Γλώσσαι/Τ
Εμφάνιση
< Γλώσσαι
(Ανακατεύθυνση από Hesychius Τ)←Σ | Γλώσσαι Συγγραφέας: Τ |
Υ→ |
- <Τά>
- ταῦτα, ἅτινα αὐτά, ἀναφορικῶς· ἀλλὰ τὰ μὲν προτετύχθαι ἐάσομεν
- <τὰ ἅ>
- [ἅτινα, ἢ τοιαῦτα]
- [<τὰ ἀδάνοντα>
- τὰ ἀρέσκοντα]
- <τὰ αἰσχίω>
- τὰ χείρω
- <τὰ ἀμείνω>
- τὰ κρείττονα
- [<τὰ ἀντααῖον>
- βαρύ]
- <τὰ ἀπὸ τρίποδος>
- παροιμία ἐπὶ τῶν ἀληθῶς λεγομένων· ἤτοι ἀπὸ τοῦ Δελφικοῦ τρίποδος· ἢ ἀπὸ τοῦ Πυθαγορικοῦ
- *<τὰ βάθη>
- τὰ ἀχώρητα, τὰ ἀκατάληπτα
- *<Ταβεήλ>
- ἀγαθοῦ Θεοῦ
- <ταβάλα>
- ταβῆλα. ὑπὸ Πάρθων οὕτω καλεῖται ὄργανον κριβάνῳ ἐμφε- ρές, ᾧ χρῶνται ἐν τοῖς πολέμοις ἀντὶ σάλπιγγος
- [<ταβερνία>
- καπή<λ>]
- <ταβέρνων>
- πανδοχείων]
- <ταγαῖος>
- ὁ ἐξ ἐπιταγῆς τι ποιῶν
- <ταγαῖς>
- ἀρχαῖς, ἡγεμονίαις
- <τάγανα>
- ταῦτα. Κρῆτες
- <ταγατίζων>
- κιχλίζων
- <ταγή>
- βασιλικὴ δωρεά. καὶ ἡ σύναξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίων
- <ταγηνία(ι)>
- πεμμάτια (ἀπὸ) τηγάνων. οἱ δὲ στέας ὑγρόν, ἐπιχεόμενον τηγάνῳ, ᾧ προσβάλλεται μέλι, (ση)σάμη, τυρός
- <τάγηνον>
- τήγανον
- <τάγιλος>
- φειδωλός
- <τάγιος>
- κήρυξ. πρεσβευτής. ὀξύς. ταχύς. βάσιμος
- <ταγοί>
- προστάται, ἄρχοντες, ἡγεμόνες
- <ταγύρια>
- τὰ ἐλάχιστα, τὰ τυχόντα
- <ταγόναγα>
- Μακεδονική τις ἀρχή
- <τὰ δ' ἄποινα>
- τὰ δὲ λύτρα
- <τὰ δέ>
- ταῦτα
- <τὰ δ' ἐρῆμα φοβεῖται>
- τὰ δὲ πρόβατα ἔρημα γενόμενα τῇ τοῦ ποι- μένος φυγῇ
- <τὰ διαβούλ(ι)α>
- τοὺς διαλογισμούς
- <ταθείς>
- ἁπλωθείς
- *<τατθίον>
- μασθός, τιτθίον
- <ταὶ δὲ χθόνα>
- .......
- <ταῖν>
- ταῖς
- [<ταῖη>
- διοικητής, προστάτης]
- <ταιναρίας>
- παρὰ Λακεδαιμονίοις ἑορτὴ Ποσειδῶνος· καὶ ἐν αὐτῇ Ταιναρισταί. Ταίναρον γὰρ πεδίον Λακωνικῆς
- <ταῖν θεαῖν>
- ταῖς θεαῖς
- <ταινία(ι)>
- στέμματα τῶν ἱερέων, διαδήματα ἀρχιερατικά, ἢ ζῶναι, ἢ στέφανοι, κόσμοι, ἢ δεσμοὶ ἱεροί
- <ταινιοῦντες>
- κοσμοῦντες, δεσμοῦντες, στεφανοῦντες
- <τὰ κέρατα>
- τὰ ἄκρα
- <τακερόν>
- τηκτόν. οἰκτρόν
- <τακτικοῖς>
- στρατιωτικοῖς, πολεμικοῖς
- <τακτόν>
- ὁμοίως
- <τἀκ το(ῦ) νίτ(ρ)ου>
- τὰ τῶν μαγείρων ξηρὰ ἀρτύματα· διὰ τὸ ἔνθα καὶ τὸ νίτρον πωλεῖσθαι
- <τακῶνες>
- τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ' ἁλῶν, καὶ ξηρῶν [καὶ] ἀρτυμάτων
- <τάλα>
- μέγα
- <ταλαεργοί>
- οἱ ὑπομένοντες τὰ ἔργα, τλητικοί, ταλαίπωροι, δυσπα- θεῖς
- <ταλαεργόν>
- τὰ αὐτά
- <ταλαίνης>
- ἀθλίας, ταλαιπώρου
- <ταλαιπωρία>
- μοχθηρία
- <ταλαίπωρος>
- ἐπίπονος, τλητικός
- <ταλακάρδιος>
- τλητικός, ὑπομονητικὸς κατὰ τὴν καρδίαν
- <ταλαίφρων>
- καρτερικός
- <ταλανίζει>
- θρηνεῖ
- <τάλαντα>
- ζυγά, σταθμοί
- <τάλαντον>
- λίτραι ἑκατὸν εἴκοσι πέντε κατὰ τὸν μέγαν Ἐπιφάνιον
- <ταλανταίων>
- μεδίμνων, καὶ σταθμίων
- <ταλάντατα>
- ἀτυχέστατα
- <ταλαντεύει>
- σταθμίζει, ζυγοστατεῖ
- <ταλαντιαῖον>
- βαρύ
- <Ταλάντιον>
- τόπος. Ἀρτεμίδωρος
- <τάλαντον>
- σταθμός, ζυγός. ὁλκὴ λιτρῶν ἑκατόν, ἢ ἑκατὸν εἰκοσιπέντε, ἢ ἑκατὸν ἑξηκονταπέντε. ἢ τετρακόσια. ἢ χίλια ἑκατὸν πεντηκονταδύο
- <τάλαντος>
- ταλαιπώρου
- <ταλαντώσει>
- σταθμήσει, στήσει
- <ταλαόν>
- ὑποστατικόν. ἰσχυρόν, βίαιον
- <ταλαπείριος>
- τλητικὸς κατὰ τὴν πεῖραν, ἢ τηλόθεν διαπεπεραιωμέ- νος. οἱ δὲ ἀφιγμένος
- <ταλαρίς>
- ἐξ οὗ βάλλουσι τοὺς ἀστραγάλους
- *<ταλαπενθέα>
- ὑπομένοντα τὰ πένθη
- <τάλαροι>
- κάλαθοι ἐρίων. καὶ ἐν οἷς οἱ τυροὶ πήγνυνται· πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν
- <τάλας>
- ἄθλιος, ταλαίπωρος
- <ταλάσια>
- τὰ ἔρια
- [<ταλασείῃ>
- ὑπομείνῃ]
- <ταλασία>
- ἐριουργία, ἐργασία
- <ταλασιουργία>
- τῶν ἐρίων τὰ ἔργα
- <ταλασιουργός>
- ἐριουργός. [καὶ ἡ ἐν τοῖς ταλάροις ἐργαζομένη κρόκη, ἢ ἔρια
- <ταλασίφρων>
- ταλακάρδιος, ἰσχυρός, τολμηρός. θρασύς, ὑπομονητι- κός, ἰσχυρόφρων
- *<ταλάσεις>
- ὑπομε[ί]νεῖς, τολμήσεις
- <ταλάς(ς)αι>
- ὑπομεῖναι. καὶ τὰ ὅμοια
- <ταλαύῤινον>
- ὑπομονητικόν, τολμηρόν, <πολεμιστήν>
- <ταλάφρονα>
- τλητικὸν κατὰ τὰς φρένας. οἱ δὲ ἰσχυρογνώμονα
- <ταλαώρεα>
- τοξεύματα
- <Ταλαιός>
- ὁ Ζεὺς ἐν Κρήτῃ
- <ταλαιδίτης>
- ἀγὼν γυμνικός
- <ταλικής>
- ἀναιδής
- <ταλίκην>
- τηλικα(ύ)την
- [<ταλίκην[ος]>
- τηλικαύτην]
- <τάλιξ>
- ὁ ἔρως
- <ταλίων>
- ἀθλίων
- <τᾶλις>
- ἡ μελλόγαμος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῖκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην
- <Ταλύβιος>
- ἱερεύς
- <ταλῶς>
- ὁ ἥλιος
- <τἀμά>
- τὰ ἐμά
- <ταμᾶς>
- γαμβρός
- <τάμε>
- ἔταμεν
- <ταμέει>
- τέμνει
- <ταμεῖν>
- τεμεῖν
- <ταμέσθαι>
- ἀπομερίσαι. ἐπιτ[ι]μῆσαι
- *<ταμεῖα>
- ἀπόκρυφα οἰκήματα
- <ταμεσίχροα>
- τέμνοντα τὸν χρῶτα. ἀπὸ μέρους δὲ λέγει τὴν σάρκα
- <τὰ μέταζε>
- μετὰ ταῦτα. Δωριεῖς
- <ταμετάτι>
- τηνικάδε
- <ταμίαι>
- οἱ τῶν δημοσίων χρημάτων καὶ πάντων τῶν κοινῶν προστά- ται καὶ φύλακες, ταμιοῦχοι
- <ταμίαν>
- ζημίαν
- <ταμιείας>
- φύλαξ χρημάτων, προστάτης, δεσπότης, οἰκονόμος, διοι- κητής
- <ταμιεῖον>
- κοιτῶνα
- <ταμιεύεται>
- διοικεῖται. ἀποκρύβει
- <ταμίη>
- ἢ προστάτις τοῦ οἴκου, διοικήτρια, ἢ κελλαρία πιστή. καὶ ἀρχὴ Ἀθήνησιν
- <ταμίην>
- δέσποιναν, τὴν τοῦ οἴκου προεστῶσαν
- *<ταμεῖον>
- θάλαμος
- *<ταμειοῦχος>
- οἰκονόμος
- <Ταμιράδαι>
- ἱερεῖς τινες ἐν Κύπρῳ
- <τάμισος>
- ἡ πυτία
- <τάμνειν>
- διατέμνειν
- <τάμνεν>
- ἐνέκοψεν
- <τάμνοντες>
- διατέμνοντες. ποιοῦντες· τάμνον τ' ἀμφὶ περιήλαυνον
- <τάμοις>
- τέμοις. ποιήσαις
- [<τάμονες>
- διακόπτοντες]
- <ταμόντες>
- ποιήσαντες. συνθέμενοι
- <τάμωμεν>
- ποιήσωμεν
- <τάν>
- σύ, Ἀττικῶς. ἢ ταύτην. ἢ τούτων
- <τανάγρα>
- ἀγγεῖον χαλκοῦν, ἐν ᾧ ἤρτυον τὰ κρέα
- <Ταναγρίδαι>
- οἱ Ταναγρεῖς
- <Ταναγραίων φυήν>
- Κητεῖ ὁμοιοτάτην. Ἔφορος λέγει εἶναί τινα ἐν Τανάγρᾳ παχύτατον, ὃς ἐλέγετο Κητεύς
- <ταναηκέα>
- δι' ὅλου ἠκονημένα, ὀξέα, ἀποτεταμένην τὴν ἀκμὴν ἔχοντα
- <ταναηκέϊ>
- τὰ αὐτά
- <ταναηκέος>
- μακροῦ, τοῦ μακρὰν λαβὴν ἔχοντος
- <ταναηκές>
- εὔμηκες
- [<ταναηκότες χαλκῷ>
- τῷ ἐκτεταμένῳ σιδήρῳ]
- <ταναῆς>
- ἐκτεταμένης
- [<τανακιδές>
- ὀξύ. μακρόν. δι' ὅλου ἠκονημένον]
- <ταναοῖο>
- ἐπιμήκους, μακροῦ, πάνυ ἐκτεταμένου
- <τανα(όν)>
- ἰσχυρόν. ὀξύ. λεπτόν. σκληρόν. μέγα. ὑγρόν. μακρόν
- [<τάνας>
- παρηκούσας, ἀπὸ τοῦ εἰς μῆκος τετανύσθαι]
- <ταναύποδα>
- ὀρθόποδα, τεταμένοις τοῖς ποσὶ κατὰ τὴν ὁδοιπορίαν
- <τἄνδον>
- τὰ ἔνδον
- <τανέη>
- ἀποτεταμένῃ
- <τανεηκῆ>
- ἐκτεταμένην ἔχοντι τὴν ἀκμήν
- <τανηλ(εγ)έος>
- παρατεταμένην ἔχοντος τὴν ἀλγηδόνα. μακροκοιμήτου· τανηλεγέος θανάτοιο
- <τανθαλύζει>
- τρέμει. Δωριεῖς. οἱ δὲ σπαίρει
- <τἀνθάριον>
- ἐρύθημα
- [<τανίφυλλος>
- μακρόφυλλος]
- <τανίσφυρος>
- ὀρθόσφυρος. εὔσφυρος. λεπτόσφυρος
- <τανθαρυστός>
- ὁ τρόμου παρασκευαστικός
- [<τανοϋφῆ>
- λεπτοϋφῆ]
- <τανταλάσσεται>
- δάκρυα. στάζει δάκρυα
- <τανύγλωσσοι>
- μακρόφωνοι. ἢ τεταμένην ἔχους(α)ι τὴν γλῶτταν
- <τανταλίζεται>
- σαλεύεται
- <τανυγλώχινες>
- τεταμένας τὰς γωνίας ἔχοντες
- <τανύει>
- ἐκτείνει, ἕλκει, τείνει
- <τανυηκές>
- τὴν ἀκὴν ἔχον παρατεταμένην
- <τανυηκέας>
- ἐκτεταμένους <ὄζους>
- <τανύοντο>
- ἐξετείνοντο. ἔτρεχον· τανύοντο δὲ μώνυχες ἵπποι ἐπὶ τῶν συῶν. ἐξετείνοντο διὰ τὴν λιπαρίαν· εὐόμενοι τανύοντο διὰ φλογὸς Ἡφαίστοιο
- <τανύπεπλος>
- μακρόπεπλος
- <τανύποδας Ἐριν[ν]ῦς>
- ταχύποδας, ἐν τάχει τιμωρουμένας
- <τανύπτερος>
- μακρόπτερος, τεταμένα ἔχων πτερά
- <τανυπρώρους>
- τὰς καλύπτρας· διὰ τὸ περὶ τὸ πρόσωπον περιτε- τάσθαι
- <τανυς(ς)άμενος>
- ἐκταθείς
- <τάνυσσα>
- ἐνέτεινα
- <τάνυσσαν>
- ἐνέτεινον
- <τανύς(ς)ας>
- ἁπλώσας. ἐκτείνας. κρεμάσας
- <τανύτριχα>
- δασύτριχα. λεπτότριχα
- <τὰ νῶτα>
- τὰ ὀπίσθια
- <ταξάμενοι>
- ὁρίσαντες
- <τάξις>
- ἡ ἐπὶ ὀφειλομένοις χρήμασι καταβολή. ἢ ἀκολουθία, καὶ εἱρμός
- <τάξος>
- δένδρον. τι ὀρεινόν
- <τάξω>
- συντάξω. θήσω
- <ταπεινόν>
- χθαμαλόν
- <τάπ(ι)δες>
- τάπητες
- *<τὰ ὅπλα τοῦ φωτός>
- τὴν φυλακὴν τῆς τῶν ἐντολῶν ἐργασίας
- <τάπις>
- προσκεφάλαιον
- *<τάπερ>
- ἅτινα
- *<τάπησι>
- ποικίλοις στρώμασιν
- <τὰ πρόσω>
- τὰ ἔμπροσθεν
- <τὰ πρῶτα>
- ἀντὶ τοῦ ἅπαξ. ἢ τὸ πρῶτον, καὶ ἐξ ἀρχῆς
- <τάρ>
- σύνδεσμος. δέ, δή, ἄρα, καὶ δή, ταχέως
- <τά ῥα>
- ἅτινα δή
- *<ταρβήσαντες>
- φοβηθέντες, εὐλαβηθέντες
- [<Ταρακίναι>
- ἔθνος. ἢ πόλις]
- <τάρανδος>
- ζῶον ἐλάφ[ου]ῳ παραπλήσιον, οὗ τὰς δορὰς εἰς χιτῶνας χρῶνται Σκύθαι
- <Ταραντῖναι>
- αἵματι <βαφαί>, τινὲς δὲ τὰς πορφύρας. ἐδώδιμοι γάρ. καὶ ἐξ αὐτῶν τραχήλια
- <Ταραντῖνοι>
- ἱππεῖς τινες ὀνομάζονται. οἱ δὲ τοὺς ἀκοντιστάς, ἢ τοὺς ψιλοὺς ἱππεῖς, ὡς καὶ Ἵππαρχος
- <Ταραντῖνον>
- ἱμάτιον γυναικεῖον λεπτόν, κρωσσοὺς ἔχον ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους
- <Ταράξιππος>
- οὕτως ὑπ' ἐνίων Πέλοψ ἱστορεῖται, οὗ τάφος ἐν Ὀλυμπίᾳ
- <τά ῥά οἱ>
- ἃ δὴ αὐτῷ
- <τ' ἄρα τἄλλα>
- καὶ τὰ ἄλλα δέ
- <Τάρας>
- πόλις Ἰταλίας· ἀπὸ Τάραντος τοῦ Ποσειδῶνος. ἔστι δὲ Λα- κώνων ἄποικος
- *<ταρβεῖ>
- φοβεῖται
- *<τάρβει>
- φοβοῦ
- *<τάρβησαν>
- ηὐλαβήθησαν
- <ταρβαρέον>
- δεινόν, φοβερόν
- <τάρβος>
- φόβος
- <ταργαίνειν>
- ταράσσειν
- <ταργάναι>
- πλοκαί, συνδέσεις, πέδαι
- <τάργανον>
- ὄξος. Λυδοί. ἢ τὸ ταράττον. ἢ τὸ ἀπὸ στεμφύλων πόμα. καὶ πόα, ἣ καὶ σκορπίουρος·
- [<ταρήφη>
- κόφινος μέγας. οἱ δὲ νεκροφορικὸν ἀγγεῖον]
- <ταριχεύουσαι>
- τήκουσαι
- <ταριχευτόν>
- τηκτόν. ξηρόν
- <ταρκούει>
- ἀκούει
- <ταρμύξασθαι>
- φοβηθῆναι
- <ταρνόν>
- κολοβόν, κολοβόουρον
- <Τάρνη>
- πόλις ἐν Λυδίᾳ. οἱ δὲ ἐν Μυσίᾳ, ὅθεν ἦν Ἑρμείας, ὁ Ἀριστο- τέλους τοῦ φιλοσόφου γνώριμος
- <τάρπη>
- συρακούσιοισύηνος. τινὲς σορόν
- *<ταρόν>
- ταχύ
- <τάρπημεν>
- ἐκορέσθημεν
- <ταρπήμενα(ι)>
- τερφθῆνα(ι), [τερπνά]
- <τάρπησαν>
- τέρψιν ἔλαβον
- <τάῤῥοθοι>
- παρορμῆται. βοηθοί
- <τάῤῥοθος>
- βοηθός, ἀρ[ρ]ωγός
- <ταῤῥοί>
- τὰ ἀγγεῖα τῶν τυρῶν
- <ταῤῥός>
- κώπη. καὶ πλέγμα καλάμινον, ἐφ' οὗ τοὺς τυροὺς ξηραίνου- σιν, ἔνιοι ταρσοὺς κρεμαστούς. καὶ λίθος ὁ κάτω τιθέμενος ἐν τῷ ἰπνῷ ἐν τοῖς μεταλλεῦσιν
- <ταρσῆται>
- ἀγγεῖα, ἐν οἷς οἱ τυροὶ ψύχονται
- <ταρσιήν>
- τὴν τρασιάν
- <ταρσίοις>
- πτεροῖς ἄκροις
- <Ταρσοί>
- πόλις Συρίας. καὶ τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν. καὶ τὸ ἐπάνω τοῦ πέλματος. καὶ τῆς κώπης τὸ ἄκρον
- <ταρσοὺς καλάμων>
- πλέγματα καλάμων
- <τάρταρος>
- ὁ ὑπὸ τὴν γῆν κατώτατος τόπος
- <ταρτημόριον>
- τὸ τριτημόριον, ἢ τὸ δίχαλκον
- <Ταρτης(ς)ίαις>
- γαλαῖς
- <Ταρτης(ς)ός>
- πόλις περὶ τὰς Ἡρακλε(ί)ους στήλας
- <ταρφέα[ς]>
- συνεχῆ. ξηρά. ὀξέα. τραχέα
- <ταρφέσι>
- πυκνοῖς
- [<ταρφεῖς>
- θεωροί. θαυμαστοί]
- <Τάρφη>
- πόλις Λοκρίδος. οἱ δὲ (ς)ποδός, τέφρα. ἢ βλαστ(ός)
- <ταρφήεντα>
- [ἐντάφια] τεφρώδη
- [<ταρφῆες>
- κτερισταί. ἀγχιστεῖς]
- *<ταρφ(ε)ιαί>
- πυκναί, συνεχεῖς
