Γλώσσαι/Θ
Εμφάνιση
< Γλώσσαι
(Ανακατεύθυνση από Hesychius Θ)←Η | Γλώσσαι Συγγραφέας: Θ |
Ι→ |
- <Θάασσεν>
- ἐκαθέζετο (Ι 194) S(n)
- <θαάσσει>
- κάθηται. διατρίβει
- <θάβακον>
- θᾶκον. ἢ θρόνον
- <Θαβώρ>
- ὄρος Συρίας (Hos. 5,1 ς#)
- <θάγῃ>
- θήξῃς
- <θάεο>
- θεώρει
- *<>θαζόμενος>
- σκώπτων (Plat. rep. 5,474a) AS
- <θαίβει>
- ἐλαύνει
- †<θαιμός>
- οἰκία. †σπόρος, φυτεία
- <θαιροδύται>
- οἱ ἐν τῷ ζυγῷ δακτύλιοι, δι' ὧν οἱ ῥυτῆρες ...
- <θαιροδύτης>
- ὁ δακτύλιος τοῦ ζυγοῦ
- <θαιρός>
- ὁ διήκων ἀπὸ τοῦ ἄνω μέρους ἕως κάτω στροφεὺς τῆς θύρας (Μ 459), ἢ ἄξων. Σοφοκλῆς Τριπτολέμῳ (fr. 539)
- *<θακεύουσι>
- κάθηνται εἰς τὰς χρείας ASn
- *<θᾶκος>
- καθέδρα, θρόνος AS (vg)
- <θαλάμη>
- τρώγλη, [θυρὶς] κατάδυσις (ε 432) p
- <θαλάμαι>
- στῆλαι ἐπικείμεναι τοῖς αἰδοίοις τῶν ἀποκόπων
- <θαλαμηπόλος>
- ἡ περὶ τὸν κοιτῶνα ἢ περὶ τὸν θάλαμον δια- τρίβουσα ἢ ἀναστρέφουσα. Ἀπίων δὲ κοιτωνοφύλαξ, νυμφα- γωγός, τοῦ θαλάμου ἐπιμελουμένη (η 8 ..)
- <θαλάμιαι κῶπαι>
- p αἱ κατωτάτω. καὶ οἱ ταύτην ἔχοντες τὴν χώραν <θαλαμιοὶ> λέγονται
- <θαλαμιός>
- [ὁ κατωτάτω θαλάμιος] ἐρέτης ὁ κατωτάτω ἐρές- σων ἐν τῇ νηῒ <θαλαμιὸς> λέγεται, ὁ δὲ μέσος <ζύγιος>, ὁ δὲ ἀνώτατος <θρανίτης>
- <θαλάμοιο νέοιο>
- κατασκευασμένου νεωστί· ὑπὸ γὰρ τῶν γάμων αὐτὰς τὰς ἡμέρας θαλάμους ἐπήγνυον· ὡς οὐκ ἔκπαλαι αὐτοῦ γεγαμηκότος (Ρ 36)
- <θάλαμος>
- *οἶκος Agn. μυχός. νυμφικὸς οἶκος
- <θαλάμων ἄνασσα>
- Ἀφροδίτη
- <θάλασσα κοίλη>
- ἡ χειμέριος. καὶ τὸ θέατρον (Com. ad. fr. 864 K.)
- <θαλασσεύς>
- ἁλιεύς
- <θαλάσσια ἔργα>
- ναυτικά (Β 614)
- <θαλάσσιος Ζεύς>
- ἐν Σιδῶνι τιμᾶται
- <θαλασσωθείς>
- ἁγνισάμενος
- <θαλάσσια>
- τὰ τῆς θαλάσσης (Β 614)
- <θαλαττοκοπεῖς>
- ματαιολογεῖς p
- <θαλαττοπορῆσαι>
- πλεῦσαι διὰ θαλάσσης
- <θαλέθει>
- θάλλει, ἀνθεῖ
- <θαλέεσσι>
- πιότητι, λιπαρίαις (Callim. fr. 337)
- *<θαλέθοντες>
- θάλλοντες (Ψ 32) ASgn
- <θαλέθοντα>
- θάλλοντα, βλαστάνοντα, ἀνθοῦντα. εὐτροφοῦντα
- *<θαλεία>
- <ὡς> παιδεία. [εὐθυμία n. ἡδονή. καὶ [ἡ Μοῦσα n
- <θαλείας>
- πότους, μέθας. †λινᾶς πήρας
- <θαλίῃ>
- εὐδαιμονίᾳ, εὐθηνίᾳ. ἀκμῇ. εὐφροσύνῃ (Ι 143)
- *<θαλεῖον>
- καθαρόν g
- <θαλεραί>
- οἰκτραί
- *<θάλλει>
- ἀκμάζει S, ἀνθεῖ (Eur. Phoen. 812)
- <θαλεροί>
- ἀκμάζοντες, ἀνθοῦντες (Γ 26). πολλοί. πρόσφατοι. ἀθρόοι. ὑγροί. οἰκτροί
- <θαλερὸν δάκρυον>
- τὸ πολὺ καὶ <μὴ> ξηραινόμενον, ἀλλ' ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἀεὶ θάλλον (Β 266 ..)
- *<θαλερός>
- ταχύς. ἰσχυρός ASn
- [<θαλέων>
- τῶν θάλλειν ἐπιτηδείων]
- <θαλέων>
- τῶν *[θάλλειν ποιούντων n ἡδονῶν. παιγνίων. ἡδέων. *[τῶν πρὸς τὸ θάλλειν ἐπιτηδείων (Χ 504) S
- <θαλία>
- εὐθηνία. εὐωχία. πανήγυρις. τέρψις, εὐφροσύνη
- *<θαλίη>
- τὰ αὐτά (Ι 143) An
- <θαλλικοποιοί>
- οἱ τὰ σκυτούμενα κιβώτια, καὶ τοὺς δερματί- νους ῥίσκους ἐργαζόμενοι
- <Θαλλιγόνους>
- οἱ πολλοὺς καὶ ἐνδόξους ἔχοντες <ἐκγόνους> g, ἢ γένος ἐν ὅπλοις ἔνδοξον
- <θάλλικα>
- σάκκου εἶδος
- <θαλλίς>
- μάρσιππος μακρός
- *<θαλλόν>
- ὃ ἐσθίουσιν οἱ βόες (ρ 224) AS
- *<θαλλός>
- κλάδος ἐλαίας. [ἄνθος AS. γέννημα S. καὶ πᾶν τὸ θάλλον. κυρίως δὲ κλάδος ἐλαίας ASvg, ἢ φοίνικος [βλάστημα An
- *<θάλλουσα>
- αὐξάνουσα (Gen. 40,10) A
- <θαλλοφόρος>
- ὁ πομπεύων Ἀθήνησι, καὶ ἐλαίας κλάδον φέρων. λέγουσι δὲ καὶ γέροντας θαλλοφόρους, πρὸς οὐδὲν ἄλλο χρησί- μους ἢ πρὸς τὸ θαλλοφορεῖν (Ar. Vesp. 544)
- [<θάλπει>
- ἀκμάζει, ἀνθεῖ]
- *<θαλπιώθ>
- ἐπάλξεις (Cant. 4,4)
- <θάλπος>
- *καῦμα ([Plat.] Ax. 366 d) S παραμυθία
- <θάλπω>
- *θερμαίνω An. παραμυθοῦμαι
- <θαλπωρή>
- *παραμυθία Sn. σκέπη. *χαρά ASvg. σωτηρία S ἡδονή. *[θάλψις ASvg. ἐλπίς. ἀσφάλεια. *[ἢ διάχυσις ASvg (Ζ 412)
- <θαλυκρέονται>
- ψεύδονται S
- <θαλυκρόν>
- ἰταμόν (S). λαμπρόν. βλοσυρόν. ἀναιδές. [πανοῦρ- γον. θερμόν (S). χλιαρόν (Callim. fr. 736?)
- <θαλύνειν>
- θάλπειν. †ποιεῖ
- <θαλύεσθαι>
- φλέγεσθαι (S)
- *<θαλύσια>
- αἱ τῶν καρπῶν ἀπαρχαί (Ι 534) ASvgn
- <θαλύσιος ἄρτος>
- ἀπὸ τῆς ἅλω πεττόμενος πρῶτος
- <θαλυσσόμενος>
- φλεγόμενος
- <θαλύψαι>
- θάλψαι. πυρῶσαι
- *<θάλωμεν>
- βλαστήσωμεν An. βλαστάνωμεν
- *<θαμά>
- θαμινά, [συνεχῆ P
- <θαμάκις>
- πλειστάκις, [πολλάκις S
- *<θαμά>
- τὰ πυκνά AS. καὶ θαμέα τὰ αὐτά
- <θαματροχεῖ>
- οὐχ ἡσυχάζει
- <θαμβαλέον>
- φοβερόν. θαυμαστόν
- *<θαμβεῖ>
- ἐκπλήττει (n)
- <θάμβος>
- θαῦμα. *[ἔκπληξις (Γ 342 ..) Avgnp
- *<θαμέας>
- πυκνούς, συνεχεῖς (ξ 12) A
- *<θαμέες (Κ 264) Sn καὶ <θαμειαί>
- (Α 52) S τὰ αὐτά· καὶ <θα- μειάς> (Τ 383)
- *<θαμίζεις>
- συνεχῶς ἔρχῃ ASgn, πυκνάζεις (Σ 386) (v) Σ
- <θαμίζεται>
- ὁμιλεῖ (Soph. fr. 462,3)
- <θαμίζει>
- συνεχῶς διατρίβει καὶ παραμένει <τὴν> ἑαυτοῦ ναῦν φυλάσσων
- *<θαμινά>
- πυκνά ASvg, πολλά
- *<θαμινῶς>
- συνεχῶς, πυκνῶς Sg (n)
- <θάμιξ>
- ἀλώπηξ
- <θάμνους>
- δενδρώδεις τόπους, δασεῖς (ε 476)
- <θάμνισον>
- ἀποκάλυψον
- *<θάμνοι>
- δασέα καὶ πυκνὰ δένδρα. καὶ οἱ σύνδενδροι τόποι (Λ 156) ASn
- <θάμνος>
- πυθμὴν δένδρου. ἢ ῥίζα πολλοὺς κλάδους ἐκπέμπουσα. ἢ καθ' ἕνα τόπον τῆς ὕλης συντροφὴ καὶ ἡ συνεχὴς φυτεία. καὶ ἡ περιοχὴ τῆς ἐλαίας. καὶ ὄρμενοι. καὶ οἱ σύμφυτοι ἢ δεν- δρώδεις ..... *ἢ βάτος. ἢ ξύλον ἀκανθῶδες ASvg
- <θαμύντεραι>
- πυκνότεραι
- <θάμυρις>
- πανήγυρις, σύνοδος, ἢ πυκνότης τινῶν. καὶ <ὁδοὺς θαμυρὰς> τὰς λεωφόρους. ἔστι δὲ καὶ κύριον ὄνομα
- <θαμυρίζει>
- ἀθροίζει, συνάγει
- <Θάμυρις μαίνεται>
- παροιμία, ἐπὶ τῶν κατὰ σύνεσιν παρά- λογόν τι πραττόντων
- <θανάτοιο μέλαν νέφος>
- περιφραστικῶς αὐτὸς ὁ θάνατος (δ 180)
- <θάνατος>
- ὅ τε θεός· καὶ ὃ πάσχομεν, τέλος ἔχοντος τοῦ βίου. ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος. καὶ ὁ σωματοειδὴς θεός. καὶ ἡ δυσωδία
- *<θανατῶν>
- θανάτου ἐπιθυμῶν (Ios. b. Iud. 3,208) ASvg
- *<θανεῖσθαι>
- ἀποθανεῖσθαι (Eur. Troad. 430) AS
- *<θάνοιεν>
- ἀποθάνοιεν (Eur. Troad. 391) Avg
- <θᾶξαι>
- μεθύσαι
- <θαέοντα>
- διδασκόμενον. θεωροῦντα
- <θαεῦνται>
- ὁμοίως
- <θάπαν>
- φόβον
- <θάπτρα>
- μνῆμα. Κρῆτες
- *<θαῤῥαλέως>
- εὐθαρσῶς ASg. ἀνδρείως (3. Maccab. 1,4 ..) g
- <Θαργήλια>
- Ἀπόλλωνος ἑορτή. καὶ ὅλος ὁ μὴν ἱερὸς τοῦ θεοῦ. ἐν δὲ τοῖς Θαργηλίοις τὰς ἀπαρχὰς τῶν φυομένων ποιοῦνται, καὶ περικομίζουσι· ταῦτα δὲ θαργήλιά φασι· καὶ μὴν <θαργη- λιών>. καὶ τὴν εὐετηρίαν ἐκάλουν <θάργηλον>. καὶ Ἀρχίλοχός φησιν>· †ὡς φαίε† νῦν ἄγει Ταργήλια (frg. 113) καὶ ὁ <θάργηλος> χύτρα ἐστὶν ἀνάπλεως σπερμάτων. [καὶ παρὰ Μιλησίοις ᾀδο- μένη ἐπὶ φρονήσει]
- <Θαργηλία>
- ἔστιν ἡ Θαργηλία Μιλησία μὲν τὸ γένος, εὐπρεπὴς δὲ τὴν ὄψιν, καὶ τἆλλα σοφή, ὥστε στρατηγεῖν πόλεις καὶ δυνάστας. διὸ καὶ πλείστοις ἐγήματο τῶν διασημοτάτων
- <θάργηλος>
- χύτρα ἱεροῦ ἑψήματος
- <θαρνύει>
- [ὀχλεύει]. ὀχεύει. σπείρει. φυτεύει
- <θαῤῥιά>
- τρασιά
- <θάρνυσθαι>
- ὀχεύειν
- <θάρνυται>
- μετεωρίζεται· θάρνυσθαι γὰρ τὸ συγγίνεσθαι. τοῦτο δὲ νῦν δηλοῖ τὴν διὰ λόγων ἔντευξιν καὶ ὁμιλίαν. σημαίνει δὲ καὶ [ὀχεύει S [<θαρσύνεται>·], περὶ συνουσίαν ὁμιλεῖ
- *<θάῤῥος>
- θάρσος Agn
- (*)<θαρσαλέον>
- ῥᾴδιον
- *<θαρσαλέως>
- ῥᾳδίως (ASg)
- *<θάρσος>
- [<ἢ θάργος>]· τὸ θράσος. ἀνδρεία. δυναστεία (Ε 2 ..)
