Ψυχολογία Συριανού συζύγου

Από Βικιθήκη
Ψυχολογία Συριανοῦ συζύγου
Συγγραφέας:
Ακούστε το κείμενο (διάρκεια 59 λ. 58 δευτ., βοήθεια | πληροφορίες)


ΕΝΤΡΕΠΟΜΑΙ νὰ τὸ ὁμολογήσω. Ἐπέρασαν ὀκτὼ μῆνες ἀφ’ ὅτου ὑπανδρεύθην καὶ εἶμαι ἀκόμη ἐρωτευμένος μὲ τὴν γυναῖκα μου, ἐνῷ ὁ κυριώτερος λόγος διὰ τὸν ὁποῖον τὴν ἐπῆρα ἦτο, ὅτι δὲν μοῦ ἤρεσκε διόλου ἡ κατάστασις ἐρωτευμένου. Δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ ἄλλη ἀρρώστια τόσον βασανιστική. Οὔτε ὄρεξιν εἶχα, οὔτε ὕπνον, οὔτε διάθεσιν νὰ ἐργασθῶ ἢ νὰ διασκεδάσω. Ἐκτὸς τῆς Χριστίνας, ὅλα τὰ ἄλλα τὰ εὕρισκα ἄνοστα, ἀνάλατα, ἀνούσια καὶ πληκτικά. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι μίαν ἡμέραν εἰς τὸ ξενοδοχεῖον ἔκαμα ὅλον τὸν κόσμον νὰ γελάσῃ παραπονεθεὶς ὅτι ἦτο ἀνάλατη καὶ ἡ λακέρδα. Οἱ συγγενεῖς μου δὲν ἤθελαν αὐτὸν τὸν γάμον, διὰ τὸν λόγον ὅτι ἐκείνη δὲν εἶχε τίποτε καὶ οὔτ’ ἐγὼ πολλά. Τὴν πατρικήν μου οἰκίαν, τρεῖς χιλιάδας δραχμὰς εἰσόδημα ἀπὸ δυὸ ἀποθήκας καὶ μίαν θέσιν ἑκατὸν ἑξήντα δραχμῶν. Πῶς λοιπὸν ἦτο δυνατὸν νὰ ζήσωμεν μὲ αὐτὰ ἀφοῦ ἡ νέα, ἂν καὶ χωρὶς προῖκα, ἦτο μοναχοκόρη καλομαθημένη καὶ ἀγαποῦσε τὸν καλὸν κόσμον, τὰς διασκεδάσεις, τὰ στολίδια καὶ τοὺς χoρoύς; Ὅσα μοῦ ἔλεγαν τὰ εὕρισκα ὅλα σωστά! Δὲν ἠμπορῶ κὰν νὰ εἴπω πρὸς δικαιολογίαν μου ὅτι μ’ ἐτύφλωσε τὸ πάθος, οὔτε πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος θετικώτερος ἀπὸ ἐμέ. Οἱ ἄλλοι ἐρωτευμένοι φαντάζονται τὴν ἀπόλαυσιν τῆς φιλτάτης των εὐτυχίαν τόσω μεγάλην, ὥστε δὲν φοβοῦνται νὰ γελασθοῦν ἀγοράζοντες αὐτὴν εἰς ὁποιανδήποτε τιμήν. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἤμουν ῥωμαντικός. Τίποτε ἔκτακτον δὲν ὠνειρευόμην, ἀλλὰ μόνον νὰ ἐπανέλθουν τὰ πράγματα εἰς τὴν τακτικὴν αὐτῶν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκοντο πρὶν ἐρωτευθῶ. Τὴν μακαρίαν ἐκείνην κατάστασιν τὴν ἐνθυμούμην μὲ τὸν φλογερὸν πόθον, μὲ τὸν ὁποῖον ἐνθυμεῖται ὁ ἄρρωστος τὸν καιρὸν ὅπου ἦτο ὑγιῆς. Τὴν Χριστίναν τὴν ἤθελα μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ τὴν ἀπολαύσω, νὰ τὴν χορτάσω, νὰ τὴν βαρεθῶ καὶ ν’ ἀρχίσω ἔπειτα, καθὼς πρίν, νὰ τρώγω, νὰ κοιμοῦμαι, νὰ πηγαίνω εἰς τὸν περίπατον καὶ νὰ παίζω πρέφαν καὶ κοντσίναν εἰς τὴν λέσχην. Καὶ πάλιν ὅμως δὲν θ’ ἀπεφάσιζα νὰ τὴν νυμφευθῶ, ἂν δὲν συνέβαινε ν’ ἀποθάνῃ κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἀπὸ τὴν στέρησιν καὶ τὴν κακοπάθειαν γέρων θεῖος μου, τὸν ὁποῖον ἐπιστεύαμεν ὅλοι ἀπένταρον, βλέποντες αὐτὸν νὰ ἐνδύεται ὡς Διογένης καὶ νὰ τρέφεται ὡς ἀσκητῆς. Πάσχων πρὸ καιροῦ ἀπὸ τὸ στῆθος, μοῦ εἶχε ζητήσει ἑκατὸν δραχμὰς διὰ τὸν ἰατρὸν καὶ ἰατρικά. Ἀντὶ ὅμως νὰ τὰς μεταχειρισθῇ πρὸς τοιοῦτον σκοπόν, εἶχε προτιμήσει νὰ προσθέσῃ καὶ αὐτὰς εἰς ἄλλας πέντε χιλιάδας, ὅπου εἶχε κρυμμένας εἰς τὸ ἀχυρόστρωμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου εὑρέθη ἕνα πρωὶ νεκρός. Τὸ πάθημά του μ’ ἔκανε νὰ σκεφθῶ, ὅτι θὰ ἦτο ἀνοησία νὰ ἐξακολουθῶ νὰ βασανίζωμαι ἀπὸ τὴν ἀϋπνίαν καὶ τὴν ἀνορεξίαν, ἀφοῦ εἶχα τὰ μέσα νὰ ἰατρευθῶ. Τὴν Χριστίναν τὴν ἐπῆρα καθὼς παίρνει κανεὶς κινίνον διὰ ν’ ἀπαλλαχθῇ ἀπὸ τὸν πυρετόν.

Ἂν καὶ ἤμην ἀνυπόμονος, ἠναγκάσθην ἀπὸ τὴν κοινὴν πρόληψιν καὶ τὸν δεσπότην μας Λυκοῦργον νὰ περιμένω τὸ τέλος τοῦ Μαΐου διὰ νὰ στεφανωθῶ. Εὐθὺς μετὰ τὸν γάμον ἐπήγαμεν νὰ περάσωμεν τὸ μελοφέγγαρον εἰς τὴν Ζιάν. Ἠμπορῶ νὰ εἴπω ὅτι εἶδα ἐκεῖ καλὰς ἡμέρας. Τὸ νησὶ ἦτο καταπράσινον, τὸ ἐξοχικόν μας σπίτι ἀναπαυτικόν, τὰ τρόφιμα ἐξαίρετα, ὁ καιρὸς ὡραῖος καὶ ἀκόμα ὡραιοτέρα ἡ Χριστίνα. Ἐκεῖνο ὅπου μ’ ἔκανε νὰ τὴν προτιμήσω ἀπὸ ὅλας, εἶνε ὅτι μόνη αὐτὴ δὲν εἶχε κανὲν ἀπὸ τὰ συνηθισμένα παρθενικὰ ἐλαττώματτα, διὰ τὰ ὁποῖα ἀηδίαζα ἐν γένει τὰς κορασίδας. Οὔτε λιγνή, οὔτε ἀναιμική, οὔτε ἐντροπαλή, οὔτε πολὺ νέα. Πιστεύω μάλιστα ὅτι ἦτο κατά τι μεγαλειτέρα ἀπὸ ἐμέ. Εἰκοσιὲξ ἕως εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν, μελαχροινή, μὲ ἀνάστημα, μὲ ὤμους, μὲ στῆθος, μὲ φλόγα εἰς τὸ βλέμμα καὶ κομψότατα ὑποδηματάκια. Διὰ νὰ μὴ φανῇ ἀπίστευτον τὸ ἄθροισμα τόσων χαρισμάτων ἀρκεῖ νὰ προσθέσω ὅτι ἦτο Σμυρναία.