- [<ταρφήϊα>
- ἐντάφια]
- <τάρφθεν>
- ἐτέρφθησαν
- <ταρφθήμεναι>
- τερφθῆναι
- <ταρφὺς στάχυς>
- <τάρχη>
- τάραξις
- <ταρχάνιον>
- ἐντάφιον
- <τέρχανον>
- πένθος, κῆδος
- <ταρχύειν>
- θάπτειν, ἐνταφιάζειν
- <ταρχῦσαι>
- θάψαι, ἐνταφιάσαι
- <ταρχύσωσι>
- τὰ αὐτά
- <τάσις>
- ὤθησις. σεισμός
- <τᾶς οὐ τλατᾶς>
- τῆς οὐχ ὑπομονητικῆς
- <τᾶς οὐ φερτᾶς>
- τῆς οὐ φορητῆς
- <τὰς σφετέρας>
- τὰς αὐτῶν
- <τὰ στέγη>
- τὰς στέγας. τὰς κέλλας
- <τὰ στίγματα>
- τὰ παθήματα, τὰ ἕλκη
- <τὰς ὠτειλάς>
- τὰ τραύματα
- <τά τ' ἐόντα>
- τὰ νῦν ὄντα
- <τᾶτες>
- κατ' ἔτος
- <τά τ' ἐς(ς)όμενα>
- τά τε μέλλοντα
- <τατύρας>
- ὁ φασιανὸς ὄρνις
- <τατωμένα>
- στερομένη
- <ταϋγέταις
- πύλαις> ταῖς μεγάλαις
- <ταυληρόντα>
- ἱμάντα. Ἡρακλέων
- <ταυρείην>
- ἐκ ταυρείου δέρματος κατεσκευασμένην περικεφαλαίαν
- <Ταύρειον πῶμα>
- Σοφοκλῆς Αἰγεῖ. ἀπὸ Ταύρου ποταμοῦ (περὶ) Τροι- ζῆνα, παρ' ᾧ καὶ κρήνη Ὑόεσσα
- <Ταυρία>
- ἑορτή τις ἀγομένη Ποσειδῶνος
- <ταυρίνδα>
- κεφαλή. ἢ παιδιὰ παρὰ Ταραντίνοις
- <ταῦροι>
- οἱ παρὰ Ἐφεσίοις οἰνοχόοι. καὶ οἱ τέλειοι βόες
- <ταυροπόλια>
- ἃ εἰς ἑορτὴν ἄγουσιν Ἀρτέμιδι
- <Ταυροπόλαι>
- ἡ Ἄρτεμις, καὶ ἡ Ἀθηνᾶ
- <Ταῦρος>
- Ταύρειος, ὁ Ποσειδῶν. Φανόδημος δὲ τὰς κριθὰς προσαγο- ρεύεσθαι ταῦρον, ὅτι κέρας ἔχουσιν. ἄλλοι δὲ τὸν παιδεραστήν. καὶ τὸ γυναικεῖον
- <ταυροφάγος>
- ὁ Διόνυσος
- <ταυρόφθογγοι>
- παραπλήσια βουσὶ φθεγγόμενοι
- <ταυροχόλια>
- ἑορτὴ ἐν Κ[ο]υζίκῳ
- <Ταυρώ>
- ἡ ἐν Ταύροις Ἄρτεμις
- <ταύρωσον>
- ταῦρον ποίησον
- <ταΰς>
- μέγας, πολύς
- <ταΰσας>
- μεγαλύνας, πλεονάσας
- <ταύσιμον>
- μάταιον
- <ταυτά>
- τὰ ἴσα. τὰ ὅμοια
- <ταύτασος>
- ὄρνις ποιός
- <ταυτέας>
- αὐλὰς μεγάλας
- <ταύτῃ>
- οὕτως, τούτῳ τῷ τρόπῳ
- <ταυτί>
- ταῦτα. ἢ τοῦτο
- [<ταυτί>
- ταῦτα. τοῦτο] [ὁμοιότης
- <ταύτῃ τοι>
- οὕτω δή
- <ταυτό>
- ταυτόν, τὸ αὐτό
- <ταυτοέπειαι>
- ταυτολογίαι
- <ταυτοεπεῖν>
- τὸ αὐτὸ λέγειν
- <ταυτότητος>
- ἀπαραλλάκτου καὶ φυσικῆς κοινωνίας
- <ταφεῖς>
- θεωροί. θαυμασταί. ἢ οἱ νεκροτάφοι
- <ταφεύς>
- θεωρός. καὶ τὰ ὅμοια
- <ταφῆες>
- κτερισταί. ἀγχιστεῖς
- <ταφήϊα>
- ἐντάφια, εἰς ταφὴν εὔθετα ἱμάτια
- <Τάφιοι>
- οἱ Τηλεβόαι λεγόμενοι, οἱ τὰς Ἐχινάδας νήσους κατοι- κοῦντες
- <τάφος>
- τὸ γινόμενον περίδειπνον ἐπὶ τῇ τῶν κατοιχο[υ]μένων τιμῇ. ἢ τύμβος. ἢ σημεῖον
- <τάφρος>
- ἐπίμηκες ὄρυγμα ἔξωθεν τοῦ τείχους γινόμενον πρὸς ἔκπληξιν πολεμίων
- <ταφρεῦσαι>
- διορύξαι
- <ταφ[ρ]ών>
- ἐκπλαγείς, θαμβηθείς
- <τάχα>
- ταχέως, ὡς σάφα, ἢ ἴσως. καὶ <ταχεῖα> ὁμοίως
- <ταχινοί>
- γοργοί
- <ταχή>
- βόη
- <ταχίνης>
- λαγωός. ἔλαφος
- <τάχιστα>
- [γοργόν. ταχύ. λεπτόν]
- <ταχυβάμονας ὅρκους>
- ἀντὶ τοῦ βραδεῖς, βέλτιον δὲ τοὺς ἐν ἔρωτι γινομένους· ἀβλαβεῖς γὰρ οἱ ἐπιορκήσαντες
- <ταχυναυτεῖ>
- ταχέως πλέει
- <ταχύπωλοι>
- ταχυπόροι, ταχύοδοι
- <ταχυπώλων>
- ταχεῖς ἵππους (ἐχόντων)
- <ταχυτῆτος>
- τάχους. λέγει δὲ τοῦ δρόμου
- <τάων>
- τούτων
- <τάων μοι>
- τούτων μοι
- <τάως>
- τέως. Κρῆτες. καὶ δασέως τὸ ὄρνεον
- <τεά>
- τὰ σά
- <τεαῖς>
- ταῖς σαῖς
- <τεάν>
- σήν
- <τέγγει>
- βρέχει, ὑγραίνει. στάζει
- <τέγγεις>
- πληροῖς. κλαίεις. βρέχεις. σταλάζεις
- <τέγγεσθαι>
- εἴκειν. ἐνδιδόναι
- <τέγγοις>
- βρέχοις. πληροῖς
- <τεγγύρος>
- ὄρνεον ποιόν
- <τέγε(α)>
- κόρυζα. Κῶοι. καὶ πόλις Ἀρκαδίας
- (*)<τέγεοι>
- ὑπερῷοι οἶκοι
- <τεγείδιον>
- κοσμάριον ποιὸν γυναικεῖον
- <τέγεος>
- τέγους, ἤγουν στέγης
- <τέγη>
- στέγη. οἴκημα
- <Τεγησσός>
- ἀκρωτήριον Κύπρου
- <τεγκτούς>
- χριστούς
- [<τέγξω>
- κατασκευάσω]
- <τέγος>
- στέγη. δῶμα. ὑπερῷον
- <τεγοῦν>
- Λυδοὶ τὴν λῃστήν
- [<τέειν>
- σοί. Δωριεῖς]
- <τεήν>
- σήν
- <τεῆς>
- τῆς σῆς
- *<τεθαλυῖαν>
- θάλλουσαν, ἀκμάζουσαν
- <τεθαγμένοι>
- μεμεθυσμένοι
- <τέθαξαι>
- (με)μέθυσαι
- <τεθαῤῥήκαμεν>
- ἐθαῤῥήκαμεν
- [<τέθ[ε]ιγεν>
- ἥψατο
- <τεθελῶτα>
- θάλλοντα]
- <τεθηγμένον>
- ἠκονημένον
- [<τέθηδεν>
- ἐθαύμασεν. ἀνεφύη]
- <τεθήλαμεν>
- ἀνεφύημεν
- <τέθηλε>
- θάλλει, ἀνθεῖ
- <τεθηλότα>
- ὁμοίως
- <τέθηπεν>
- ἐξεπλάγη, πεφόβηται, ἐπτοήθη
- <τεθηπός>
- πεφοβημένον. σεσηρός
- <τεθήσεται>
- Ἡρακλέων. δανεισθήσεται
- <τεθήσατο>
- ἐθηλάσατο
- <τέθμια>
- νόμους
- <τέθμια>
- νόμιμα
- <τεθμός>
- νόμος
- [<τεθνία>
- γαστριμαργία πολλή]
- <τεθολωμένον>
- μεμυρισμένον
- <τεθολώς>
- ἀνάπλεως. Ἀμερίας
- <τεθο(ω)μένον>
- ὠξυμμένον. καὶ <ἐθόωσα> ὤξυνα
- <τεθράνευμαι>
- συγκέκλασμαι. ἀπὸ τῶν θράνων
- <τέθραπται>
- πέπηγεν
- *<τεθορεῖν>
- διαπηδῆσαι
- <τεθρᾶσθαι>
- ὠχεῦσθαι
- <τεθραυσμένος>
- πεπληγμένος
- [<τεθρηδών>
- πρωρεύς]
- <τεθριπποβάμονι στόλῳ>
- τῇ ὁρμῇ τοῦ ἅρματος
- <τέθριππον>
- τετράϊππον <ἅρμα>
- <τεθυλλιαμένον>
- τεταραγμένον, ἀπὸ τῆς θυέλλης
- <τεθυ(μ)μένον>
- τὸ κεκαυμένον ὑπὸ πυρός
- *<τεθυκώς>
- εὐχαριστήσας
- <τεθυωμένον>
- ἡγνισμένον. τεθυμιασμένον. εὐῶδες
- <τεθωγμένοι>
- τεθυμωμένοι
- <τέθωκται>
- τεθύμωται
- <τεθωγμένοι>
- μεμεθυσμένοι
- [<τειαλεσθήν>
- τὴν ἅμαξαν]
- <Τειγησός>
- ἀκρωτήριον Κύπρου
- <τεῖδε>
- ἐνθάδε
- <τεῖν>
- ζητεῖν. ἄλλοι δὲ σοί
- <τ[ε]ίνειν>
- ἀποδιδόναι
- <τεῖον>
- ποῖον. Κρῆτες
- <τείρεα>
- ἄστρα
- <τείρει>
- καταπονεῖ
- <τείρεο>
- κατεπονεῖτο
- <τείρεσθαι>
- καταπονεῖσθαι
- <τειρόμενον>
- καταπονούμενον. τιμωρούμενον
- <τείρων>
- λυπῶν. τιμωρῶν. καταπονῶν
- <τείχεα>
- τέκνα
- <τειχ[ε]ιόεσσαν>
- καλὰ τείχη ἔχουσαν
- <τειχεσβλῆτα>
- τείχη καταβαλών
- <τειχεσιπλῆτα>
- προσπελάζων τείχεσι
- <τειχίον>
- Ἀττικοὶ τὸν περίβολον τοῖς χωρίοις. ὁ δὲ Ὅμηρος <τεῖχος> μὲν τὸ τῆς πόλεως, <τειχίον> δὲ τὸ τῆς οἰκίας
- <τειχομαχεῖ>
- πολιορκεῖ
- <τεῖχος Ἄρειον>
- ἀντὶ τοῦ πόλιν Ἄρεως. δηλοῖ δὲ καὶ τὸ ἰσχυρόν, καὶ τὸ ἀσφαλές
- <Τειχοφύλαξ>
- ἥρως τις ἐν Μυρίνῃ
- <τέκεν>
- ἔτεκεν, ἐγέννησεν
- <τεκέεσσι>
- [τέκνοις ἰδίοις
- <τέκεσι]ν ἑοῖσι>
- τέκνοις ἰδίοις
- <τέκμαρ>
- πέρας, τέλος
- <τεκμαίρεο>
- σημείωσαι
- <τεκμαίρεσθαι>
- σκέπτεσθαι. φράζεσθαι
- <τεκμαίρομαι>
- ἀποτελέσω. σημειώσομαι
- <τεκμαίρεται>
- ἐπὶ τέλο[υ]ς ἄγει. στοχάζεται. περαίνει
- <τεκμήρατο>
- συνεπεράνατο
- <τεκμήριον>
- σημεῖον ἀληθές
- [<τεκμήρων>
- ἢ] τεκμηρίων. σημείων
- <τέκμωρ>
- τέλος φανερόν, μαρτύριον, σημεῖον. τὰ δὲ εἰς <ωρ> λήγοντα ὀνόματα οὐδέτερα· ἕλωρ, τέκμωρ, ὕδωρ
- <τεκνοῦσα>
- τέκνον ἔμβρυον ἔχουσα
- <τεκνώσει>
- εὔτεκνον ποιεῖ
- <τεκταινόμενος>
- κατασκευάζων
- <τεκτήνατο>
- κατεσκεύασεν, ἐμηχανήσατο
- <τεκτονουργός>
- ἀρχιτέκτων
- <τέκτων>
- πᾶς τεχνίτης. εἶδος φαλαγγ[ε]ίου
- <τέλα>
- σπεῦδε
- [<τέλαθι>
- ὑπόμεινον]
- <τελαμών>
- λῶρος, καὶ ὁ ἀναφορεὺς τοῦ ξίφους καὶ τῆς ἀσπίδος, ἢ δεσμός, ἢ φασκία
- <Τελαμῶνα ᾄδειν>
- ἀρχὴ σκολίου
- <Τελαμώνιοι κόνδυλοι>
- οἱ προσδεόμενοι τῶν τελαμώνων. ἢ μεγάλοι, χαλεποί
- <τελάσσαι>
- τολμῆσαι, τλῆναι
- <τέλγη>
- ὁ καλούμενος ῥῶπος. κακῶς· ἔστι γὰρ <γέλγη>
- <τελδαίνειν>
- κομιδῆς ἀξίου
- <τελέθει>
- γίνεται. ἔστι. τελεῖται
- <τελέθοιεν>
- ὑπάρχοιεν. θάλλοιεν
- <Τελεία>
- [καὶ τέλη. τὰ ἀναλώματα. καὶ τὰ συνέδρια τῶν ἐν ἀρχῇ. καὶ τὸ συντέμνειν. τάγμα. τάξις.] ἡ Ἥρα
- <τέλεια ἱερά>
- τὰ ἐνιαύσια. οἱ δὲ τὰ ἡμέρας δέκα ὑπερβεβηκότα
- <τέλειοι>
- οἱ γεγαμηκότες
- <Τέλειος>
- τελεσιουργός. ὁ Ζεύς, καὶ ὁλόκληρος
- <τέλειος ἡμέρα>
- ἡ ὑστάτη, καὶ τελοῦσα τὸν βίον
- <τελειότατον>
- ἐντελέστατον
- <τελειότατον πετεηνῶν>
- ἐπιτελεστικώτατον
- <τελείων>
- ἤτοι τὴν ἡλικίαν· ἢ ὁλοκλήρων, ἀσινῶν
- <τελενικίσαι>
- ἀντὶ τοῦ [μὴ] κενὸν ποιῆσαι
- *<τελειώσεις>
- ἁγιάσεις
- <τέλεον>
- τὸ τέλος, καὶ πέρας
- *<τελεστινόν>
- τὸ ξηρὸν σῦκον
- <τελεσιά(ς)>
- ἡ μετὰ ξίφους ὄρχησις, ἀπὸ τοῦ εὑρόντος Τελεσίου
- *<τελέσαι>
- δοῦναι
- <τελεσί[γ]ερον παιᾶνα>
- τὸν ἐπιτελεστικὸν τῶν τοῖς θεοῖς ἐπιτελου- μένων ἱερῶν
- [<τελέσιος ἡμέρα>
- ἡ ἐσχάτη]
- <τελεσιουργία>
- τὸ τέλειον πᾶν ἔργον
- <τελεσιουργεῖσθαι>
- τελειοῦσθαι ἐν ἔργῳ
- <τελεσιφάστας>
- τελεσιουργός
- <τελεσθία>
- θυσία τις ἐν Λίνδῳ
- <τελεσφορεῖ>
- εἰς τέλος ἄγει
- <τελεσφόρος>
- ὁ τελεσφορῶν καθ' ὥραν τοὺς καρπούς, ἢ ὁ τελείους αὐτοὺς φέρων
- <τελεσφόρος οἶκος>
- τοῦ γεγαμηκότος καὶ τεκνώσαντος
- <τελέσωμεν>
- πράξωμεν
- <τελεταί>
- ἑορταί. θυσίαι. μυστήρια
- <τελεύτατον>
- ἄκρον, ἔσχατον
- <τελευτῆσαι>
- τελέσαι
- <τελέω>
- δῶ, παράσχω
- <τεληέσσας ἑκατόμβας>
- τὰς ἐπιτελεστικὰς τῶν γινομένων εὐχῶν θυσίας, ἢ τῷ ἀριθμῷ πλήρεις
- <τέλθει>
- ἐν ᾠδῇ τέρπει
- <τέλθεια>
- ὀνείδη. καὶ πόλις. καὶ ἔθνη. τέλη. οὐσίαι
- <τέλθος>
- χρέος
- *<τελισκόμενος>
- πληρούμενος, τελειούμενος
- <τελλίην>
- ὁ δεῖνα. Ταραντῖνοι
- <τέλλεται>
- ἐπιτελεῖν φαίνεται. γίνεται. ἀνύεται
- <τελλίς>
- ὅλον. τάξις. μέρος
- *<τελμῖν ..>
- ὁ ἐκ τῶν τελμάτων πηλός
- <τέλλον>
- ἐποίουν. ἔμελλον
- <τέλμα>
- τόπος πηλώδης, ἔλαφος, πλέξ, ἰλύς
- <τελμῖνος>
- μολύσματος πηλώδους
- *<τέλματα>
- τὰ πηλώδη καὶ τελευταῖα τοῦ ὕδατος
- *<τελμάτων>
- πηλῶν
- <τελμίς>
- ἡ ἐν τοῖς τέλμασιν ὑφισταμένη ἰλύς καὶ πηλός
- <Τελμισεῖς>
- ἔθνος περὶ Λυκίαν
- <τέλος>
- τάγμα. πέρας. καὶ τὸ καταβαλλόμενον τοῖς τελώναις
- <τελοῦντα>
- τεταγμένον
- <τέλσας>
- στροφάς. τέλη, πέρα(τα)
- <τέλσον>
- πέρας. καὶ τὰ ὅμοια
- <Τελχῖνες>
- βάσκανοι, γόητες, φθονεροί. ἢ παρὰ τὴν τῆξιν, ἢ παρὰ τὸ θέλγειν
- <τελχιτένοντες>
- σκληροτραχηλοῦντες
- <τελῶμεν>
- ποιῶμεν
- [<τέλωρ>
- πελώριον. μακρόν, μέγα
- <τελώριος>
- μέγας. πελώριος
- <τέλβεσθαι>
- μεμψιμοιρεῖν. ἐπικαλεῖν
- <τέλβει>
- ῥήγνυται. ὀδυνᾶται. σχίζει. ἢ πείθει]
- <τεμένη>
- ναοί. ἄλση. ἢ τὰ ἀφωρισμένα κατὰ τιμὴν χωρία
- <τέμενος>
- πᾶς ὁ μεμερισμένος τόπος τινὶ εἰς τιμήν, ἢ ἱερόν καὶ βω- μός, ἢ ἀπονεμηθὲν θεῷ ἢ βασιλεῖ
- <τεμενωρόν>
- τεμένους φύλακα
- <τέμμαι>
- τ[ε]ίνει
- <τέμματα>
- στεφανώματα
- <τέμνηξ>
- πόῤῥω
- <τέμμειν>
- πείθειν. τιμᾶν. [τείθεσθαι]. ἡγεῖσθαι
- <τέμνοντα>
- ἀμέλγοντα
- <τέμπη>
- τὰ σύνδε(ν)δρα χωρία. τινὲς δὲ τὰ στενὰ τῶν ὀρῶν
- <τέμπλα>
- τέμπλῳ ἐπίσημα
- <τεμποῦροι>
- ἀρχὴ ἐπιμελουμένη τῆς τῶν γυναικῶν εὐκοσμίας
- <τενάγη>
- κάθυδροι τόποι. ἢ ποτάμ(ι)ος πηλός
- <τεναγώδεσι>
- τόποι(ς), ἔνθα ὀλίγον ὕδωρ
- *<Τέναγος>
- νῆσος Τροίας
- [<τέναι>
- ζῶναι]
- *<τένεα>
- κόρυζα
- <τέναρος>
- κακοῦργος. συκοφάντης
- <τένδει>
- ἐσθίει, ἢ λιχνεύει. <Τένθαι> γὰρ οἱ λίχνοι
- <Τενέδιον βέλος>
- ἀντὶ τοῦ Τενέδ(ι)ος πέλεκυς, παροιμία δέ ἐστιν ἐπὶ τῶν ἀποτόμως τι πραττόντων "<ἔτι ἄρα τὸ πρᾶγμα Τενε- δίῳ πελέκει συνέκοψαν>"
- <Τενέδιος ξυνήγορος>
- ὁ ἀπότομος καὶ σκληρός
- <Τένεδος>
- πόλις Τρωϊκή, ἢ νῆσος
- <τενεκοῦντι>
- ἐνοικοῦντι. Αἰολεῖς
- <τένθαι>
- λωποδύται. μοιχοί
- <τενθρηδών>
- ζῶον τῶν ἐντόμων καὶ κεντροφόρων παραπλήσιον σφηκί. ἔνιοι ἀγρίαν μέλισσαν