- <θαρσύς>
- θρασύς
- *<θάρσυνος>
- τεθαῤῥηκώς (Ν 823) Σ
- <θάρσει>
- θάῤῥει. θράσει (Ζ 126 ..)
- <θαῤῥῶ>
- θρασύνομαι
- <Θασία ἅλμη>
- εἰς ἣν ὄψα ὀπτώμενα ἔβαπτον. καὶ ῥαφάνου εἶδος. οἱ δὲ βάμμα τι
- †<θάσωμεν>
- καθήμεθα
- <Θάσιος παῖς Ἀγλαοφῶντος>
- ...
- ...
- ἔστι δὲ σεμίδαλις, ἐπὶ τοῖς ἔργοις γενομένη, ἀπὸ Ἀγλαοῦ, τοῦ ἐξ ἀρχῆς ποιήσαντος, Θασίου ὀνομασθεῖσα
- *<θᾶσσε>
- κάθισον s
- *<θᾶσσον>
- θᾶττον, [τάχιον S, ταχύτερον (An)
- *<θάσσονας>
- ταχίονας (Ν 819) AS
- *<θάσσοντας>
- καθημένους (ASg)
- *<θάσσουσα>
- σπεύδουσα (ASvg)
- *<θάσσω>
- παρακαθέζομαι (Eur. Or. 85 ..) AS
- *<θάσσων>
- ταχύτερος (Ο 570) ASgn. καθεζόμενος Ag
- *<>†θαστρεύεσθαι>
- ἀναβάλλεσθαι (Ο 512) AS
- <θᾶτας>
- θῆτας, τοὺς δούλους. Κύπριοι
- *<θάτερα>
- τὰ ἄλλα AS, ἑκάτερα, ἕτερα μέρη ( Eur. Bacch. 1129)
- *<θατέρου>
- ἑνός gS
- <θατῆρας>
- θεατάς
- *<θᾶττον>
- εὐθύς, [τάχιον, ταχέως gn
- <θᾶττον ἢ Βούτης>
- παροιμία ἐπὶ τῶν <ῥᾳδίως ἐπιτελουμένων, ὅτι τῶν> ἐν τῇ στοᾷ μαχομένων τις ἦν, ᾧ ἐπεγέγραπτο Βούτης <οὗ ἐφαίνετο τὸ κράνος καὶ ὁ ὀφθαλμός.> Τάσσεται οὖν ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ῥᾳδίως συντελουμένων· καὶ γὰρ ὁ Βούτης ῥᾳδίως κατεσκεύαστο, ἅτε οὐχ ὁλοκλήρου τοῦ σώματος γε- γραμμένου
- [<θαυλακίζειν>
- μετὰ βοῆς ἀπαιτεῖν τι. <Ταραντῖνοι>]
- <Θαύλια>
- ἑορτὴ [Ταραντῖνοι] ἀχθεῖσα ὑπὸ Κτεάτου· παρ' ὃ καὶ <θαυλίζειν> λέγειν τοὺς Δωριεῖς ...
- <Θαυλωνίδαι>
- γένος ἰθαγενῶν Ἀθήνησι
- <θαυμάζειν>
- θεᾶσθαι. καὶ μανθάνειν
- <θαῦμα>
- ἔκπληξις. ξένισμα
- <θαυμαίνει>
- θεωρεῖ. θαυμάζει
- <θαυμαλέον>
- φοβερόν. θαυμαστόν
- <Θαυμακίη>
- πόλις (Β 716)
- <θαυμανέοντες>
- θεώμενοι, ὀψόμενοι· ἀέθλια θαυμανέοντες (θ 108). τὸ δὲ καθ' ἡμᾶς θαυμάζειν θηεῖσθαι λέγει· θηεῖτο δὲ κούρη (ζ 237) <καὶ> <θηητὸς> ὁ θαυμαστός
- <θαυμάσιος>
- θαυμαστός
- <θαύματα>
- ἃ οἱ θαυματοποιοὶ ἐπιδείκνυνται (Plat. rep. 7,514b>)
- <QAUMATÍZOMAI>: E)KPLH/TTOMAI
- <*QAÚLIOS H)\ *QAÛLOS>: *)/ARHS *MAKEDÓNIOS
- <QAÛNON>: QHRÍON
- <QAULÉA>: OU)RÁ, KÉRKOS
- <QAUSÍKRION>: QEWREÎON
- <QAXQH=MEN>: QWRHXQH=NAI. *DWRIEÎS
- <QÁYAI>: KATORÚCAI. KAÛSAI, A)PÒ TOÛ QÁLPESQAI (Eur. Alc. 729 ..)
- <θάψινον>
- τὸ ξανθόν, ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς θάψου, [ὃ βάπτει] ᾧ ξανθίζουσι τὰ ἔρια καὶ τὰς κεφαλάς. τοῦτό τινες (Sapph. frg. 210 L. -- P.) Σκυθικὸν λέγουσι. καὶ ὁ ποταμός, παρ' ᾧ φύεται τὸ ξύλον, Θάψος καλεῖται. ἔστι δὲ καὶ <ῥίζα θαψία> καλουμένη
- *<θεά>
- ὦ Μοῦσα (Α 1) n
- *<θέα>
- σκόπει (ASvgn) θεώρει, [ὅρα n
- *<θεάμονας>
- θεατάς ASvgn
- <θέαν>
- *ὄψιν. θεωρίαν (Eur. Hipp. 825) n. ὄμματα
- <θεαγγελεῖς>
- οἱ τὰς πανηγύρεις ἐπαγγέλλοντες
- <θεαγής>
- ὅσιος, [θεοσεβής r
- <θέαγον>
- τὸ θεῖον, ᾧ καθαίρουσι. Σαλαμίνιοι
- <θέαμα>
- θεώρημα (Eur. Med. 1167 ..)
- <θεανὴ νόσος>
- ἡ ἐκ θεοῦ, θεία. Σοφοκλῆς Τυροῖ α# [ῥοιτοῦ] (fr. 589)
- <θεανῶσται>
- οἱ ξυστῆρες ὑπὸ Θετταλῶν
- <θέα παρ' αἰγείρῳ>
- τόπος αἴγειρον ἔχων, ὅθεν ἐθεώρουν. εὐτελὴς δὲ ἐδόκει ἡ ἐντεῦθεν θεωρία· μακρόθεν γὰρ ἦν καὶ εὐώνου ὁ τόπος ἐπωλεῖτο (Cratin. fr. 339)
- <θεατόν>
- τὸ ἐκλεκτόν. [ὁρατόν (n), καὶ θεωρητόν
- <θέατρον>
- θέαμα (1. Cor. 4,9). ἢ σύνταγμα
- *<θέει>
- τρέχει (Ν 141) ASv
- *<θεείου>
- θείου (Θ 135) ASn
- *<θέειν>
- τρέχειν, δραμεῖν (Β 183) Avgs
- <θέεν>
- ἔτρεχεν (Ζ 118)
- *<θεηγόρων>
- θείων. ἢ ἐκ θεοῦ †λαμβάνων AS(v) gp
- <θεήλατον>
- ὑπὸ θεοῦ πεπληγμένον, ἢ *[πεμφθέν (Eur. Or. 2 ..) ASvg
- *<θέῃσι>
- τρέχῃ (Χ 23) AS
- *<θειαζόντων>
- μαινομένων ASvg
- *<θίασος>
- χορός v
- <θειασμοῦ>
- [εὐωχίας] ἐνθουσιασμοῦ
- <θειασμῷ>
- [εὐωχίαις] μαντείαις (Thuc. 7, 50,4)
- *[<θειασῶται>
- χορευταί] ASv
- [<θεῖα>
- ἴγδια. καὶ θεοῖς ἐοικότα. Κύπριοι]
- *<θέειν δρομαῖς>
- ....AS
- <θείης>
- ποιήσεις (Ω 661)
- <θειητόν>
- θαυμαστόν (Hes. Theog. 31) r
- <θειλόπεδα>
- ὁ τόπος, ἐν ᾧ ξηραίνεται ἡ σταφυλή. εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ <θέρεσθαι> ἐν τῷ ἡλίῳ καὶ τῷ <πέδῳ> (η 123) r
- †<θεῖνιν>
- δραμεῖν ἢ ὁ αἰγιαλός
- *<θειμωνειαί>
- οἱ σωροὶ τῶν δραγμάτων AS
- *<θεῖναι>
- ποιῆσαι (Δ 26) r. n
- *<θείναν>
- βρῶσιν, ἀνάλωμα (Sap. 12,5) AS
- <θείνει>
- [ποιεῖ. τρέχει]. κτείνει. *[παίει (σ 63) s
- *<θεῖνες>
- οἱ σωροί, ἤτοι βουνοὶ τῆς ψάμμου ASvgn
- *<θεινομένην>
- τυπτομένην (Α 588) ASn
- *<θεινῶν>
- αἰγιαλῶν A
- *<θείομεν>
- ποιήσωμεν (Ψ 486) ASn
- *<θεῖον ἄπυρον>
- θεάφιον (Avn) ἄκαυστον
- <θεῖός μοι>
- ἐκ θεοῦ μοι (Β 56)
- <θεῖος νόος μευ>
- ἐκ θεοῦ μοι νοῦς
- <θεῖος ὄνειρος>
- θεόπεμπτος (Β 22)
- <θεῖον δύσονται ἀγῶνα>
- τὸ τῶν θεῶν ἄθροισμα, ἐν ᾧ αὐτῶν τὰ ἱερά (Η 298)
- <θειοῦται>
- θείῳ καθαίρει (ψ 50)
- <θεῖον>
- τὸ ἐκ θεοῦ ἀφιγμένον. καὶ τὸ ἄξιον λόγου, ὥστε θαυμά- ζεσθαι (Δ 192). καὶ τὸ θεάφιον
- <θείου πλῆτο>
- τοῦ κεραυνίου πυρὸς λέγει. ὀδμὴν γὰρ ἔχει ὁ κεραυνὸς θείου (μ 417)
- †<θεῖται>
- ᾄδεται. †κομίζει
- [<θειάσω>
- καθάρω]
- <θειώσω>
- καθαρῶ (χ 482)
- †<θέκλεον>
- θαυμαστόν (Ψ 107)
- <θέλγει>
- *ἀπατᾷ. θάλπει ASg, ἀπὸ τοῦ εἰς τὸ θέλειν ἄγειν. μαλάσσει. κηλεῖ. τέρπει (Ω 343 ..)
- *<θέλγητρα>
- εἰς ἡδονὴν ἄγοντα (Eur. Or. 211) ASvg
- <θέλγμα>
- θαῦμα
- <Θελγῖνες>
- οἱ Τελχῖνες. [γόητες s, πανοῦργοι, φαρμακευταί
- *<θελγόμενον>
- ἀπατώμενον. λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἡδυνομένων τοῖς ᾄσμασι ASv
- <θέλειν>
- δύνασθαι (Φ 366?)
- <θελεμόν>
- [οἰκτρόν.] ἥσυχον (Aesch. Suppl. 1028) (g)
- <θελεμῶς>
- ἡσύχως [οἰκτρῶς]
- <θέλυμνον>
- ὅλον ἐκ ῥιζῶν (Empedocl. frg. 21,6?)
- †<θελερόν>
- θελεκτόν. †καὶ τὸ θέλγον τὰ ὄμματα ἐπὶ κακώσει
- *<θελητής>
- προαιρετικός (Mich. 7,18) ASvg
- <θέλκαρ>
- θέλγμα
- <θέλκτρον>
- φίλτρον. χαρά. θαυμαστόν. καὶ τὸ ἐφηδῦνον μετά τινος ἀνάγκης
- *<θελκτήριοι <λόγοι>·> θεραπευτικοί ASvgn, ἄγοντες εἰς ἀπά- την S (Eur. Hipp. 478)
- <θέλξας>
- καταπραΰνας
- <Θελξινόη>
- Ἥρα τιμᾶται παρὰ Ἀθηναίοις
- <θέλω>
- χρῄζω. βούλομαι. εὐδοκῶ
- <θέμα>
- ἕξις. τόπος. στάσις. μνῆμα
- *<θεμάν>
- ἄνεμος AS νότος ASvgn. ἢ ἀνατολή (Ezech. 21,2)
- <θεματίζει>
- *ἀποτίθεται AS. κυβερνᾷ
- <θέμεθλα>
- ἕδραι. βάθρα. θεμέλια Avg θέσεις. [ῥίζαι (Ξ 493) Avg
- <θέμειλα>
- θεμέλιοι
- <θεμελιωθέντα>
- ἐκ ῥιζῶν ἀρθέντα
- <θέμεναι>
- καταβαλοῦσαι
- <θέμενος>
- ἐνθείς. καταβαλών
- <θεμερή>
- βεβαία. σεμνή. εὐσταθής
- <θεμερόν>
- σεμνόν. ἀφ' οὗ καὶ τὸ σεμνύνεσθαι <θεμερύνεσθαι>
- <θεμερόφρονας>
- συνετούς, σώφρονας
- <θεμερῶπις>
- ἐρασμία <Ἁρμονίη> (Empedocl. fr. 122,2).
- *<θέμις>
- δίκαιον ASvg. ἄξιον. πρέπον Svg. καὶ δίκη n, ἢ [προσή- κει. καὶ ἡ τιμή. καὶ τὸ ἀξίωμα. καὶ τὸ ἁρμόζον· S ᾗ θέμις ἐστί (Β 73). καὶ [νόμος n
- <θεμισσέτω>
- μαστιγούτω, νομοθετείτω. Κρῆτες
- *<θέμισις>
- δικαιοσύνη AS. παραμυθία
- <θέμιστα>
- ἔννομα r, νόμιμα
- *<θέμιστας>
- νόμους S. δίκας (Α 238) AS
- <θέμιστες>
- μαντεῖα, χρησμοί (π 403). δίκαια. νόμοι (ι 112)
- <θεμιστεύει>
- ἄρχει, κελεύει ἃ βούλεται, δικάζει (ι 114)
- <θεμιστευτόν>
- νομοθετητόν
- <θεμιστεύοντα>
- δικάζοντα (λ 569)
- *<Θέμιστι>
- τῇ Δίκῃ (Ο 87) An
- <Θεμιστιάδες>
- Νύμφαι (Pherecyd.)
- <θεμίστειον>
- δίκαιον
- *<θεμιστός>
- δίκαιος Ag [βασιλεὺς ὅσιος]
- †<θεμινήσασα>
- πρακτική, ἀνυσίμη, ἀποτελεσίμη
- *<θεμιστισία>
- ὁσία s
- <θεμιστοπόλοι>
- ἄρχοντες. δίκαιοι (Hes. fr. 7?)