Εἰς τὴν Κέαν ἐμείναμεν ὅλον τὸ θέρος καὶ ἡ θεραπεία μου ἐπροώδευε θαυμασίως. Νομίζω ὅτι πολὺ προτήτερα ἀπὸ τὸν Βίσμαρκ ἐφευρῆκα ἐγὼ τὸ Μακάριοι οἱ κατέχοντες. Οἱ αἰσθηματικοὶ θεωροῦσιν ὡς ἐλάττωμα τῆς τοιαύτης κατοχῆς καὶ ἐν γένει τοῦ γάμου, ὅτι εἶνε ὁ τάφος τοῦ ἔρωτος. Τοιοῦτον ὅμως παράπονον δὲν ἠδυνάμην νὰ ἔχω ἐγώ, ἀφοῦ ὑπανδρεύθην ἐπίτηδες διὰ νὰ τὸν θάψω, ἀπὸ πόθον ὄχι ἐκτάκτων ἀπολαύσεων, ἀλλ’ ἡσυχίας, καὶ κατώρθωνα νὰ εἶμαι καθ’ ἡμέραν ἡσυχώτερος. Τὸ πρωὶ ἐκάμναμεν θαλάσσιον λουτρόν, τὸ ἀπόγευμα μακρινὸν περίπατον ἢ ἐκδρομὴν μὲ τὴν βάρκαν. Ἐπέστρεφα κατάκοπος, ἔτρωγα ὡς λύκος καὶ ἀφοῦ ἔλεγα εἰς τὴν Χριστίναν ὅ,τι εἶχα νὰ τῆς εἰπῶ, ἐκοιμώμην μονοκόμματα ἕως τὸ πρωί. Ὀνείρατα δὲν ἔβλεπα πλέον, πλὴν ἑνὸς μόνου, τὸ ὁποῖον ἠδυνάμην καὶ ἐκεῖνο νὰ θεωρήσω ὡς σύμπτωμα τελείας ἀναρρώσεως. Ἡ ἑσπέρα ἦτο θερμὴ καὶ εἴχαμεν ἐξέλθῃ ν’ ἀναπνεύσωμεν εἰς τὸν ἐξώστην μετὰ τὸ δεῖπνον. Δὲν ἐνθυμοῦμαι ἄλλην φωτεινοτέραν λάμψιν πανσελήνου, οὔτε τοιοῦτον τῆς θαλάσσης σπινθηρισμόν, οὔτε εὐωδεστέρας τοῦ δάσους καὶ τῶν κήπων ἀναθυμιάσεις. Χαριεστάτη ἦτο καὶ ἡ Χριστίνα μὲ τὸ ἄσπρον της φόρεμα χωρὶς μέσην ἤ, ὡς τὸ ἔλεγε, peignoir, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐχύνετο ἕως τὸ γόνατον ἡ λυτὴ κόμη της ὡς πλημμύρα μαύρου ποταμοῦ.

Ἐκύτταξε τὴν θάλασσαν ψιθυρίζουσα τὴν τότε τοῦ συρμοῦ καβατίναν Ἐρνάνη, Ἐρνάνη, κλέψε με, ὅταν αἴφνης ἐσιώπησε μετριοφρόνως τείνουσα τὰ ὦτα εἰς τὸ ἆσμα ἀηδόνος ἀντηχῆσαν ἀπὸ τὸν γειτονικὸν κῆπον. Πάντα ταῦτα ἦσαν βεβαίως ποιητικώτατα, ἀλλ’ εἰς τὸ δεῖπνον εἶχα φάγῃ πολλὴν παλαμίδα, τὴν ὁποίαν ἐπότισα, ὡς βαρυοστόμαχον, μὲ δυὸ ἢ τρία ποτήρια γλυκοῦ οἴνου τῆς Κέας. Μὲ κατέλαβε λοιπὸν ὁ ὕπνος καὶ ὠνειρεύθην… οὔτε ἄσματα ἀηδόνος, οὔτε μαύρας πλεξίδας, οὔτε σελήνης μαρμαρυγάς, ἀλλ’ ὅτι εὑρισκόμην εἰς τὴν Σύραν, εἰς τὴν Λέσχην, καὶ ἐκέρδιζα τοῦ πρωτομάστορη τοῦ πικέτου Ἀλοϊσίου Κατζαΐτη τρία καπότα κατὰ σειράν. Ἄδικον θὰ ἦτο μετὰ τοιοῦτον ὄνειρον ν’ ἀμφιβάλλω ὅτι ἤμην ἐντελῶς ἰατρευμένος. Τὴν ἑπομένην ἑβδομάδα ἐπεστρέψαμεν εἰς τὴν Σύραν, μετὰ τετράμηνον διαμονὴν εἰς τὴν Ζιάν, ἀφοῦ ἀνέκτησα τὴν πρὶν ἡσυχίαν μου, ὅλην μου τὴν πεζότητα καὶ δυὸ ὀκάδες περισσότερον βάρος, ὡς ἐπείσθην ζυγισθεὶς κατὰ τὴν ἀπόβασιν εἰς τὸν στατῆρα τοῦ τελωνείου.

