Ωδή εις Ναπολέοντα Γ'

Από Βικιθήκη
Ωδή εις Ναπολέοντα Γ'
Συγγραφέας:


 
Λοιπόν τωόντ’ ηγέρθησαν οι Κρήτες παρακαίρως,
Εις τα λουτρά του Βιαρίτζ απήτεις ησυχίαν,
Και είναι έρως ασεβής ο της πατρίδος έρως,
Ενόσω τύχη βάσκανος διέπει την Γαλλίαν.

Ω κήρυξ των ενώσεων και των εθνικοτήτων,
Εάν οι Κρήτες μάχωνται υπέρ ελευθερίας,
Συ υπεκίνησες αυτούς το δόγμα σου κηρύττων·
Πώς ήδη οπισθοδρομείς μεστός οργής αγρίας;

Ή μη ως εθνικότητας υπολαμβάνεις μόνον
Τα έθνη τα την δύουσαν τιμώντα εκκλησίαν;
Τί; θέλεις να λατρεύσωμεν τα αίσχη των αιώνων,
Τον τύφον, την υπόκρισιν και την αβελτηρίαν;

Ηττήθης εν τω Μεξικώ, ηττήθης εν Πρωσσία,
Απώλεσε του βλέμματος την δύναμιν ο λέων·
Το φέρετρον της δόξης σου κρατεί η Ιταλία·
Παρέπεται το έθνος σου περίλυπον και κλαίον.

Πού είναι; πού ο άπειρος ορίζων της Γαλλίας;
Συ περιώρισας αυτόν, προβάλλων ηλιθίως
Έν έθνος ανυψούμενον μετά υπεροψίας,
Ως σήμα επιτάφιον επί της σής ισχύος.

Και ήδη τί επταίσαμεν ημείς αν ηπατήθης;
Αν προ του Βίσμαρκ ωχριά δειλώς ο Ναπολέων;
Αν ως παιδίον άπειρον εσκέφθης και ηττήθης,
Τί πταίει έθνος ατυχές προς γίγαντα παλαίον;

Αιδώς, ανάξιε υιέ της δόξης και του χρόνου.
Θα έχης προσκεφάλαιον αράς και βλασφημίας,
Οπόταν, καταβάς ωχρός εκ του λαμπρού σου θρόνου,
Μετρήσης με το σώμα σου τον χώρον της σκοτίας.

Ιδέ εκεί· εις κορυφάς χιονωδών ορέων
Της δόξης της ελληνικής το φάντασμα πλανάται,
Πλανάται κλαίον τους νεκρούς, τους επιζώντας κλαίον,
Με αναμνήσεις τρέφεται, με όνειρα κοιμάται.

Οικεί η δόξα εις σποδόν, αλλά θερμήν ακόμη·
Ροφά τα δάκρυα αυτής· τον ουρανόν προσβλέπει·
Πλην την στοάν του ουρανού κωφοί διέπουν νόμοι·
Ούδ’ ένα τάφον εις αυτήν η μοίρα επιτρέπει.

Ναι! Κάλλιον ας έκειτο ψυχρά και τεθαμμένη
Ως εις της Τύρου τας ακτάς και εις της Καρχηδόνος,
Ας ελησμόνουν και αυτήν την χώραν όπου μένει
Το κράτος της το παλαιόν, ο παλαιός της θρόνος.

Ακούεις; είναι η φωνή αυτής της ιστορίας·
Αιδώς, επίβουλε υιέ χαλκίνης ειμαρμένης,
Μοίρα κακή του έθνους σου, Προκρούστα της Γαλλίας,
Της υπό την καισαρικήν στολήν σου τεθαμμένης,

Ναι· θα κριθώμεν. Η ισχύς σιγά υπό το χώμα,
Δικαιοσύνη αυστηρά επί αυτού υψούται
Και στρώνει αύτη μαλακόν του ήρωος το στρώμα,
Αλλά ως νέφος πένθιμον εις τους κακούς απλούται.

   Τί ωφελεί ο σκελετός της υστεροφημίας
Βαδίζων καταρώμενος εν μέσω των αιώνων;
Αι! πόσοι θα διέγραφον από της ιστορίας
Το όνομά των, αν στιγμήν ανέζων μίαν μόνον!

Ας αποθάνωμεν ημείς· ευθύμει, Ναπολέων.
Είναι γλυκύς ο οίνος σου; τερπνή η αρμονία;
Και τί προς σέ αν έθνος έν ψυχορραγή παλαίον·
Δεν το φρουρεί η άμωμος της Ρώμης εκκλησία.

Αλλ’ αν της εκδικήσεως η χειρ πολλάκις σφάλλη,
Και αν το πλήθος ωχριά προ της πομπής τού θρόνου·
Υπάρχει ξίφος, και αυτό ποτέ δεν ανεστάλη,
Έν ξίφος ακατάσχετον, ο πέλεκυς του χρόνου.