνσοφος ἔκπληκτος καὶ πεισμωθεὶς ἐν ταὐτῷ. Κἄτι καλπονόθευσιν θὰ ἔκαμες.... ἀφοῦ μάλιστα ἔρχεσαι ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα.... Στάσου νὰ σὲ διορθώσω ἐγώ!

Καὶ ἡτοιμάσθη νὰ ἐξακοντίση κατ’ αὐτοῦ ἕνα κεραυνόν.

— Κρῖμα εἰς τὴν πανσοφίαν σου, ἀφοῦ δὲν εἰξεύρεις τὴν δύναμιν αὐτοῦ τοῦ σφαιριδίου! εἶπεν ὁ Διάβολος μετὰ θριαµβευτικοῦ καὶ χλευαστικοῦ γέλωτος.

Καὶ ἐτράπη ἐν τάχει εἰς φυγήν.

Ὁ Ὕψιστος ἔμεινε σύννους καὶ μετ’ ὀλίγον παραλαβὼν τὸ σφαιρίδιον ἐπέστρεφεν εἰς τὸν Παράδεισον σύνοφρυς καὶ βλοσυρὸς καὶ διέταξεν ἀμέσως νὰ προσέλθῃ ὁ ἅγιος Πέτρος.

— Κύτταξε καλὰ τὰ κατάστιχά σου, εἶπεν ὁ Ὕψιστος πρὸς τὸν ἐπουράνιον θυρωρόν, καὶ ἂν τυχὸν εὑρίσκεται ἐδῶ πέρα αὐτὸς ὁποῦ ἐφεῦρεν αὐτὸ ἐδῶ τὸ ἀντικείμενον — καὶ ἔδειξε τὸ σφαιρίδιον — νὰ μοῦ τὸν στείλῃς ἄναυλα εἰς τὴν Κόλασιν, μὲ ὅσα καλὰ καὶ ἂν ἔχῃ καμωμένα. Ἔγινα ρεζίλι σήμερον μὲ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα!… Εἶνε τοῦ Διαβόλου συνέργεια. Εἰς τὸν Παράδεισον οὔτε ἐπέτρεψα οὔτε θὰ ἐπιτρέψω νὰ ὑπάρχῃ· ὅσον ἀφορᾶ τὴν Γῆν, θὰ σκεφθῶ!....

Καὶ ἔμεινε μέχρι βαθείας νυκτὸς ἀναγινώσκων τὸ Συνταγματικὸν δίκαιον τοῦ μακαρίτου Σαριπόλου.

Ἀθῆναι, Ἰούλιος τοῦ 1891.

Χαραλαμπης Αννινοσ