Πολὺ βεβαίως θὰ ἐγελοῦσα τότε, ἂν εὑρίσκετo κανεὶς νὰ μοῦ προείπῃ, ὅτι μετ’ ὀλίγας ἡμέρας θὰ ἤμην πάλιν πολὺ περισσότερον παρὰ πρὸ τοῦ γάμου μου ἐρωτευμένος καὶ δυστυχής. Ἡ πρώτη ἀφορμὴ τοῦ ξανακυλίσματος ὑπῆρξε χορός, τὸν ὁποῖον ἔδωκεν ὁ κύριος Δήμαρχος εἰς τιμὴν τοῦ παρεπιδημοῦντος καὶ ὑπ’ αὐτοῦ φιλοξενουμένου ὑπουργοῦ τῶν Ναυτικῶν. Ὁ χορὸς ἐκεῖνος ἐπέσκηπτε πρόωρος καὶ ἀπροσδόκητος καὶ ὀλίγος ἀπέμενε καιρὸς εἰς τὰς Συριανὰς διὰ νὰ ἑτοιμασθῶσιν. Ὅλαι ἦσαν ἄνω κάτω. Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ἔτρεχεν ἡ Χριστίνα εἰς τὰ ἐμπορικά, τὴν δὲ τετάρτην μετεβλήθη ὁλόκληρος ἡ οἰκία μας εἰς ἐργαστήριον ῥαπτικῆς. Πανταχοῦ κομμάτια ὑφασμάτων, φόδραι, ὀρνέκια, στηθόδεσμοι καὶ ὑποδήματα πρὸς δοκιμήν. Δὲν εὕρισκα πλέον ποὺ νὰ καθίσω· τὸ δὲ ἑσπέρας ἔπρεπε νὰ περιμένω ἕως τὰς ἐννέα, ἢ καὶ ἀργότερα, ν’ ἀδειάσῃ ἡ ῥάπτρια τὴν τράπεζαν τοῦ γεύματος, διὰ νὰ δειπνήσωμεν μὲ μίαν σαλάταν ἢ σμαρίδας τηγανητάς. Ἡ μόνη μας τῷ ὄντι ἐγκυκλοπαιδικὴ ὑπηρέτρια εἶχε χειροτονηθῇ κ’ ἐκείνη μοδίστρα καὶ δὲν ἐπρόφθανε νὰ μαγειρεύῃ. Ἄδικον ὅμως θὰ ἦτο νὰ παραπονεθῶ διὰ τοῦτο, ἀφοῦ τὸ κακὸν ἦτο γενικόν. Πλὴν τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Πάσχα καὶ τῶν ἄλλων μεγάλων ἑορτῶν, ἐπικρατεῖ ἡ συνήθεια εἰς τὴν Σύραν νὰ νηστεύουν καὶ τὰς παραμονὰς τῶν μεγάλων χορῶν. Τὸ ὀχληρότερον ἀπὸ ὅλα ἦτο ἡ διηνεκὴς ἀπασχόλησις τῆς Χριστίνας καὶ τὰ παντὸς εἴδους χαρτιά, τὰ ὁποῖα ἐτύλιγε τὴν νύκτα εἰς τὰ μαλλιά της. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ὅπου ἐλάβαμεν τὸ κατηραμένον ἐκεῖνο προσκλητήριον, ἦτο ὡς νὰ μὴν εἶχα γυναῖκα.

Ὅση ὅμως καὶ ἂν ἦτο ἡ ἀπέχθειά μου κατὰ τῶν τοιούτων προπαρασκευῶν, πρέπει νὰ ὁμολογήσω ὅτι ἐπέτυχε πληρέστατα τῆς Χριστίνας ὁ στολισμός· φόρεμα μὲ μακρὰν οὐρὰν ἀπὸ βαρὺ βυσσινόχρουν μεταξωτὸν καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τὸ τελευταῖον λείψανον τῆς κειμηλιοθήκης τῆς μητρός της, εἶδος τί ἀρχαϊκοῦ διαδήματος ἀπὸ ῥουβίνια, τῶν ὁποίων αἱ πορφυραὶ φλόγες συνηρμόζοντο θαυμασίως μὲ τὸ κοράκινον χρῶμα τῶν τριχῶν της. Οὕτω στολισμένη μοῦ ἐθύμιζε τὴν Σεμίραμιν, τὴν Φαῖδραν, τὴν Κλεοπάτραν, τὴν Θεοδώραν καὶ τὰς ἄλλας ἡρωΐδας, αἱ ὁποῖαι ἐτάραττον τὸν ὕπνον μου ὅταν ἤμην εἰς τὸ σχολεῖον.

Ὁ οἶκος τοῦ κυρίου δημάρχου ἦτο μεγάλος, ἀλλ’ ἀκόμη μεγαλείτερος ὁ φόβος του νὰ μὴ λησμονήσῃ οὐδὲ τὸν ἐλάχιστον κομματαρχίσκον του, ἔστω καὶ λουκουμοποιόν, καραβοκύρην, βυρσοδέψην ἢ ἄλλον καταστηματάρχην. Ὁ κόσμος ἦτο λοιπὸν πολὺς καί, ὡς πάντοτε συμβαίνει εἰς τὴν Σύρον, τριπλάσιοι τῶν κυριῶν οἱ χορευταί. Ταύτας ἐπερίμεναν εἰς τὴν ἐξώθυραν μὲ σημειωματάριον εἰς τὴν χεῖρα καὶ ἀνέβαιναν κατόπιν αὐτῶν τὴν κλίμακα ἐπαιτοῦντες χορόν. Ὅταν εἰσήλθομεν ἐξώρμησαν τοὐλάχιστον δεκαπέντε κατὰ τῆς Χριστίνας, τῆς ὁποίας ἐθαύμασα κατὰ τὴν ἕφοδον ταύτην τὸ θάρρος καὶ τὴν ἑτοιμότητα, μὲ τὴν ὁποίαν ἐμοίραζεν ὡς ἀντίδωρον ἀνὰ ἓν βλέμμα καὶ ἓν μειδίαμα εἰς ἕκαστον ἀπαιτητήν. Ἡ τοιαύτη διανομὴ ἐξηκολούθησε χωρὶς διαλείμματα καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ἑσπερίδος. Μόνον δι’ ἐμὲ δὲν ἐπερίσσευε τίποτε, ἂν καὶ τὴν ἔφεραν δυὸ ἢ τρεῖς φορὰς πλησίον μου αἱ περιπέτειαι τοῦ χοροῦ. Μὴ ἔχων διάθεσιν νὰ χορεύω καὶ βαρυνόμενος τὰς ὀχληράς μου σκέψεις ἀνεζήτουν κανὲν γνώριμον πρόσωπόν μεταξὺ τοῦ πλήθους, ὅταν διέκρινα κολλημένην εἰς τὸν τοῖχον ὡς ταπεσσαρίαν τὴν κυρίαν Κλεαρέτην Γαλαξίδη, σαραντάραν παρθένον, τῆς ὁποίας μὲ ἤρεσκε πολύ, ὄχι βεβαίως τὸ ὑπερώριμον κάλλος, ἀλλ’ ἡ καλωσύνη της, ἡ εὐπροσηγορία, ἡ ἁπλότης τῶν τρόπων καὶ τῆς ἐνδυμασίας της καὶ ἡ φαινομένη ἔλλειψις πάσης κατακτητικῆς ἀξιώσεως καὶ φιλαρεσκείας. Ἐχόρευε δὲ καὶ ἀρκετὰ καλά, ὁσάκις συνέβαινε νὰ εὕρῃ χορευτήν. Μὲ τὴν γεροντοκόρην ταύτην ἐφερόμην μετὰ πολλῆς οἰκειότητος, ὡς πρὸς καλὸν φίλον μᾶλλον ἢ φιληνάδα, καὶ ἐκείνη δὲ ἐφαίνετο εὐχαριστουμένη νὰ συνομιλῇ μαζί μου, νὰ μὲ δίδῃ συμβουλᾶς ὑγιεινῆς ἢ οἰκιακῆς οἰκονομίας καὶ νὰ μὲ στέλλη ἐνίοτε παξιμάδια μὲ γλυκάνισον, πρὸς ἐκτίμησιν τῆς ἐξόχου αὐτῆς ζυμωτικῆς τέχνης. Εὔλογος μετὰ ταῦτα ἦτο ἡ ἀπορία μου ὅταν, ἀντὶ νὰ μὲ τείνῃ κατὰ τὸ σύνηθες τὴν χεῖρα, ἀπήντησεν εἰς τὸ καλησπέρα μου διὰ βλέμματος παγεροῦ καὶ σχεδὸν ἐχθρικοῦ.

