Ω γη μητέρα

Από Βικιθήκη
Ω γη μητέρα
Συγγραφέας:


Σὺ μὲ τὸ πνεῦμά σου τὸ μυστηριακό,
ὦ Γῆ μητέρα, μ' ἔχεις ποτισμένο.
Αὐτὸ τὸ πνεῦμα σου παντοῦ εἶναι σκορπισμένο.
Τὸ αἰσθάνομαι καὶ τ' ἀγροικῶ
νὰ πνέῃ γύρω μου σὲ κάθε βῆμα
ἀπ' τὰ βουνά σου, ἀπ' τὰ λαγκάδια, ἀπὸ τὸ κῦμα,
σὰν ἕνας πόθος, σὰν μιὰ νοσταλγία
γι' ἀγνώστων οὐρανῶν μαγεία.
Μὲ πότισες μὲ τὴ λαχτάρα σου τὴν ἴδια.
Στὰ προαιώνια σου ταξείδια.
μέσα στοῦ χάους τὰς ἐκτάσεις,
ποὺ ἡ σφαῖρά σου γυρίζει καὶ γοργοκυλᾷ,
μὲ μάταιον ἔρωτα ζητᾷς νὰ φθάσῃς
τ' ἄστρο, ποὺ ἐμπρός σου φεύγει καὶ φωτοβολᾷ.
Κ' ἐγὼ τοῦ κάκου ἀνοίγω τὴν ἀγκάλη
πρὸς τῶν ἰδανικῶν μου τὰ ὀνειρώδη κάλλη,
ποὺ μ' ἀνυψώνουν, τὶς ἡμέρες μου λαμπρύνουν,
ἀλλ' ἄχ! σ' αἰώνια δίψα καὶ καϋμὸ μ' ἀφήνουν.

         Ὦ μάννα Γῆ!

κι' οἱ δυό μας εἴμεθα αἰώνιοι νοσταλγοί.
Πετᾷς, γυρνᾷς, γυρνῶ κ' ἐγὼ μαζί σου
μέσα στὰ θαύματα τῆς ἀστρικῆς ἀβύσσου.
Κι' ὅταν καὶ σὺ μιὰ μέρα θ' ἀποστάσῃς
καὶ θὰ διαλυθῇς σὲ σύννεφο, σὲ ἀτμόν,
τὴ σκόνι μου θὰ τὴ σκορπίσῃς στὰς ἐκτάσεις
μέσα σὲ πλήθη ἡλίων, πλήθη ἀστερισμῶν.