- <θεμιστόρων>
- συνετῶν (r)
- <θέμηλα>
- [θεμέλαι] ἕδραι, βάθρα, θεμέλια
- *<θέναρ>
- τὸ κοῖλον τῆς χειρός (Ε 339), καὶ τοῦ ποδός ASvg
- <θεμούς>
- διαθέσεις. παραινέσεις
- †<θεμῶν>
- θελήμων
- <θέμωσεν>
- ἤγγισεν. ἐγγίσαι ἐποίησεν, ἠνάγκασεν (ι 486)
- <θεναρίζει>
- τύπτει
- [<θένει>
- κόπτει, τύπτει]
- <θένιοι>
- οἱ προσήκοντες
- <θεοβλάβειαν>
- οὕτως Αἰσχίνης εἶπεν (3,133)
- *<θεοδέκτρια>
- θεὸν δεδεγμένη AS
- <Θεοδαίσιος>
- Διόνυσος
- <θεοδμήτων>
- ὑπὸ θεοῦ ᾠκοδομημένων Avg δεδομημένων, [θεο- κτίστων AS (Θ 519)
- <θεοδόσια>
- ὑπὸ θεοῦ δεδομένα
- <θεόθυτα>
- ἱερόθυτα (Cratin. fr. 417)
- <Θεόδωρος>
- Θεοδώρους ἔλεγον οἱ κωμικοὶ τοὺς εὐρυπρώκτους, ἀπὸ Θεοδώρου τινὸς οὐκ εὖ τὴν ἑαυτοῦ ὥραν χρησαμένου (Com. adesp. 310)
- *<θεοειδεστέρας>
- θεῖον εἶδος ἢ ὁμοίωμα <ἐχούσης> ASvg
- <θεοειδής>
- καλός, θεοῦ εἶδος ἔχων (Β 623) s
- <θεοείκελα>
- θεῖα, θαυμαστά, *[θεοῖς ὅμοια (ASvg)
- *<θεόθεν>
- ἐκ θεοῦ (π 447) r. ASvg
- †<θεοεπεῖς>
- ἐκ θεοῦ ἑπόμενοι, ἢ λεγόμενοι
- <θεοὶ Μολοττικοί>
- ἤτοι <ὅτι> διάφοροι οἱ κύνες οἱ Μολοττικοί· ἢ ὅτι ψυχοπομπεῖόν ἐστιν ἐν Μολοσσοῖς
- <θεοίνια>
- θυσία Διονύσου Ἀθήνησι. καὶ <θεὸς θέοινος> Διόνυσος
- <θεοὶ ξενικοί>
- παρὰ Ἀθηναίοις τιμῶνται, οὓς καταλέγει Ἀπολ- λοφάνης ἐν Κρησί (fr. 7)
- <θεοῖο>
- τοῦ θεοῦ (Α 28)
- <Θεοκήρυκες>
- γένος τὸ ἀπὸ Ταλθυβίου, παρὰ Ἐλευθερίοις
- *<θεοκλυτεῖται>
- παρὰ θεοῦ ἀκούει AS
- *<θεοκλυτήσαντες>
- θεοῦ ἀκούσαντες. θεὸν ἐπικαλεσάμενοι Agn
- <θεοκλυτοῦσαι>
- θεὸν ἐπικαλούμεναι
- <θεοκόλος>
- ἱέρεια
- *<θεοκυδῆ>
- δόξαν θείαν ἔχουσαν AS
- *†<θεομητεῖ>
- θεοφορεῖται, θεῖα φρονεῖ AS (vg)
- <θεόμορος>
- σώφρων
- *<θέοντες>
- τρέχοντες (Ψ 387) vgn
- <θεοξένια>
- κοινὴ ἑορτὴ πᾶσιν τοῖς θεοῖς ...
- <θεόπαιστος>
- ὑπὸ θεοῦ παιόμενος ps. ἢ κιθάρα ὑπὸ θεοῦ ἐνδι- δομένη
- [<θεοπίς>
- ἀληθής. ἡδεῖα. ἀγαθή. ἰσχυρά]
- <θεοπλάγκτους>
- δεισιδαίμονας
- <θεοπομπεῖν>
- ἐνθουσιᾶν
- <θεοπρεπεῖς>
- θεῷ ἁρμόζοντας (p)
- *<θεοπρόπιον>
- μαντεῖον ἐκ θεοῦ (Α 85) r. ASvgn
- *<θεοπρόποι>
- προφῆται, μάντεις ASn, ἐκ θεοῦ προλέγοντες
- *<θεοπτίαν>
- θεοφάνειαν (r) gn
- *<θεοπτίας>
- θείας θεωρίας Avg
- <θέορτος>
- ὁ ὑπὸ θεοῦ παρορμώμενος
- *<θεόῤῥυτον>
- ἐκ θεοῦ προϊόν, προχεόμενον (r) ASvgrv
- <θεός>
- σημεῖον [ἢ ἀρχή]
- <θεόσδοτος>
- ἐκ θεοῦ δεδομένος (Hes. op. 320) r
- <θεός, θεός>
- ἔθος ἦν, ὅτε κατάρχοιντό τινος, λέγειν θεὸν ἐπιφη- μιζομένοις
- <θεόσεπτον>
- εἰς σεβασμόν ...
- *<θεοσέπτωρ>
- θεοσεβής (Eur. Hipp. 1364) ASvgn
- †<θεοσκνεῖ>
- θεοὺς τιμᾷ s
- *<θεοστυγεῖς>
- μισούμενοι ὑπὸ θεοῦ (Rom. 1,30) A (Sn)
- *<θεοτερπέος>
- θεοὺς τέρποντος ASn
- *<θεότευκτον>
- θεοκατασκεύαστον r. Avgn
- *<θεουδέα>
- θειώδη (Greg. Naz. c. 1, 1, 8, 60) g
- <θεουδής>
- *δίκαιος s. εὐσεβής ns. εὐγνώμων. θεοῖς ἀρέσκων
- <θεόσσυτον>
- θεοτίμητον
- <θεουδής>
- θεῷ ἀρέσκων (ζ 121 ..) T
- <θεοῦ δόσεσι>
- <ὑπὸ> θεοῦ δεδομένοις
- *<θέουσα>
- τρέχουσα (Ζ 394 ..) (A)
- <θεουργική>
- θεοὺς ποιοῦσα <ἀπαντᾶν>
- <θεοφάντορας>
- [ὑπὸ θεοῦ πεφημισμένους] [θεολόγους (r)
- [<θεώμενα>
- ἐκ θεοῦ μένοντα]
- <θεόφατα>
- ἐκ θεοῦ σημαινόμενα (r)
- <θεόφατα>
- λόγια, πεπρωμένα. πολλά. ἄφατα. ὑπὸ θεοῦ πεφη- μισμένα
- <θεοφατίζει>
- μαντεύεται. περιττολογεῖ
- <θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος>
- θεοῖς ἴσος ἐν τῷ βουλεύεσθαι (Η 366)
- <θεόφιν>
- [θεοῖς S. ἐκ θεοῦ. τὸ γὰρ σχῆμα τοῦτο πληθύει· <πας- σαλόφιν, ζυγόφιν>
- <θεόφοβος>
- θεοσεβής
- <θεοφραδία>
- θεοῦ r γνώμη s, ἢ [φράσις r
- <θεοφραδίαις>
- θεοῦ γνώμαις, λόγοις, φράσεσι
- *<θεόφρονος>
- θείου (Greg. Naz. c. 2, 1, 17, 103) AS
- <θεοφροσύνη>
- αἱ περὶ τὸ θεῖον διατριβαὶ καὶ [οὐ] μαντεῖαι (s)
- *†<θεπτάνων>
- ἁπτόμενος (Eur. Bacch. 1318) AS
- *<θεραπαινίς>
- δούλη r. AS (v) g
- <θέραπες>
- ὁμιλητῆρες
- <θεραπευσία>
- θεραπεία. ἱκετεία
- <θεραπευτής>
- ἰατρός (Plat. rep. 1, 341 c ..) s
- <θεραπίς>
- θεραπεύουσα
- <θεραπηΐας>
- τὰς βωμολοχίας
- <θεράπναι>
- αὐλῶνες. σταθμοί (Eur. Bacch. 1043)
- <θεραπαινίδες>
- ἔριθοι (s)
- <Θεραπνατίδεια>
- ἑορτὴ παρὰ Λάκωσι
- <θεράπνη>
- θεραπαινίς, δούλη
- <θεράπνιον>
- θεραπαινίδιον, δουλίδιον
- <θεράποντες Διός>
- βασιλεῖς (λ 255)
- <θεράποντες>
- οἱ ἐν δευτέρᾳ τάξει φίλοι· ἀπὸ τοῦ θεραπεύειν· *[δοῦλοί τε καὶ ὑπηρέται (Ε 48 ..) A
- <θέραψ>
- θεράπων, οἰκέτης, δοῦλος, ἀκόλουθος
- <θέρει>
- πρωΐ. *[θερμαίνει PA
- <Θερελίμνιον>
- τόπου ὄνομα. καὶ Ἀπόλλων. καὶ Ζεύς
- <θέρεσθαι>
- θερμαίνεσθαι, καίεσθαι r, θάλπεσθαι, πρὸς ἥλιον χλιαίνεσθαι
- <θερέσιμον>
- θεριστικόν
- <θερήγανον>
- μέρος τῆς ἁμάξης· οἱ δὲ τὴν ἅμαξαν τὴν ἄγουσαν τὰ θέρη
- <θέρηγνον>
- τὸ ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν παράπλεγμα, τὸ ἐπὶ τῇ ἀστα- χύων παρακομιδῇ γινόμενον
- *<θέρηται>
- [θέρεται.] [καίηται (Ζ 331) n
- <θερίζει>
- ἐνδιατρίβει τῷ θέρει, καὶ ἀλοᾷ
- *<θερίκλειον>
- ποτήριον gns. κόνδυ
- <θερινή>
- θέρος
- <θερίσας>
- τὸ θέρος ἀγαγών
- <θέριστρον>
- λεπτὸν ὕφασμα, *θερινὸν ἱμάτιον (Gen. 24,65) ASvg
- *<Θερσίτης>
- ὄνομα κύριον (Β 212) ASn
- <θερσίχθων>
- θερμαίνων γῆν, καίων
- <θέρμα>
- πυρετός (Aristoph. frg. 690) s. ἄδεια. καὶ ἐκεχειρία
- <θερμαστρῆθεν>
- ἐκ καμίνων [καὶ τὸ ἐπάνω ἐν τῇ κλίνῃ πάντων]
- [<θέρκταρ>
- θέλγμα]
- <θερμάστραι>
- κάμινοι (Callim. h. Del. 144)
- <θερμαστρίς>
- σκεῦος παραπλήσιον καρκίνῳ, ᾧ χρῶνται οἱ χρυσοχοῖ. καὶ ὄρχησις ἔντονος καὶ διάπυρος τάχους ἕνεκα
- <θέρμει>
- θερμαίνει
- <θέρμεσθαι>
- θερμαίνεσθαι
- <θέρμης>
- ὁ θέρους πνέων
- <θέρμον>
- τὸ θέρος. Βυζάντιοι
- <θερμόπλα>
- ἵππου νόσημα περὶ τοὺς πόδας
- *<θερόμενος>
- θερμαινόμενος An
- <θέρονται>
- καίονται. χλιαίνονται, θερμαίνονται
- <θέρος>
- σῖτος. τοῦ θερίζειν ἡ ὥρα (λ 192)
- <θερσόμενος>
- θερμανθησόμενος. ἀπὸ τοῦ <θέρω> ἐνεστῶτος (τ 507)
- †<θερουρότερος>
- ὁ χλωρὸς σῖτος ἀμηθείς
- †*<θερτήρια>
- ἑορτή τις AS
- [<θέσαι>
- θησαυρίσαι]
- [<θεάσατο>
- ἐνεδύσατο]
- <θέσθαι>
- ὑποθέσθαι (Hyperid. fr. 198 Tur.). θησαυρίζεσθαι (ν 207)
- *<θέσθω>
- εὐτρεπιζέσθω (Β 382) np
- <θέσκελα>
- *θαυμαστά Avg. θεοείκελα. ἢ θεοκέλευστα. [θεῖα Avg. θαυμάσια (Γ 130)
- <θέσεις>
- πράξεις. καὶ <θεῖναι> ποιῆσαι (Δ 26)
- *<θέσμιον>
- δίκαιον (Eur. Troad. 267) ASvgn. r
- <θεσμοθέται>
- ἄρχοντες. *[νομοθέται. νομοφύλακες ASn, οἱ τῶν νόμων ἐπιμεληταί
- *<θεσμόν>
- θεῖον νόμον ASn. ἔθος, νόμον (ψ 296) n
- *<θεσμοῖς>
- νόμοις (Sir. 28,19 v. l.) (r. gs)
- *<θεσμοποιεῖς>
- νομοθετεῖς (Eur. Phoen. 1645) ASvg (n)
- <θεσμούς>
- *νόμους g θείους. ἢ τὰς συνθέσεις τῶν ξύλων
- *<θεσμοφόρια>
- τὰ μυστήρια τῆς Δήμητρος An. ἢ ὄνομα ἑορτῆς ASgn
- *<θεσμοφόρος>
- ὁ θεσμοὺς φέρων, ἤτοι νόμους AS (vg)
- <θέσπιν>
- θείαν φωνήν (α 328) r
- <θεσπέσιον>
- θεῖον, παραγώγως. ὅταν δὲ λέγῃ· γνώσεαι εἰ <καὶ> θεσπεσίῃ πόλιν οὐκ ἀλαπάξεις (Β 367) τῇ θεότητι λέγει, εἰ μὴ κατὰ συνεκδοχὴν ἀκούοιμεν <θεσπεσίῃ>, τῇ ἐκ θεῶν βουλήσει
- *<θεσπέσιος>
- θεῖος. θαυμαστός r. ASvg (n)
- <θεσπεσίῃ>
- μεγάλῃ, πολλῇ. θείᾳ. τῇ ἐκ θεοῦ βουλήσει (Β 367)
- *<θεσπεσιώτερον>
- ἀξιολογώτερον ASgn
- <θεσπιαοιδός>
- ποιητής
- <θεσπέσιοι>
- θεῖοι
- <θεσπιδαές>
- θείως καιόμενον, ἢ δαιόμενον
- *<θεσπιδαὲς πῦρ>
- τὸ θείως καιόμενον πῦρ (Μ 177 ..) ASn
- <θέσπιδες>
- θυσίαι. θεοσέβειαι
- *<θεσπίζει>
- μαντεύεται, προφητεύει, ἐνθεάζει. νομοθετεῖ AS
- <θέσπιν>
- θείαν, ἡδεῖαν, θαυμαστὴν φωνήν (α 328. Eur. Med. 425)
- <θεσπιόφημον>
- ... παροιμίαν τινά ...