«Δὲν χορεύετε ἀπόψε;» ἠρώτησα αὐτὴν ἀπερισκέπτως, λησμονῶν ὅτι τοῦτο δὲν ἐξηρτᾶτο ἀπὸ μόνην τὴν θέλησίν της.

«Ὄχι, κύριε.»

«Διατί, ἐνῷ εἶσθε ἡ καλυτέρα μας χορεύτρια; Τοῦτο εἶνε παραξενάδα.»

«Ὑπάρχουν ἄλλα πράγματα πολὺ πλέον παράξενα.»

«Δὲν μὲ τὰ λέγετε;»

«Ὑπάρχουν μερικοὶ κύριοι, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ὁλόκληρα ἔτη βεβαιώνουν μίαν ῾νέαν’ ὅτι δὲν δύνανται ν’ ἀγαπήσουν παρὰ γυναῖκα φρόνιμον, ἥσυχον, σεμνήν, νοικοκυράν, πηγαίνουν ἔπειτα καὶ νυμφεύονται μίαν ἄσωτην, μίαν κοκέταν, μίαν ξεμυαλισμένην, ὅπου ἔκαμεν ἐργολαβίαν μὲ ὅλον τὸν κόσμον καὶ ἐξακολουθεῖ καὶ μετὰ τὸν γάμον της τὰ ἴδια.»

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἠναγκάσθην νὰ συμπεράνω, ὅτι ἡ κυρία Κλεαρέτη δὲν ἦτο ὅσον ἐφαίνετο καλή, οὐδ’ ὅσον ἐνόμιζα ἀφιλοκερδεῖς αἱ περιποιήσεις της, αἱ συμβουλαί της καὶ αἱ ἀποστολαὶ παξιμαδίων. Ἡ ἀπροσδόκητος αὕτη ἀποκάλυψις τῶν νυμφικῶν ἀξιώσεων γεροντοκόρης, ἡ ὁποία θὰ ἠδύνατο νὰ ἤναι μήτηρ μου ἂν ὑπανδρεύετο ἐγκαίρως, ἦτο βεβαίως ἀστειοτάτη. Τὴν ἑσπέραν ὅμως ἐκείνην εἶχα τὰ νεῦρα μου καὶ ἀντὶ νὰ γελάσω δὲν ἀπηξίωσα νὰ ἐκδικηθῶ ἀποκρινόμενος:

«Δὲν ἐνθυμοῦμαι νὰ ἔκαμα ποτὲ τοιαύτας ὁμιλίας εἰς καμίαν νέαν».

Ἡ κυρία Κλεαρέτη ἐδάγκασε τὸ χεῖλος της καὶ μοῦ ἐγύρισε τὴν ῥάχιν· ἡ φράσις της ὅμως ἔκαμεν ἐργολαβίαν μὲ ὅλον τὸν κόσμον καὶ ἐξακολουθεῖ μετὰ τὸν γάμον της τὰ ἴδια δὲν ἔπαυε ν’ ἀντηχῇ εἰς τὴν ἀκοήν μου ὡς συριγμὸς ἐχίδνης. Ἡ ἀλήθεια ἦτο ὅτι τὸ ἐπαράκαμνε καὶ ἡ Χριστίνα. Ἐξακολουθῶν νὰ τὴν κατασκοπεύω, παρετήρησα ὅτι ἡ διανομὴ τῶν βλεμμάτων καὶ τῶν μειδιαμάτων της δὲν ἐγίνετο μὲ ὅσην κατ’ ἀρχὰς ὑπέθεσα ἰσότητα καὶ ἀμεροληψίαν. Πολὺ μεγαλειτέρα της τῶν ἄλλων ἦτο μερὶς κομψοτάτου τινὸς ξανθοῦ νεανίσκου, ὅστις, ἀφοῦ ἔλαβε δυὸ χορούς, ἔμενεν ὄπισθέν της ἐνῷ ἐχόρευε μὲ ἄλλον, συνεχίζων κατὰ τὰ διαλείμματα τῆς καδρίλιας ἀτελεύτητόν μετ’ αὐτῆς συνομιλίαν. Τὸ περίεργον εἶνε ὅτι μοῦ ἦτο τελείως ἄγνωστος ὁ κύριος οὗτος, ἐνῷ οἱ κάτοικοι τῆς μικροσκοπικῆς Ἑρμουπόλεως γνωρίζονται ὅλοι ὡς καλόγηροι τοῦ αὐτοῦ μοναστηρίου. Ἡ ἀμηχανία μου ἦτο μεγάλη, ὅταν ἦλθε νὰ καθίσῃ πλησίον μου ὁ παλαιός μου φίλος Εὐάγγελος Χαλδούπης, ὁ ἐξυπνότερος ἀλλὰ καὶ ὁ πλέον διεστραμμένος τῶν Συριανῶν, ἀδιάντροπος ὡς πίθηκος καὶ κυνικώτερος τοῦ Διογένους. Διὰ ν’ ἀποφύγῃ τὰ σκώμματα τοῦ κόσμου εἶχεν ἐφεύρει νὰ γελᾷ ὁ ἴδιος δυνατώτερα παντὸς ἄλλου διὰ τὰς πολλὰς καὶ ἐπιφανεῖς τῆς μακαρίτιδος συζύγου του ἀπιστίας. Εἰς τὸν τοῖχον τοῦ γραφείου του εἶχε κρεμάσει τὰς εἰκόνας τοῦ Ἡφαίστου, τοῦ Ἀγαμέμνονος, τοῦ Μενελάου, τοῦ Βελισαρίου, τοῦ Ἐρρίκου Δʹ καὶ τὴν ἰδικήν του φωτογραφίαν πλησίον τῶν ἐνδόξων αὐτοῦ συναδέλφων. Καθ’ ὅλην τὴν πενταετῆ διάρκειαν τοῦ συζυγικοῦ αὐτοῦ βίου οὐδέποτε ἐξέφυγεν ἀπὸ τὰ χείλη του, οὔτε παράπονον οὔτε ἐπίπληξις, οὔτε μομφή, οὔτε παρατήρησις καμμία, ἀλλὰ μόνον εἰρωνείαι, σκώμματα καὶ μειδιάματα τόσον φαρμακερά, ὥστε ζήτημα ἀπέμενε διὰ πολλοὺς ἂν πράγματι ἀπέθανεν ἀπὸ καρκίνον, ἢ μᾶλλον ἐκ τῆς δριμύτητος αὐτῶν ἡ μακαρίτις. Ὅπως δήποτε εὐθὺς μετὰ τὴν λῆξιν τοῦ πένθους ἐκηρύχθη καὶ πάλιν ὑποψήφιος γαμβρός. Ἐκ φόβου ὅμως, ὡς ἔλεγε, μὴ ἐξαντληθῇ τὸ πνεῦμα του, ἂν ἠναγκάζετο νὰ κάμῃ ὅσην πρὶν κατάχρησιν αὐτοῦ πρὸς ὑπεράσπισιν τῆς τιμῆς του, ἀπήτει ἤδη παρὰ τῆς μελλούσης κυρίας Χαλδούπη τρία τινά: νὰ εἶνε ἄσχημη, κουτὴ καὶ πλούσια. Τὴν περιζήτητον ταύτην τριάδα προσόντων εἶχε εὕρῃ συνηνωμένην εἰς τὸ πρόσωπον τῆς δεσποινίδος Παναγιώτας Τουρλωτῆς, εἶδός τι νεαροῦ ἱπποποτάμου, τοῦ ὁποίου ὁ ὄγκος ἐφόβιζε πάντας τους ἄλλους προικοδιώκτας.