- <τενθρήνιον>
- κηρίον
- <τενθρηνιῶδες>
- πολύ[καὶ]κενον (ὡς) κηρίον καὶ ἀραιόν
- <τενθίνοι>
- λίθοι πλατεῖς
- [<τενίαι>
- ζῶναι. στέφανοι. ἢ δεσμοί, διαδήματα]
- <τέννει>
- στένει. βρύχεται
- <τέννος>
- στέφανος ἐλάϊνος, ἐρίῳ πεπλεγμένος
- <τένοντες>
- τὰ διατεταμένα νεῦρα, ἀπὸ κεφαλῆς ἕως τῶν ποδῶν. καὶ ἡ συνάφεια τῶν νευριῶν
- <τενο(ν)τώσεις>
- νωτοκοπ(ής)εις. ἀποκτενεῖς
- <τένων>
- τὸ ἐν τῷ τραχήλῳ νεῦρον
- <τέο>
- τίνος τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων
- *<τεοῖο>
- σοῦ
- *<τεόν>
- σόν
- *<τεοί>
- σοί
- <τέορ>
- σοῦ. Κρῆτες
- *<τεὸς φθόγγος>
- ἡ σὴ φωνή
- *<τεούς>
- σούς
- <τεπτά>
- ἑπτά
- <τέρα>
- τέρεα. σημεῖα
- <τεράεσσι>
- σημείοις
- <τερᾴζει>
- τερατεύει
- <τέραμνοι>
- στέγανοι. σκιαί. σκηνώματα
- <τέραμνος>
- κυψέλη
- <τερασκόποι>
- ὀνειροκρίται
- <τεράστ[ε]ια>
- θαύματα, σημεῖα
- <τεράστ[ε]ιοι θεοί>
- ἐπὶ σημείων τεταγμένοι
- <τερατεύεται>
- δολιεύεται
- <τερατευόμενον>
- δολιευόμενον, ψευδόμενον. ἢ σημεῖον ποιῶν
- *<τερατεῖαι>
- ψευδολογίαι
- *<τερετίσματα [ἢ τερετίματα]>
- ᾠδαὶ ἀπατηλαί, ἠχητικαί. ἢ μω- ρολογίαι ἠχημέναι
- <τερατοσκόπος>
- μάντις, σημειωτικός
- <τερατουργεῖ>
- παράδοξα ποιεῖ, ἢ τέρατα ἐργάζεται
- <τέρειν>
- ἁπαλόν
- <τέρεμνα>
- οἰκήματα
- [<τέρεμνος>
- ἰσχυρός. ἢ <στέρεμνος>]
- <τέρενα χρόα>
- ἁπαλὸν χρῶτα
- <τέρενα>
- ἁπαλά, τρυφερά
- <τέρετρα>
- τρύπανα
- <τέρεσσεν>
- ἔτρωσεν. ἐτόρνωσε
- <τερετίζοντα>
- λαλοῦντα. ἐκ μεταφορᾶς τῆς χελιδόνος
- <τερετίσματα>
- ᾠδαὶ ἀπατηλαί. τὰ τῆς κιθάρας κρούματα. καὶ τὰ τῶν τεττίγων ᾄσματα
- <τερηδών>
- σκώληξ οἰκῶν ἐν ξύλῳ
- <τέρθεται>
- ξηραίνεται. καίεται
- <τερθρεία>
- λογομαχία. ἀπάτη. φλυαρία. φληναφία
- <τερθρεύειν>
- τηρεῖν. σκοπεῖν. λιπαρεῖν
- <τερθρεύμασι>
- φλυαρίαις
- <τερθρεύονται>
- ἀπατῶνται
- <τέρθρ(ι)οι>, οἱ εἰς τὸ κέρας τοῦ ἱστίου ἑκατέρωθεν δεδεμένοι, ἐν οἷς τὸ ἅρμενον ἕλκουσι
- <τέρθρον>
- ὁ λεγόμενος ἀρτέμων. ἔνιοι δὲ τὸ ἄκρον τοῦ κέρως. καὶ στέγη οἰκίας. τινὲς δὲ τὸ ἔσχατον καὶ ὑψηλόν
- <τερθρωτήρ>
- ὅπου ὁ πρωρεὺς προορᾷ τὰ ἐν τῇ θαλάσσῃ
- <τερίκαρπον>
- μεγαλόκαρπον
- <τερίμη>
- τάφρος
- <τερίνη>
- τετριμμένη. οἱ δὲ τερπωλή
- <τερῖνος>
- τηρῶν διάνοιαν, λυπῶν
- <τέρμα>
- σημεῖον. τέλος ζωῆς. καμπτήρ. ἔσχατον
- <τερματίζει>
- τελειοῖ, ὁρίζει
- <τερμάτων>
- τελευταίων
- <Τερμέρ(ε)ια κακά>
- τὰ μεγάλα
- <τέρμιοι>
- ὕστατοι
- <τέρμινθος>
- φυτὸν ἐμφερὲς τῷ λίνῳ, ἐξ οὗ πλέκουσιν (παρ') Ἀθη- ναίοι(ς) [παρ]ὁρμιάς
- (*)<τερμιόεντα>
- ποδήρη, καὶ εὔμετρον, τὸν μέχρι τῶν ποδῶν τερμα- τιζόμενον
- *<τερμιόεσσα>
- ἐς πόδας ἀποτερματιζομένη
- <τερμιόεν>
- ἁρμοστόν. τέλειον
- <τέρμιον>
- ἔσχατον. ἁρμόζον, πρέπον
- <τέρμις>
- πούς
- <τέρμονα>
- φραγμόν. τέλος
- <τέρμονες>
- τέλη. φραγμοί, ὅρια, τέρματα
- <τέρνακα>
- τῆς κάκτου τοῦ φυτοῦ καυλός
- <Τερπιάδης>
- Τερπίου υἱός, ὁ Φήμιος. πατρωνυμικῶς
- <τέρπεται>
- ἥδεται
- <τερπικέραυνος>
- ὁ τερπόμενος, ἢ τρέπων πάλιν κεραυνοῖς
- <τερπνά>
- ἡδέα
- <τερπωλή>
- τέρψις
- <τερπωλῆς>
- τέρψεως
- <τερπώμεθα>
- τρεπώμεθα
- <τεῤῥατόν>
- ἔσχατον. ἡδύ, τερπνόν
- <τεῤῥητόν>
- τριήρης
- *<τέρσεται>
- ξηραίνεται ὑπὸ ἡλίου
- <τερσαίνειν>
- ξηραίνειν
- <τέρσει>
- [τέργει]. ξηραίνει, [καίεται. οἱ δὲ πήγνυται
- <τέρτα>
- ἡ τρίτη
- <τέρυ>
- ἀσθενές, λεπτόν
- <τέρυας ἵππους>
- οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδδηφάγοι εἰσί. ἔνιοι τοὺς ἀσθε- νεῖς
- <τερύνης>
- τετριμμένος ὄνος. καὶ γέρων, ἢ δυσανάληπτος γέρων
- <τερύσκεται>
- νοσεῖ. φθίνει
- <τερύσκετο>
- ἐτείρετο
- <τέρφη>
- λέπυρα
- <τέρχνεα>
- φυτὰ νέα. ἢ ἐντάφια
- <τερψιμβρότου>
- τοῦ τοὺς βροτοὺς ἤγουν τοὺς ἀνθρώπους, τέρποντος
- <τέρψις>
- τερπνότης
- <τέρψομαι>
- τερφθῶ
- <τεσσίχον>
- τὸ μικρόν
- <τε στήλῃ τε τύμβῳ>
- στήλῃ ἐν τῷ τάφῳ
- <τέτα>
- λίαν, κάρτα
- <τεταγών>
- διατείνας. τινάξας
- [<τετακώς>
- τετολμηκώς]
- <τεταμένον>
- ἡπλωμένον
- <τέτανος>
- κονία. χρίσμα. ἄσβεστος
- <τετάνυ(ς)το>
- ἐκτέτατο. ἐπέκειτο
- <τεταργανωμέναι>
- ἐμπεπλεγμέναι
- [<τετάργιστο>
- ἐκορέσθη, ἐπλήσθη]
- <τετάργη>
- φασγάνων εἴδη
- <τεταρπέσθαι>
- ἐμπλησθῆναι. τερφθῆναι
- <τετάρπετο>
- ἐτρέπετο
- <τε(τα)ρπώμεθα>
- ἐμπλησθῶμεν
- <τεταρτημόριον>
- οἱ δύο χαλκοῖ
- <τετάρτῳ>
- μέτρῳ τῶν ὑγρῶν
- <τέταρτον ἥμισυ>
- τὸ τέταρτον ἡμιστάτηρον
- <τέταται>
- τείνει
- <τέταχας>
- ἐτύπωσας. ἔταξας. [ἐτύπασας]
- <(τε)τεὴν κεφαλήν>
- τὴν σήν
- <τετέλεσται>
- γεγένηται. οἱ δὲ γεγάμηκεν
- *<Τερέβινθος>
- πόλις Ἰακώβ
- <τετελεσμένον>
- τὸ οἷόν (τε) πρᾶγμα τελεσθῆναι, ἤγουν πληρωθῆναι. [ἢ καὶ μεμιασμένον]
- <τετελεσμένος>
- τελισκόμενος. ἀνδρόγυνος
- <τέτευ[γ]κται>
- κατεσκεύασται
- <τετεύξεται>
- κατασκευασθήσεται. γενήσεται
- <τετευχῆσθαι>
- καθωπλίσθαι
- [<τετηότι>
- λυπουμένῳ. ὀργιζομένῳ]
- <τέτηφεν>
- ἐκπέπληκται, ἐκπλήττεται
- *<τετιημέναι>
- τετιμωρημέναι
- <τετιη[κ]ότες>
- ὁμοίως λελυπημένοι
- <τετιηότι>
- λυπουμένῳ, τιμωρουμένῳ
- <τετιημένος>
- τὴν ψυχὴν τετιμωρημένος, ἐκπεπληγμένος, ἢ συγκεχυμένος
- <τέτλα>
- ὑπόμεινον, ἀνέχου
- <τέτλαθι>
- ὑπόμεινον
- <τετληότι>
- ὑπομεμενηκότι
- <τέτμῃς>
- εὕρῃς, καταλάβῃς
- <τέτορεν>
- ἔτρωσεν
- <τετόρῃ>
- τρώσῃ
- <τετραβάμονος>
- τετράποδος
- <τετραβαρήων πλίνθων καὶ τάγματα>
- Ἀλκαῖος
- <τετράγκων>
- ὄργανον πολεμικόν
- <τετράγυον>
- τεσσάρων [ὀρ]γυῶν. <Γύης> δὲ μέτρον ἕκτον σταδίου. καὶ ἐν τῷ ἀρότρῳ τὸ κύρτωμα τοῦ ἱστοβοέως γύης. ἔνιοι γύην τὸ ὀργυιαῖον μέτρον
- [<τετραδάμονος>
- τετράποδος]
- <τετράδι μέν τ' οἴχου>
- τετράδι μέν φασι γενέσθαι (Ἡρακλέα), καὶ πρῶτον ἔνδοξον ὄντα, ἄλλῳ ταλαιπωρεῖν. ἔστιν οὖν ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἄλλοις πονούντων
- <τετραδισταί>
- σύνοδος νέων συνήθων κατὰ τετράδα γινομένη
- <τετράδων>
- ὄρνεόν τι. Ἀλκαῖος
- <τετράδυσιν>
- ἀηδόνας
- <τετραέλικτον ἅλμαν>
- ἤγουν τρικυμίαν
- <τετραελίκωπες>
- τέσσαρας ὀφθαλμοὺς ἔχους(α)ι ναῦς
- <τετραέλιξ>
- τετράκις περιειλημμένος, ἢ πολυέλιξ. ἢ φυτόν τι
- <τετραέτηρον, τετραετῆ καὶ τετράενον>
- <τετραθέλυμνον>
- τετράπτυχον, ἐκ τεσσάρων πτυχῶν [ὅ ἐστι] τεθει- μένον, ὅ ἐστιν ἐπιθήματα ἔχον τέσσαρα ἐπάλληλα, ἐκ τεσσάρων δερ- μάτων συνεστός
- <τετραῖον>
- ὀρνιθάριόν τι. Λάκωνες
- <τετρακίνη>
- ἡ ἀγρία θρίδαξ
- *<τετράκωλος>
- τετράπους
- <τετρακτύς>
- Πυθαγορικὸς ὅρκος, ἤγουν τῶν τεσσάρων στοιχείων σημαίνων
- <τετράκωμος>
- μέλος τι σὺν ὀρχήσει πεποιημένον εἰς Ἡρακλέα ἐπινί- κιον. ἐκαλεῖτο δὲ <τέσσαρες κῶμοι>
- <τετραμαίνει>
- τρέμει, φοβεῖται
- <τετραμ(μ)έναι>
- ἀπεστραμ(μ)έναι, πρὸς αὐτοὺς τὰς ὄψεις ἔχουσαι
- <τετραντίας>
- τετράγωνος. καὶ ἰσχυρός
- <τετρᾶντα>
- τετράγωνόν τι σχῆμα. δηλοῖ δὲ καὶ τοὺς τέσσαρας χαλκοῦς
- <τετράξων>
- εἶδος χαλινοῦ
- <τετράοροι>
- τέσσαρες ἐπὶ τοῦ τεθρίππου ὑπεζευγμένοι
- <τετρά[ο]ρχαι>
- οἱ βασιλεῖς
- <τέτραπται>
- ἔστραπται
- <τετραστάτηρον>
- τὴν τετράμνουν
- <τετραφάληρον>
- τέσσαρας φάλους ἔχουσαν, καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἧλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι
- <τετράφυον>
- τετραπάλαιστον
- *<τετράφθω>
- ἀναχωρείτω
- <τετραχίζειν>
- τὸ ἐπὶ τετάρτῳ μέρει ποιεῖν τι
- *<τέτραχηλισμένα>
- πεφανερωμένα
- <τετρᾶχμα>
- τετράδραχμα
- <τετράψομαι>
- εἰς ἐκεῖνο τραπήσομαι
- <τετράων>
- ὄρνις ποιός
- <τέτρηνεν>
- ἐτρύπησεν
- <τετρῆναι>
- τρῆσαι
- <τετρήχει>
- τετράχυντο. πεπύκνωτο. τετάρακτο. ἢ θορύβου πλήρης ἦν
- *<τεῦ>
- τίνος
- <τετρίγει>
- ἔτριζεν
- <τέτριγε>
- τρίζει. [τέτριγεν]
- <τετριγῶτας>
- τρίζοντας
- <τετριγυῖα>
- [τετρωμένη.] τρίζουσα
- <τετριμμένη>
- πεπατημένη ὁδός
- <τέτρομος>
- τρόμος
- <τετροπωμένους>
- νενικημένους
- <τετρόφασιν>
- ἀπενηνόχασι
- <τέτροφε>
- πέπηγε. πέφυκε. [ἐ]μετεώρισται
- <τετρυκότεσσι>
- κεκυπρωκόσι
- <τετρυμένον>
- λεπτόν. καταπεπονημένον. διεφθαρμένον
- <τετρυ[ο]μένος>
- τετρυχωμένος. δεδαπανημένος ἐν κακοῖς
- <τετρῦσθαι>
- καταδεδαπανῆσθαι. καταπεπονῆσθαι
- <τετρυφάλεια>
- περικεφαλαία
- <τετρυχωμένος>
- καταπεπονημένος
- *<τέτραλον>
- τετράϊππον
- <τετρωμένη>
- πληγεῖσα
- <τετρωμένος>
- πεπληγμένος
- <τέτρωρον>
- τετράϊππον <ἅρμα>
- <τέττα>
- νεωτέρου πρὸς πρεσβύτερον τιμητικὴ προσφώνησις
- <τέτταρα ξύλα>
- ἐπὶ τῆς θύρας οὕτω λέγουσιν Ἀττικοί
- <Τέττιγος ἕδρανον>
- ἡ Ταίναρος. Τέττιξ γὰρ ὁ Κρὴς Ταίναρον ἔκτισεν
- <τεττιγοφόρας>
- Ἀττικοὶ ἐπὶ τῶν τῆς κεφαλῆς τριχῶν εἶρον χρυσοῦς τέτ(τιγ)ας
- <τέττιξ>
- ἔξω τοῦ συνήθους ζώου παρὰ Ἀττικοῖς οἱ τῶν μαγείρων ὑπη- ρέται ξένοι, οἱ δὲ ἐντόπιοι <μαίσωνες>
- <τετυγμένα>
- σύνθετα, πεποιημένα. πεφροντισμένα
- <τετύκοντο>
- ἡτοιμάζοντο
- <τέτυκται>
- κατεσκεύασται
- <τετύλωται>
- ἐμπέφρακται
- <τετυρευμένον>
- συγκείμενον. ἀπὸ τοῦ πηγνυμένου γάλακτος
- <τετύσκετο>
- κατεσκευάζετο
- <τετύσκων>
- ἐμφανίζων
- <τετύφωται>
- ἀπόλωλεν. ἐμπέπρησται. ἐμβεβρόντηται. ἐπῄρθη
- <τετυφῶσθαι>
- μεμηνέναι
- <τετύχῃσι>
- τύχῃ. παρατύχῃ
- [<τετώμενοι>
- ὑστερούμενοι. ἐνδεῶς ἔχοντες
- <τευάζοντες>
- πλανώμενοι]
- <τευθίδες>
- σηπίαι. θρίς(ς)αι
- <τευθίς>
- πέμμα πλακουντῶδες. καὶ εἶδος ἰχθύος θαλαττίου
- <Τεῦκροι>
- οἱ Τρῶες. καὶ οἱ ποιηταί
- <τεῦκρον>
- ποιητήν
- <τευκτῆρος>
- ποιητοῦ
- <τευκτοῖς>
- κατασκευασθεῖσιν
- <τευκτόν>
- χειροποιητόν, κατασκευαστόν
- <τευμᾶται>
- τεχνάζει. τιμᾶται
- <Τεύμης>
- ποταμὸς Θηβῶν
- <Τευμησία>
- περὶ τῆς <Τευμησίας ἀλώπεκος> οἱ τὰ Θηβαϊκὰ γεγρα- φότες ἱκανὰ εἰρήκασιν
- <Τευμησσός>
- ὄρος Βοιωτίας
- <τεῦξαι>
- ποιῆσαι, κατασκευάσαι
- <τεῦξαν>
- κατεσκεύασαν
- <τεῦξε>
- κατεσκεύασε
- <τεῦξις>
- κατασκευή, ποίησις
- <τευξομένη>
- ποιήσουσα
- <τευξόμεθα>
- τύχωμεν
- <τευτάζει>
- σκευωρεῖ. ἡσυχάζει. διατρίβει. οἱ δὲ φροντίζει
- [<τευτέξεται>
- τε[υ]χνάζει. τέμνεται]
- <τευτάζοντες>
- πλανώμενοι
- <τευτασμός>
- στραγγεία
- <τευτᾶτ(αι)>
- τεχνᾶται
- <τεύχεα>
- ὅπλα, οὐ μόνον τὰ πολεμικά, ἀλλὰ (καὶ) τῆς νεώς, καὶ τὰ σκεύη, καὶ τὰ χαλκευτικὰ ἐργαλεῖα· ἦλθε δὲ χαλκεὺς ὅπλ' ἐν χερσὶν ἔχων χαλκήϊα, πείρατα τέχνης
- <τεῦχε>
- κατεσκεύασε
- <τεύχει>
- ποιεῖ
- <τεύχη>
- ὅπλα
- <τευχησταί>
- ὁπλῖται
- <τεῦχος>
- βιβλίον. ὅπλον. ἄγγος, σκεῦος
- <τεύχοντες>
- κατασκευάζοντες
- <τεῦχρος>
- ἀδελφὸς νόθος
- <τεύχω>
- κατασκευάζω
- <τεύχωνται>
- σάττωνται. ὁπλίζωνται
- <τέφρα>
- σποδός
- <τεφρόν>
- σποδόν, φαιόν, πολιόν
- *<τέφρα>
- σποδός, κόνις
- *<τέφρη> καὶ <τεφρόν>
- ὁμοίως
- <τεφρώσας>
- σποδώσας
- <τεχνάζω>
- τεχνάζομαι
- <τέχνη>
- ἐπιστήμη. ἢ δόλος. καὶ <ἀτέχνως>· ἀδόλως
- <τεχνήματα>
- κατασκευάσματα
- *<τεχνήσομαι>
- ἐπινοήσω. τεχνάσομαι
- <τέχνης γὰρ οὐχ ἥμαρτες>
- ........