- <θεσπίσαι>
- προστάξαι. μαντεύσασθαι
- *<θέσπισμα>
- θεῖον δόγμα Avgn. νομοθεσία r. n
- <θεσπίσματα>
- μαντεύματα. καὶ τὰ ὅμοια (Eur. Or. 1666 ..)
- <θέσπις>
- ἀγαθή. ἀληθής. ἰσχυρά. ἡδεῖα
- <θεσπιῳδός>
- ἀληθὴς μάντις (Eur. Hec. 677)
- <Θέσπιος>
- ποταμὸς n Βοιωτίας
- <Θεσπρωτοί>
- ἔθνος περὶ Θεσσαλίαν
- <Θεσσαλαί>
- αἱ Κῷαι παρὰ Φιλήτᾳ (fr. 16 K.) καὶ αἱ φαρμακίδες
- *<Θεσσαλὸν <νόμισμα>>
- τοῦτο παροιμιῶδες, τασσόμενον ἐπὶ ἀπάτης Σ
- †<θεσσαλώπας>
- ἐναγισμός τις παρὰ Λάκωσι
- <θέσσαντο>
- ἐξῄτησαν. [ἐκάθισαν.] ἱκέτευσαν. [ἐνεδύσαντο]
- <θέσσεσθαι>
- αἰτεῖν. [καθῆσθαι.] ἱκετεύειν
- <θεσσόμενος>
- δεόμενος. ζητούμενος. ἱκετεύων
- *<Θεστορίδης>
- Θέστορος παῖς n ὁ Κάλχας (Α 69) r
- <θέσφατα>
- θεόφατα. μαντεύματα ἐκ θεοῦ λεγόμενα. εἱμαρμέναι ἐκ μαντείας λεγόμεναι (Ε 64)
- <θέσφατον>
- πολύφατον. ὑπὸ θεοῦ πεφατισμένον. θεῖον. μέγα. *ἀργόν. ἄπρακτον An. τὸ ἐκ θεοῦ μάντευμα. προφητεία (Θ 477) ASvg
- <θεσφατοῦται>
- θεσφατίζει, μαντεύεται. περισσὰ λαλεῖ
- <θετή>
- ποιητὴ θυγάτηρ
- <θετήρ>
- τολμητής. πράκτης
- <θέτης>
- ὁ προθέμενός τι
- *<θετικῶς>
- τὸ ὀφειλόμενον γενέσθαι AS
- <Θέτις>
- ἡ μήτηρ Ἀχιλλέως. καὶ ἡ θάλασσα. ἡ δὲ αὐτὴ λέγεται <Τηθύς>
- *<θετόν>
- εἰσποιητόν, οὐ γνήσιον Avgn
- <Θετταλικὰ πτερά>
- τοῦτο εἴρηται διὰ τὸ πτέρυγας ἔχειν τὰς Θεσσαλικὰς χλαμύδας. <Πτέρυγες> δὲ καλοῦνται αἱ ἑκατέρωθεν γωνίαι διὰ τὸ ἐοικέναι πτέρυξι
- <Θετταλικὴ ἔνθεσις>
- ἡ μεγάλη (Hermipp. fr. 41)
- <Θετταλικὸς δίφρος>
- διάφοροί εἰσι τῷ κάλλει οἱ Θετταλικοὶ δίφροι· ἴδιον γάρ τι γένος αὐτῶν κατεσκεύασται (Eupol. fr. 58)
- <θετταλίς>
- ὑπόδημα ποιόν. [Κρῆτες] (Lysipp. fr. 2 K.)
- <Θετταλὸν σόφισμα>
- παροιμία ἐπὶ τῶν σοφιζομένων λεγομένη καὶ μὴ εὐθυμαχούντων (Eur. Phoen. 1408)
- <θεῦ>
- δεῦρο. τρέχε
- <θεύγεσθαι>
- θέλγεσθαι. Κρῆτες
- <θευμορία>
- ἀπαρχή. θυσία. ἢ ὃ λαμβάνουσιν οἱ ἱερεῖς κρέας, ἐπει- δὰν θύηται. θεοῦ μοῖρα
- <θευμοριαζέτω>
- θεῷ γέρας ἀναφερέτω
- <Θευξένια>
- Ἀπόλλωνος ἑορτή
- *<θεύσεσθαι>
- δραμεῖσθαι AS. διώξεσθαι (Λ 701)
- *<θεύσεαι>
- δραμεῖ (Ψ 623) (S) n
- <θευσόμεθα>
- δραμούμεθα. φευξόμεθα. πλευσόμεθα
- <θεῦτιν>
- †σκαράδιν. Ἱππῶναξ (fr. 115 Bgk.)
- *<θέων>
- βαδίζων, [τρέχων (Ζ 54 ..) AS. r
- <θεώματα>
- τὰ περικαθαρτήρια
- <θεῶν ἀγορά>
- παροιμία ἐπὶ τῶν τολμώντων λέγειν ἐν τοῖς τοσοῦτον ὑπερέχουσιν, ὅσον οἱ θεοὶ τῶν ἀνθρώπων. καὶ τόπος Ἀθήνησιν ἀπὸ τοῦ συναγερθῆναι προσαγορευθείς
- <θεῶν ἐπὶ Καλλικολώνῃ>
- τόπος ἐστὶ τῆς Τροίας ὑψηλός (Υ 53)
- <θεῶν ἐν γούνασι κεῖται>
- παράκειται τῷ θεῷ, καὶ ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ καὶ ἐξουσίᾳ κεῖται (Ρ 514)
- <θεωρία>
- ὄψις, [θέα r
- <θεωρίδες>
- αἱ περὶ τὸν Διόνυσον Βάκχαι (trag.)
- <θεωρικὰ χρήματα>
- τὰ εἰς θεῶν τιμὰς καὶ ἑορτὰς διδόμενα ἐν τοῖς Παναθηναίοις καὶ Διονυσίοις. ἅτινα ἐν τῷ θεάτρῳ ἐδίδοτο, καὶ ἐκ τοῦ θεάτρου συνήγετο ἀπὸ †μισθομένου τόπου
- <θεωρικὸν ἀργύριον>
- τὸ εἰς θεῶν τιμὴν καὶ ἑορτὴν διδόμενον, θεωρίας ἕνεκα, τοῦ καὶ τοὺς πένητας μετέχειν τῶν θεωριῶν. καὶ πάντα τὰ διανεμόμενα θεωρικὰ ἐλέγετο
- <θεωρικῶς>
- ὡς θεωρὸς ἐστεφανωμένος· θεωροὺς δὲ ἐκάλουν τοὺς τοῖς θεοῖς τὰς ἀπαρχὰς ἀπάγοντας. ἐστεφάνουν γὰρ οὗτοι τὰς ἀπήνας
- <Θεώριος>
- ὁ Ἀπόλλων r
- <Θεωρίς>
- κύριον ὄνομα. καὶ θεωρία. καὶ ἡ Σικυωνία τὸ γένος <Σοφοκλέους> ἐρωμένη
- <θεωροί>
- οἱ θεοπρόποι. καὶ οἱ θεώμενοι, ἢ οἱ φροντίζοντες περὶ τὰ θεῖα. λέγουσι δὲ καὶ τὴν ὁδόν, δι' ἧς ἴασιν ἐπὶ τὰ ἱερά, <θεω- ρίδα>· καὶ τὰ διανεμόμενα ἀργύρια ἐν ταῖς ἑορταῖς <<θεωρικά>>
- *<θεωρούς>
- θεωρητάς (2. Macc. 4,19) AS ἐπόπτας
- *<Θηβαῖοι>
- ἔθνος <Βοιωτίας> ASn
- <Θήβανις>
- ἄνεμος
- <Θηβάνας>
- [θήρα] ἐκ τοῦ Πλακίου κόλπου πνέουσα <ζάλη>
- *<Θήβη>
- πόλις Βοιωτίας (Δ 378 ..) r. n [καὶ κιβώτιον (Exod. 2,3 v. l.)]
- <θῆβος>
- θαῦμα S# s
- <θηγάνει>
- ὀξύνει (Aesch. Ag. 1535)
- <θηγάνεον>
- ὀξύ, [ἠκονημένον r
- <θηγάνη>
- ἀκόνη rp. λέγουσι δὲ καὶ [<θήγανον> <τὸ αὐτό> r
- <θήγειν>
- ἀκονᾶν, ὀξύνειν (Eur. Or. 1036) (n)
- †<θήγεια>
- θαυμαστά. ψευδῆ
- †<θηγή>
- θήκη. [θέσις. τάξις S# s
- <θηγόν>
- ... οἱ δὲ ὀξύ, ἀκονητόν
- *<θήγει>
- ἀκονᾷ ASg, ὀξύνει (Ν 475) g
- <θηεῖσθαι>
- θαυμάζειν p
- <θηεῖτο>
- ἑώρα. ἐθαύμαζε (ε 75)
- *<θηεύμενοι>
- θεωροῦντες (Hdt. 7, 146,3) n
- *<θηεῦντο>
- ἐθαύμαζον (Η 444 ..) r. ASgn
- <θήῃ>
- ποιήσῃ (ο 51 ..)
- <θήῃς>
- ποιήσῃς (Ζ 432 v. l.) S#
- †<θήημος>
- ἔθιμος
- †<θηήμων>
- ἐθίμων
- <θηήσασθαι>
- θεάσασθαι. θαυμάσαι
- <θηήσεται>
- θαυμάσεται
- <θηητήρ>
- θαυμαστής r. θεατήρ (φ 397)
- <θηητής>
- [ἀπατεών.] θεωρός
- <θηητόν>
- θαυμαστόν. καλόν. καταθύμιον. περικαλλές. σύμφορον
- <θηητός>
- θαυμαστός r
- <θῆκαι>
- οἱ ἀπόθετοι τόποι (Eur. Hec. 1147). *[ἢ σοροί AS (g)
- *<θήκατο>
- ἐπέθηκεν (Κ 31) g s
- <θηκία>
- τὰ ἐντάφια r. δηλοῖ δὲ καὶ θησαυρόν. καὶ τάφον. καμψίον. γλωσσοκομεῖον
- <θηκτόν>
- ὀξύ, [ἠκονημένον (Eur. Med. 40) p
- <θηλαί>
- τῶν μαστῶν τὰ ἄκρα [τῶν μαστῶν]. καὶ τῶν χειλῶν τὰ ἐκπτυσσόμενα
- <θηλαμίνου>
- νεογνοῦ
- <θηλαμών>
- τροφός r. ns
- <θήλαντο>
- ἐθήλασαν s
- <θηλάστρια>
- τροφός r. ἔστι δὲ Ἰακόν. Σοφοκλῆς Ἀλεξάνδρῳ (fr. 94)
- <θήλεα>
- ἱμάντων τὰ τετρημένα, εἰς ἃ διωθεῖται τὰ ὀξέα. καὶ τῶν σπονδύλων τὰ κοῖλα
- *<θηλή>
- μαστός r. ASvgn
- [<θηλητήρ>
- κυνηγός]
- *<θῆλυ>
- ἀσθενές (Eur. Med. 928). γυνή ASn
- <θηλυγενής>
- ὁ ἐναντίος τῷ ἀῤῥενωπῷ
- *<θηλυδρίας>
- ὁ τεθηλυμμένος r. ASvgn
- <θηλυδριῶδες>
- τὸ κατακεκλασμένον (Ar. Thesm. 131)
- *<θηλυμανεῖς>
- πόρνοι (Ierem. 5,8) (AS) vg
- *[<θηλύματα>
- μέλιτι βεβρεγμένα ἄλφιτα] AS
- <θηλύνει>
- μαλάσσει
- <θῆλυς ἐέρση>
- ἡ τὰ φυτὰ θάλλειν ποιοῦσα δρόσος, καὶ θρε- πτική (ε 467)
- <θηλύτεραι>
- αἱ γυναῖκες (Θ 520)
- <θηλυτεράων>
- θηλειῶν, τῶν μόνων ἐγκυμόνων πλησιαζουσῶν ἀνδράσι. μόναι γὰρ αἱ γυναῖκες ἔγκυοι οὖσαι πλησιάζουσιν ἀνδράσι, τῶν δὲ ἄλλων ζῴων οὐδέν (λ 386 ..)
- <θηλυφόνον>
- τὸ ἀκόνιτον
- <θηλώ>
- τροφός, τήθη
- <θῆμα>
- θήκη. τάφος r. ἀνάθημα. Σοφοκλῆς Σαλμωνεῖ (fr. 498)
- *<θημωνιαί>
- οἱ σωροὶ τῶν δραγμάτων (A) S (vg)
- <θημωνιά>
- ἀπόθεσις
- <θημών>
- πᾶν τὸ σεσωρευμένον, οἷον ἀχύρων ἢ πυρῶν (ε 368)
- <θημῶνες>
- θημωνιαί S#n
- <θήν>
- δή (Θ 448) n, ἤ που (Ρ 29)
- *†<θήνιον>
- γάλα (Iob 15,7) Aps
- <θῆξαι>
- ὀξῦναι, ἀκονῆσαι
- †<θῆξις>
- ῥοπή. στιγμή. τάχος
- <θηπαλέος>
- βωμολόχος
- <θήπει>
- ψεύδεται
- <θηπητής>
- ἀπατεών s
- <θηπόν>
- καταθύμιον. [θαυμαστόν r
- <θήπω>
- ἐπιθυμῶ. [θαυμάζω r. s
- <θήπων>
- ἐξαπατῶν, κολακεύων (Hippon. fr. 14). θαυμάζων
- <θήρ>
- θηρίον. ὁ λέων· ἀπὸ τοῦ θοῶς ὀρούειν
- *<θήρα>
- κυνηγία ASgn, ἄγρα AS
- *<θήραμα>
- εὕρεμα ASvgn <ἄγρευμα> Avgn
- <θηρᾶν>
- ζητεῖν. εὑρεῖν. μηχανᾶσθαι
- <θῆρας>
- τοὺς σατυρίσκους
- *<θήρατρον>
- δέλεαρ. [ἄγκιστρον (Xen. Mem. 3, 11,7) ASvgn
- *<θηράτρων>
- θηρατικῶν AS
- [<θήραυλος>
- ἀγρός τις]
- <Θηραῖον πέπλον>
- τὸ ποικίλον <ἱμάτιον> s οἱ Ἀττικοί· δοκεῖ δὲ ἀπὸ Θήρας τῆς νήσου προσηγορεῦσθαι
- <θηρία>
- τὰ ζῷα s. καὶ ἐπὶ τῶν ἵππων οὕτω λέγουσι
- *<θηρητήρ>
- κυνηγός (Λ 292) (r. n)
- *<θηρί>
- λέοντι (Γ 449) n
- <Θηρίκλειος>
- κυλίκων εἶδος· ἀπὸ Θηρικλέους κεραμέως
- <θηρίον>
- πάθος τι σώματος, ὃ καὶ καρκίνος καλεῖται (Hippocr. loc. hom. 29 ..)