Ὁ ἀλλόκοτος οὗτος ἄνθρωπος, ἀφοῦ μὲ παρετήρησεν ἐπί τινας στιγμὰς μὲ ὀχληρὰν ἐπιμονήν:

«Τί ἔχεις;» μὲ ἠρώτησε· «τὰ μοῦτρά σου εἶνε βουρκωμένα σὰν τὰ βουνὰ τῆς Γούρας.»

«Τίποτε,» ἀπεκρίθην· «μὲ πονεῖ λίγον τὸ κεφάλι.»

«Καὶ πολὺ περισσότερον σὲ πονεῖ ὅτι δὲν μὲ ἤκουσες, ὅταν σοῦ ἔλεγα ὅτι δὲν εἶνε διὰ σένα ἡ Χριστίνα· ὅτι ἔχει εἰς τὰς φλέβας της πολὺ αἷμα καὶ κάποιαν ὁμοιότητα μὲ τὴν μακαρίτισσάν μου εἰς τὴν φυσιογνωμίαν. Βλέπω κοντά της τὸν παλαιόν της φίλον Κάρολον Βιτούρην,» ἐπρόσθεσε δεικνύων τὸν ἐξακολουθοῦντα νὰ συνομιλῇ μετ’ αὐτῆς ξανθὸν νεανίσκον. «Φαίνεται ὅτι ἔχουν πολλὰ νὰ εἴπουν.»

«Τὸν παλαιόν της φίλον;» ἠρώτησα ἐγώ. «Πῶς γίνεται νὰ μὴν τὸν γνωρίζω; Πρώτην φορὰν τὸν βλέπω.»

«Διὰ τὸν λόγον ὅτι μόνον προχθὲς ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Εὐρώπην. Πρὸ πέντε ἐτῶν, πρὶν ἀποκατασταθῇς σὺ εἰς τὴν Σύραν, ἦτο ἐρωτευμένος τρελλὸς μὲ τὴν Χριστίναν, τὴν ὁποίαν δὲν τοῦ ἔδωκαν, διότι δὲν εἶχε τὰ μέσα νὰ τὴν συντηρήσῃ. Ἡ ἀπελπισία του ἦτο τόση, ὥστε ἤθελε ν’ αὐτοχειριασθῇ, καὶ θὰ τὸ ἔκαμνεν ἴσως, ἂν δὲν ἀνελάμβανεν ἡ γυναῖκα μου νὰ τὸν παρηγορήσῃ. Ἦτο νομίζω, ὁ πρῶτος της ἐραστής. Τοὺς συνέλαβα ἐπ’ αὐτοφώρω εἰς τὸν κῆπον τοῦ Κωυμοῦ, μίαν ἡμέραν, ὅπου εἶχα ὑπάγει νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν Ἀννίκαν. Ἡ γυναῖκα μου τὸν ἐβαρέθη ὀγλήγορα, διότι ἦτο πάρα πολὺ αἰσθηματικός. Ἔπειτα φαίνεται, ὅτι ἐξηκολούθει νὰ ἐνθυμεῖται τὴν ἰδικήν σου. Τὸν ἔστειλαν τότε εἰς τὴν Γαλλίαν νὰ τὰς λησμονήσῃ καὶ τὰς δυὸ καὶ νὰ σπουδάσῃ φαρμακευτικὴν διὰ νὰ διαδεχθῇ τὸν πατέρα του. Φαίνεται ὅμως ὅτι δὲν κατώρθωσε νὰ εὕρῃ λησμοβότανον. Παρατήρησε πὼς τρώγει τὴν Χριστίναν μὲ τὰ μάτια. Σὲ συμβουλεύω νὰ τὸν προσέχῃς καὶ νὰ μὴ συχνοφέρνῃς τὴν γυναῖκα σου εἰς τοὺς χορούς.»

«Θ’ ἀκολουθήσω τὴν συμβουλήν σου.»

«Μὴ λησμονήσῃς ὅτι, ἂν φανῆς ζηλιάρης, ἂν τὴν στενοχωρήσῃς καὶ ζητήσῃς νὰ τὴν περιορίσῃς, εἶναι ἀκόμη βεβαιότερον ὅτι θὰ τὴν πάθῃς.»

«Τί θέλεις τότε νὰ κάμω;»

«Οὔτ’ ἐγὼ δὲν ἠξεύρω. Ἀφοῦ δὲν ἤκουσες τὴν συμβουλήν μου, τὸ καλλίτερον ὁποῦ ἔχω τώρα νὰ σοῦ συστήσω εἶνε νὰ μιμηθῇς τo παράδειγμά μου, καί, ὅ,τι καὶ ἂν σοῦ συμβῇ νὰ μὴν τὸ πάρῃς κατάκαρδα. Νὰ σκεφθῇς ὅτι τὸ πρᾶγμα καθ’ ἑαυτὸ δὲν εἶναι τίποτε καὶ νὰ κρεμάσῃς καὶ σὺ εἰς τὸν τοῖχον σου τὰς εἰκόνας τοῦ Ἀγαμέμνονος, τοῦ Ἡφαίστου, τοῦ Μενελάου…»

Ἠγέρθην ἀποτόμως φοβούμενος μήπως δὲν δυνηθῶ ν’ ἀντισταθῶ εἰς τὸν πειρασμὸν νὰ πτύσω εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ παλιανθρώπου ἐκείνου, κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἤρχιζε τὸ cotillon, τὸ ὁποῖον μ’ ἐφάνη ἀτελεύτητον. Δόξα τῷ Θεῷ ἐτελείωσε κι ἐκεῖνο καὶ ἤρχισεν ὁ κόσμος νὰ φεύγῃ. Ἐπῆγα νὰ φέρω τὴν γοῦνα τῆς γυναικός μου, τὴν ἐκουκούλωσα καὶ ἐβαδίζαμεν πρὸς τὴν θύραν, ὅταν μας ἔφραξαν τὸν δρόμον τρεῖς χορευταί, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἀπέμενε νὰ χορευθῇ τὸ galopo finale καὶ ὅτι ἡ κυρία μου τὸ εἶχεν ὑποσχεθῇ καὶ εἰς τοὺς τρεῖς. Ἐκείνη δὲν ἐνθυμεῖτο καλά. Ὁ ἁπλούστατος καὶ συνηθισμένος τρόπος συμβιβασμοῦ τῶν ἀπαιτήσεων ἦτο νὰ εἴπῃ, ὅτι εἶνε κουρασμένη καὶ νὰ μὴ χορεύσῃ μὲ κανένα. Ἀντὶ τούτου ἐπρότεινε νὰ τραβήξουν κόμπο. Ἡ τύχη, ἴσως δὲ καὶ κάποια λαθροχειρία ηὐνόησε τὸν Βιτούρην καὶ τὸ μαρτύριόν μου παρετάθη ἄλλην μίαν ὥραν. Πρέπει ἐν τούτοις νὰ ὁμολογήσω, ὅτι ἡ μουσικὴ τοῦ γαλόπου ἐκείνου, ἔργου τοῦ διευθυντοῦ τῆς ὀρχήστρας βιολιστοῦ Πατσίφικου, ἦτο ὡραιοτάτη καὶ ὁ ῥυθμὸς τόσον ζωηρός, ὥστε ἐπτέρωσε τοὺς πόδας καὶ αὐτοῦ τοῦ κυρίου δημάρχου καὶ ἄλλων ἐξ ἴσου σεβασμίων Συριανῶν. Ἡ περιφορὰ δίσκου θερμοῦ οἴνου ἐκορύφωσε τὴν γενικὴν ζωηρότητα καὶ μόνος ἐγὼ ἐχολόσκανα εἰς μίαν γωνίαν βλέπων τὴν Χριστίναν νὰ στροβιλίζῃ εἰς τοῦ Καρόλου τὰς ἀγκάλας. Ὁ Χαλδούπης ἠθέλησε καὶ πάλιν νὰ μὲ πλησιάσῃ διὰ νὰ χύσῃ τὸ φαρμάκι τοῦ εἰς τὴν πληγήν μου, ἀλλὰ τὸ βλέμμα τὸ ὁποῖον ἔρριψα ἐπ’ αὐτοῦ, ἦτο, ὡς φαίνεται, τόσον ἄγριον, ὥστε ἐθεώρησε φρόνιμον νὰ μοῦ δείξη τὴν ῥάχιν. Ἀνεχωρήσαμεν σχεδὸν τελευταῖοι, καί, ὅταν εἰσήλθομεν εἰς τὸν κοιτῶνα μας, ἐσήμαιναν αἱ πέντε.

