Ωδή εις την Σελήνη
Εμφάνιση
ᾨδὴ εἰς τὴν Σελήνη Συγγραφέας: |
Γλυκύτατη φωνὴ βγάν’ ἡ κιθάρα,
Καὶ σὲ τούτη τὴν ἄφραστη ἁρμονία
Τῆς καρδιᾶς μου ἀποκρίνεται ἡ λαχτάρα·
Γλυκὲ φίλε, εἶσαι σύ, ποὺ μὲ τὴ θεία
Ἔκσταση τοῦ Ὀσσιάνου, εἰς τ’ ἀκρογιάλι,
Τῆς νυχτὸς ἐμψυχοῖς τὴν ἡσυχία.[1]
Κάθισε γιὰ νὰ ποῦμε ὕμνον ’ς τὰ κάλλη
Τῆς Σελήνης· αὐτὴν ἐσυνηθοῦσε
Ὁ τυφλὸς ποιητὴς συχνὰ νὰ ψάλλῃ.
Μοῦ φαίνεται τὸν βλέπω, ποὺ ἀκουμβοῦσε
Σὲ μίαν ἐτιά, καὶ τὸ φεγγάρι ὡστόσο
’Σ τὰ γένια τὰ ἱερὰ λαμποκοποῦσε.
Ἀπ’ τὸ Σκοπό, νἄτο, προβαίνει· ὢ πόσο
Σὺ τὴν νύχτα τερπνὰ παρηγορίζεις!
Ὕμνο παθητικὸ θὲ νὰ σοῦ ὑψώσω.
Παθητικὸ σὰ ἐσένα, ὅταν λαμπίζῃς
Στρογγυλό, μεσουράνιο, καὶ τὸ φῶς σου
Σὲ ταφόπετρα ὁλόασπρη ἀποκοιμίζῃς.
- ↑ Έμψυχώνεις τερπνὰ τὴν ἡσυχία.