- <Θηρίτας>
- ὁ Ἐνυάλιος παρὰ Λάκωσιν
- <θηριώδης>
- ἀγριαινόμενος (Hippocr. Epid. 2, 1,3)
- <θηροειδεῖς>
- ἐφαπτίδες ποικίλως διηνθισμέναι
- <θηροθῆραι>
- θηρευταί s
- *<θηρολέξης>
- ὁ τὰς λέξεις θηρώμενος r. ASvgp
- <θηρολέτης>
- κυνηγός (Greg. Naz. c. 2,1, 87,7) S#
- <θηρός>
- λέοντος (Κ 184)
- <θηροσύνας>
- κυνηγίας
- <θηρότις>
- θηρεύτρια
- <θηροφόνος>
- θηροκτόνος ps. Ἄρτεμις
- *<θηρώμενοι>
- θηρῶντες A, ἀγρεύοντες ASvgn
- <θής>
- δοῦλος rs, μισθωτός p. παράσιτος. ἢ ὁ τὴν μισθαρνικὴν ἐργαζόμενος παρὰ Ἀθηναίοις
- *<θὴρ ὥς>
- ὡς θήρ (Eur. Hec. 1173)
- <θῆσαι>
- θρέψαι, θηλάσαι
- <θησαίατο>
- θαυμάσειαν (σ 191)
- <θησάμενοι>
- αἰτησάμενοι. Κρῆτες
- *<θήσαντο>
- ἐθαύμασαν (Ο 682 ..) AS
- <θήσασθαι>
- θεάσασθαι. θηλάσαι. *[εὐωχηθῆναι. μεθυσθῆναι AS
- <θησάσθω>
- κοιμηθήτω
- *<θῆσσαν> <<τράπεζαν>·> δουλικὴν <τροφήν> (Eur. Alc. 2) AS
- <θήσατο>
- ἐθήλασεν (Ω 58)
- <θησαυρίσασαν>
- συνάξασαν
- <θησαυρός>
- εἰς ἀγαλμάτων καὶ χρημάτων [ἢ] ἱερῶν ἀπόθεσιν οἶκος
- <θήσει>
- ὑποθήσεται. ποιήσει (λ 101)
- <Θησεῖα>
- ἑορτὴ Ἀθήνησι
- <Θήσειον>
- νεὼς Θησέως, ἐφ' ὃν οἱ ἀποδιδράσκοντες κατέφευγον. δηλοῖ δὲ καὶ φυτόν τι ποιόν· καὶ τὸ δεσμωτήριον παρὰ Ἀθη- ναίοις
- <θήσεται>
- ποιήσεται
- <θήσω>
- [ἥσω.] αἰτήσω. Βοιωτοί
- <θησόμενοι>
- αἰτησόμενοι
- *<θήσω>
- ποιήσω (Eur. Hec. 869) A
- †<θηταλά>
- θαυμαστά, ψεύδεσιν ὅμοια
- *<θητεῖαι>
- μισθώσεις A, <ἐπὶ> μισθῷ δουλεῖαι (Σa)
- *<θητεύει>
- δουλεύει μισθῷ (Eur. Alc. 6) (A) Sn
- <θητικόν>
- τὸ ἔσχατον τίμημα παρὰ Ἀθηναίοις
- <θητόν>
- βωμόν (s)
- *<θῆτας>
- μισθωτούς r
- [<θίασε>
- χόρευσε]
- <θιαγόνες>
- ἄρτοι, οἳ παρετίθεντο τοῖς θεοῖς
- [<θιάκχα>
- ἄνθη ἐν Συκιῶνι]
- [<θιάλλαι>
- θῆμνες]
- <θιάρατος>
- εὐκτός
- †*<θιάσαι>
- χορεῦσαι ASn
- <θιασεῦσαι>
- σπεῖσαι. προσενέγκαι
- <θίασον>
- εὐωχίαν. καὶ πλῆθος, οὐ μόνον τὸ Βακχικόν, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐρανικόν
- <θίασος>
- *χοροῦ σύστασις ASn, ἢ σύλλογος Ap. καὶ τὸ ψιλὸν πλῆθος· ἔσθ' ὅτε δὲ καὶ τὸ Βακχικόν· ἢ ἑσμὸς γυναικῶν (Eur. Bacch. 56 ..)
- <θιασῶνες>
- οἶκοι, ἐν οἷς συνιόντες δειπνοῦσιν οἱ θίασοι
- *<θιασῶται>
- χορευταί (r). AS(g) n
- <Θίβεις>
- γόητές τινες
- *<θίβις>
- πλεκτόν τι AS κιβωτοειδές S, ὡς γλωσσοκομεῖον (Exod. 2,3 ..) Ss
- <θίβωνος>
- κιβωτοῦ. Κύπριοι
- <θιβρήν>
- φιλόκοσμον, καλλυντικήν, ὑπερήφανον, καταφερῆ, καὶ θρασεῖαν (Euphor. fr. 93 Scheidw.) καὶ παρὰ μὲν Νικάνδρῳ τὴν ἔμπυρον, καὶ καυστικήν (Ther. 35). [τινὲς δὲ χαλεπήν (s)
- <θιβρόν>
- τρυφερόν. καλόν. σεμνόν. ἁπαλόν
- *<θιγεῖν>
- ψαῦσαι p. ἅψασθαι n, ἅπτεσθαι (Eur. Alc. 1117) ASvg
- <θιγμάτων>
- μιασμάτων
- [<θίγωνος>
- κιβωτοῦ]
- <θίημι>
- ποιῶ, <φιλῶ> s
- <θιδρακίνη>
- θίδραξ καὶ *θρίδαξ AS
- <θήϊον>
- θεῖον τὸ ὀρυκτόν. Κρῆτες
- <θιῆσαι>
- ποιῆσαι. φιλῆσαι
- <θίκελιν>
- τὴν γογγυλίδα. Λάκωνες
- <θίλα>
- ὁ θημών
- *[<θιμῶνες>
- θιμωνίαι] AS
- <θίν>
- ὁ αἰγιαλός, ἀπὸ τοῦ θείνεσθαι. καὶ θῖν' ἁλὸς (Α 316 ..) πολλάκις τὸ αὐτὸ λέγει. καὶ ἀρσενικῶς Ὅμηρος ὁ <θίν>, καὶ ὁ σωρός· πολὺς δ' ἀμφ' ὀστεόφιν θίς (μ 45) καὶ ἄμμος
- *<θῖνες>
- ψάμμοι. ὑψηλοὶ τόποι. [καὶ αἱ τῶν καρπῶν συγκομιδαί (AS)
- *<θινί>
- αἰγιαλῷ (Δ 248) gn
- *<θινομένη>
- τυπτομένη (Α 588) ASn
- *<θινῶν>
- αἰγιαλῶν. ἢ σωρῶν A πυρῶν (Gen. 49,26. Iob 15,7)
- *<θίξεσθαι>
- ἅψεσθαι ASs
- <θίξις>
- ἔφαψις
- <θιός>
- θεός. Κρῆτες
- <θιπόβρωτος> [κακῶς δίχα τοῦ <ρ> λέγεται] καὶ <θριπόβρωτος>
- ὁ ὑπὸ σητῶν βεβρωμένος
- <θίς>
- ὄχθος. [βουνὸς ἀμμώδης (S). [αἰγιαλός Snp. θάλασσα s. σωρὸς p κυμάτων. τὸ κάτω βάθος τῆς θαλάσσης. ἢ ὀστέων σωρός
- <θιγάνα> χῶμα σωροειδές
- <θισπῶσαι>
- εἰκάσαι
- *<θλαδίας>
- εὐνοῦχος (Deut. 23,2). Anp [καὶ οἱ τῆς ψάμμου σωροί g (n)]
- <θλάσας>
- κλάσας, συνθλάσας
- <θλάσπις>
- πόα ἣν ἔνιοι σαύριον
- <θλίβει>
- ὠθεῖ, *[πιέζει r Σ
- *<θλίβεται>
- πατεῖται. τοῦτο δὲ ἐπὶ σταφυλῆς. λέγεται γὰρ καὶ ὅτε τις ὀλιγωρεῖ AS πιέζεται
- <θλιβίας>
- θλαδίας. σπάδων
- <θλῖψις>
- στένωσις. λύπη (Prov. 1,27 ..)
- *<>θνάναι>
- ἀποθανεῖν Avg
- <θνησίδια>
- νεκριμαῖα (p)
- <θνήσκοντας>
- ἀποθνήσκοντας (Α 56)
- <θοάζει>
- *τρέχει. μαίνεται (Eur. Troad. 307) AS. σκιρτᾷ. †κτεί- νει. σπεύδει. *[ταράττει Ans. κάθηται. [χορεύει A. ἀνύει. ἥδεται. τελεῖ. πλάττει. φοβεῖται. πλανᾶται. θεοφορεῖται (Eur. Bacch. 65)
- <Θόαξος>
- Ἀπόλλων ... <τῆς Λακωνικῆς>
- *<θοας>
- ὀξείας. [ταχείας [τῆς Λακωνικῆς] ὁρμάς ASvgn. ἢ ἡγε- μὼν Αἰτωλίας (Δ 527) A [ἢ <ἐπὶ νῆας>, ἢ τὰς ταχείας ναῦς (Α 12 ..)]
- *<θοή>
- ταχεῖα ASvg. ἡ νὺξ μέλαινα S. δεινή. [ὀξεῖα ns. ἰσχυρά
- <θοὴν διὰ νύκτα>
- θείαν. ταχεῖαν. ὀξεῖαν (Κ 394)
- <θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα>
- τὴν ἀγαθήν (θ 38)
- *<θοηρός>
- τεταραγμένος [ἐστίν] AS
- <θοῇσι>
- ταχείαις· νηυσὶ θοῇσιν (Ι 435 ..) ὅταν δὲ εἴπῃ· νυκτὶ θοῇ (Μ 463 ..) ταῖς †τιναῖς, ἢ ταχείαις· ἔνιοι δὲ κατὰ σχῆμα ὀξεῖα. τῆς γὰρ γῆς σκιά ἐστιν· αὕτη γὰρ κωνοειδής. τὸ δὲ θοὸς ὀξύνεται
- <θοία>
- ζεῦγος ἡμιόνων p
- *<θοἰμάτιον>
- <τὸ> ἱμάτιον Avgps
- *<θοινᾶται>
- εὐωχεῖται ASn
- *<θοινᾶσθαι>
- εὐωχεῖσθαι (Eur. Alc. 542) n
- *<θοίνη>
- εὐωχία vg, τροφή n, καὶ τρυφή vg. ἢ τράπεζα (Sap. 12,5) s (AS)
- *<θοινητήριον>
- κατάβρωμα, τροφή (Eur. Rhes. 515) Anp
- <θολία>
- πέτασος εἰς ὀξὺ συνηγμένος. σκιάδιον
- <θολερεῖν>
- ταραχίζεσθαι
- <θολερόν>
- *ταραχῶδες vg. ἀκάθαρτον, βορβορῶδες, *[τεταραγ- μένον vgAS
- <θολερῶς προβαίνεις>
- μὴ καθεσταμένην καὶ ἀσφαλῆ πορείαν ἔχων, ἀλλ' ἀστάτως καὶ τεταραγμένως προϊών (Com. ad. 865?)
- †<θολερόφρον>
- μέγα ......
- <θ' ὁλκάζει>
- χαλιναγωγεῖ
- <θολόν>
- τεταραγμένον <ὕδωρ>
- *<θολος>
- στρογγυλοειδὴς οἶκος ASvg, δι' ὀστράκων †εἰλημμένος (A) S. ἢ τὸ τῆς σηπίας μέλαν S
- <θόλος>
- κυρίως μὲν καμάρα· καταχρηστικῶς δὲ οἶκος εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσαν ἔχων τὴν στέγην κατασκευασμένος· ἢ ὅπου οἱ πρυτάνεις καὶ ἡ βουλὴ συνεστιῶντο. θηλυκῶς δὲ ἔλεγον τὴν θόλον. καὶ τόπος, ἐν ᾧ τὰ συμποτικὰ σκεύη ἀπόκειται
- *<θολοῦσα>
- σκοτοῦσα ASvgn
- <θολῶσαι>
- πληρῶσαι. στεγάσαι. *[ταράξαι. σκοτίσαι (As)
- †<θονανία>
- ὀξεῖα
- <θοόν>
- ὀξύ. λαμπρόν. σκοτεινόν. ἰσχυρόν. *[ταχινόν ASvg
- [<θορᾶ>
- κατεπήδησεν]
- <θόρανδε>
- τὸ ἔξω Πάφιοι ..
- <Θοράτης>
- Ἀπόλλων παρὰ Λάκωσιν
- *<θόρε>
- ἐπήδησεν (Θ 320 ..) ASgn
- <θορεῖν>
- πηδῆσαι, ὁρμῆσαι. ὀχεῦσαι
- <θορηνεύς>
- ὁ ξιφίας ἰχθύς
- <Θορικός>
- δῆμος τῆς Ἀκαμαντίδος φυλῆς. ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ Θορίκου [Κύπριοι]
- <Θόρναξ>
- ὑποπόδιον. ἢ ἱερὸν Ἀπόλλωνος ἐν τῇ Λακωνικῇ, ἀπό τε Θόρνακος <Θορνάκιος Ἀπόλλων>
- <θόρνυσθαι>
- γεννᾶν, μίγνυσθαι. ὀχεύεσθαι, σπερμαίνειν [γεν- νᾶν]
- <θόρισμα>
- δέλεαρ ἰχθύσι
- <θορός>
- βάτης, ἀφροδισιαστής. *ὀχεία, [ἡ ἔκκρισις τοῦ σπέρ- ματος ASvg
- <θοῤῥοῖο>
- ὀχετοῦ
- <θόρυβος>
- ζάλη, [ταραχή r
- *<θορών>
- πηδήσας, ὁρμήσας n(p), δραμών
- <θοῦ>
- θές. ἐπίστησον (Ps. 140,3?)