- <τέῳ>
- τινί. ἢ τοὺς σούς, δυϊκῶς
- <τέων δέ>
- ποίων δέ. ἢ τῶν σῶν δέ
- <τεωρεῖς>
- δραπέται. κακοῦργοι, λῃσταί
- <τέωρος>
- συκοφάντης. καὶ τὰ ὅμοια
- <τέως>
- ἕως, μέχρι. ἢ πρὸς τὸ παρόν. ἢ ὅμως. ἢ τότε. ἢ ἐν τοιούτῳ. τηνικαῦτα. ἢ ἀντὶ τοῦ πρότερον
- <τῇ>
- ἄρθρον προτακτικὸν θηλυκόν. καὶ ἀντὶ ὑποτακτικοῦ. [ἢ λάβε.] ἢ σέ. ἢ ταύτῃ. ἢ σή. χωρὶς τοῦ <ι> προστακτικὸν ἀνάλογον τῷ λάβε· Κύκλωψ, τῆ, πίε οἶνον
- *<τῆ>
- λάβε, δέξαι
- *<τῇ ἁδρότητι>
- τῇ ὑψηλότητι
- [<τῇ ἀλέσθῃ>
- τῇ ἁμάξῃ]
- <τῇ ἄλλως>
- τῇ ματαίως
- <τήβεννος>
- εἶδος περιβολαίου παρὰ Ῥωμαίοις
- <τήβηθ>
- περίτιος μήν
- <τηγανίτης>
- ἄρτος ἐπὶ τηγάνου γεγονώς, καὶ μετὰ τυροῦ ὀπτώμενος
- <τῇδε>
- ὧδε, ἐνταῦθα
- <τηθαλλαδοῦς ἢ τηθαμμωδοῦς> [η]
- ὁ γυναικοτραφής. ἄλλοι τὴν ὑπὸ τήθῃ γενόμενον καὶ τεθραμμένον. ἄλλοι τὴν μαμμόθρεπτον καὶ σπάταλον
- <τήθεα>
- ὄστρεα
- <τήθεα (διφῶν)>
- τὰ ἄῤῥυγα, ἢ ὄστρεα ζητῶν
- <τήθη>
- ἡ τῆς μητρὸς καὶ πατρὸς (μήτηρ), ἡ καὶ μάμμη, καὶ <τηθίς>· ἡ τῶν γονέων ἀδελφή
- [<τηθηνόν>
- ἐράσμιον]
- <τηθύα>
- τενάγη, ἃ προχέουσιν οἱ ποταμοί. καὶ εἶδος ὀστρέων
- <Τηθύς>
- ἡ γῆ
- <...τηι ῥινῶι σχέτο>
- ἐν τῇ βύρσῃ ἐπεσχέθη, ὅ ἐστιν ἐν τῷ ὅπλῳ, ἢ ἐν τῇ βελέῃ
- <τηκεδανοῖο>
- τηκομένου, τήκοντος
- *<τήκει>
- φθείρει. δαπανᾷ. λεπτύνει
- <τηκεδών>
- φθίσις, τῆξις
- <τηκόμενος>
- φθειρόμενος. λεπτυνόμενος. δαπανώμενος
- <τηλαυγές>
- τηλέσκοπον. καθαρόν
- *<τῆλε>
- μακράν. πόῤῥω
- *<τηλαύγημα>
- ἀρχὴ λέπρας
- *<τηλαυγήσεως>
- λαμπρότητος
- *<τηλαυγῶς>
- λαμπρῶς
- (*)<τηλεδαποί>
- οἱ πόῤῥωθεν καὶ ἀπὸ τοῦ ἄλλου δαπέδου. ξένος ἀλ- λοδαπής. καὶ <τηλεδαπός> ὅμοιον
- *<τῆλε δέ>
- μακρὰν δέ
- <Τηλεβόαι>
- οἱ Τάφιοι
- *<τηλεθάον>
- θάλλον, ἀκμάζον, εὐανθές
- *<τηλεθόωσαν>
- θάλλουσαν, θάλπουσαν
- <τηλέθροον>
- ὀξύφωνον, μεγαλόφωνον
- *<τηλεκλειτοί>
- πόῤῥω ἔνδοξοι
- *<τηλεκλυτά>
- ἔνδοξα, καὶ μέχρι πολλοῦ ἀκουόμενα
- *<Τηλεμάχῳ καὶ ἐμοὶ διαειπέμεν>
- πρός με καὶ Τηλεμάχῳ ἔσται ὁ λόγος
- *<τηλέπυλον>
- μακρὰν ἀπ' ἀλλήλων ἔχουσαν διεστώσας τὰς πύλας. ἐξ οὗ τὴν μεγάλην δηλοῖ, [ἢ στύλου πύλαι]
- <τηλεσκόπος>
- πόῤῥω ὁρῶν
- <τηλεφανής>
- μακρόθεν φαινομένη
- <τηλεφανές>
- φαινόμενον μακρόθεν
- <Τηλεφίδην>
- Τηλέφου υἱόν
- <τηλέφιλον>
- φυτόν τι. τινὲς δὲ ἀείζωον ἄγριον
- <τηλία>
- σηλία, ἐν ᾗ διαμάττεται τὰ ἄλευρα. ἢ περιφέρεια κοσκίνου
- <τήλιδα>
- οὕτως ἐκάλουν τὴν συνηρμο(ς)μένην
- <τηλικαῦτα>
- τοιαῦτα
- <τηλίκος>
- τηλικοῦτος. ἢ νήπιος
- <τηλικώτατον>
- πρεσβύτατον. ποῤῥώτατον
- <τηλόθεν>
- πόῤῥωθεν
- <τηλόθι>
- ὁμοίως
- <τηλουρόν>
- πόῤῥω ἀφωρισμένην. τινὲς μὲν ὡς πανοῦργον, τινὲς δὲ ὡς κηπουρὸν τῷ τόνῳ
- <τηλοῦρος>
- μακρόθεν ἀποθείς
- <τηλυγέτην>
- μονογενῆ
- <τηλύγετος>
- ὁ τηλοῦ τῆς ἡλικίας τοῖς γονεῦσι γεγονώς, ἐπὶ γήρᾳ παῖς μονογενής
- <τηλυγέτων ἀποικιῶν>
- τῶν μακρὰν ἀπεχουσῶν
- <τηλωπόν>
- μακρόθεν φαινόμενον
- <τημελεία>
- θεραπεία. ἐπιμέλεια
- <τημελές>
- ἐπιμελές, σπουδαῖον
- <τημελητής>
- ἐπιμελητής
- <τημελῆσαι>
- θλῖψαι. φιλοκαλῆσαι. σπουδάσαι. καὶ <τημελήσαντες> καὶ <τημελούμενοι> ὁμοίως
- <τήμερον>
- Ἀττικοὶ [<τήμερος>] καὶ <τήμερα> λέγουσιν
- <τῇ 'μῇ>
- τῇ ἐμῇ <ἕπεσθαι>
- <τῆμος>
- τηνικαῦτα, τότε
- <τήν>
- ὁτὲ μὲν ἄρθρον προτακτικὸν θηλυκόν. καὶ ἀντὶ τοῦ ταύτην· τήν ποτε Φοίνικες
- <τηνάλλως>
- τὴν μάτην
- <τήνδε>
- ταύτην
- <τήνεβλος>
- ἐφύμνιον, ἀφ' οὗ ὁ νικῶν τήνεβλος
- <τήνεβλα>
- τὰ ἐφύμνια ᾀδόμενα τοῖς νικῶσι
- <τὴν ἐπιδεξιάν>
- περιέφερον ἐν τοῖς συμποσίοις ἐπὶ δεξιὰ τὸ πάλαι κιθάραν, εἶτα μυῤῥίνην, πρὸς ἣν ᾖδον
- <τηνεσμός>
- νόσημα περὶ τὰ ἔντερα
- *<τὴν εὐπερίστατον>
- τὴν εὔκολον
- <τηνήδε>, ἐποίησε δέ σοι
- <τὴν ἠϊόνα>
- τὴν αἰγιαλόν
- <τήνης>
- ἕως. Ταραντῖνοι
- <Τηνία>
- ἔχιδνα. ἄλλοι δὲ τὴν στηθοδέσμην
- <τηνικάδε>
- τότε δέ
- <τηνικαῦτα>
- [πότε. ἢ] τότε
- <τὴν κύλικα>
- τὴν φιάλην, τὸ ποτήριον
- <τὴν παῖδα>
- τὴν παρθένον
- <τὴν προσήκουσαν>
- τὴν ὀφειλομένην
- <τὴν φειδώ>
- τὸ φείδεσθαι
- <τῆξις>
- φθίσις, νόσος. παρὰ τὸ <τήκεσθαι>
- <τῇ ὀρέξει>
- τῇ ἐπιθυμίᾳ
- [<τήποδα>
- λέβητα. τρισκελῆ, χαλκίον]
- <τῇ πρὸς ἀκτῖνα>
- τῇ ἀνατολῇ
- [<τήπτε δέ σε χρεώ>
- τίς δέ σε χρεία κατέλαβεν;]
- <τηρεῖ>
- φυλάσσει, φρουρεῖ
- <Τήρ(ε)ια>
- ὄρος Τρωάδος
- <Τηρίας>
- ποταμὸς Σικελίας
- <τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλε>
- ταῖς ἐν θαλάσσῃ κορώναις. προσημαίνουσι δὲ αὗται τοὺς χειμῶνας
- <τῆς ἄλης>
- τῆς πλάνης
- <τῆς δεῦρο>
- τοῦ παρόντος
- <τῆσδε φύσεως>
- ταύτης τῆς φύσεως
- <τῆς κουστωδίας>
- τοῦ συστήματος
- <τῆς ὑπερῴας>
- τοῦ οὐρανίσκου
- <τήτει>
- σπάνει
- <τῆτες>
- ἐν τῷδε τῷ ἔτει. οἱ δὲ Δωριεῖς <σᾶτές> φασιν· ὅθεν <σατα- νίους πυροὺς> [καὶ] μὴ τελεσφοροῦντας, ἀλλὰ πρὸ ὥρας θεριζομέ- νους
- <τήτη>
- ἀπορία, ἔνδεια, στέρησις
- <τητωμένη>
- στερ[ρ]ομένη
- [<τητθή>
- μάμμη. θεία]
- [<τητύμα>
- ἀληθῆ]
- <τητωμένου>
- στερ[ρ]ομένου
- <τητώμενον>
- στερισκόμενον
- <Τηΰγετον>
- ὄρος
- <τηϋσίην>
- ματαίαν· σὺ δὲ (τη)υσίην ὁδὸν ἔλθῃς τινὲς ἀρχ(α)ίαν· ἄλλοι βλαβεράν, ἢ περιβόητον
- <τηΰσιον>
- μάταιον
- <τιάλλακτον>
- Σέλευκος παρὰ Ἐπαινέτῳ ἔμβαμμά τι
- [<τιαλέσθην>
- τὴν ἅμαξαν]
- <τιάρα>
- ἡ λεγομένη κυρβασία. ταύτῃ δὲ οἱ Πέρσαι βασιλεῖς μόνοι ἐχρῶντο ὀρθῇ· οἱ δὲ στρατηγοὶ ὑποκεκλιμένῃ. Ἡρόδοτος δὲ ἐν α# ἀῤῥε- νικῶς
- <τιάρις>
- λόφος τῆς περικεφαλαίας, περίθεμ[εν]α κεφαλῆς, καμελαύκιον
- *<τιβάθων>
- τιμώμενος
- <Τιάσσα>
- κρήνη ἐν Λακεδαιμονίᾳ. τινὲς δὲ ποταμόν
- <τίβδαινον>
- φίλον
- <τιβδεῖ>
- φοβεῖται
- <τιβήν[ος]>
- λέβης, τρίπους
- <τιγάς>
- εἶδος ἀμπέλου
- <τίγγα>
- Διοκλῆς ἐν Μελίτταις. Ἡρακλέων δὲ οὐ διελὼν τιγγάβαρυ τὸ κιννάβαρι[ν] λέγει
- <τιγόνιον>
- εἶδός τι Ἀριστοτέλει
- <Τίγρης>
- ποταμὸς Περσῶν. καὶ ὁ τοῦ ποταμοῦ ῥοῖζος. καὶ ζῶον [παρὰ μὲν Ἰουδαίοις Φορά<δ>, παρὰ δὲ Ἕλλησι] <τίγρις>
- <τί δαί>
- τί γὰρ ἄλλο, ἢ τί γὰρ; Κρῆτες. Βοιωτοὶ δὲ ἐνθάδε. Ἀττικοὶ διὰ τί δή
- <τί δή ποτε>
- διὰ τί
- <τί δῆτά σοι>
- διὰ τί σοι
- <τί δόστορε>
- τί ποιεῖτε; Ταραντῖνοι
- <τίει>
- τιμᾷ, σέβεται, αἰδεῖται
- <τίεσκε μύθους>
- ἐτίμα λόγους
- <τιέσκετο>
- ἐτιμᾶτο
- <τίεσκον>
- ἐτίμων
- <τίετο>
- ἐτιμᾶτο
- <τίη>
- διὰ τί, ἱνατί
- [<τιήνη>
- ἡ βασίλισσα]
- <τιήρη(ς)>
- τὸ ὀξύ ...... Πέρσαι
- <τιητιβεῖν>
- τιμωρεῖσθαι
- <τιθαί>
- τιθασσαί. τέλειαι. ἐργάτιδες. πραεῖαι
- <τιθαιβώσσειν>
- βόσκειν. ἐργάζεσθαι. τρέφειν, ἐθήβειν. θησαυρίζειν. ἀγαπᾶν. θορυβεῖν. τιθέναι τὴν βόσιν, τουτέστι τὴν τροφήν
- <τιθαιβώσσουσιν>
- ἐναποτίθενται, ἀποθησαυρίζουσι τὴν τροφὴν αἱ μέλιτται, τὸν λεγόμενον μελίκηρον
- <τιθαιβώσσουσι>
- τιθέασι. φυλάσσουσι
- <τίθει>
- ἐνετίθει, ἐδίδου
- [<τιθεῖον>
- μαστός]
- <τίθεισθα>
- ποιεῖς
- <τιθέντες>
- ποιοῦντες
- <τίθεντο>
- παρεσκευάζοντο
- [<τίθεον>
- ἰσόθεον]
- [<τιθή>
- τροφός]
- <τιθήνας>
- τροφούς, τιτ(θ)άς
- *<τιθασσεύει>
- ἡμεροῖ, πραΰνει
- <τιθηνεῖ>
- τρέφει
- <τιθηνεύεται>
- ὅμοιον
- <τιθηνευόμενος>
- τρεφόμενος. ἀσκῶν
- <τιθήνη>
- τροφός. μοσχοτρόφος. ἢ ὁ τὰ τι(τ)θευόμενα τημελῶν παιδία. οἱ δὲ <τιθηνόν>· τὸν ἐράσμιον
- *<τιθήμενον>
- παρατιθέμενον, ὅ ἐστι καθοπλιζόμενον
- <τιθηνόκομον γένος>
- τοὺς Αἰθίοπας, ἐπεὶ μέλανες καὶ κομῆται
- <τιθηνούμενος>
- τρέφων. <Τιθηνός> γὰρ ἡ τροφός, καὶ <τιτθοί> οἱ μαστοί
- <τίθησι>
- τιθεῖ
- <τιθίασται>
- τιμᾶν
- <Τιθράσια>
- χαλεπά, τραχέα
- <Τιθωνόκομον>
- ἔθνος μέλαν μὲν τὸ ὅλον σῶμα, λευκὸν δὲ τὰς κόμας
- <τί ἱκανόν>
- τί ὄφελος
- <τί κεν>
- τί ἄν
- <τίκτειν>
- καὶ ἐπὶ ἀῤῥένων· τίκτεν ἀνὴρ ἀνάσσων Μυρμιδόνεσσι
- <τιλίαι>
- αἴγειροι
- [<τιλλά>
- πτερά]
- <τίλλει>
- ἀνα(ς)πᾷ. μέμφεται. διαβάλλει. ἀποσκώπτει
- <τιλλομένη>
- λοιδορουμένη
- <τιλμός>
- παιδιά
- <τιλτόν>
- εἶδος ταριχίου
- <τιμᾴδιον>
- μικρὰ τιμή
- <τί μαθών>
- τί βουλόμενος
- <τιμαλφεῖν>
- τιμᾶν
- <τιμαλφής>
- ἔντιμος, τιμὴν ἀλφάνουσα, διὰ τιμῆς ἀγομένη· Ἴων Φοί- νικι δευτέρῳ. τινὲς μὲν τὴν ἰώνιον, Αἰσχύλος δὲ ἐν Ἐπιγόνοις ἐπὶ τοῦ ἐντίμου
- *<τιμαί>
- ὠνα(ί)· τιμήματα
- <τιμαλφέστατα>
- τιμιώτατα, πολύτιμα. ἢ ὁσιώτατα
- [<Τιμάναξ>
- ὁ πρωκτός. ὁ δὲ αὐτὸς καὶ Θεόδωρος]
- <τιμᾶσι>
- τίουσιν
- <τιμά(ς)ω>
- τιμήσω
- <τιμή>
- δόξα. ποτὲ δὲ καὶ τιμωρία, ἢ ἀντέκτισις ἡ κυρία
- <τί μέλλει(ς)>
- τί βραδύνεις
- <τιμηδές>
- εὐλαβές
- <τιμήεντος>
- ἐντίμου
- <τιμήορος>
- τιμωρός. βοηθός
- <τιμηρύειν>
- τιμιοπωλῶν
- <τιμῆς>
- τίσεως
- <τιμήσεως>
- ζημίας
- <τιμηταί>
- οἱ τιμώμενοι τὴν ἑκάστου οὐσίαν
- <τίμιος>
- ἔντιμος, ἔνδοξος
- <τιμιουλκῶν>
- τιμὴν αἰτῶν, ἢ ἕλκων τὴν τιμήν
- <τιμουλκῶν>
- αἰτῶν, καὶ ἀπαιτῶν
- <τιμοῦντας>
- τιμίους ὄντας
- <τιμοῦχος>
- ἔντιμος. ἀξιόλογος. καὶ ἄρχων, ἰσχυρότατος, μέγιστος
- <τιμῶμαι>
- καταδικάζω
- <τιμώμενος>
- εὐθυνόμενος. καὶ ἐπιτίμιον ὑπέχων. οἱ δὲ ἐπιτίμια πα- τρός