Τὸ παράδοξον, ἢ μᾶλλον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μ’ ἐφάνη παράδοξον, ἂν καὶ ἦτο φυσικώτατον, εἶνε ὅτι ὅσα ὑπέφερα εἰς τὸν κατηραμένον ἐκεῖνον χορὸν ἀπὸ τὴν κακολογίαν τοῦ Χαλδούπη καὶ τὴν διαγωγὴν τῆς Χριστίνας, ἀντὶ νὰ μὲ ψυχράνουν μὲ ἔκαναν νὰ τὴν ἐρωτευθῶ ἢ τουλάχιστον νὰ τὴν ἐπιθυμήσω σφοδρότερα καὶ ἀπὸ τὴν ἡμέραν ὅπου ἀπεφάσισα νὰ τὴν πάρω διὰ νὰ παύσω νὰ τὴν ἐπιθυμῶ. Πλὴν τῆς ζηλείας καὶ τῆς δεκαημέρου στερήσεως συνετέλει εἰς ἔξαψιν τοῦ πόθου μου καὶ ἡ ἔκτακτος πολυτέλεια τοῦ ἐσωτερικοῦ αὐτῆς στολισμοῦ, ὁ μεταξωτὸς στηθόδεσμος, τὰ κεντητὰ μεσοφόρια, τὰ ἀτλάζινα ὑποδήματα καὶ τὸ μεθυστικὸν ἄρωμα τῆς ἴριδος καὶ τῆς ὑλαγγυλάγκης. Πάντα ταῦτα ἠμποροῦν οἱ εὐτυχεῖς κάτοικοι τῶν μεγάλων πόλεων νὰ τὰ εὕρουν ὅταν θέλουν μὲ μίαν ἢ δυὸ εἰκοσιπεντάρας, ἀλλὰ διὰ τοὺς δυστυχεῖς Συριανοὺς εἶνε πράγματα ἔκτακτα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀπολαμβάνουν παρ’ ὅταν τύχη μεγάλος χορός, καθὼς μόνον τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ Πάσχα γεύονται ψαθούρια, σαμπάνια καὶ γάλον παραγεμιστόν. Ὅταν λοιπὸν ἐπλησίασα τὴν Χριστίναν, πρέπει νὰ ὑποθέσω ὅτι οἱ ὀφθαλμοί μου ἦσαν εύγλωττοι, ὡς κατορθώνουν νὰ γράφουν οἱ ἐλαφροί μας φιλόλογοι, τοὺς ὁποίους εἶχα, ὡς φαίνεται, ἄδικον νὰ περιπαίζω διὰ τοῦτο. Πρὶν τῷ ὄντι ἀνοίξω τὸ στόμα ἔσπευσεν ἡ Χριστίνα ν’ ἀποκριθῇ εἰς τὸ βλέμμα μου.

«Εἶμαι, καϋμένε, κατάκοπη, ἀφανισμένη, ἄφησε μέ, σὲ παρακαλῶ, ἀπόψε».

Τὴν ἐκαληνύχτισα μὲ βαρυθυμίαν καὶ ἀπεσύρθην εἰς τὸ ἰδικόν μου δωμάτιον. Πρέπει ὅμως νὰ εἴπω ὅτι διὰ τὸ χωριστὸν ἐκεῖνο δωμάτιον δὲν ἔπταιεν ἐκείνη. Τὸ εἶχα προτείνει ἐγὼ μετὰ τὴν ἐπιστροφήν μας ὡς ἀριστοκρατικώτερον, καὶ κατὰ τί διὰ τὸν λόγον ὅτι εἶχα παραχορτάσει εἰς τὴν Ζιᾶν. Πλὴν τῶν ἄλλων ἔχουν καὶ τοῦτο τὸ ἀλλόκοτον οἱ ἐρωτευμένοι, ὅτι δὲν δύνανται νὰ ἐννοήσωσιν οὔτε ὅτι ἐνδέχεται νὰ πεινάσουν, ὅταν ἤναι χορτάτοι, οὔτε ὅτι ἠμποροῦν νὰ χορτάσουν, ὅταν ἤναι πεινασμένοι.

Τὴν ἐπιοῦσαν ἐκοιμᾶτο ἀκόμη, ὅταν ἐπῆγα περὶ τὰς ἕνδεκα εἰς τὸ γραφεῖον μου. Κατὰ τὴν ἐπιστροφήν μου τὴν εὕρηκα εἰς τὸ πιάνο εὐδιάθετον καὶ ζωηράν.

«Ἄκουσε», μὲ εἶπε, «τί ὡραῖον εἶνε αὐτὸ τὸ γαλόπ. Ἐγὼ ὅπου δὲν ἠμπορῶ νὰ παίξω τίποτε χωρὶς τετράδιον, μίαν φορὰν τὸ ἤκουσα καὶ τὸ ἐνθυμοῦμαι ὁλόκληρον.»

Ταῦτα λέγουσα ἤρχισε νὰ κυμβαλίζῃ τὸ τρισκατάρατον γαλὸπ τοῦ χθεσινοῦ χοροῦ, τοῦ ὁποίου οἱ ἦχοι μου ἐνθύμιζαν τὰ βάσανά μου.

«Εἶμαι», ἀπήντησα ἀποτόμως, «ὀλίγον ζαλισμένος καὶ ἡ μουσικὴ μὲ πειράζει. Ἄφησέ το, σὲ παρακαλῶ, δι’ ἄλλην φοράν.»

Μ’ ἐκκύταξε μὲ κάποιαν ἀπορίαν, ἔκλεισε τὸ πιάνο καὶ ἐπῆγε νὰ στηριχθῇ εἰς τὸ παράθυρον. Μετ’ ὀλίγον τὴν εἶδα νὰ χαιρετᾷ μὲ πολλὴν χάριν καὶ φιλοφροσύνην.

«Ποῖον ἐχαιρέτησες»; ἠρώτησα μὲ ὅσην ἠδυνήθην νὰ ὑποκριθῶ ἀδιαφορίαν.