- <Θουκυδίδης>
- ἱστοριῶν συγγραφεύς. ὄνομα κύριον
- <θοὐλκότατον>
- βαρύτατον
- <θουμός>
- [λόγος, μῦθος] ἑστίασις
- <θουράς>
- ἡ ὀρεκτικῶς ἔχουσα, καταφερής. καὶ †θουραι
- <θουραίην>
- ἀνδρείαν. θρασεῖαν. ἰσχυράν
- <θουρήεντος>
- λάγνου
- <θοῦριν>
- βάτην
- <θουρήτιες>
- αἱ τῶν ζῴων μίξεις
- <θούρητρα>
- ὀχεῖα
- <θούριδες>
- νύμφαι. Μοῦσαι. Μακεδόνες
- <θούριδος ἀλκῆς>
- τῆς πολεμικῆς S. ἀπὸ τοῦ θορεῖν, ὅ ἐστι πηδῆσαι (Δ 234 ..), ἀφ' οὗ καὶ <θοῦρος> Ἄρης (Ε 507)
- <θουριομάντεις>
- τοὺς περὶ Λάμπωνα. φασὶν γὰρ εἰς Σύβαριν τὴν ἀποικίαν Λάμπωνα ἀγαγεῖν· τινὲς δὲ ... μάντιν ὄντα (Ar. Nubb. 332)
- <θουριῶν>
- ἐνεργῶν
- <θοῦρον>
- *πηδητικόν vgAn, ὁρμητικόν An, πολεμικόν g (Ε 30 ..). θρασύ. μέγα. ἐῤῥωμένον (Eur. Rhes. 492)
- <θούσχοινοι, ἢ θοόσχοινοι>
- ἁρπάγαι, ἀντλητῆρες
- [<θοωθείς>
- πλασθείς]
- *<θοώκους>
- συνέδρια (Greg. Naz. c. 2,1,1,153) gn
- <θοωθείς>
- [πλησθείς. ἑστιαθείς]. παροξυνθείς. [εὐωχηθείς]
- <θοῶς>
- σφοδρῶς. *[ταχέως (Γ 325 ..) ASns
- <Θόωσα>
- μήτηρ Κύκλωπος (α 71)
- <θοῶσαι>
- ὀξῦναι. λαμπρῦναι. ποιῆσαι. πυρῶσαι
- <θοώτατος>
- ταχύτατος, τάχιστος
- <θραίειν>
- λοιδορεῖν. Λάκωνες
- <Θραικία>
- Ἀφροδίτη
- †<θραννομένη>
- προορῶσα
- [<θρανεύεται>
- συντρίβεται S]
- <θρακτικόν>
- πορευτόν
- †<θραμβόν>
- καπυρόν
- <θράμις>
- κριός
- <θρανίαι>
- θρόμβοι
- <θρανίον>
- δίφρος. ὑποπόδιον. πάσσαλος. θρόνος. καὶ τὸ ὑπὸ τοῖς φατνώμασι σανίδωμα. καὶ λάσανα. καὶ νεὼς μέρος. καὶ τὸ ὑπὸ τὴν δοκὸν †τι ...
- <θρανογράφους>
- τοὺς εὐτελεῖς τοιχογράφους
- <θράνων>
- δίφρων
- <θρανίτιδες κῶπαι>
- αἷς οἱ θρανῖται χρῶνται ἐν ταῖς κατα- φράκτοις ναυσί
- <θρᾶξαι>
- ταράξαι. λυπῆσαι. Εὐριπίδης Πειρίθῳ (fr. 600)
- <θραξεῖται>
- ταράξεται. πορεύσεται
- <θρασεῖαν>
- ὀξεῖαν
- *[<θράσις] θραῦσις>
- φθορά. θάνατος. ἀῤῥωστία. ἧττα ἐν πο- λέμῳ ASvg
- <θράσκειν>
- ἀναμιμνήσκειν
- †<θρασύτην>
- τὸ ἀποδημοῦντα θρασύνεσθαι
- <θράσος>
- δαίμων. ἀλαζονεία, φρύαγμα. ὀξύτης. μάχη
- *<θρασυκάρδιος>
- εὔτολμος ASvg, θρασύς (A), τολμηρός (Κ 41) Anps
- <θρασυμέμνονα>
- θρασὺν κατὰ τὸ μένος. γενναῖον. εὔτολμον, τολμηρόν (Ε 639).
- <<θρασύστομον>·> ἀλαζόνα. τραχύν. σκληρόν. ἀπηνῆ. φλύαρον, ταραχώδη. ὑβριστήν
- *<θράττειν>
- ἐνοχλεῖν Σ, [ταράττειν pΣ
- †<θράττης>
- ὁ λίθος ὑπὸ Θρᾳκῶν
- *<θράττεύομαι>
- συντρίβομαι A, συγκόπτομαι AS
- <θράττον>
- ὕπερον. [κόλουρον]
- *<θραύει>
- συντρίβει Avgs
- <θραῦλον>
- κόλουρον. †ἄπυρον
- <θραῦρον>
- †ῥαγανόν. θραυόμενον
- <θραύσει>
- [θραύει] ἀμήσει. ἀπολεῖ (Num. 24,17)
- a) *<θραῦσις>
- *ὀργή. πληγή (Num. 17,12) ASvgn b) <<θραύ- στης>·> σφῦρα ἡ τοὺς βώλους θραύουσα
- <θραῦσμα>
- λύπη. πληγή. κατάπτωμα γῆς. καταστολή (Nah. 2,10(11)). παῦσμα (A), παῦσις
- <θραχθείς>
- ταραχθείς
- *<θρεκτικώτατος>
- ὀξύτατος <ἐν δρόμῳ> A
- <θρέκτος>
- δρόμος ταχινός s. ἀπὸ τοῦ θρέξαι καὶ δραμεῖν
- <θρέειν>
- θροεῖν
- <θρεομένη>
- θρηνοῦσα (Eur. Med. 51) S
- <θρέμματα>
- βοσκήματα, *πρόβατα gn. τέκνα ps
- <θρέξαντες>
- ἐλαφρῶς ἐπελθόντες (Ν 409)
- <θρεόμενον>
- ὀλοφυρόμενον
- *<θρέπτρα>
- τροφεῖα p. τροφῶν ἀμοιβάς (Δ 478) AS
- <θρεπτῆρες>
- τρέφοντες (r)
- <θρέπτειρα>
- τροφός (Eur. Tro. 195) AS
- <θρεπτός>
- τρόφιμος, ὑπὸ τῶν τρεφουσῶν
- <θρεκτοῖσι νόμοις>
- ἀντὶ τοῦ τροχαίοις Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ μαινομένῳ. ἔνιοι δὲ <κρεκτοῖς> (fr. 425)
- †<θρέξατο>
- ἐφυλάξατο. ἐσεβάσθη
- <θρεσκή>
- ἁγνή. πάντα εὐλαβουμένη
- <θρεσκός>
- περιττῶς δεισιδαίμων
- <θρέττε>
- τὸ ἀνδρεῖον. ἢ θρασύ (Ar. Equ. 17) p
- <θρεφθῆναι>
- τραφῆναι (Eur. Hec. 600) r. παγῆναι
- <θρέψαι>
- πῆξαι (ι 246). καὶ τὸ σύνηθες. ἐκτρέφειν (Eur. Phoen. 804)
- *<θρηνεῖ>
- πενθεῖ, ὀλολύζει A, ὀλοφύρεται (Eur. Hec. 675)
- *<θρῆνυν>
- ὑποπόδιον (Ξ 240) ASgn
- <θρήικια>
- ὑποδημάτων εἶδος ps Περσικῶν
- <θρῆνος>
- γόος
- [<θρής>
- ἡμίονος]
- <θρῆνυν ἐφ' ἑπταπόδην>
- τόπος τῆς νηὸς βάσιν ἔχων (Ο 729)
- <θρῆνυς>
- ὑποπόδιον. καὶ ἡ ἐν τῷ μέσῳ πλοίου σανίς, ἀπὸ τοίχου εἰς τοῖχον n
- <θρησκεία>
- σέβασμα (Ep. Iac. 1,26)
- <θρησκεύει>
- σέβεται S, θεραπεύει. προσεδρεύει. *[ὑπηρετεῖ τῷ θεῷ Avg, λατρεύει S
- *<θρησκός>
- ἑτερόδοξος r. ASvgn. εὐσεβής (Ep. Iac. 1,26)
- <θρήσκω>
- νοῶ r
- †<θρησόμενος>
- θερισόμενος. θερμανθησόμενος
- [<θρήττανον>
- τῆς ἁμάξης, ἐφ' ᾧ τὰ ἀγόμενα ἐπιτίθεται]
- <θρῖα>
- φύλλα συκῆς, ἢ ἀμπέλου r. ASvn <ὡς Ἀπολλόδωρος> n καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς δεσμούμενα βρώματα
- <θριάζειν>
- φυλλολογεῖν. ἐνθουσιᾶν, ἐνθουσιάζειν. Εὐριπίδης Λικυμνίῳ (fr. 478) καὶ Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ μαινομένῳ (fr. 428)
- <θριαί>
- αἱ πρῶται μάντεις. καὶ νύμφαι. καὶ αἱ μαντικαὶ ψῆφοι
- <θριαμβεῦσαι>
- θορυβῆσαι. βοῆσαι
- *<θριαμβεύσας>
- πομπεύσας (Col. 2,15) ASvgn
- <θρίαμβος>
- *πομπή. ἐπίδειξις νίκης ASvg. ἢ Διονυσιακὸς ὕμνος, Ἴαμβος
- †<θριάτιον>
- ἁπαλωτέρα τροφή
- <Θριάσιαι>
- πύλαι οὕτω καλοῦνται Ἀθήνησιν
- <θριγκός>
- *ἡ στεφάνη Avg τοῦ τείχους. [περίφραγμα AS καὶ [περίβολος Sn (η 87). ἤγουν τὸ ἀνώτατον <τῆς> τοῦ τείχους οἰκοδομῆς ἐφ' οὗ καὶ ἡ στέγη κεῖται. καὶ ὁ ὑπὸ τὸν κλινόποδα τοῦ τοίχου τόπος. ἢ περιχαράκωμα. καὶ <τριγχός>
- *<θριγκοῖς>
- φραγμοῖς (ρ 267) gn
- <θριδακίναι>
- εἶδος μάζης παρὰ Ἀττικοῖς. καὶ αἱ παρ' ἡμῖν θρίδακες, [ἤτοι μαρούλια np
- <θριῆσαι>
- μαντεῦσαι
- †<θριλιδεῖν>
- θρυλλεῖν
- <θριήβολοι>
- ἱερεῖς
- <Θρινακία>
- ἱερὰ Ἡλίῳ, ἡ νῦν Σικελία, τρία ἄκρα ἔχουσα (λ 107 ..) [Λιλύβαιον, Πάχυνον, Πελωριάδα· ἐν ᾗ φασι τὰς Ἡλίου βοῦς εἶναι]
- <θρῖναξ>
- *πτύον σίτου ASvgn. ἢ τρίαινα
- <θρινία>
- ἄμπελος ἐν Κρήτῃ
- †<θριμμός>
- γογγυσμός
- <θρῖον>
- *βρῶμα σκευαστόν ASgn. διττὴ αὐτοῦ ἡ σκευασία· ἡ μὲν διὰ ταρίχου, ἡ δὲ διὰ ᾠῶν ἐπιχεομένου μέλιτος. συκῆς δὲ φύλλα οὐχ ἁπαλὰ ἐπετίθετο· ἔχουσι γάρ τινα ὀσμήν. διὸ καὶ θρῖον ἐκλήθη
- <Θριοῦς>
- δῆμος φυλῆς Οἰνηΐδος
- <θριπόβρωτος>
- οἱ Λάκωνες σφραγῖσιν ἐχρῶντο ξύλοις ὑπὸ σητῶν βεβρωμένοις, κατασημαινόμενοι ὁπότε βούλοιντο. Φιλο- στέφανος δέ φησι πρῶτον Ἡρακλέα χρήσασθαι
- †<θρίσκειν>
- τὸν θροῦν
- *<θρησκεία>
- λατρεία p
- [<θρόα>
- ἄνθη. ἀπὸ τοῦ θορεῖν ἄνω]
- <θριπήδεστον>
- ξύλον [ὑπὸ θριπῶν βεβρωμένον r. οἱ γὰρ ἐν τοῖς ξύλοις σῆτες οὕτως ἐκαλοῦντο
- [<θρίττε>
- ἀνδρεῖον. θρασύ. ἔστι δὲ ἀμετάφραστον]
- <θρίψ>
- γλίσχρος, φειδωλός
- <Θριώ>
- δῆμος. ἑορτὴ Ἀπόλλωνος· καὶ ἡ σύντροφος αὐτοῦ
- <Θριῶζε>
- εἰς Θριάσιον πεδίον
- <θροεῖ>
- λαλεῖ. ψοφεῖ. θορυβεῖ. ἠχεῖ
- <<θροεῖται>·> ἐκπλήττεται r
- †<θρόδακα>
- θρίδακα. †Κύπριοι
- *<θρόμβοι <αἵματος·>> αἷμα παχὺ πεπηγὸς, ὡς βουνοὶ <αἵματος> (Luc. 22,44) ASn
- <θρόνα>
- ἄνθη. καὶ τὰ ἐκ χρωμάτων ποικίλματα (Χ 441) S
- <θρονίτις>
- πρώτιστος
- <Θρόνιον>
- πόλις <Λοκρίδος> (Β 533) r
- <θρόνον τετράπουν>
- ... καὶ τὸν ἱερὸν δίφρον. καὶ ἐκπεποικιλ- μένον
- <θρόνος>
- ἀνάκλιτος [δίφρος r
- <θρόνωσις>
- καταρχὴ περὶ τοὺς μυουμένους (Plat. Euthyd. 277d)
- <θρόος>