- <τιμωρεῖσθαι>
- κολάζεσθαι
- <τιμωρία>
- πρόστιμον, ἀνταπόδοσις. κόλασις. ἢ τιμὴ παρὰ Λυσίᾳ
- <τιμωροῦσι>
- καταπονοῦσιν. ἐκδικοῦσιν
- <τίν>
- σοί. ἢ τινά
- <τινακτοπήληξ>
- σεισολόφος
- <τινθαλέῳ>
- πυρί. διαθέρμῳ
- <τινθαλέον>
- διάπυρον. διάφορον. διεφθαρμένον. διαφανές
- <τιννεῖν>
- ἀποδοῦναι
- *<τί νυ βείομαι>
- τί δὴ μέλ[λ]ω βιοῦ(ν), ὅ ἐστι ζῆν
- *<τιν[ν]ύμενον>
- ἀπαιτούμενον. ἀποδιδόμενον
- <τίν[ν]υνται>
- τιμωροῦνται
- <τιν[ν]ύων>
- ἀποδιδῶν
- <τιντόν>
- ἑφθόν
- <τῖξον>
- δεῖξον
- <τιοίμην>
- τίμιος εἴην
- <τίοιτο>
- τιμηθείη
- <τίον>
- μέσον ἡμέρας ἐτίμουν
- <τίον ἑτέρων>, τὰ ἀπρεπῆ
- <τί ὀνήσω>
- τί ὠφελήσω
- <τίπτε>
- τί δήποτε. ἢ κατὰ συγκοπὴν τί ποτε. ἢ διὰ τί, ἢ ἱνατί
- <τίπτε δέ σε χρεώ(ν)>
- τίς δέ σε χρεία καταλαμβάνει
- <τίπτε με>
- διὰ τί με
- <τί πράττεις>
- τί ποιεῖς
- [<τίρεα>
- ἄστρα]
- <τί ῥέζεις>
- τί πράττεις
- [<τίρεται>
- καταμολύνεται. καταπονεῖται]
- <τίριος>
- θέρου(ς). Κρῆτες
- <Τίρυνθα>
- πόλις ἐν Ἄργει
- <Τιρύνθιον Ἄργος>
- τὰς Μυκήνας
- <Τιρύνθιον πλίνθε(υ)μα>
- ἀντὶ τοῦ [τὸ] τεῖχος. ὑπὸ Κυκλώπων δὲ κατεσκεύαστο
- *<τισάμενον>
- καταπονούμενον
- *<τίσασθαι>
- τιμωρίας λαβεῖν
- *<τίσατο>
- ἐτιμωρήσατο
- <τῖσαι>
- ἀποδοῦναι
- <τίς γάρ>
- τίς δή
- <τίς δ' αὖ τοι>
- τί(ς) δέ σοι
- <τίς[ο]ι>
- ποίοις
- <τίσειαν>
- τιμωρίαν δοῖεν
- <τίσις>
- ἀντέκτισις. ἀτιμία. ποινή, τιμωρία
- <τίς κεν>
- τίς ἄν
- <τίσις>, τί ποτε
- <τῖσον>
- τίμησον
- <τίσομαι>
- τιμωρήσομαι
- <τίς γάρ>
- τίς δή
- <τίσουσι>
- τιμωρήσονται
- <τίς τρόπος>
- παροιμία ἐπὶ τῶν ἀλλοκότων
- <τίσω>
- ἀποδώσω. τιμήσω
- <τίται>
- εὔποροι. ἢ κατήγοροι τῶν ἀρχόντων
- <τιταινόμενος>
- τρέχων. ἕλκων. τ(ε)ινόμενος
- <τίται.νον>
- ἕλκουσι. τείνουσι
- <τιταίνειν>
- σπεύδειν. τείνειν. κραδαίνειν. ἕλκειν. τίσιν λαμβάνειν. τι- μωρεῖν
- <τιταινομένω>
- ἐκτετακότε
- <τιτάν>
- παιδεραστής. [καὶ τὸ τοῦ ἀντιχρίστου ὄνομα]
- <Τιτανίδα>
- τὴν Εὔβοιαν, παρόσον Βριάρεω[ς] θυγάτηρ ἦν. ἔνιοι δὲ τὴν Ἀσωποῦ φασι
- <Τιτᾶνες>
- τιμωροί, ἀπὸ τοῦ τιταίνειν. ἄλλοι δὲ οἱ μὴ ἔχοντες ἀποτῖ- σαι <ἀτιτᾶνες> ὠνομάζοντο, οἱ δὲ ἔχοντες <τιτᾶνες>
- <Τιτανὶς γῆ>
- ἤτοι πᾶσα ἡ γῆ, (ἢ) ἡ (Ἀττικὴ) ἀπὸ τῶν κατασχόντων
- <τίτανος>
- [ὄρος Θεσσαλίας.] καὶ κονία, ἄσβεστος. οἱ δὲ τιγύψου χρῖσμα
- <..τιτανωμένας>
- γεγυψωμένας
- <τιτανωτὴ χρόα>
- γυψωτή, ἢ λευκόχροος
- *<Τιταρήσιος>
- ποταμὸς Ἠπείρου
- <τίταξ>
- ἔντιμος. ἢ δυνάστης. οἱ δὲ βασιλεύς
- [<τιτᾶσθαι>
- στερήσασθαι]
- [<τιτένων>
- τείνων. πέμπων. ἕλκων]
- <Τιτῆνες>
- Οὐρανοῦ παῖδες
- <τιτῆναι>
- βασιλίδες ....... ἢ Ἕκτορος Λύτροις
- <τίτθαι>
- τροφοί
- <τίτθεν>
- τίκτειν
- <τιτθίον>
- τιτθός. μαστός
- <τιτθή>
- ἡ τροφός
- <τι τίει>
- τιμᾷ
- <τίρ>
- τίς. Λάκωνες
- <τίτλος>
- πτυχίον ἐπίγραμμα ἔχον
- <Τίτορμος>
- οὗτος Αἰτωλὸς ἀνὴρ διαβεβοημένος ἐπὶ ἀνδρείᾳ καὶ με- γέθει
- <τιτρᾶται>
- τρυπᾶται. διανοίγεται
- <τιτυβίζει>
- ὡς χελιδὼν φωνεῖ
- <τιτύπαι>
- αἱ ἐμπύλαι· αἱ πλάναι
- <τιτύρας>
- ὄρνις ποιός. ἢ τιτυρώδης
- <τίτυρος>
- σάτυρος. κάλαμος. ἢ ὄρνις
- <τιτύρινος>
- μόναυλος. ἢ αὐλὸς καλάμινος
- <τιτύσκετο>
- ἡτοιμάζετο, παρεσκευάζετο. κατεστοχάζετο
- <τιτυσκόμενοι>
- εὐστοχοῦντες, στοχαζόμενοι
- <τιτυσκόμενος>
- τὰ αὐτά
- <τιτώ>
- ἠώς. ἢ αὔριον. ἢ τινί
- <τί ὑμῖν διαφέρει>
- τί ὑμῖν μέλει
- <τίφαι>
- αἱ ὀλύραι. καὶ <τιφή> ἐν τοῖς ἕλεσι
- <τιφαίας>
- τὰς τῶν θηρῶν καταδύσεις
- <τίφια ὄρνεα>
- τὰ ἐν τοῖς ἕλεσι γινόμενα
- <τῖφος>
- ἕλος
- <Τῖφυς>
- ὁ ἐφιάλτης, νέαλυς. καὶ ὁ τῆς Ἀργοῦς κυβερνήτης
- <τί φῶ>
- τί εἴπω
- [<τιχίζομαι>
- σκέπομαι]
- <τίω>
- σοῦ. ἢ τιμῶ. ἢ τύχω
- <τλᾶθι>
- ὑπόμεινον
- <τλαιπαθές>
- ταλαίπωρε
- <τλάς>
- ὑπομείνας. ἢ ποιήσας
- <τλασίφρονα>
- ὑπομονητικόν
- <τλήθα>
- ὡραία. Κυρηναῖοι
- <τλήθυμος>
- ἰσχυροκάρδιος
- *<τλήμων>
- ὑπομονητικός
- [<τλημαθεῖν>
- ταλαιπωρεῖν, πονεῖν]
- <τλημόνως>
- ἐλεεινῶς
- <τλῆναι>
- ὑπομεῖναι. τολμῆσαι. παθεῖν
- <τληπάθειαι>
- ὑπομοναί, ταλαιπωρίαι
- <τληπαθής>
- ὑπομονητικός
- <τλῆσις>
- τόλμα. θράσος
- <τλησίπονος>
- τολμηρός, καρτερικός
- <τλῆτε>
- ὑπομείνατε
- <τλητικῶς>
- ὑπομονητικῶς
- <τλητῶν>
- ὑπομονητικῶν
- <τμάγεν>
- διεχωρίσθησαν, διέστησαν, ἐτμήθησαν, ἐσχίσθησαν
- <Τμάριον>
- ὄρος Ἀρκαδίας
- <Τμάριος>
- Ζεὺς ἐν Δωδώνῃ
- <τμήγας>
- γατόμος. ἀροτήρ
- <τμῆγος>
- ἀρότης. βούτμημα
- <τμήδην>
- τμητικῶς, τομῶς. ταχέως. ἀποκεχ(ω)ρισμένως. βέλτιον δέ, ὅσον ἐπιτεμεῖν, καὶ οὐκ εἰς βάθος τρῶσαι· τμήδην αὐχέν' ἐπῆλθεν
- <τμηθεῖσα>
- κοπεῖσα
- <τμηθῆναι>
- <τμῆξαι>
- τεμεῖν. (δια)λαβεῖν
- <τμήξας>
- τὰ αὐτά
- <τμητός>
- τμῆμα
- <Τμῶλος>
- ὄρος. καὶ ποταμός
- <τό>
- τὸ ἄρθρον οὐδέτερον προτακτικόν [ἢ γὰρ] τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδ(ο)ιο[ν] καὶ ἀντὶ τοῦ τοῦτο· (τὸ) μὲν οὔποτε φύλ(λ)α [τε] καὶ ὄζους φύσει
- <τοάκης>
- χιτὼν σχιστός
- <τόβλικος>
- κρουματίου μίμησις
- <τόγε ἧκον>
- ὅσον δυνατόν
- <τογέρα>
- μοιχός. λαλαχός
- <τὸ δ' αὐτό>
- τὸ αὐτὸ δέ. ὁμοίως δέ
- <τὸ δεῖν>
- τὸ δέον
- <τὸ δήϊον>
- τὸ πολέμιον
- <τόδ' ἱκάνεις>
- ἔνθαδε ἥκεις
- <τὸ ἐνσώματον>
- τὸ μετὰ σώματος
- <τὸ ἠλύσιον>
- ὁ παράδεισος
- <τὸ ἤνυστρον>
- μέρος τῆς κοιλίας τῶν μηρυκωμένων
- *<τὸ θεέ>
- π[αρ]αστάς
- <τοί>
- οἵ. οὗτοι. καὶ σύνδεσμος παραπληρωματικός. [καὶ ἀντὶ τούτοις]
- <τοῖα>
- τοιαύτας, τοιάςδε
- <τοιγάρ>
- τοιγαροῦν. σύνδεσμος
- <τοιγαροῦν>
- ὅθεν δή. ἢ οὐκοῦν
- <τοιγάρτοι>
- καὶ γάρ. τοιγάρτοι
- <τοίδε γε>
- ἐκεῖνοι δέ, ἢ οὗτοί γε
- <τοιθορύκτρια>
- ἡ τοὺς σεισμοὺς ποιοῦσα
- <τοιθορύσσειν>
- σείειν
- <τὸ ἱερόν>
- τὸ θεῖον
- <τοί κεν>
- οἵτινες ἄν
- <τοῖν>
- τί ποτε. Κρῆτες
- <τοῖϊν>
- ἐκείνων
- <τοίνυν>
- διὰ τοῦτο
- [<τοινισταφράσαι>
- ἀγγεῖλαι. εἰπεῖν]
- <τοῖο>
- [τοῦτο. ἢ] αὐτοῦ
- <τοῖοι>
- τοιοῦτοι· ἀγαθοί
- <τοῖον>
- τοιοῦτον. οὕτως ἀγαθόν. τοῦτον. τάσσεται καὶ ἐπὶ θαυμασμοῦ
- <τοῖος>
- τοιοῦτος
- <τοίοις δέ>
- τοιούτοις δέ
- <τοίους>
- τοιούτους
- <τοί ῥα>
- οἵτινες δή
- <τοῖς>
- τούτοις
- <τοῖσι>
- τοῖς σοῖς. ἢ ἐν ἑαυτοῖς. ἢ ἐν τούτοις
- <τοῖς τῇδε>
- τοῖς ἐνθάδε
- <τοῖς τυχοῦσι>
- τοῖς ἐντυγχάνουσι
- <τοιχοδιφήτωρ>
- τοιχωρύχος
- <τοῖχος>
- τοῦ πλοίου ἡ πλευρά
- <τοιχωρύχος>
- λῃστής, κλέπτης
- <τοίως>
- ἰσχυρῶς. καλῶς. ἀκριβῶς
- <τοκάδερ>
- ἔγκυοι
- <τὸ καί>
- διὸ καί
- <τὸ κατὰ γᾶς ξίφος>
- θηρίδιον σκολοπένδρᾳ ὅμοιον
- <τοκέες>
- πατέρες, γονεῖς
- <τοκεῦσι>
- γονεῦσιν. ἐγγόνοις
- <τοκέων>
- γονέων
- <τόκος>
- γένεσις
- <τὸ κρήγυον>
- τὸ ἀληθές
- <τὸ κῦρος>
- ἡ ἐξουσία, ἡ δεσποτεία
- [<τόλα>
- τότε]
- <τὸ λαιόν>
- τὸ ἀριστερόν
- [<τολέσπευσεν>
- εἰργάσατο]
- <τολμήσω>
- καρτερήσω
- <τολμητίας>
- προπετής, αὐθάδης, ὑπὲρ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ἐπιχειρῶν
- <τόλυξ>
- αἰδοῖον
- *<τὸ λοβόν>
- τὴν ἀρχὴν τοῦ ὠτός
- <τολύπαι>
- τὸ κατασκευαστὸν ἔριον
- <τολυπεύειν>
- ταλαιπωρεῖν. μοχθεῖν. στρέφειν. μηχανᾶσθαι. ἐργάζεσθαι
- <τολύπευμα>
- τὸ κατασκευαστὸν ἔριον
- <το[πο]λυπεύσας>
- κατεργασάμενος
- <τολύπευσεν>
- ἐξειργάσατο
- <τολυπευτικώτατος>
- ἐργαστικώτατος. ἐπιτελεστικώτατος
- <τολύπη>
- τὰ προφυράματα τῶν μαζῶν, ἃ καὶ βήρηκας καλοῦσιν. καὶ ἀγαθίδιον στήμονος, ἢ ῥοδάνης
- <Τόμαρος>
- τὸ ἐν Δωδώνῃ ὄρος. καὶ προφήτης. καὶ ἱερεύς. καὶ θύτης. καὶ μάντις
- <τὸ μέταζε>
- τηνικάδε
- <τὸ μελάνδρυος>
- τὸ μέσον τοῦ ξύλου· διὰ τὸ εἶναι εὔτονον τοῦτο τὸ μέρος. ἄλλοι δὲ διαστείλαντες <τὸ μέλαν δρυός> εἰς δύο μέρη λόγου ἀποδεδώκασι τὸ μέσον τῆς δρυὸς μέρος μέλαν εἶναι καὶ ἄσηπτον διαμένειν
- <τομεύουσι>
- τέμνουσι
- <τομεύς>
- τμήτης, ἤγουν ὁ τέμνων
- <τομή>
- ἡ ῥίζα, ὅθεν ἐτμήθη. καὶ ἡ πληγὴ τοῦ ξίφους
- <τομία>
- τὰ ἀποτμήματα, καὶ ἀκρωτηριάσματα τοῦ νεκροῦ. οἱ δὲ τὰ ἱερά, ἃ σφάζοντες ὀμνύουσιν
- <τό μοι>
- τοῦτό μοι
- <τόμος>
- χάρτης. ἢ ὁ τέμνων
- <τόμουροι>
- προφῆται. ἱερεῖς. οἰωνοσκόποι. διάκονοι
- <τομώτερος>
- ὀξύτερος, δυνάμενος τέμνειν
- <τόν>
- ἄρθρον ἀρσενικὸν προτακτικὸν πτώσεως αἰτιατικῆς. ἢ τοῦτον. ἢ ὅντινα
- <τοναία>
- φωνῆς τάσις
- <τὸν ἀφ' ἱερᾶς>
- γραμμή τις ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν πεσσῶν, ἱερὰ καλου- μένη
- <τὸν δ' ἄρ>
- πρὸς τοῦτον δέ
- <τὸν εὐθυτενῆ>
- τὸν ὀρθόν
- <τονθορύζει>
- ἀτάκτως λαλεῖ. γογγύζει. ψιθυρίζει. καὶ <τονθρίζει> τὰ αὐτά
- <τονθρύς>
- φωνή
- <τόνθων>
- παρὰ Κορίννῃ ἐπὶ νωτιαίου κρέως τὸ ὄνομα
- <τόνος>
- ἔντασις, ἰσχύς, ῥώμη, δύναμις
- <τόνους>
- τὰς κειρίας ἀπὸ τοῦ τετάσθαι
- <τὸν ὀπισθότατον>
- τὸν ὀπίσω, τὸν τελευταῖον, τὸν ἔσχατον
- <τὸν οὐδόν>
- τὸν βατῆρα ὁδοποιόν
- <τόν ῥα>
- τὸν δή
- <τὸν σόν>
- τὸν ἴδιον. τέρ[τρε]μονα, τὸ τέλος
- <τό νυ γὰρ κατεάξαμεν>
- τοῦτο γὰρ τὸ δόρυ κατεάξαμεν
- <τόνῳ>
- λίαν [τέρατι
- <τοξεύομαι>
- ἀποστεροῦμαι ....