«Τὸν δάσκαλον τοῦ χοροῦ, τὸν γέρο Κουέρτζην.»

Ἔτρεξα εἰς τὸ παράθυρον τοῦ γειτονικοῦ δωματίου καὶ εἶδα τῷ ὄντι νὰ διαβαίνῃ τὸν γέροντα Κουέρτζην, ἀλλὰ στηριζόμενον εἰς τὸν βραχίονα τοῦ νέου Καρόλου Βιτούρη. Διατὶ λοιπὸν νὰ μοῦ ἀναφέρῃ μόνον τὸν Κουέρτζην, ἐνῷ πιθανώτατον ἦτο ὅτι ἔλαχεν εἰς τὸν σύντροφόν του ἡ λεόντειος μερὶς τοῦ χαιρετισμοῦ;

Τὸ ἔτος ἐκεῖνο ὑπῆρξεν ἐκτάκτως εὐτυχὲς διὰ τοὺς Συριανούς, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὸ κλείσιμον τῶν ἰσολογισμῶν των ἔπαθαν ἀπὸ τὴν χαράν των χορομανίαν. Εἰς διάστημα ἑνὸς μηνὸς ἐδόθησαν ἕνδεκα μεγάλαι καὶ μικραὶ χοροεσπερίδες. Ἡ Χριστίνα δὲν ἔκαμεν ἄλλο παρὰ νὰ ἑτοιμάζεται ὅλην τὴν ἡμέραν, νὰ κουράζεται ὅλην τὴν νύκτα καὶ νὰ ξεκουράζεται τὴν ἑπομένην· οὔτ’ ἐγὼ ἄλλο τίποτε παρὰ νὰ τὴν συνοδεύω, ν’ ἀγρυπνῶ, ν’ ἀνησυχῶ, νὰ ζηλεύω, νὰ κατασκοπεύω καὶ νὰ βλέπω εἰς τὸν ὕπνον μου τὸν Ἥφαιστον, τὸν Μενέλαον καὶ τὸν Βιτούρην. Οὗτος ἐξηκολούθει νὰ συχνοδιαβαίνῃ ἀπὸ τὰ παράθυρά μας. Εὐτυχῶς τὰ ἔθιμα τῆς νήσου δὲν συγχωροῦν ἐπισκέψεις παρὰ μόνον κατὰ τὴν πρώτην τοῦ ἔτους καὶ τὴν ἑορτὴν τοῦ οἰκοδεσπότου. Ἐπίσκεψις ἀνδρὸς εἰς κυρίαν καθ’ ἡμέραν καὶ ὥραν ἐργάσιμον θὰ ἦτο εἰς τὴν Σύραν σκάνδαλον οὐχὶ μικρότερον τῆς παραβιάσεως χαρεμίου. Ἀπέμεναν ὅμως οἱ χοροὶ καὶ αἱ εἰς τὰ βαπόρια καὶ τὴν πλατεῖαν καθημεριναὶ συναντήσεις. Πλὴν αὐτῶν ἔτυχε νὰ ἴδω δυὸ ἢ τρεῖς φορὰς τὴν γυναῖκα μου ἐξερχομένην ἀπὸ τὸ φαρμακεῖον τοῦ Βιτούρη. Τοῦτο ὅμως δὲν ἠδυνάμην νὰ θεωρήσω ὡς ἐπιλήψιμον, οὐδὲ κὰν ὡς ὕποπτον, ἀφοῦ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπρομηθεύοντο αἱ Συριαναὶ τῆς ὑψηλῆς περιωπῆς τὰ πασαλείμματα καὶ τὰ μυρωδικά των. Ἡ σκέψις ὅμως αὕτη δὲν μ’ ἐμπόδιζε νὰ τρώγωμαι καὶ ν’ ἀνησυχῶ. Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖον περισσότερον ἀπ’ ὅλα μ’ ἐβασάνιζε καὶ μ’ ἐστενοχωροῦσε ἦτο, ὅτι σπανίως κατώρθωνα νὰ ἴδω μόνην καὶ ἥσυχην τὴν Χριστίναν. Οὔτε στρατάρχης κατὰ τὴν παραμονὴν κρισίμου μάχης ἠδύνατο νὰ ἤναι ὅσον ἐκείνη ἀπησχολημένος. Τὰ τρεξίματα εἰς τὰ ἐμπορικὰ διεδέχοντο τὰ συμβούλια μὲ τὰς φιληνάδας της. Πότε τὰ εἶχε μὲ τὴν ῥάπτριαν, ἡ ὁποία δὲν ἐφύλαξεν τὴν ὑπόσχεσίν της, καὶ πότε μὲ τὸν μονάκριβον τῆς Σύρου κτενιστὴν Ἀναστάσην, διότι ἐβράδυνεν νὰ ἔλθῃ, ἢ ἐτόλμησεν ὁ ἀχρεῖος νὰ τῆς προτείνῃ νὰ τὴν κτενίζῃ ἀπὸ τὸ μεσημέρι, διότι δὲν τοῦ ἐπερίσσευε καιρὸς τὸ ἑσπέρας. Κατόπιν τούτων ἤρχετο ἡ κούρασις τοῦ χοροῦ, τὸ νύσταγμα εὐθὺς μετὰ τὴν ἐπιστροφήν, ὁ βαθὺς ὕπνος της ἕως τὸ μεσημέρι καὶ ἡ ἰδική μου βασανιστικὴ ἀγρυπνία. Δὲν κατώρθωνα, ὄχι νὰ κοιμηθῶ, ἀλλ’ οὐδὲ κὰν νὰ μένω ἥσυχος ἐπὶ τῆς κλίνης μου. Ὡς βασανίζει τὸν διαβάτην τῆς ἐρήμου ἡ ὀπτασία βρύσεων, ποταμῶν καὶ χλοερῶν λειμώνων, οὕτω καὶ ἐμὲ ἡ ἀνάμνησις τῶν καλῶν ἡμερῶν τῆς Κέας, τῆς μοναξίας, τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς Χριστίνας ἐξηπλωμένης ὁλοκλήρους ὥρας ἐπάνω εἰς τὸ τουρκικὸ διβάνι μὲ ἄσπρον οἰκιακὸν φόρεμα καὶ βιβλίον εἰς τὴν χεῖρα. Καὶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μὲ φλογερώτερον πόθον ἐνθυμούμην δὲν ἦσαν τοῦ μέλιτος οἱ ἀπολαύσεις, ὅσον ἡ διαδεχομένη ταύτας γαλήνη καὶ ἰσορροπία τοῦ πνεύματος καὶ τῶν αἰσθήσεων, ἡ ὁποία μου ἐπέτρεπε νὰ ἐντρυφήσω καὶ εἰς τὰς ἄλλας τοῦ βίου ἀπολαύσεις. Ἐνῷ τώρα ἡ ἐκ τῆς ζηλείας καὶ τῆς στερήσεως συγκέντρωσις τῶν πόθων μου εἰς ἓν μόνον πρᾶγμα μὲ εἶχε μεταβάλει, ἐμὲ τὸν φρόνιμον Συριανόν, εἰς εἶδος τί Ὁδοιπόρου ἢ Ἐρωτοκρίτου ἀπαγγέλλοντος θρηνώδεις μονολόγους.

