Σελίδα:Manussos.djvu/98

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 98 

—Μαννοῦλά μου γλυκειὰ, μάννα μου ἀθλία,
Δὲν ἔχει ἀχτῖνα γιὰ τ’ ἐσὲ μονάχη,
Νά σοῦ χαρίσῃ ’ς τὴν πικρὴ καρδία.
Ὄχι ἀνθρώπινα σπλάχνα, ἀλλὰ κ’ oἱ βράχοι
Θὰ σὲ πονοῦν, θὰ κλαῖν τὴν συφορά σου....
Ἀφοῦ ’ς τὴν γῆ δὲν ηὗρες παρὰ μάχη!
Μάννα μου, τὰ ματάκια τὰ γλυκά σου
Θὰ μὰς ἰδοῦνε τάχα τὰ καϋμένα;
Τάχα θὰ διοῦν τὰ μαῦρα τὰ παιδιά σου;...
Τἄπειρα δῶρα τς ἄνοιξις, ὠϊμένα,
Γιὰ σὲ μαυροφοροῦν, ᾅδης ἐγίνη
Γῆ, κι’ οὐρανὸς, καὶ θάλασσα γιὰ σένα!
Τώρα ’ς ταὶς κόραις τῶν ματιῶν σου ἂν χύνῃ
Ποτάμια φῶς, ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι,
Ζοφερὰ πάντα κ’ ἔρημα ’ς τ’ ἀφίνει....
Ὅποιος τὸ φῶς σου πῆρε, σοὔχει πάρει
Ὅλο τὸν κόσμο, κ’ εἰς τὸν κόσμο ἂν σ’ ἔχῃ,
Σ’ ἔχει, σὰν τὸ σπασμένο τὸ κλονάρι...
Ἰδὲς, ἰδὲς, ὦ Πλάστη μου, πῶς τρέχει
Τὸ δάκρυ τὸ πικρὸ ’ς τὰ μάγουλά μου,
Εἶνε τῆς μάννας πόνος, ποῦ τὰ βρέχει.
Ἀνίσως τὰ πολλὰ ἁμαρτήματά μου,
Πατέρα μου γλυκὲ, θὰ νὰ παιδέψῃς,
Πάρα βαθειὰ πληγόνεις τὴν καρδιά μου!
Δὲν ἦτο κάλλιο ἀπάνω μου νὰ στρέψῃς
Τὴν ὠργισμένη τρομερὴ ματιά σου,
Καὶ τὸ πλᾶσμα σου αὐτὸ νὰ καταστρέψῃς
Παρὰ.... Καὶ πῶς; τὰ θεῖα προστάγματά σου
Τολμᾷ ’ς τὴν γὴν ὁ ἁμαρτωλός νὰ κρίνῃ!