- <τοξεύοντο>
- τόξα ἔτεινον
- <Τοξίου βουνός>
- τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ ἐν Σικυῶνι. βέλτιον δὲ ἀκούειν τὴν ἐν Δελφοῖς Νάπην λεγομένην· ἐκεῖ γὰρ καὶ ὁ δράκων κατετο- ξεύθη. καὶ ὁ ὀμφαλὸς τῆς γῆς τάφος ἐστὶ τοῦ Πύθωνος
- <τόξον>
- κυρίως αὐτὸ τόξον. δηλοῖ δὲ καὶ τὴν τοξικὴν ἐμπειρίαν, καὶ αὐτὰ τὰ βέλη
- <τοξοποιεῖν τὰς ὀφρῦς>
- συστρέφειν αὐτάς
- <τοξόται>
- οἱ δημόσιοι ὑπηρέται
- <τοξότα λωβητήρ>
- διὰ τόξων λωβώμενε, καὶ βλάπτων· ἀφ' οὗ τὸν δειλὸν λέγει
- <τοξότης>
- πολεμιστής
- <τόξου πῆχυν>
- τὸ ὅλον τόξον, κατὰ ἀντεπέκτασιν τῆς νευρᾶς
- <τό οἱ>
- ὅπερ αὐτῷ
- <τὸ ὄντως>
- τὸ ἀληθῶς
- [<τόοσα μέμηλε>
- τοσαῦτα φροντίζει]
- <τὸ ὅσον ἐπ' ἐμοί>
- τὸ κατὰ δύναμιν
- <τοπάζει>
- εἰκάζει. ἱδρύει. ὑποπτεύει. στοχάζεται [ἢ <τοθάζει>]
- <τὸ παράπαν>
- παντελῶς
- <τὸ πάροιθεν>
- τὸ πρὸ τούτου
- <τὸ παρὸν εὖ τίθεσο>
- παροιμία, ἧς καὶ Πλάτων ἐν Γοργίᾳ μνημο- νεύει
- <τοπάσαι>
- ὑπονοῆσαι. ὑπολαβεῖν
- <τοπαστέον>
- ὑποληπτέον. ὑπονοητέον
- <τὸ περιόν>
- πλῆθος
- <τοπήϊα>
- ὅπλα νεώς, σχοινία, τοπεῖα, κάλοι
- <τὸ πρὸς ἀκτῖνα>
- τὸ πρὸς ἀνατολήν
- <τὸ προμηθέ[υ]ς>
- τὸ προνοητικόν
- <τὸ προσεχές>
- τὸ ἐγγύς
- <τὸ πρῶτον>
- τὸ πρεσβύτατον
- [<τοπυργίαις>
- ἐμπυρισμοῖς]
- <τό ῥα>
- ὅπερ δή
- <τόρβηλος>
- μεμψίμοιρος
- <Τόργιον>
- ὄρος ἐν Σικελίᾳ, ὅπου νεοττεύουσιν οἱ γῦπες. ἀφ' οὗ καὶ αὐτοὶ <τόργοι>
- <τόργος>
- εἶδος γυπὸς αἱματοῤῥόφου. ἔστι δὲ καὶ ὁ γὺψ παρὰ Σικε- λιώταις
- <τορεῖν>
- τορῆσαι, τρῆσαι, τεμεῖν
- <τορέλλη>
- ἐπιφώνημα θρηνητικὸν σὺν αὐλῷ Θρᾳκικόν
- <τορκιμόν>
- τὸ βαρὺ καὶ μισητόν
- <τόρμη>
- εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην. καὶ στροφή. καὶ σύμπας (δρόμος)
- <τορμίς>
- ἡ δέσποινα
- <τόρμος>
- ἡ πλήμνη τοῦ τροχοῦ, εἰς ἣν ὁ ἄξων ....
- <τορνεύει>
- γλύφει
- <τορνευταί>
- γλύπται
- <τόρνος>
- ἐργαλεῖον τεκτονικόν, ᾧ τὰ στρογγύλα σχήματα περιγράφεται
- <τορνῶσαι>
- περιγράψαι. κυκλῶσαι
- <τορνώσας>
- τῷ κύκλῳ περιγράψας
- <τορνοῦμαι δὲ πρὸς μέτρον>
- ἀντὶ τοῦ περιγράφομαι
- <τὸ ῥόθιον>
- τὸ κῦμα
- <τόρον>
- λιθ(οκοπ)ικὸν σκεῦος. ἢ μεγαλόφωνον
- <τορόνος>
- τόρνος. Ταραντῖνοι
- <τόρος>
- ἐργαλεῖον φρεωρυχικόν. καὶ εἰς ὃ ὁ στελεὸς ἐμβάλλεται
- *<τορόν τι>
- ὀξεῖα
- [<τορόῳ>
- ἐργαλείῳ. ὀξεῖ, ἀκριβεῖ, τρανῷ, ἰσχυρῷ, μεγάλῳ]
- <τόῤῥα>
- ὅπερ δή
- [<τόρτυρα>
- τῶν κεραμίων προμήκης πυθμήν]
- <τορτυρόμενον>
- νιφόμενον
- <τορύνη>
- σιτῶδές τι
- <τόσα καὶ τόσα>
- ἢ τοσαῦτα
- <τὸ σέλας>
- ἡ ἔκλαμψις
- <τὸ σίνεσθαι>
- τὸ βλάπτεσθαι
- <τὸ σκάφος>
- τὸ πλοῖον
- <τόσσον>
- τοσοῦτον, τηλικοῦτον. λέγεται καὶ ἐπὶ θαυμασμοῦ
- <τὸ σὸν μένος>
- τὴν σὴν ὀργήν
- <τοσοῦτον>
- ὅλον τοῦτο
- <τὸ σταῖς>
- τὸ ἄλευρον
- <τόσῳ μᾶλλον>
- ὅσῳ πλέον
- <τὸ τάχος>
- συντόμως
- <τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών>
- εὐρὺ καὶ μέγα μοι χάσμα γῆς γέ- νοιτο, ἵνα με δέξηται· ὅπερ ἐστὶν ἀποθάνοιμι
- <τὸ τεῦχος>
- τὸ σκεῦος
- <τὸ τηνικαῦτα>
- τὸ τότε
- <τὸ τί>
- διατί
- <τοῦ>
- ἄρθρον προτακτικόν
- <τοῦ δὴ πολλοὶ ἀπὸ σπινθῆρες ἴενται>
- τοῦ καλουμένου κομήτου ἀστέρος
- <τοῦμα>
- στόμα
- <τοὐμοῦ>
- τοῦ ἐμοῦ
- <τοὐμφανές>
- φανερόν
- <τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο>
- τὴν τριακάδα λέγει. τὸν μῆνα ἔχειν φησὶ ἡμέρας εἰκοσιεννέα, ὥστε τὴν τριακάδα μέρος ἔχειν καὶ τοῦ παρῳχηκότος καὶ τοῦ ἐπιόντος μηνός
- <τοὔμπαλιν>
- τὸ ἐναντίον, ἀνάπαλιν, ἔπειτα πάλιν
- <τοὔνεκα>
- τούτου χάριν, τούτου ἕνεκεν
- <τούνη>
- σύ. Λάκωνες
- <τοῦ παντὸς ἀξιόλογον>
- τοῦ παντὸς κύριον
- <τοὖργον>
- τὸ ἔργον, κατὰ συναίρεσιν τῶν φωνηέντων
- <τοὐρθόν>
- τὸ ὀρθόν
- <τούς>
- ἄρθρον προτακτικόν. καὶ ἀντὶ τοῦ οὕς· καὶ ἀντὶ τοῦ τούτους
- <τουσοίρ>
- φύσκη πλήρης κριμνῶν, στέατος, αἵματος
- <τοὺς ἐμβόλους>
- τὰ ἔμβολα τῶν νεῶν. καὶ ἐπὶ τῶν θηλειῶν
- <τοὺς ἐν τέλεϊ>
- τοὺς ἐν τιμῇ καὶ ἀρχῇ
- <τοὔσχατον>
- τὸ ἔσχατον, καὶ μέγιστον
- <τουτάκις>
- τοσαυτάκις, ὅπερ ἐστίν ....
- <τουτί>
- τοῦτο
- <τοῦτις>
- ὁ κόσσυφος
- <τοῦτο μέν>
- ποτὲ μέν
- <τοῦτο Πύθιον>
- τοῦτο πρῶτον καὶ ἔσχατον
- <τουτῶ>
- ἐντεῦθεν. Λάκωνες
- <τοῦφος>
- τάφος
- <τόφρα>
- ἐν τοσούτῳ. ἕως τούτου τοῦ χρόνου. καὶ ἔστιν ἀνταποδοτι- κὸν τοῦ ὄφρα ἢ ἄχρι, ἢ ἕως. ἢ ἵνα
- <τόφρα δέ>
- τηνικαῦτα δέ
- <τραγαλέον>
- διεῤῥωγότα
- <τραγᾶν>
- οὕτω τὸ ἀκαρπεῖν τινες τῶν γεωργικῶν· οἱ δὲ μενῶν νόσον. καὶ τῆς φωνῆς τὸ πάθος
- <τράγαις>
- Αἰολεῖς [οὕτω λέγονται ἀπὸ λίμνης, ἣ καλεῖται Τραγ(άς)η
- <Τραγασαῖοι ἅλες>
- οἱ ἀπὸ Λεκτοῦ
- <τραγεῖον>
- πόας εἶδος
- <τράγη>
- πεπληγμένη. πεπηγυῖα
- <τραγηφόροι>
- αἱ κόραι Διονύσῳ ὀργιάζουσαι τραγῆν περιήπτοντο
- <τραγίζειν>
- τὸ τραγᾶν τῇ φωνῇ τοὺς ἀκμάζοντας τῶν παίδ[ί]ων
- <τραγικῆς>
- ....... τραγῳδῶν ᾄσματα
- <τραγικὸν πάθος>
- μεστὸν συμφορᾶς
- <τραγικὸς πίθηκος>
- παροιμία ἐπὶ τῶν παρ' ἀξίαν σεμνυνομένων
- <τραγιστάς>
- τοὺς τὰ ἱερεῖα κλέπτοντας
- <τραγοπώγων>
- πόας εἶδος
- <τράγους>
- σατύρους, διὰ τὸ τράγων ὦτα ἔχειν
- <τραγῳδεῖν>
- χορεύειν
- <τραγῳδία>
- χορεία. κωμῳδία
- <τραγῳδός>
- χορευτής. κωμῳδός
- *<τρακτεύει>
- μηχανᾶται
- *<τ(ρ)ακτωρία>
- μηχανουργία
- <Τραλλεῖς>
- οὕτως ἐκαλοῦντο μισθοφόροι Θρᾷκες τοῖς βασιλεῦσιν, οἱ τὰς φονικὰς χρείας πληροῦντες
- <τραλλόν>
- πικρόν
- <τράμις>
- τὸ (τ)ρῆμα τῆς ἕδρας. ὁ ὄῤῥος. τινὲς ἔντερον. οἱ δὲ ἰσχίον
- <τράμπις>
- ναῦς ἄκατος. πορθμίς. τινὲς πλοῖα βαρβαρικά
- <τρανές>
- σαφές. ἀληθές
- <τρανίαν>
- αὐλὴν ἐν ὁδῷ μεγάλην
- <Τρανιψοί>
- ἔθνος Θρᾴκιον
- <τρανός>
- σαφής. ἀληθής
- <τρανόν>
- ἑξαμηνιαῖον πρόβατον
- <τράπε>
- ἔτρεψεν
- *<τραπεζῆες>
- οἱ πρὸς ταῖς τραπέζαις λιχνεύοντες. καὶ οἱ ἐπιτραπέ- ζιοι. καὶ οἰκουροί. [λύσις τῆς τοῦ σώματος συνεχείας κατὰ μικρόν τι μέρος τῆς συναφείας διακοπείσης
- *<τραπεζίας>
- παρὰ τῇ τραπέζῃ τρεφομένους
- *<τραπέζιον>
- παρὰ τοῖς γεωμέτραις σχῆμα, τὸ τὰς μὲν δύο πλευρὰς ἀπεναντίας πρὸς ἀλλήλας ἔχον ἀνίσους, τὰς δὲ ταύτας ἐπιζευγνυού- σας ἴσας
- <τραπεζεύς>
- παράσιτος ἄκλητος
- <τραπεζίτης>
- κολλυβιστής, κερματιστής, δανειστής
- <τραπεζοποιός>
- οὐχ ὁ μάγειρος· ἀλλ' ὁ τῆς πάσης περὶ τὰ συμπόσια παρασκευῆς ἐπιμελούμενος
- <τραπεζώ[ν]
- ἱέρειά τις Ἀθήνησιν
- <τραπεζίτην Πάριν>
- τὸν παραβάντα τὴν τράπεζαν καὶ ἀτιμάσαντα τὸν Μενέλαον
- <τραπείομεν>
- τερφθῶμεν
- <τραπελιζόμενος>
- συνεχῶς ἀναστρεφόμενος
- <τραπέμπαλιν>
- ἐνηλλαγμένως, ἢ παρηλλαγμένως
- <τραπέοντο>
- ἐπατοῦντο, παρὰ (τὸ) τροπὴν λαμβάνειν τὸν βότρυν πα- τηθέντα
- <τραπέουσι>
- πατοῦσιν ἐπὶ τῇ ληνῷ
- <τράπηκι>
- δόρατι
- *<τραπεῖν>
- ληνοπατεῖν
- <τραπῆναι>
- στραφῆναι, πεισθῆναι
- <τραπητός>
- ὁ οἶνος
- <τραπομένους>
- τρεπομένους
- <τράποντο>
- εἰς φυγὴν ἐτράποντο
- <τραπῶ>
- ἀπέλθω
- <τραρόν>
- τ[ρ]αχύ
- <τρασιά>
- ἡ τῶν σύκων ψύκτρα, παρὰ τὸ τερσαίνειν. ἤγουν τόπος, ἔνθα ξηραίνουσιν αὐτά
- [<τρατικόν>
- θρηνητικόν, λυπηρόν]
- <τραυλίζει>
- ψελλίζει
- <τραυλόν>
- ἡδύ. λεπτόν
- <τραυλός>
- ψελλός, τὴν γλῶτταν βεβλαμ(μ)ένος
- <τραῦμα>
- πληγή. ἕλκος. μώλωψ
- <τραυματίαι>
- σφαγαί. τετρωμένοι
- <τραύσανον>
- ξηρὸν πᾶν. ἢ φρύγανον
- <Τραῦσος>
- ἔθνος Σκυθικόν, οἳ τοὺς μὲν γεννωμένους ἀτιμάζουσι, τοὺς δὲ τελευτῶντας κατευφημίζουσιν
- <τράφαλλος>
- ὁ χλωρὸς τυρός. οἱ δὲ <τραφαλλίδα>
- <τράφεν>
- ἐτράφησαν
- <τραφερήν>
- ξηράν. τὸ γὰρ πῆξαι <θρέψαι> λέγουσιν
- <τραφερόν>
- πηκτόν. τρόφιμον. λευκόν. ξηρόν. πεπηγμένον
- <τράφεται>
- πήγνυται
- <τράφηξ>
- χάραξ. σκόλοψ. ἔνιοι δὲ τὸ δόρυ. ἄλλοι τὸ τῆς νεὼς χεῖλος
- <τραφηρά>
- ξηρά
- <τράφος>
- τάφος
- <τράχε>
- πορεύου
- <Τραχ[ε]ίς>
- ἡ νῦν Ἡράκλεια καλουμένη
- <τραχηλιάσας>
- ἐναντιωθείς. ἀπειθήσας
- <τραχηλιῶ>
- ὑψῶ αὐχένα
- <τράχηλος>
- αὐχὴν τραχύς. σκληρός
- <τραχήλους>
- τὰς πορφύρας. ἔνιοι τοὺς σπονδύλους τῶν κογχυλίων
- <τρέ>
- σέ Κρῆτες
- <τρεῖν>
- φοβεῖσθαι. φεύγειν
- <τρ[ε]ίς ἕκαστον ἀΰσας>
- τρ[ε]ίς ἕκαστον φωνήσας καὶ ἀνακαλεσά- μενος. ἔθος γὰρ ἦν ἐν τοῖς τῶν ἐπὶ τῆς ἀλλοδαπῆς τεθνηκότων τὰς ψυχὰς μετακαλεῖσθαι κατὰ τὸν ἀπόπλουν
- <τρεῖς θεοί>
- παρὰ Σόλωνι ἐν τοῖς ἄξοσιν ὅρκῳ τέτακται. ἔνιοι κατὰ τὸ Ὁμηρικόν
- <Τρεμ[ε]ιλία>
- ἡ Λυκία
- <τρέπει>
- μεταστρέφει
- <τρέπεται>
- ἀλλάσσεται. μεταβάλλεται
- <τρεπόντων>
- ἐπιστρεφόντων
- <τρεπτότητος>
- τροπῆς
- <τρέπω>
- διώκω. ἢ φεύγω
- <τρές(ς)αι>
- φυγεῖν φοβηθῆναι
- <τρες(ς)άντων>
- φοβηθέντων. ἢ διὰ δέος φευγόντων. καὶ <τρέσσον- τες> ὁμοίως
- <τρέστης>
- δειλός
- <τρέφειν>
- ἔχειν. πηγνύναι. καὶ <τρέφεται>. ὁμοίως
- <τρέχειν>
- ἀγωνίζεσθαι
- <τρέχνος>
- στέλεχος, κλάδος, φυτόν, βλάστημα
- <τρέψαν>
- μετέβαλλον
- <τρέψειαν>
- νικήσειαν. πατάξειαν
- <τρέψομαι>
- ἔξω πορεύσομαι. διώξω
- <τρηγαλέον>
- διεῤῥωγότα
- <τρήματα>
- τρυπήματα
- <τρη[ς]μα[ς]τικτάς>
- κυβευτάς. ἀπὸ τῶν ἐν τοῖς κύβοις τρημάτων
- <τρη[ι]ρόν>
- ἐλαφρόν. δειλόν. ταχύ. πλοῖον μικρόν
- <τρήρων>
- δειλή. περιστερά. ἀπὸ τοῦ <τρεῖν>, ὅ ἐστιν φοβεῖσθαι· δει- λὸν γὰρ τὸ ζῶον καὶ ταχύ
- <τρήρωνες>
- περιστεραί
- <τρήρωσι>
- περιστεραῖς
- [<τρήρ[ς]ωνα>
- δειλήν. ἀπὸ τοῦ ..... τρέμειν]
- <τρητοὶ λοβοί>
- τὰ ἀλόβα. τὰ γὰρ ἐνώτια <ἐλλόβια>, διὰ τὸ ἐν τοῖς λοβοῖς ἐνίεσθαι
- <τρητοῖο λίθοιο>
- εἰώθασιν ἐπὶ τῶν λιμένων τρυπᾶν λίθους, ἵνα ἐξ αὐτῶν τὰ ἀπόγεια σχοινία ἐξάπτωσιν οἱ ναῦται
- <τρητοῖς ἐν λεχέεσσι>
- τοῖς κατὰ τὰς ἁρμογὰς τετρημένοις, ἢ ἱμαν- τωτοῖς. ἱμᾶσι γὰρ ἐνετείνοντο αἱ κλῖναι, ὡς καὶ τὰ βάθρα
- <τρητοκουρήτας>
- γνησίας γυναῖκας. οἱ δὲ παρθένους
- <τρητὸν ἔλαιον>
- διὰ τὸ κοίλωμα ἔχειν τὸν ἄγριον ἔλαιον
- <τρηχαλέῳ>
- τραχεῖ
- <τρηχεῖα>
- τραχεῖα. πολλὰς ἐξοχὰς ἔχουσα
- <τρηχεῖαν>
- τραχεῖαν. καὶ τὰ ὅμοια
- <τρηχὺ νόημα>
- σκληρὸν νοῦν
- <τρί>
- κατὰ τοῦ πολλοῦ τοῦτο προστίθεται
- <τρία Θηραμένους>
- ἄντικρυς τὰ τοῦ Θηραμένου(ς) ἐπιζήμια ἐκτέ- θεικεν
- <τρίαινα>
- δόρυ τρεῖς ἔχον ἀκμάς
- <τριαινατῆρες>
- ἀντὶ τοῦ ἀροτριοῦντος
- <τρία καὶ δύο>
- ἐπὶ κράσεως πότου. δύο δὲ ἦσαν κράσεις· τρεῖς μὲν ὕδατος πρὸς ἕνα [οἴνου δὲ μία] καὶ πέντε ὕδατος πρὸς δύο
- <τριακάς>
- ἡ τριακοστὴ τοῦ μηνός. καὶ σύστημά τι τῶν πολιτῶν
- <τριακατίοι>
- οἱ ἔφηβοι. καὶ τὸ σύστημα αὐτῶν
- <τριάκις>
- ἀντὶ τοῦ τρ[ε]ίς. Λάκωνες
- <τριάκοντα>
- οὗτοι ἐχειροτονοῦντο δικασταὶ Ἀθήνησιν, οἵτινες ἐζη- μιοῦντο τοὺς μὴ παραγενομένους τῶν πολιτῶν εἰς ἐκκλησίαν
- <τριακοντόρι(οι)>
- πλοῖα ὑπὸ λη# κωπηλατούμενα
- <τριᾶντος πόρνη>
- λαμβάνουσα τριᾶ[κο]ντα, ὅ ἐστι λεπτὰ εἴκοσι
- <τριάξ>
- τριακάς
- <τρία Στησιχόρου>
- ἔθος ἦν παρὰ πότον ᾄδεσθαι, ὡς καὶ τὰ Ὁμήρου
- <τριβακὸν ἱμάτιον>
- <τριβαλλοί>
- συκοφάνται. οἱ δὲ τοὺς θωπευτικούς, ἐν τοῖς βαλανείοις (δια)τρίβοντας, καὶ ἐπὶ τὰ δεῖπνα ἑαυτοὺς καλοῦντας
- <τρίβανον>
- λήκυθον
- <τριβή>
- διατριβή. ἢ βραδυτής
- <τρίβολα>
- στρεπτά. στωμύλα
- <τρίβολοι>
- ἀκάνθης εἶδος· ὅθεν καὶ τὸ τοῖς ἵπποις ἐν τοῖς χαλινοῖς ἐντιθέμενον
- <τρίβολον ἄκοντα>
- τρίαιναν
- <τρίβοντες>
- λειοῦντες. ἢ φανερὰν ποιοῦντες, ἢ λείαν
- <τρίβος>
- ἀτραπός, ὁδός
- <τρίβουνος>
- ἔμπειρος
- *<τρίβος>
- ὁδός
- <τρίβων>
- στολὴ ἔχουσα σημεῖα ὡς γάμμα
- <τρίβωνα>
- στολισμόν
- <τριβώνιον>
- πάλλιον. περιβόλαιον
- <τριβωνοφόρος>
- ὁ φορῶν στολήν
- [<τρίγανον>
- εἶδος μέτρου παρὰ τοῖς γεωμέτραις]
- <Τρίγλα>
- ἰχθῦς θαλάσσιος. καὶ τόπος τις
- <τρίγληνα>
- πολυθέατα· <γλῆναι> γὰρ οἱ ὀφθαλμοί· τρίκοκκα, τριόφθαλ- μα, πολυειδῆ
- <τριγλίζειν>
- κατὰ μίμησιν ἐπὶ τῶν γελώντων
- *<τριγλήνας>
- εὐμόρφους ὀφθαλμούς
- *<τριγκῶσαι>
- φράξαι
- <τριγλώχινι>
- τριγώνῳ, τρεῖς γωνίας ἔχοντι
- <τρίγονοι>
- τρίτην γενεὰν ἐπισχόντες. ἢ οἱ τρεῖς
- <τρίγωνον>
- εἶδος ὀργάνου ψαλτηρίου. ἢ φυτὸν ἐν Αἰγύπτῳ
- *<τριγός>
- τρηγών
- <τρίζει>
- φωνεῖ
- <τριγχός>
- περίφραγμα, στεφάνη, τειχίον
- <τρίζουσα>
- φωνοῦσα λεπτόν τι
- <τρίζωος>
- ὃς τρεῖς γενεὰς ἐξήγαγε
- <τριήμερος>
- Θεσμοφόρια ὑπὸ Λάκωνεις
- <τριημιολία>
- ναῦς μακρὰ ἄνευ καταστρώματος
- <τριήραρχος>
- τριήρους ἄρχων, ἤτοι πλοίων πολεμικῶν
- <τριήρεις>
- πλοῖα πολεμικά
- <τριήρης>
- ἔξω τῆς νεὼς καὶ ῥυτόν τι ἔκπωμα
- <τρίηρον>
- πλοῖον μικρόν
- <τριηρονόμος>
- τριήραρχος
- <τριθαλλίαι>
- μεγάλως τοῦ θάλλειν αἰτίαι
- <τρίκαρπον>
- τριετῆ
- <Τρίκκη>
- πόλις Θεσσαλίας
- <τρίκκος>
- ὀρνιθάριον ὁ καὶ βασιλεὺς ὑπὸ Ἠλείων
- <τρικόλυβον>
- νομισμάτιόν τι
- <τρικόνητος>
- ὁ πολλάκις ἀπολέσθαι ἄξιος καὶ καταχωσθῆναι
- <Τρικόρυνθος>
- ἀνδρεῖος ἥρως
- <τρικότυλος οἶνος>
- οὗ τρεῖς κοτύλαι ὀβολοῦ πωλοῦνται
- <τρίκουρος>
- ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ[αθ]αρμένος <κριός>. ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ[αθ]αρμένος .....
