Ἰδοὺ καὶ τ’ ἀρχοντόπουλα
Μὲ τὸ γυαλὶ ’ς τὸ μάτι,
Ποῦ λὲς καὶ λένε, ἰδέτε μας....
Ἰδέτε μας κομμάτι....
Παρόμοιαις χάρες τάχατε
Δὲν πρέπουν κ’ εἰς ἐμᾶς;
Πλούσιοι, φτωχοὶ, χρυσόχεροι
Καὶ ξεπεσμένοι ἀρχόντοι,
Τεχνίταις κ’ ἐπιστήμονες,
Καὶ γέροι μ’ ἕνα δόντι,
Λάμπει ὁλονῶν ’ς τὸ μέτωπο
Ἡ ἀχτῖνα τῆς χαρᾶς!...
—Μωρὲς παιδιὰ, ποῦ τρέχετε
Μὲ τὸν Μητροπολίτη;—
—Ποῦθ’ ἔρχεσαι, ἀπ’ τὰ Κράτζαλα;
’Σ τοῦ Δούσμανη τὸ σπῆτι,
Ὅπου θὰ λάμψῃ σήμερα
Γάμος βασιλικός!
Πῶς! δὲν τὸ ξέρεις;... μάλιστα
Τ’ ὡραῖό του κοριτσάκι,
Τοῦ Μαρκορᾶ Γεράσιμου
Θὰ δώσῃ τὸ χεράκι.—
—Ὁ φίλος μου, ὁ Γεράσιμος,
Θὰ νὰ γενῆ γαμπρός!
Μπροστὰ Μοῦσα.... πῶς! ἔμεινες;
Ἆ, δίχως καλεστῆρα
Φοβᾶσαι μὴ ’ς τὴ μούρη μας
Βροντήσουνε τὴν θύρα;
Εἶναι εὐγενὴς ὁ Δούσμανης,
Δὲν κάνει αὐτό εἰς ἐμᾶς.—