- σκληρὰ φωνή. λαλιά. θροῦς. θόρυβος (Δ 437). φθόγγος. ψόφος. ἢ τεθραυσμένη φωνή
- <θρώισκει>
- πηδᾷ, σκιρτᾷ (r)
- <θρωσμός>
- ὑψηλὸς τόπος (Κ 160 ..) r (ASvg)
- *<θροῦς>
- ὁ διὰ στόματος ἦχος n. λαλιά ASvg. ψιθυρισμός (Sap. 1,10)
- <θρυαλλίς>
- ἐσχάρα. λύχνος. ἀκτίς. καὶ τῶν φυομένων τι, ἐξ οὗ ἐλλύχνια γίνεται. ἢ στυππίον ἐκ βοτάνης. ἤγουν *τὸ ἐλλύχ- νιον ASvgn
- <θρίαμβοι>
- τρόπαια
- <θρυλισμός>
- φωνή
- <θρυγανᾷ>
- κνᾶται. ξύει
- <θρυγανίς>
- ψίαθος
- [<θρύδεσα>
- ἀπὸ τῆς Θρύου πόλεως]
- [<θρυλλεῖ>
- ταράσσει, ὀχλεῖ]
- <θρυλλήματα>
- ἄσημοι φωναί
- <θρυλλίχθη>
- συνετρίβη. [συνεθραύσθη r. n. ἀπεδρύφθη (Ψ 396)
- *<θρύλλοι>
- ψιθυρισμοί. ὁμιλίαι ASvgn
- <θρυμματίς>
- ἡ ὑφ' ἡμῶν ἐνθρυμματίς
- <θρυμίς>
- ἰχθὺς ποιός
- <θρύμματα>
- κλάσματα ἄρτου r
- <Θρύον>
- πόλις ἐν Ἀρκαδίῃ (Β 592), ἣν Θρυόεσσαν Ὅμηρος λέγει (Λ 711) n. καὶ εἶδος βοτάνης (Φ 351)
- [<Θρυόνιον>
- πόλις Λοκρίδος. ἢ Θρόνιον]
- <θρύπτακον>
- κλάσμα ἄρτου. Κρῆτες
- *<θρύπτεται>
- μαλακίζεται, τρυφᾷ, στρηνιᾷ. κλᾶται ASn
- <θρυπτεύεται>
- ὑπερηφανεύεται
- <θρύψαι>
- θραῦσαι. κόψαι. κλάσαι. καὶ ἀνακλάσαι. μαλάξαι
- <>θρύσκα>
- ἄγρια λάχανα
- <θρύψιχος>
- τρυφερός r, μαλακός. αἰσχρός. [χαῦνος r
- <θρυψίχρως>
- τρυφερός
- <θρώσκει>
- πηδᾷ, ἀφάλλεται. κολυμβᾷ
- [<Θρῶ>
- λιμός]
- <θρῶναξ>
- κηφήν. Λάκωνες
- <θρώπτει>
- σκώπτει (r)
- <θρώσκει>
- *πηδᾷ ASgn. σκιρτᾷ. τρέχει. [ἅλλεται n. πίπτει. ὀχεύει, ἔγκυον ποιεῖ, γεννᾷ
- <θρῶσις>
- διαίρεσις. σπαρτίον, σειρά. καὶ ἡ κάτω σχοῖνος τοῦ δικτύου
- <θρώσσει>
- γεννᾷ. φοβεῖται
- <θρώσκω γνώμαν>
- Καλλίστρατος ἀντὶ τοῦ αἰσθάνομαι νοῦν κεῖσθαι λέγει. τινὲς δὲ ἀντὶ τοῦ ὀροῦσαι κατὰ τὸ πληθυντικόν
- <θρώσκων κνώδαλα>
- ἐκθορίζων, καὶ σπερματίζων. γεννῶν. Αἰσχύλος Ἀμυμώνῃ (fr. 15)
- <θρωσμός>
- ὑψηλὸς τόπος r. ASvgn βουνοειδής n, ἀφ' οὗ κατα- βαίνοντα θορεῖν ἔστι (Λ 56)
- *<θόωσον>
- ὄξυνον AS
- <θύα>
- ἀρτύματα. Κύπριοι. ἔνιοι τὰ ἀρώματα. Καλλίμαχος (fr. 564). Εὔπολις (fr. 108,2) τὰ πέμματα. λέγεται δὲ καὶ τὰ θυό- μενα ταῖν θεαῖν
- <θυαλοῦν>
- τὸ θυτοῖς διαλαβεῖν. θυμιᾶσαι
- <θυάματα>
- τὸ θύμον. καὶ θυμιάματα
- <θυᾶν>
- καπρᾶν. ἐπὶ ὑός
- <θύανον>
- τὴν θυώνην. πέμμα δέ ἐστιν ἀντὶ βοός
- <θυάρπαξ>
- ἱερόσυλος s
- †<θύας>
- πηδήσας m
- *<θυγατριδῆ>
- ἐγγόνη. θυγάτηρ θυγατρός ASpm
- <θυγατριδοῖ>
- τέκνα θυγατρός
- <θύει>
- μαίνεται. [ἀπάρχεται] ἐνθουσιᾷ (Α 342) n
- †<θύειται>
- εὐθύνει. †εὐφραίνεται. [θύειται]
- <θυήεις>
- τεθυωμένος. [τεθυμιαμένος (Θ 48) m
- *<θύελλα>
- ἀνέμου συστροφή r. ASvgn. καὶ ὁρμή, [ἢ καταιγίς (Ζ 346) S
- <θύελλαι>
- τῶν ἀνέμων καταιγιδώδεις πνοαί, καὶ συστροφαί (ζ 171)
- *<θύεσσι>
- θυσίαις. ἢ θυμιάμασι (Ι 499) AS
- <θύεστον>
- ποτὸν τὸ ἀπὸ ἀρωμάτων r [ὡς Ἡρόδοτος]
- <θύεται>
- ἱεροσκοπεῖ <ὡς Ἡρόδοτος> (9,33,1 ..)
- <θυέων>
- θυσιῶν (ο 261)
- <θύη>
- θύματα n. ἀρώματα
- <θυηέντων>
- εὐόδμων r
- <θυηλάς>
- *ἀπαρχάς (Ι 220). ASvgn. ἢ τὰς διὰ θυμάτων μαν- τείας
- <θυηκόοι>
- ἱερεῖς
- <θυηλήν>
- θυσίαν
- <θυλήματα>
- τὰ ἐπιφερόμενα ἄλφιτα εἰς θυσίαν n
- *<θυηπόλος>
- ὁ περὶ τὰς θυσίας ἀναστρεφόμενος ASvgn ἱερεύς (Greg. Naz. c. 1, 1, 2,75) vgn
- <Θυιάς>
- Βακχίς· οἱ δὲ μαινάς
- <Θύϊος>
- Ἀπόλλων ἐν Μιλήτῳ
- <θυιόεν>
- πλῆρες
- <θυιόεντες>
- ἀνθοῦντες
- <θυιωθείς>
- μανείς. ὁρμήσας
- *<θυλάκια>
- ἀσκοὶ δερμάτινοι (Tob. 9,5) ASn
- <θυλακίζειν>
- τὸ ἀπαιτεῖν τι ἑπόμενον μετὰ θυλάκου. Ταραντῖνοι
- <θύλαξ>
- προσκεφάλαιον r
- <θυλακοτρώξ>
- μῦς. οἱ δὲ ἀκρίς
- <θυλακοφόροι>
- οἱ μεταλλεῖς, θυλάκοις περιφέροντες τὰ βρώματα καὶ πήραις· ὅθεν ἐκαλοῦντο καὶ πηροφόροι (Aristoph. fr. 789?)
- *<θυλήματα>
- βεβρεγμένα μέλιτι ἄλφιτα ASn, ἢ θυμιάματα ἐπὶ βωμῶν n
- <θυλίδες>
- οἱ θύλακοι
- <θύλλα>
- κλάδους, ἢ φύλλα. ἢ ἑορτὴ Ἀφροδίτης
- <θυλλίς>
- θύλακος. γωρυτός. ἔλυτρον
- *[<θύλον>
- ὀλέθριον. ὥριμον] AS
- <θῦμα>
- ἱερεῖον, σφάγιον, ὁλοκαύτωμα
- *†<θυμαδέων>
- ἀθυμῶν AS
- <θυμαίνει>
- ὀργίζεται s
- *<θυμαλγέα>
- λυπηρά, τὴν ψυχὴν ἀλγεῖν ποιοῦντα ASvgn, χαλεπόν (Δ 513)
- <θυμάλωπες>
- οἱ ἀπὸ τῆς θυμιάσεως σπινθῆρες
- <θυμάλωψ>
- ἡ λιγνυώδης τοῦ πυρὸς ἀναφορά r. τινὲς δὲ ξύλον κεκαυμένον, δαλόν
- <θυμαμοργάς>
- ἡ νόσος. Ἐρετριεῖς
- *<θυμαρέα>
- τῇ ψυχῇ ἀρεστήν (Ι 336) ASn(r)
- <θυμαρές>
- εὐάρεστον r. εὔκρατον (ρ 199)
- <θυμάρμενον>
- καταθύμιον. ἡδύ
- <θύματα>
- σφάγια. ἀπαρχαί. ἱερεῖα. ὄργια
- <Θύμβρα>
- τόπος τῆς Ἰλίου παρὰ τὸν Θύμβρον λεγόμενον ποτα- μὸν οὕτως ὀνομασθεὶς τῆς ἀρχαίας πόλεως ἀπέχοντα σταδίους δέκα, ὅπουγε καὶ ἱερὸν Ἀπόλλωνος Θυμβραίου (Κ 430. Eur. Rhes. 508)
- <Θυμβραῖος>
- Ἀπόλλωνος ἐπίθετον ἀπὸ τόπου (Eur. Rhes. 224)
- *<Θύμβρις>
- ὄνομα ποταμοῦ r. ASn
- <θυμβροφάγος>
- ἀντὶ τοῦ δριμυφάγος· ἡ γὰρ θύμβρα δριμύ ἐστι βρῶμα (Ar. Ach. 254)
- <θυμέλαι>
- οἱ βωμοί. καὶ τὰ ἄλφιτα τὰ ἐπιθυόμενα
- <θυμέλη>
- οὕτως ἔλεγον ἀπὸ τῆς θυηλῆς τὸν βωμόν. οἱ δὲ τὸ ἐπίπυρον, ἐφ' οὗ ἐπιθύουσιν, ἢ *[ἔδαφος ἱερόν ASs
- <θυμηγερέων>
- ἀνακτώμενος τὴν ψυχήν, καὶ τὸν θυμὸν συλ- λέγων (η 283)
- <θυμηδέα>
- θυμῷ ἁνδάνοντα (π 389)
- *<θυμηδία>
- ἡδύτης, τέρψις Sp, ἀρέσκεια. παρὰ τὸ ἡδύνειν (AS)
- *<θυμηρέα>
- καταθύμια g, ἀρέσκοντα
- <Θυμαιτάδαι>
- δῆμος φυλῆς Ἱπποθοωντίδος τῆς Ἀττικῆς
- *<θυμῆρες>
- ἡδύτερος (Sap. 3,14), ἀρέσκον ψυχῇ· ASgn <θυμὸς> γὰρ ἡ ψυχή (ρ 199) Ag
- <θύμιζε>
- προθυμοῦ. ὀργίζου
- *<θυμικώτερος>
- ὀργιλώτερος S μετὰ θυμοῦ (A)
- <θυμιχθείς>
- πικρανθείς
- <θυμοβόρον>
- χαλεπόν. ὑπὸ τοῦ θυμοῦ ἐσθιόμενον, ἢ τὴν ψυχὴν κατεσθίοντα
- <θυμοβόροιο>
- ψυχοφθόρου (Η 301) (r)
- <θυμοδακής>
- [λεοντόψυχος] ἁψικάρδιος. λυπῶν τὴν ψυχήν (θ 185)
- <θυμοειδής>
- ὀργίλος. θυμώδης r
- <θυμολέοντα>
- γενναῖον, ἤτοι ἀνδρεῖον κατὰ τοὺς λέοντας, ἢ λεοντόθυμον (Ε 639)
- <θυμόμαντις>
- ὁ τὸ ἀποβησόμενον συλλογιζόμενος καὶ προγι- νώσκων. ψυχόμαντις. καὶ συνετῶς προορῶν τὰ ἀποβησόμενα (Aesch. Pers. 224)
- <θυμὸν ἔδων>
- λυπούμενος πάνυ, καὶ δακνόμενος τὴν ψυχήν (κ 379)
- *<θυμὸν ἀχεύων>
- τὴν ψυχὴν λυπούμενος (Ε 869 ..) Avgn
- <θυμοραιστέων>
- τῆς ψυχῆς φθαρτικῶν. ἀνθρωποφάγων (Π 591)
- <θυμοραιστής>
- θυμοφθόρος· <ῥαῖσαι> γὰρ τὸ φθεῖραι καὶ ῥῆξαι (Ν 544)
- *<θυμός>
- ψυχή ASvgn. ἢ προαίρεσις gn ὀξύτης. πνεῦμα. [ἐπιθυ- μία. ὀργή. λογισμός v
- <θύμον>
- τὸ σκόροδον
- *<θυμόσοφος>
- ὁ ἐκ φύσεως εὐμαθής, καὶ εὐφυής ASg, ὀξυμαθής, ἐκ φύσεως σοφός
- *<θυμοφθόρα>
- τὰ τὴν ψυχὴν διαφθείροντα (Ζ 169) ASvg
- <θυμῷ>
- ἐν ψυχῇ (Α 24)
- <θυμώδης>
- θυμῷ παρείξας καὶ ἰσχυρῶς θυμούμενος (Prov. 11,25 ..)
- *†<θυνάσαι>
- τέμνειν A, κόπτειν ἀφειδῶς AS
- <θυνᾶται>
- εὐωχεῖται. κατεσθίει
- *<θῦνε>
- ὥρμα. ἤγαγε (Ε 87) ASm
- <θύνει>
- ὠθεῖται. φέρεται. τρέχει. †χαίρει. ὁρμᾷ
- <θυννάδες>
- τεμάχη ταρίχου
- <θυννάζοντες>
- κεντοῦντες. τοὺς γὰρ μεγάλους θύννους τριόδου- σιν ἐλάμβανον (Ar. Vesp. 1087)
- *<θυνᾶσαι>
- ἀπολαῦσαι. ἐνθουσιάσαι S
- <θυννίδες>
- θύννων τεμάχη, ὑποκοριστικῶς
- <θύννον>
- τὸν ὅρκυνον r λέγουσι· τὴν δὲ [πηλαμίδα <θυννίδα> r
- <θῦνον>
- ἔσπευδον. ἔτρεχον (Β 446 ..)
- <θῦνος>
- πόλεμος. ὁρμή. δρόμος
- *<θυοδόκοι>
- βωμοί, οἱ τὰ θυμιάματα δεχόμενοι (Eur. Andr. 1157) (An)
- <Θυόεις>
- χωρίον ἐν Εὐβοίᾳ
- *<θυόεν>
- εὐῶδες AS. τεθυμιαμένον (Ο 153)
- <θυόεν νέφος>
- ἀνεμῶδες. *[τεθυμιαμένον AS, εὐῶδες (Ο 153)
- *<θυοκοχθεῖς>
- μάντεις A
- <θύον>
- ὄνομα δένδρου (ε 60)
- <θύος>
- ἱερεῖον. θῦμα
- <θυοσκεῖν>
- ἱεροῖς *παρέζεσθαι, ἢ θεοῖς (Aesch. Ag. 87)
- <θυοσκόος>
- εἶδος μάντεως διὰ σπλάγχνων τὸ μέλλον δηλοῦντος. οἱ δὲ τὸν δι' ἐμπύρων ἱερῶν τὰ σημαινόμενα νοοῦντα (φ 145 ..)
- *<θυοσκόπος>
- ὁ διὰ τῶν σπλάγχνων ἢ θυμάτων μαντευόμενος A
- <θύπτης>
- ὁ τυρός
- *<θύραθεν, θύρασιν>
- ἔξωθεν, ἔξω vg
- <θύραζε>
- *τὰ [ἔξω τῆς θύρας (Ε 694) Avgps, ἐπὶ θύρας, ἢ [εἰς τὴν θύραν r. [ἢ [εἰς τὴν γῆν n]
- <θύραζε Κᾶρες, οὐκέτ' Ἀνθεστήρια>
- παροιμία, ἥν οἱ μὲν διὰ τὸ πλῆθος οἰκετῶν Καρικῶν εἰρῆσθαί φασιν, ὡς ἐν τοῖς Ἀνθεστηρίοις εὐωχουμένων αὐτῶν καὶ οὐκ ἐργαζομένων
- *<θύραθεν>
- ἔξωθεν (Eur. Andr. 952) vgA
- *<θυραία>
- ἀλλοτρία, ξένη vgn AS
- <θυραία>
- ... καὶ ἡ μεταξὺ δύο οἰκιῶν θύρα
- *<θυρεός>
- εἶδος ἀσπίδος (AS). καὶ <<θυραῖος>> ὁ ξένος AS ὁ ἀλλότριος, καὶ ὁ ἐξωτικός n
- <θυραίων>
- ἀλλοτρίων, καὶ μὴ συνοίκων (Eur. Alc. 814)
- <θυράγματα>
- ἀφοδεύματα
- <θύραν>
- τὴν πτύχας ἔχουσαν
- [<θύραξ>
- πύργος. χιτών]
- <θύραυλοι>
- τῶν ποιμένων οἱ ἀπόκοιτοι
- [<θυράξαι>
- ἔξω τῆς θύρας]
- *<θυραυλοῦσι>
- πρὸ θυρῶν διατρίβουσι (Philo Agric. 37) AS
- <θυργανᾶν>
- κνήθειν
- <Θυργωνίδαι>
- δῆμος ... τῆς Ἀττικῆς
- <θύρδα>
- ἔξω. Ἀρκάδες
- <Θυρεατικοί>
- στέφανοί τινες παρὰ Λακεδαιμονίοις
- *<θύρεθρα>
- θύραι. [θυρεός] (Β 415) (AS)
- <θυρεός>
- *ἀσπίς, ἢ σκουτάριον vg(A) Sp. καὶ ὁ ἐπικείμενος τῇ θύρᾳ τοῦ Κύκλωπος λίθος ἀντὶ θύρας (ι 240)
- *<θύρετρα>
- θυρώματα (Β 415) ASn
- [<θύρετραι>
- θύραι]
- <θυρετρεᾶς> φλιᾶς
- <θυρηβόλιον>
- τὴν ἐπ' ἀγρῷ οἴκησιν
- <θύρηθ' ἔα>
- ἔξω ἤμην (ξ 352)
- <θυρίς>
- ὀπὴ μικρά. θυρίδας Ἀττικοὶ τὰς τῶν γραμματείων πτυχάς. καὶ δίθυρον λέγουσιν, οὐ τρίθυρον, ἀλλὰ τρίπτυχον
- <θυροιγόν>
- θυρωρόν
- <θυροκοπιστικὸν ἢ θυροκοπικόν>
- οὕτως ἐκαλεῖτο ....
- <Θυροποιός>
- οὕτως ἐκαλεῖτο Ἀριστομένης, ὁ κωμικὸς ποιητής, σκωπτικῶς (Com. ad.)
- *<θυραυλεῖν>
- ἔξω θυρῶν αὐλίζεσθαι A
- <θύρσος>
- *[ῥάβδος ASn, βακτηρία *[βακχική, ἢ κλάδος ASn. καὶ αὐλητὴς οὕτως ἐκαλεῖτο
- <θυρσοπλῆγες>
- οἱ ἐν τοῖς Βακχείοις ἐνθεαζόμενοι
- <Θύρσος>
- αὐλητὴς ἦν γυναῖκα ἔχων ἑταίραν
- <Θύρσου γυνή>
- Ἀριστοφάνης ἐν Νήσοις οὐ τοῦ αὐλητοῦ μνημονεύων, ἀλλ' ἀντὶ τοῦ φύλλα εἰπεῖν καὶ κλάδους (fr. 396)
- *<θύρσοι>
- κλάδοι, λαμπάδες, λύχνοι (Idth. 15,12 ..) (AS)
- <θυρῶνας>
- τὰς σανίδας. καὶ τὰς εἰσόδους
- <θυρωρός>
- ὁ παράνυμφος, ὁ τὴν θύραν τοῦ θαλάμου κλείων (Sapph. fr. 110 L. -- P.)
- <θῦσαι>
- ἀπάρξασθαι. θυμιᾶσαι. θυσιάσαι (Ι 219)
- <θύσανοι>
- *κροσσοί (Avg). κόρυμβοι (Β 448)
- <θυσάνουρος>
- δασύκερκος. ἄρσην
- <θύσθλα>
- αἱ κράδαι. ἔνιοι μὲν τὰ φερόμενα τοῖς βωμοῖς Βακχικά. οἱ δὲ τὰ φύλλα τῆς ἀμπέλου. ἄλλοι κλάδους. *οἱ δὲ ῥάβδους, [νάρθηκας n, θύματα, χοάς (Ζ 134)
- <θυσιάδες>
- ἔνθεοι. τὴν τῶν Βακχῶν φωνὴν <θυσιάδα> φασί. ἐλέγοντο δὲ καὶ αἱ τῇ Περσεφόνῃ ἱερούμεναι
- <θύσκα>
- κυρτία
- <θυσπολίαι>
- θυηπολίαι
- *<θυσανόεσσα>
- κροσσωτή. αἰθερία· <θύσανος> γὰρ ὁ κροσσός (Ε 738) r. AS
- *<θυσάνοις>
- κροσσοῖς (Ξ 181) n
- [<θύσσα>
- ὅπλα νήϊα]
- <>θύσσεται>
- τινάσσεται
- <>θυσσόμεναι>
- σειόμεναι, τινασσόμεναι
- <Θύστα>
- Θυῖα
- *†<θυσσῶν>
- θηριωδῶς ὁρμῶν (Eur. Bacch. 871) A
- <Θυστάδες>
- Νύμφαι τινές. αἱ ἔνθεοι. καὶ Βάκχαι
- <θύστας>
- ὁ ἱερεὺς παρὰ Κρησί
- *<θυτηρίοις>
- θυμιατηρίοις AS(vg)
- *<θύστινον>
- τρίχινον. οἱ δὲ μεσοτριβῆ
- <θύτης>
- μάντις, ἱεροσκόπος
- <θῦψαι>
- τὸ ἐπικαῦσαι· ἀφ' οὗ τὸ τεθυμμένον. ἄλλοι τυφῶσαι, καῦσαι
- <θύψαντα>
- πῦρ καύσαντα
- <θυώδεα>
- εὐώδη, εὔοσμα, θυμιάματος ὀσμὴν ἔχοντα (ε 264)
- <θυῶεν>
- εὐῶδες
- <θύωμα>
- μύρον. [ἄρωμα (Hdt. 2, 40,3) r
- *<θύων>
- σπεύδων (Φ 234), θυσιάζων ASn
- [<θυωθείς>
- εὐωχηθείς]
- <Θυώνη>
- ἡ Σεμέλη
- <Θυωνίδας>
- ὁ Διόνυσος παρὰ Ῥοδίοις. τοὺς συκίνους φάλητας
- [<θυωρεῖσθαι>
- θυωθεῖσθαι. [εὐωχεῖσθαι r]
- <θυωρίτης>
- τραπεζίτης
- <θυωρόν>
- τράπεζαν τὴν τὰ θύη φυλάσσουσαν. καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ μυρεψοὺς οὕτω
- <Θωμᾶς>
- ἄβυσσος. ἢ δίδυμος
- <θωας>
- [*ταχείας AS.] ζημίας. *[θῆρας ἐξ ὑαίνης καὶ λύκου γεννωμένους (ASvgp)
- *<θῶες ὄρεσφιν>
- θηρία μικρὰ <ὅμοια μεγάλων> ἐν τοῖς ὄρεσι (Λ 474) An
- <θωή>
- ζημία, βλάβη, ὅθεν ὁ ἀζήμιος <ἀθῷος> r.
- <θωθῆναι>
- φαγεῖν. γεύσασθαι
- <θωκεῖ>
- κάθηται. ὁμιλεῖ
- *<θῶκος>
- καθέδρα An, θρόνος Sn, σύλλογος (Θ 439)
- <θῶμα>
- θαῦμα
- <θωμένους>
- θοινωμένους, εὐωχουμένους
- <θωμεῦσαι>
- συμμῖξαι. συνταγεῖν
- <θῶμιγξ>
- λεπτὸν σχοινίον r. p
- <θώμιγγες>
- δεσμοί, ὁρμιαί, σχοινία, χορδαί, *[σπαρτία κανά- βινα (g)
- †<Θῶμις>
- ὁ Κάνωπος, πόλις ...
- <θωμίζει>
- νύσσει. δεσμεύει
- †<θώμισσον>
- τὸν μισθόν
- <θωμιχθείς>
- μαστιχθείς s
- <θωμός>
- σωρὸς σταχύων r, ἢ κορμός
- <θῶνται>
- θοινῶνται, εὐωχοῦνται. εὐθηνοῦνται
- †<θῶξαι>
- μεθύσαι. πληρῶσαι. *θηριωδῶς βοῆσαι (Eur. Or. 168) A
- <θωός>
- ὄρνις ποιός
- *<θῶπες>
- κόλακες rg. εἴρωνες (Greg. Naz. c. 2,2,1,5)
- *<θωπικός>
- κολακευτικός r. ASvg
- *<θωπεία>
- κολακεία AS (vg) n
- <θώπτει>
- σκώπτει. θεραπεύει
- *<θωρηκτάων>
- ὁπλιτῶν (Μ 317 ..) ASg
- <θώραξ>
- *ὅπλον. πύργος. χιτών. στῆθος. σῶμα. λωρίκιον ASvg. σφραγιδοφύλαξ. καὶ ἔρεα στέμματα. καὶ τὸ στῆθος ἡμῶν
- <θώρηκες>
- τὰ αὐτά (Ν 265)
- <θώρηκος γύαλον>
- περιφραστικῶς τὸν θώρακα (Ε 99). *[τινὲς δὲ τὸ κοῖλον τοῦ θώρακος, ἢ τὸ κύτος n. Γύαλον δὲ λέγεται τὸ κοῖλον. [<θωρηκτῇσι>· τεθωρακισμένοις] <Ζητοῦσι> δέ, πῶς πληγέντος κατὰ τοῦ ὤμου τοῦ Διομήδους φησί· θώρηκος γύαλον; πρὸς οὓς λεκτέον, ὅτι πᾶν τὸ <γύαλον> λέγεται. τὸ δὲ <θώρηκος γύαλον>, ὅτι ἁλυσιδωτοί, ἢ λεπιδωτοί. ἀνάγκη γὰρ τοὺς λεπιδωτοὺς καὶ κοίλους λέγειν· τόν ῥ' ἐφόρει γυάλοισιν ἀρηρότα, θαῦμα ἰδέσθαι (Ο 530)
- <θωρηκτῇσι>
- τεθωρακισμένοις (Φ 429)
- <θώρηξις>
- οἰνοποσία. καθόπλισις
- <θωρήσσεσθαι>
- καθοπλίζεσθαι r, ἀπὸ μέρους τοῦ σώματος. μάχεσθαι. ἑτοιμάζεσθαι (Λ 715)
- *<θωρηχθῆναι>
- καθοπλισθῆναι (Α 226) pn
- <Θωρυκίων>
- οὗτος τελώνης ἦν (Ar. Ran. 363)
- <θώς>
- εἶδος θηρίου, λύκῳ ὅμοιον
- <θώσασθαι>
- εὐωχηθῆναι. [μεθυσθῆναι]
- <θῶσθαι>
- δαίνυσθαι. θοινᾶσθαι. εὐωχεῖσθαι. Αἰσχύλος Δικτυουλ- κοῖς
- <θωστήρια>
- εὐωχητήρια καὶ ὄνομα <ἑορτῆς> (Alcm. fr. 23,81)
- <θωτάζει>
- ἐμπαίζει, [χλευάζει s
- <θῶται>
- εὐθηνεῖται. θοινᾶται. [τρέχει]
- *<θωΰσσειν>
- βοᾶν (s) μέλπειν. [κηρύσσειν (s) θηριωδῶς ὁρμᾶν (S)
- <θωχθείς>
- θωρηχθείς. [μεθυσθείς r. Σοφοκλῆς Διονυσίσκῳ (fr. 175)
- <θώψ>
- κόλαξ A, ὁ μετὰ θαυμασμοῦ ἐγκωμιαστής
- <θώψεις>
- θωπεύσεις. Αἰσχύλος Σισύφῳ πετρακυλιστῇ (fr. 234)
- <θώων>
- εἶδος θηρίου, ὡς λύκος (Ν 103)