- <τρικτεῖρα>
- θυσία Ἐνυαλίῳ. θύεται δὲ πάντα τρία καὶ ἔνορχα
- <τρικτύα>
- τριάδα. ἔνιοι θυσία κάπρου, κριοῦ, ταύρου
- *<τρικτῆς>
- μέρ(ος) φυλῆς .....
- <τρίκυζα>
- πολλῆς δεόμενα λιτανείας
- <τρικυμία>
- ζάλη
- <τρίλλιστος>
- πολυλιτάνευτος
- <τρίμηνοι πυροί>
- οἱ καὶ σητά[μη]νιοι λεγόμενοι
- <τρίμι.ον>
- τὸ εὐσπάθητον ἱμάτιον
- <τριμίσκον>
- ἱμάτιον. Ἀσπένδιοι
- [<τρίμηταγωνιστής>
- ὁ τρίτος ἀγωνιζόμενος]
- <τριμίτινα ὑφάσματα>
- τρίμι[τος]τα
- [<τρίμ με>
- φοβεῖσθαί με]
- <τρῖμμα>
- [ὁ] ἀρωματίζον πόμα ἐν γάμοις πινόμενον καὶ ἐν θεατρι- κοῖς ἀγῶσιν
- <τρίογδον>
- μέτρον τι παρὰ Ταραντίνοις
- <τρίοδος> καὶ <τριόδους> πληθυντικῶς>
- ἰδίως τὰς τρεῖς ὁδούς. καὶ τρίαινα
- <τριολύμπιον ἅρμα>
- τὸ ἐκ τριῶν Ὀλυμπιάδων ἐζευγμένον
- <τριοπην>
- τριόφθαλμον
- <τριοπηλίς>
- δέσμη σκορόδων
- <Τριόπιον>
- ἡ Κνίδος. καὶ ἱερὸν ἔνθα ἑορτάζουσιν
- <τριοπίς>
- τριόφθαλμος. ἔνιοι ζῶον ὅμοιον ἀκρίδι. καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς
- [<τριόροφα>
- τρίστεγα]
- <τρίορ[ο]χος>
- εἶ(δος) ἱέρακος
- <τρίοψ>
- ὁ ὑπὸ τῶν Πυθαγορικῶν ἐν Δελφοῖς τρίπους
- <Τριπατρεῖς>
- οἱ πρῶτοι γεννώμενοι
- <τρίπεζαν>
- τὴν τράπεζαν. Βοιωτοί
- <τρίπλακα[ι]>
- τρὶς ἐπιπτυχθῆναι δυναμένη(ν)· ἐξ οὗ τὴν μεγάλην δη- λοῖ· τρίπτυχον, τριπλῆν
- <τριπλῇ τετραπλῇ τε>
- τριπλασίονα καὶ τετραπλάσια
- <τρίποδα>
- λέβητα τρισκελῆ. χαλκίον
- <τρίπολον>
- τὴν τρὶς ἢ πολλάκις μεταβεβλημένην διὰ τῆς ἀροτριάσεως γῆν
- <Τρίπολις>
- εἶδος πέμματος. καὶ πόλις
- <τριπονῆται>
- ἑορτή τις
- <τρίπος>
- τρίπους
- <τρίπους>
- λέβης, κρατήρ. ἐχρῶντο δὲ αὐτὸ εἰς τὸ θερμαίνειν ὕδωρ. ὁ δὲ <ἐμπυριβήτης> ἐστὶν ὁ ἐξ ἑαυτοῦ πόδας ἔχων εἰς τὸ ὑποκαίεσθαι
- <τριπτήρ>
- ᾧ τὴν σταφυλὴν τρίβουσιν. ὑπὸ δὲ Σικελῶν ὁ δοῖδυξ
- <τρίπτυχος>
- τριπλῆ, ἢ πολύπτυχος, ἡ τρεῖς ἐπιπτυχὰς ἔχουσα
- <τρίς>
- ἐπὶ τοῦ πολλάκις
- <τρὶς ἀλιτήριος>
- ἁμαρτωλός
- <τρὶς ἕξ>
- νικητήριος βόλος. καὶ παροιμία· τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς κύβοι. ἐλέ- γετο δὲ ἐπὶ τοῦ εὐστόχου, ἀπὸ τῶν κυβευτῶν ......
- <τρὶς εὐδαίμων>
- τρισμακάριστος
- <τρὶς ὄλβιος>
- τρισμακάριστος
- <τρισπόλιον>
- βοτάνη τις
- <τρισσός>
- εἶδος ὄφεως
- <τριστάται>
- οἱ παρὰ χεῖρα τοῦ βασιλέως, ἔχοντες ἀνὰ τρεῖς λόγχας
- <τριστοιχεί>
- ἐπὶ τρεῖς τάξεις
- <Τρίτ[τ]α>
- οὕτως ἡ Κνωσσὸς ὠνομάζετο
- <τριταγωνιστής>
- ὁ τρίτος ἀγωνιζόμενος
- *<τριτάτη>
- τρίτη
- <τριταία>
- παρὰ Σόλωνι μὴ πλείω εἶναι τριταίας τὴν κτιστήν
- <τριτεύς>
- γὰρ χοίνικος οὗτος
- <Τριτῆες γενεήν>
- οἱ ἀπὸ τοῦ Τριτέων πόλεως κύνες, ἥ ἐστι πλησίον Φωκίδος
- <τρίτη Θεσμοφορίων>
- ζητεῖται, πῶς ἅμα μὲν λέγει τρίτην Θεσμο- φορίων εἶναι, ἅμα δὲ μέσην, τεττάρων οὐσῶν ἡμερῶν
- <τριτημόριον>
- οἱ ἓξ χαλκοῖ
- <τριτημόριον>
- ἐλέγετο καὶ ἐπὶ τῆς μοίρας, καὶ ἐπὶ νομίσματος ἀρ- γυρίου
- <Τριτογένεια>
- ἡ τὸ τρεῖν ἐνγεννῶσα τοῖς ἐναντίοις
- <Τριτογενής>
- ἐπιθετικῶς ἡ Ἀθηνᾶ. ἀπὸ τοῦ τρεῖν ἐνγεννᾶν τοῖς πο- λεμίοις· ἢ τῷ παρὰ Τρίτωνι, τῷ ποταμῷ Λιβύης, ἐμφανισθῆναι
- <τριτοκούρη>
- ᾗ πάντα συν(τε)τέλεσται τὰ εἰς τοὺς γάμους· τινὲς δὲ γνησία παρθένος
- <τριτόμηνις>
- ἡ τρίτη τοῦ μηνός
- <τρίτον ἡμίδραχμον>
- αἱ δύο δραχμαὶ καὶ τριώβολον
- <Τριτοπάτορας>
- ἀνέμους ἐξ Οὐρανοῦ καὶ Τῆς γενομένους, καὶ γενέ- σεως ἀρχηγούς. οἱ δὲ τοὺς προπατέρας
- <τριτοπηλίς>
- σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πεπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι
- <τρίτος κρατήρ>
- Σοφοκλῆς Ναυπλίῳ καταπλέοντι. ἐν ταῖς συνουσίαις ἐκιρνῶντο κρατῆρες τρεῖς. καὶ τὸν μὲν πρῶτον Διὸς Ὀλυμπίου καὶ θεῶν Ὀλυμπίων ἔλεγον· τὸν δὲ δεύτερον ἡρώων· τὸν δὲ τρίτον σωτῆρος
- <τριτοστάτις>
- Ἀριστοφάνης ἐν Σκηνὰ[ῖ]ς .......
- <τριτύς>
- τριάς
- <τριτώ>
- ῥεῦμα. τρόμος, φόβος
- <τριτώ>
- Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιός φησι τὴν κεφαλὴν καλεῖν Ἀθαμᾶνας
- <τριφάσιοι>
- τριπλάσιοι. τρίφωνοι
- <τρίφυλλα>
- πολύφυλλα. καὶ πόα δέ τις μηδίκη οὕτω καλουμένη
- <Τρίφυλ[λ]οι>
- οἱ Καύκωνες
- <τριφυόν>
- τριπλοῦν
- <τρίχα>
- τριχῶς
- <τριχάϊκες>
- τριχόθεν ἐλθόντες ἀπὸ βίας
- [<τριχάν>
- ἡ τρίτη φυλακή]
- <τριχαπτόν>
- τὸ βαμβύκινον ὕφασμα ὑπὲρ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς ἁπτόμενον, ἢ πολύμιτον
- <τριχῆ>
- εἰς τρία μέρη
- <τρίχηλ(ον)>
- τρικόρυφον
- *<τριχῆ>
- τὸ δ' αὐτὸ καὶ <τὸ τρίχα>, ἢ τὸ τρίτον μέρος
- <τριχθάδες>
- αἱ χαλκίδες. Ἡρακλέων δὲ μεμβράδες
- <τριχόβρως>
- θηρίδιον κατεσθίον τοὺς λόφους τῶν περικεφαλαίων
- <τρίχορδον>
- ὄργανον
- <τριχοκόμος>
- τριχῶν ἐπιμελούμενος
- <τριχοτρῶκται>
- ζωύφια τὰ τὰς τρίχας κατεσθίοντα
- <τριχώδη>
- ὄργανα πολιορκητικά, πρὸς χώρησιν ἐπιτήδεια
- <τριχῶς>
- τρισσῶς. ὑπομονητικῶς
- <τριχῶσαι>
- θάψαι
- <τριψ(η)μερεῖν>
- στραγγεύεσθαι, καὶ παρέλκειν τὰς ὥρας
- <τριώδελον>
- τριῶν ἡμιμναίων σταθμός
- <τριώροφα>
- τρίστεγα
- <τριῶλαξ>
- ἀγὼν παρθένων δρόμου
- <Τροία>
- πόλις
- <Τροίης>
- τῆς Ἰλίου
- <Τροιζή(ν)>
- πόλις, ἢ χωρίον ἐν Ἄργει
- <τρομέοντο>
- ἔτρεμον
- <τρόμος>
- εὐλάβεια. δέος. φυγή
- <τρόνα>
- ἀγάλματα. ἢ ῥάμματα ἄνθινα
- <τρόνοι>
- στύππιοι. στήμων. ἁρπεδόνη. ἄτρακτος
- <τρόπα>
- εἶδος παιδιᾶς, καθ' ἣν στρέφουσι τοὺς ἀστραγάλους εἰς τὸ ἕτερον μέρος
- <τροπαγός>
- ὁ ἀπητιμασμένος
- <τρόπαι(α)>
- νικητήρια, σύμβολα νίκης
- <τροπαί>
- αἱ δύσεις. καὶ αἱ μεταβολαί, αἱ φυγαί, αἱ διώξεις. νομίσματά τινα. καὶ αἱ μεταβεβλημέναι φροντίδες
- <τροπαλίζει>
- στρέφει
- <τροπαλισμός>
- μεταβολή. καὶ τὸ ἐκ συμβόλων ὑποδέχεσθαι
- [<τροπαλόν>
- τραχύ]
- <τροπέοντο>
- ἐπάτουν. ἀπὸ τούτου καὶ ὁ οἶνος λέγεται <τραπητός>
- <τρόπηκος>
- μερὶς τῆς κώπης ὁ τρόπηξ, οὗ ἐπιλαμβάνονται οἱ ἐρές- σοντες· ὥστε ἀπὸ μέρους τὴν κώπην
- *<τροπικώτερον>
- θεωρητικώτερον. ἀλληγορικῶς, μεταφορικῶς, οὐκ ἀληθῶς
- *<τροπῆς ἀποσκίασμα>
- ἀλλοιώσεως καὶ φαντασίας ὁμοίωμα
- <τροπίας>
- οἶνος μεταβεβληκὼς καὶ ἔκλυτος
- *<τροπή>
- ἀλλοίωσις
- <τρόπις>
- τὸ κατώτατον τῆς νεώς
- <τροποί>
- οἱ ἱμάντες τῶν κωπῶν, ἢ οἱ κατέχοντες τὰς κώπας δεσμοὶ δερμάτινοι, ὅταν ἐλαύνωσιν. οἱ τροπωτῆρες
- <τρόπον τινά>
- ἀντὶ τοῦ[τον τὸν τρόπον]
- <τρόπος>
- ἦθος. γνώμη, προαίρεσις
- <τροποῦσθαι>
- ἁρμόζεσθαι. μεταβάλλεσθαι, τρέπεσθαι
- <τροπώσασθαι>
- τὸ τὴν κώπην πρὸς τὸν σκαλμὸν δῆσαι τῷ τροπω- τῆρι. ἢ διὰ μηχανῆς νικῆσαι
- <τροπώσομαι>
- νικήσω. πλήξω
- <τρούεται>
- ἰσχναίνεται, τήκεται
- <τροῦροι>
- δρόμοι, στάδιοι
- <τρουφωνίδαι>
- εἶδος κροκωτοῦ
- <τροφαλ[λ]ίς>
- τυρὸς μακρός
- <τροφημ(η)>
- δέσποινα. ἢ μήτηρ
- <τρόφηξ>
- χάραξ, σκόλοψ
- <τρόφι>
- τεθραμμένον. μέγα· πολλὸν δὲ τρόφι κῦμα· γέγονε δὲ κατὰ ἀποκοπὴν τοῦ τρόφιμον
- <τρόφιμον>
- ὃν ἡμεῖς δεσπόσυνον. καὶ <τρόφιμον>· ἀνδρὸς δακτυλίῳ
- [<τροφ.οντα>
- εὐτραφῆ, καὶ μεγάλως αὐξόμενα]
- <τρόφις>
- εὖ τεθραμμένος
- <τροφιοῦται>
- παχύνεται
- <τροφόεντα>
- εὐτραφῆ καὶ μεγάλα
- <τροφοί>
- ἀντὶ τοῦ θρέμματα
- <τροφός>
- νεώτερος δεσπότης. ἢ μήτηρ
- <τροχάδες[αι]>
- σανδάλια ἀπὸ αἰγείου δέρματος
- <τροχαῖα>
- μέσα ἐν κύβοις. ἢ ὁδός, ὡς Ῥίνθων
- <τροχαλοί>
- οἱ ἤδη περι(ι)όντες
- <τροχαλόν>
- τροχαῖον. τ[ρ]αχύ. ἢ περιτρέχον
- <τροχαντῆρες>
- πρὸς τὰ πηδάλια. καλεῖται τῆς πρύμνης μέρος
- <τροχαντήρ>
- τῆς τοῦ μηροῦ κεφαλῆς ἡ ἔξω ἔκφυσις
- <τροχάσας>
- σπεύσας, δραμών, προλαβών
- <τροχηλατεῖ>
- ἐλαύνει
- <τροχιαί>
- αἱ τῶν τροχῶν χαράξεις
- <τροχιάς>
- πορείας
- <τρόχις>
- ἄγγελος. ἀκόλουθος
- <τρόχμαλον>
- τὸ πλῆθος τῶν λίθων, καὶ τὸν σωρόν
- <τροχόεν>
- τροχοειδές, στρογγύλον
- <τροχός>
- περιβόλαιον, τεῖχος. ἢ κύκλος. ἢ δρόμος
- <τροχ(όω)σαι>
- τρέχουσαι
- <τρόχων>
- δρόμων. καὶ τὰ ὅμοια
- <τρύβλιον>
- ὀξυβάφιον. ἢ ποτήριον μυστηρίου
- <τρύγα>
- οἶνον ἀδιήθητον ἀπὸ ληνοῦ
- <τρυγαβόλια>
- εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο
- <τρυγεῖ>
- ξηραίνει
- *<τρύγητος>
- ὁ καιρός, <τρυγητός>· ὁ τρύγος
- <τρυγέρανος>
- φάσματι ἐοικώς
- <τρυγερούς>
- τρυγώδεις, ὀξεῖς
- <τρύγη>
- ὁ πυρός, καὶ ἡ κριθή, καὶ πᾶς ἄλλος καρπός, καὶ ποιὰ βο- τάνη
- [<τρυγήλλα>
- τρώγλη]
- <τρύγηλλος>
- οἰκοδόμημα μεταλλικὸν κατασκευαζόμενον
- <τρύγιος>
- τρυγία οἴνου, ἢ ἐλαίου
- [<τρύγμα>
- δίπλωμα]
- <τρυγόνα ψάλλειν>
- παροιμία ἐπὶ τῶν φαύλως πραττόντων· ἀπὸ τοῦ τρύζειν
- <τρύγοιπος>
- ὑλιστήρ
- <τρυγῳδεῖν>
- κωμῳδεῖν
- <τρυγών>
- ἰχθῦς θαλάσσιος, ἧς τὸ κέντρον δηλητήριον. καὶ ὄρνις. καὶ ἡ τῶν γυναικῶν μίξις. καὶ σύντροφος
- <τρυγῶς>
- τὰς τρυγῶνας
- <τρύειν>
- κατατρίβειν, καταπονεῖν
- <τρύζει>
- γογγύζει, ψιθυρίζει
- <τρύζητε>
- ψιθυρίζητε, λογοποιῆτε, γογγύζητε
- <τρυηλίς>
- ζωμήρυσις
- <τρυμαλιαί>
- τρῦπαι
- <Τρυμαλῖτις>
- Ἀφροδίτη
- <τρύνης>
- ἐφίππιον. στήμων
- <τρύξ>