Νύκτα τινά, μὴ ἀντέχων πλέον, ἤνοιξα ἀθορύβως τὴν χωρίζουσαν ἡμᾶς θύραν καὶ ἐπροχώρησα βήματα τινὰ πρὸς τὴν κλίνην της. Τὸν θάλαμον ἐφώτιζε κατὰ τὸ σύνηθες κυανὴ κανδήλα καίουσα πρὸ τοῦ εἰκονοστασίου. Τὸ γαλάζιον ἐκεῖνο φῶς, τὸ μεταδίδον χροιὰν ὀνείρου εἰς τὴν πραγματικότητα, ἦτο κ’ ἐκεῖνο ἰδική μου ἐφεύρεσις τῶν καλῶν ἡμερῶν τῆς Κέας. Ὁ κάματος καὶ ὁ νυσταγμός της κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν ἦτο τοσοῦτος, ὥστε εἶχεν ἀφήσῃ ὅλα τὰ πράγματα ἄνω κάτω. Τὸ φόρεμα εἰς μίαν ἄκραν του σοφᾶ, τὰ φουσκώματα καταγῆς, τὸν στηθόδεσμον εἰς γωνίαν τῆς κλίνης, τὴν γιρλάνδαν ἐπὶ τῆς προτομῆς τοῦ Κοραῆ, καὶ σκορπισμένα εἰς ὅλα τὰ καθίσματα τὸ ῥιπίδιον, τὴν ἀνθοδέσμην, τὰ χειρόκτια καὶ τὰ παράσημα τοῦ cotillon. Ὁ εὐνοούμενος αὐτῆς γᾶτος ἐκοιμάτο ἐπάνω εἰς τὸ ἄσπρον της βoυρνoῦζι καὶ ἐπὶ τῶν μαρμάρων τῆς ἑστίας ἐσπινθήριζον τὰ πετράδια τῶν βραχιολίων καὶ τοῦ περιδεραίου. Τὸ δωμάτιον ὠμοίαζε ναὸν τῆς θεᾶς Ἀκαταστασίας. Ἀδύνατον ὅμως ἦτο νὰ εἶνε ἄχαρι τὸ χάος ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου ἦσαν τόσον εὔμορφα ὅλα τὰ συστατικά. Εἰς τὰ λοιπὰ προσόντα τῆς Χριστίνας πρέπει νὰ προσθέσω καὶ ὅτι ἐσυνείθιζε νὰ κοιμᾶται μὲ ἓν γόνατον λυγισμένον καὶ τὴν χεῖρα ὄπισθεν τῆς κεφαλῆς, ὡς τὸ ἀρχαῖον ἄγαλμα τοῦ Ἑρμαφροδίτου. Κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἔβλεπε πιθανῶς εἰς τὸν ὕπνον της τοὺς θριάμβους της εἰς τὴν Λέσχην, ὡς ὑπέθεσα ἐκ τῆς διαστολῆς τῶν χειλέων της εἰς μειδίαμα κατὰ πάντα ὅμοιον μ’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐμοίραζεν εἰς τοὺς χορευτάς της. Ἐπροχώρησα ἓν ἄλλο βῆμα. Ἀλλ’ αἴφνης ἐκάρφωσε τοὺς πόδας μου εἰς τὸ ἔδαφος ἡ σκέψις ὅτι, ἂν τὴν ἐξύπνιζα, θὰ διεδέχετο τὸ γλυκὺ ἐκεῖνο μειδίαμα μορφασμὸς δυσαρεσκείας, ἓν χάσμημα, ἓν οὔφ! καὶ ἓν γύρισμα τῆς πλάτης. Οὐδὲ θὰ ἦτο ὅλως ἀδικαιολόγητος ἡ τοιαύτη ὑποδοχή, ἀφοῦ μόλις πρὸ μίας ὥρας εἶχε κατακλιθῇ καὶ διεφαίνετο ἤδη διὰ τῶν χαραμίδων τοῦ παραθύρου τὸ θολὸν φῶς τῆς χειμερινῆς πρωίας. Ἀπεσύρθην ἀκροποδητί, ἔκλεισα τὴν θύραν καὶ ἤρχισα πάλιν τὸν περίπατον καὶ τὸν μονόλογόν μου. Ὅταν ἐσυλλογιζόμην πόσον εὔκολον θὰ ἦτο εἰς τὴν γυναῖκα ἐκείνην νὰ μὲ καταστήσῃ τὸν εὐτυχέστερον τῶν ἀνθρώπων, ἂν κατὰ τί ὀλιγώτερον ἠγάπα τὰς διασκεδάσεις καὶ τὴν ἐργολαβίαν, μὲ ἤρχετο ὄρεξις νὰ τὴν πνίξω. Ὁ κίνδυνος ὅμως αὐτῆς δὲν ἦτο μεγάλος. Δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ εἰς τὸν κόσμον μαλακωτέρα τῆς ἰδικῆς μου καρδίας. Ἂν ἐπρόκειτο νὰ σφάξω ὁ ἴδιος τὰ ὀρνίθια, τὰ ὁποῖα τρώγω, νομίζω ὅτι θὰ ἐπροτιμοῦσᾳ νὰ τρέφωμαι μὲ πίτυρα καθὼς ἐκεῖνα.

Τοὺς κλίνοντας νὰ μὲ θεωρήσωσιν ἐκ τῶν ἀνωτέρω ὡς βλᾶκα, παρακαλῶ νὰ σκεφθῶσι πόσον δύσκολος εἶνε ἡ θέσις τοῦ μὴ δυναμένου οὔτε ὡς ἐραστὴς νὰ παρακαλέσῃ, χωρὶς νὰ γίνῃ γελοῖος, οὔτε ὡς σύζυγος ν’ ἀπαιτήσῃ, χωρὶς νὰ γίνῃ μισητός. Ἀμφότερα ταῦτα τόσον πολὺ ἐφοβούμην, ὥστε ἂν συνέβαινε πότε νὰ μ’ ἐρωτήσῃ ἡ Χριστίνα διατὶ δὲν τρώγω ἢ διατὶ δὲν ἔχω διάθεσιν, ἀπεκρινόμην συκοφαντῶν πότε τὸ στομάχι, πότε τὴν κεφαλήν μου, πότε τὰ δόντια καὶ ἄλλοτε τὰ νεῦρα, τὸν δὲ πραγματικόν μου πόνον ἐπροσπάθουν ὡς ἔγκλημα νὰ κρύψω. Κάλλιστα τῷ ὄντι ἐγνώριζα ὅτι ὅλα δύναται γυνὴ νὰ συγχωρήσῃ, καὶ ἀπιστίας, καὶ ὕβρεις, καὶ ξύλον καὶ πᾶν ἄλλο, πλὴν ἑνὸς μόνου, τὸ νὰ τὴν ἀγαπᾷ τις περισσότερον παρ’ ὅσον τῆς ἀξίζει. Εἰς τὸν διαπράξαντα τὴν ἀνοησίαν νὰ ὁμολογήσῃ εἰς γυναῖκα πόσον ἐξ αἰτίας της ὑποφέρει δὲν ἀπομένει ἄλλο νὰ πράξῃ, παρὰ νὰ χωρισθῇ αὐτῆς αὐθημερὸν ἢ νὰ ὑπάγῃ νὰ πέσῃ εἰς τὴν θάλασσαν μὲ πέτραν εἰς τὸν λαιμόν.

Δύο ἡμέρας μετὰ τὴν ὀδυνηρὰν ἐκείνην ἀγρυπνίαν, ