Ωδή δια τον γάμον του φίλου μου Γεράσιμου Μαρκορά

Από Βικιθήκη
Ὠδὴ διὰ τὸν γάμον τοῦ φίλου μου Γεράσιμου Μαρκορᾶ
χαριτολόγου ποιητοῦ
Συγγραφέας:
Λυρικά ποιήματα, Αναμνήσεις (1876)


Αἲ μωρὴ Μοῦσα ποῦ ἤσουνε;
Ποῦ περπατεῖς τζουρδέλα;
Ἐμπρὸς μαζῇ μου, γλήγορα,
Πάρ’ τὴν κιθάρα κ’ ἔλα·
Δυὸ μῆνες εἶνε ’ποῦ ἔφαγα
Τὸν κόσμο νὰ σ’ εὑρῶ!
Μὴ φοβηθῆς, ’ς τὸ Μέτσοβο
Δὲν πᾶμε, οὐδὲ ’ς τοῦ Πέτα,
Ὅπου τὰ βόλια ἐπέφτανε,
’Σὰ νἄπεφταν κουφέτα!
Ἡ Ἀγγλογαλλία πάει, χάλασε
Τὸν κλέφτικο χορὸ.
Ὅπου θὰ πᾶμε, Μοῦσά μου,
Τουφέκια, γιαταγάνια
Δὲν θὰ νὰ ἰδῇς· μόν’ ὤμορφα,
Καλόμοιρα στεφάνια,
Γέλοια, χαραὶς, λαλούμενα...
Θὰ φᾷς ζαχαρικά.

Θὰ ἰδῇς ἐκεῖ τὴν ἄνοιξι
Καθὼς ἐπρωτοπλάσθη,
Καὶ λόγγο ἀπὸ γαρούφαλα
Θὰ ἰδῇς ὅτι ἑτοιμάσθη,
Γιὰ νὰ δεχθῇ ἕναν ἄγγελον
Ἕν’ ἄστρι, μία θεά.
Ἀκοῦς, ἀκοῦς, πλημμύρισε
Ἀπὸ ἁρμονία ὅλ’ ἡ σφαῖρα!
Καὶ σὺ δὲν ξεβουβαίνεσαι
Κακή σου μαύρη μέρα,
Μόνε ’ς τὴν ἄκρη μοὔκατζες
Καὶ ξεῖς τὴν κεφαλή;
Μοῦσα, μὰ τὸν Ἀπόλλωνα,
Τὴ μούρη θά σοῦ σπάσω,
Ἄν δὲν μὲ κάμῃς σήμερα
Τραγοῦδι νὰ χορτάσω.
Ἢ λάλει, ἢ αὐτὸ τὸν κίθαρο
’Σ τὸν σπῶ ’ς τὴν κεφαλή!
Φίλοι καὶ ξένοι σήμερα
Λαμπροπανηγυρίζουν,
Χέρια νευρώδη, ἡράκλεια,
Καμπανοκλωσιδίζουν·
Φωτοχυσία ’ς τὴν Κέρκυρα,
Τρωγούδια καὶ χαραίς!
Ἐδῶ σφυρίζουν ἅμαξαις
Μ’ ἑλληνικαὶς παρθέναις·
’Κεῖ σέρνουν κουδουνίζοντας
Γρῃαὶς τσουτσουρδωμέναις·
Ἀλλοῦ κυράδες τρέχουνε
Μεσόκοπαις, καὶ νιαίς!

Ἰδοὺ καὶ τ’ ἀρχοντόπουλα
Μὲ τὸ γυαλὶ ’ς τὸ μάτι,
Ποῦ λὲς καὶ λένε, ἰδέτε μας....
Ἰδέτε μας κομμάτι....
Παρόμοιαις χάρες τάχατε
Δὲν πρέπουν κ’ εἰς ἐμᾶς;
Πλούσιοι, φτωχοὶ, χρυσόχεροι
Καὶ ξεπεσμένοι ἀρχόντοι,
Τεχνίταις κ’ ἐπιστήμονες,
Καὶ γέροι μ’ ἕνα δόντι,
Λάμπει ὁλονῶν ’ς τὸ μέτωπο
Ἡ ἀχτῖνα τῆς χαρᾶς!...
—Μωρὲς παιδιὰ, ποῦ τρέχετε
Μὲ τὸν Μητροπολίτη;—
—Ποῦθ’ ἔρχεσαι, ἀπ’ τὰ Κράτζαλα;
’Σ τοῦ Δούσμανη τὸ σπῆτι,
Ὅπου θὰ λάμψῃ σήμερα
Γάμος βασιλικός!
Πῶς! δὲν τὸ ξέρεις;... μάλιστα
Τ’ ὡραῖό του κοριτσάκι,
Τοῦ Μαρκορᾶ Γεράσιμου
Θὰ δώσῃ τὸ χεράκι.—
—Ὁ φίλος μου, ὁ Γεράσιμος,
Θὰ νὰ γενῆ γαμπρός!
Μπροστὰ Μοῦσα.... πῶς! ἔμεινες;
Ἆ, δίχως καλεστῆρα
Φοβᾶσαι μὴ ’ς τὴ μούρη μας
Βροντήσουνε τὴν θύρα;
Εἶναι εὐγενὴς ὁ Δούσμανης,
Δὲν κάνει αὐτό εἰς ἐμᾶς.—

Τὰ μάτια μου ἐθαμβώσανε
’Σ τὸ φῶς ποῦ κυματίζει
Ὁ νυμφικός σας θάλαμος!
Ὁλοῦθε ξεχειλίζει
Μύρα βαρειὰ κι’ ἀρώματα,
Τὸ δῶμα τς εὐτυχιᾶς.
Εἰς τὰ ἐκλεχτά του πλάσματα
Ὄχι δὲν εἶνε θυάμα,
Ἂν ὁ οὐρανὸς ταὶς χάραις του
Ὅλαις προσφέρει ἀντάμα·
Πνεῦμα, ὠμορφιά, νεότητα,
Καὶ κάλλη τῆς ψυχῆς!
Σᾶς βλέπω, ναὶ, μὲς τἄπειρα
Καλὰ τοῦ Παραδείσου
Νὰ πλέτε πάντα ἀκούραστοι
Ἐσὺ κ’ ἡ Ποθητή σου·
Καὶ βλέπω εἰς τὰ στεφάνια σας
Τὸν θρόνο τῆς τιμῆς!
Χαρῆτε! Ἀπὸ τὸ χεῖλι σας
Τὸ γέλιο ἂς μὴ ἀπολείπῃ,
Μακρυὰ ἀπὸ σᾶς νὰ δέρνεται
Ἡ ξεσχισμένη λύπη·
Πάντα ἀγγελλούδια, ὀνείρατα
Νὰ βλέπετε χρυσᾶ.
Οἱ Ἔρωτες κ’ οἱ ζέφυροι,
Νὰ σᾶς περιγυρίζουν,
Περιβολάκια οὐράνια
Ἐμπρός σας νὰ εἰκονίζουν,
Γλυκαὶς κιθάραις, κύμβαλα,
Νὰ σᾶς λαλοῦν σιμά....

Σιωπὴ, νὰ μὴ ξυπνήσωμε
Τὸ δροσερὸ παιδάκι·
Ἰδὲς πῶς τὸ χαμόγελο
Τοῦ παίζει ’ς τὸ χειλάκι!
Ἰδὲς, δὲν εἶναι ἡ κόμη του,
Σὰ μάλαμα λαμπρό!
Στρέψε νὰ ἰδῇς Γεράσιμε
Τ’ ἁγνότατό σου ταῖρι,
Ἕνα μικρὸ ἀγγελόπουλο
’Σ τὴν ἀγκαλιά του φέρει.
Ὤ! δέξου το, Γεράσιμε,
Παιδάκι σου εἶναι αυτό.
Πᾶνε ᾑ χορδαὶς τῆς λύρας μου
Ταὶς ἔσπασε ἡ χαρά μου·
Ὁ λάρυγγάς μου ἐβράχνιασε
Ἀπὸ τὰ φωνατά μου,
Παύω· ’τί ἡ Μοῦσα μ’ ἄφηκε
Σὰν ἰῶτα μοναχή!
Μάλιστα, ἡ μοῦσα μου ἔφυγε,
Κ’ ἔφυγε κακιωμένη.
Γιατί δὲν τὴν κεράσατε
Τὴν κακομοιριασμένη,
Κἂν δύο ζαχαροκούλουρα,
Ἕνα γυαλὶ ῥακί!