- ὁ νέος οἶνος, παρὰ τὴν τρύγην. καὶ γλεῦκος ἀδιήθητον
- <τρύξοντα>
- καταπονήσοντα, ἀνιάσοντα
- <τρυπᾶν>
- τρίβειν
- <τρυπάνη>
- ἐργαλεῖον τεκτονικόν
- <τρυπανίζεται>
- τρυπάνῳ πλήσσεται
- <τρυπήλα>
- τορύνη
- <τρυσίππιον>
- τὸν χαρακτῆρα τὸν ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐν ταῖς δοκιμασίαις τοῖς ἀδυνάτοις καὶ τετρυ[μ]μένοις ....... ἵνα μηκέτι στρατεύωνται, τὸ παλαιὸν ἐκάλουν τρυσίππιον. τροχὸς δὲ ἦν ὁ ἐπιβαλλόμενος χα- ρακτὴρ τῇ γνάθῳ τῶν ἵππων
- <τρύσκει>
- τρύχει. ξηραίνει
- <τρῦσις>
- νόσος. πόνος
- <τρυσμός>
- γογγυσμός
- <τρυς[ς]όν>
- νοσερόν. λεπτόν, ἀσθενές
- <τρυτάνη>
- ὁ ζυγός
- <τρύφακτος>
- ἔνιοι διὰ τοῦ Δ· <δρῦς> γὰρ τὸ ξύλον
- <τρυφάλη>
- περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους
- <τρυφαλίδες>
- τὰ τμήματα τοῦ ἁπαλοῦ τυροῦ
- <τρυφερός>
- νέος ἁπαλός, ἢ ψιλός
- <τρυφέν>
- κλασθέν
- <τρυφηλοῖς>
- ἐπιθυμητ(ικ)οῖς
- <τρυφοκαλάσιρις>
- ἔνδυμα γυναικεῖον
- <τρύφος>
- κλάσμα ἄρτου. ἢ ξύλον καταδεδαπανημένον
- *<τρυφή>
- γαστριμαργία, πολυφαγία, εἰκαιοφαγία
- <τρυφώματα>
- θρέμματα. Ἰταλοί
- <τρύχειν>
- φθείρειν, τήκειν. καταπονεῖν. κακοπονεῖν. κακοπαθεῖν
- <τρυχηρά>
- ῥακώδη
- <τρυχίνοις>
- ῥακίοις
- <τρυχόμενος>
- καταπονούμενος. ἀνιώμενος. δαπανώμενος
- <τρύχωσα>
- τρύχουσα. ἐπιτρίβουσα
- <τρῶα>
- ἁρπεδόνη
- <τρωγάλια>
- τὰ τραγήματα. Λάκωνες
- <τρωγάλιον δέρμα>
- τὰς μελικοκκίδας
- <τρῶγας>
- τρώγλας
- <τρώγλας>
- τρύπας
- <Τρωγλοδύται>
- οἱ εἰς τὰς τρώγλας οἰκοῦντες
- <τρωγμός>
- τὸ ἐπιθέσθαι τὴν ὕλην τρωγμόν
- <τρώει>
- τιτρώσκει. δαπανᾷ
- <Τρῶες>
- οἱ τὴν Ἴλιον οἰκοῦντες, καὶ οἱ τὴν Τρωάδα χώραν
- <τρώεσθαι>
- τραυματίζεσθαι
- <τρώζειν>
- ψιθυρίζειν. συνουσιάζειν
- <τρωθείς>
- πληγείς
- <Τρώϊοι ἵπποι>
- ἀπὸ Τρωὸς τοῦ ἥρωος· ἢ ἀπὸ Τροίας
- <τρῶκται>
- κακοῦργοι
- <τρώκτης>
- φάγος, ὁ ἀπὸ πάντων ἐσθίων. καὶ κερδαίνειν βουλόμενος, πανοῦργος, ἀπατεών
- <τρώματα>
- τραύματα
- <τρωπάασθαι>
- περιτρέπεσθαι
- <τρωπάσκετο>
- ἐτρέπετο, μετεβάλλετο
- <τρωπασκέσθω>
- μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω
- <τρωπᾶν>
- τρέπεσθαι. πείθειν. στρέφεσθαι, μεταβάλλεσθαι
- <τρωπῶντο>
- ἐτρέποντο, μετεβάλλοντο
- <τρωπῶσα>
- τρέπουσα τὴν φωνήν
- <τρώσας>
- πλήξας, τοξεύσας
- <τρωτός>
- παθητός
- <τρωχῶσι>
- τρέχουσι
- <τρώχων>
- ἔτρεχον. ἐκρούνιζον. ἐστάλαζον
- *<τοῦ>
- σοῦ
- <τυΐ>
- ὧδε. Κρῆτες
- <τυβηκτίς>
- κακοσχόλος
- <τῦδε>
- ἐνταῦθα. Αἰολεῖς
- <Τυδᾶν κολωνᾶν>
- Τυνδαριδᾶν κολωνᾶν
- <τύϊγγα>
- ὀρνιθάριόν τι
- <τυκτόν>
- κατεσκευασμένον
- <τυκτὸν κακόν>
- τουτέστι μέγα κακόν
- *<τυτθόν>
- ὀλίγον
- <τυκτῷ δαπέδῳ>
- εὖ κατεσκευασμένῳ
- <τύκω>
- ἑτοιμάζω
- <τύλαι>
- αἱ ἐν ταῖς χερσὶ φλύκταιναι, ὡς περισσά τινα, καὶ τοῖς ὤμοις
- <τύλη>
- τῆς καμήλου ἀπὸ τῆς ῥάχεως τὸ ἄκρον δέρμα
- <τύλοι>
- αἱ ὀχθώδεις ἐπαναστάσεις, καὶ τὰ τῶν ἀχθοφόρων ἐπὶ τῶν ὤμων τυλώματα
- <τύλον>
- τὸ αἰδοῖον. οἱ δὲ ξύλον
- <τύλος>
- νενεκρωμένη σάρξ
- <τύλωμα>
- τύμμα
- <τύλαρος>
- μάνδαλος
- <τυλαρώσας>
- μανδαλώσας
- <τυμβὰς γυνή
- τυμβάδας> ἔλεγον τὰς φαρμακίδας, ἀπὸ τοῦ περὶ τοὺς τύμβους διατρίβειν καὶ τοὺς νεκροὺς ἀκρωτηριάζειν
- <τυμβογέρων>
- ἐσχατόγηρως, καὶ παρη(λλα)γμένος τῇ διανοίᾳ
- <τύμβος>
- τάφος, μνημεῖον
- <τυμβωρύχος>
- λωποδύτης νεκρῶν
- *<τυμβοχοῆσαι>
- περιχῶσαι, θάψαι
- *<τυμβοχόης>
- τύμβου καὶ χώσεως, οἷον ταφῆς
- <τύμμα>
- πληγή
- <τύμπανα>
- τὰ δερμάτινα [π]ῥακτήρια κόσκινα, τὰ ἐν ταῖς βάκχαις κρουόμενα
- <τυμπανίζεται>
- πλήσσεται, ἐκδέρεται, ἰσχυρῶς τύπτεται
- <τύμπανον>
- ᾧ αἱ Βάκχαι κρούουσιν. ἢ[ν] εἶδος τιμωρίας
- <Τυμφαῖον ἔθνος>
- ἄθεον ἔθνος. λέγει δὲ [καὶ] τοὺς Ἠπειρώτας
- <τύνη>
- ἐν [<τυπείς>· πεσών, πληγείς.] Δωρικῶς δὲ σύ
- <τύνη δὲ ἐποιήσας>
- σὺ δέ
- <τυννός>
- μικρός. τηλικοῦτος
- <τυννοῦν>
- τὸν μικρόν
- <τυντλάζει>
- αὐτὸ καὶ αὐτὸ λέγει. ἢ ταράττει. ἐπιβαίνει πηλοῦ. οἱ δὲ σκάπτειν ἀμπέλους
- <τύντλον>
- πηλόν
- <τυντλώδους>
- ὑλώδους
- <τύξιν>
- τεῦξιν. παρασκευήν
- <τυπάδι>
- σφύρᾳ
- <τυπάζειν>
- κόπτειν
- <τύπαι>
- ἑορτή τις
- <τυπαῖς>
- πληγαῖς
- <τύ[μ]πανον>
- ξύλον τι, ἐν ᾧ τυμπανίζουσιν
- <τυ[μ]παστήριον>
- τὸ τῶν ἁλιέων στυμνίον
- <τυπεῖ>
- ψοφεῖ, κτυπεῖ, κροτεῖ, πλήσσει
- <τυπείς>
- πληγεὶς ἐκ χειρός, καὶ πεσών. ἢ τρωθείς
- <τυπήσει>
- πλήξει
- <τύπης>
- πλήκτης
- <τυπῇσι>
- πληγαῖς
- <τυπίας>
- οὕτω καλεῖται τῶν τοῦ χαλκοῦ τις τροχῶν
- <τυποῖ>
- πλάττει, γλύφει
- <τύπος>
- χαρακτήρ, εἰκών
- <τυποῦται>
- πλήσσεται. ἰοῦται. μιμεῖται. ἢ πλάττεται
- <τυπῶντες>
- χοροί τινες
- <τυραννοδαίμονα>
- ἣν οὐκ ἄν τις τύραννον μόνον εἴποι, ἀλλὰ καὶ δαίμονα
- <τύραννος>
- παράνομος βασιλεύς, ἢ ἄρχων ἀπηνὴς καὶ ἀπάνθρωπος
- <τυρβασία>
- χορῶν ἀγωγή τις διθυραμβικῶν
- <τύρβη>
- θόρυβος, [ἀγωγή,] τάραχος
- <Τυρβηνός>
- ἐπίθετον τοῦ Ἀπόλλωνος
- <τύρβησις>
- ἡλιβατὸν ἀέρα
- <Τυρεῖν>
- τόπος τις Κλαζομενίων
- <τυρεύεται>
- ταράττει, κυκᾷ
- <τυρεῦσαι>
- τὰ αὐτά. καὶ <τυρεύων>
- <τυρικίλοι>
- αὐλοὶ καλάμινοι
- <Τύρις>
- ὁ Περσικὸς χιτών. ἢ ποταμὸς ἐκδιδοὺς εἰς τὸν Βορυσθένη
- <τυρόεντα>
- πλακοῦντα
- <τυρόκνηστις>
- σχῆμα τῶν ἀκολάστων. οἱ δὲ μάχαιραν
- <τυροκομεῖον>
- τάλαρος, ἐν ᾧ ὁ τυρὸς τῆς ἐπιμελείας τυγχάνει
- <Τυῤῥηνικὰ σανδάλια>
- κάττυμά τι ὑψηλὸν οὕτω καλεῖται
- *<τυρίς>
- ὁ περίβολος τοῦ τείχους
- <Τυῤῥηνοὶ δεσμοί>
- οἱ λῃστρικοὶ καὶ χαλεποί
- <τύῤῥις>
- πύργος, ἔπαλξις, προμαχών
- <τύρσις>
- τὰ αὐτά
- <τύρσος>
- τὸ ἐν ὕψει οἰκοδόμημα
- <τυρωθέντα>
- ταραχθέντα, κινηθέντα
- <τύσσει>
- ἱκετεύει
- <τυτάνη>
- ὄργανόν τι, ᾧ χρῶνται εἰς τὸν ἀλοητὸν τοῦ σίτου
- <τύτη>
- τὸ αὐτόθι
- <τυτθήν>
- ὀλίγην, μικράν
- <τυτθόν>
- ὀλίγον, βραχύ, καὶ μικρόν
- <τυτώ>
- ἡ γλαῦξ
- <τυφεδανός>
- τετυφωμένος
- <τύφεται>
- καίεται, καπνίζεται, φλέγεται. [τυφόμενον]
- <τυφόμενον>
- τὰ αὐτά
- <τυφείσας>
- μεμαραμμένας
- <τύφεσθαι>
- μαραίνεσθαι, ἡσυχῆ ἐκκαίεσθαι, χωρὶς φλογὸς καπνὸν ἱέναι
- <Τυφίον>
- ὄρος Βοιωτίας
- <τυφλῖνος>
- ἰχθῦς Νειλώ[ε]ιος. καὶ ὄφεως εἶδος
- <τυφλός>
- τίθεται καὶ ἀντὶ τοῦ κωφός
- <τυφλότερος σπάλακος>
- τοῦτο τὸ ζῶον οὐκ ἔχει ὀφθαλμούς· ἔχει δὲ ὀδόντας μικροτάτους, καὶ ῥύγχος ὡς γαλῆς, καὶ πόδας ἄρκου
- <τυφλῶπες>
- εἶδος ὄφεων
- <τυφλῶν ὀν(εί)ρων>
- .......
- <τύφοι>
- σφῆνες
- <τῦφος>
- ἀλαζον(ε)ία, ἔπαρσις, κενοδοξία
- <Τυφῶ>
- ἀντὶ τοῦ Τυφῶνος. Σοφοκλῆς
- <Τύφω ...> ἑνὶ τῶν γιγάντων
- <τύφυμεν>
- βρέχειν
- <Τυφωεύς>
- θεός τις γηγενής, ἐναντιωθεὶς τῷ βασιλεῖ τῶν θεῶν
- <τυφωθείς>
- ἐπαρθείς, ὑπερηφανεύσας
- <τυφών>
- ὁ μέγας ἄνεμος· τινὲς τὰ ἐκ τῆς ἀναθυμιάσεως
- <τυφῶνος>
- πυρ[ρ]ώδους δαίμονος
- <τυφῶσαι>
- πνῖξαι, ἀπολέσαι
- <τυχάζεσθαι>
- στοχάζεσθαι
- <τυχεῖν (ἀξιώσεως)>
- ἀξιωθῆναι
- <τύχη>
- εὐτυχία
- <τύχε>
- κατέτυχεν
- <τυχῆσαι>
- ἐπιτυχεῖν
- <τυχήσας>
- ἐπιτυχών
- <τυχθείς>
- κατασκευασθείς
- <τυχθῆναι>
- γενέσθαι. [ἐπιτυχεῖν
- <Τυχίος>
- ὄνομα τοῦ κατασκευάσαντος τὴν Αἴαντος ἀσπίδα σκυτο- τόμου
- <τύχοι>
- λιθοξοϊκὰ ἐργαλεῖα
- <τυχόν>
- ὡς φθάσει. ὡς λάχοι. ἢ πολλάκις
- <Τύχων>
- ἔνιοι τὸν Ἑρμῆν· ἄλλοι δὲ τὸν περὶ τὴν Ἀφροδίτην
- <τύχουσι>
- τεύχουσιν
- <τύχων πυλῶν>
- τὸν ἐσφηνωμένον· <τύχους> γὰρ καὶ τοὺς σφῆνας καλοῦσιν
- <τύψαι>
- τὸ διὰ χειρὸς πατάξαι, ἢ τρῶσαι
- <τυψέλη>
- ὃ ἐν τοῖς ὠσὶ ῥύπος
- <τύψον>
- ἔκχεε, ἐκκένωσον. τρῶσον, δάμασον
- <τώ>
- οὗτοι δυϊκῶς, καὶ τούτους. ἢ διὰ τοῦτο. ἢ τινί
- <τώγε>
- οὗτοί γε
- *<τῶν γάρ>
- ἐκ τῶν γάρ
- <τωθάζει>
- χλευάζει, μετὰ κενοδοξίας σκώπτει. ἐρεθίζει. κατακαυ- χᾶται. λοιδορεῖ. θωπεύει. κακολογεῖ
- <τῶ κεν>
- οὕτως ἄν
- <τῶ κε>
- οὕτως γὰρ ἄν
- <τῶ κε λάχον>
- οὕτως γὰρ ἂν (ἔ)λαχον
- <τῶν>
- τούτων
- <τώνα>
- ζώνη
- <τῶν ἀκεραίων>
- τῶν ἡσύχων
- *<τῶν μὴ σύ[γ] γε μύθον ἐλέγξῃς>
- σὺ τὴν ἱκετείαν τούτων μὴ ἐπονείδιστον ποιήσῃς
- <τῶν δὲ πάροιθεν>
- (τῶν) πρὸ τούτων
- <τῶν ἐν τέλει>
- τῶν ἀρχόντων ἐν τῷ δήμῳ
- <τῶν ἐπὶ σκηνῆς>
- τῶν θεατρικῶν
- <τῶν μοι>
- ἐκ τῶν μοι
- <τῶν οἰνάρων>
- τῶν τῆς ἀμπέλου φύλλων
- <τωνολβεύς>
- τὸ κακοδαίμων
- <τῶν ὄπι[ς]θεν>
- ἀντὶ τοῦ ὑπὲρ τούτων
- <τῶν οὔτι>
- ὧν οὐδαμῶς
- <τῶν παρεκτός>
- τῶν ἔξωθεν
- <τῶν πέλας>
- τῶν πλησίον
- <τῶν πλωτήρων>
- τῶν πλεόντων, τῶν ναυτῶν
- <τῶν πτίλων>
- τῶν πτερῶν
- <τῶν τριῶν ἕν>
- Θηραμένης ἐψηφίσατο τρεῖς τιμωρίας κατὰ τῶν πα- ράνομόν τι δρώντων
- <τώ οἱ>
- οἵτινες αὐτῷ
- <τῷ ὄντι>
- τῇ ἀληθείᾳ
- <τῶπιν>
- μέτρον δεκαχοίνικον
- <τὼ πόδε>
- τοὺς πόδας. δυϊκῶς
- <τῶ ῥα>
- διὸ δή
- <τώς>
- οὕτως, ὁμοίως
- <τώ>
- τὸ ἐντεῦθεν
- <τῷ φύσαντι [ἢ τῷ φύντι>]
- τῷ γεννήσαντι
- <τῶ χορτᾶν>
- τῶν σίτων ὑποστελλοῦ
- <Ὑάδας>
- τὰ ἐπὶ τοῦ μετώπου κέρατα τοῦ ταύρου τοῦ ἐν οὐρανῷ ἄστρου. εἰσὶ δὲ ἀστέρες ἑπτά, ὧν κατὰ τὴν ἀνατολὴν ὑετὸς γίνεται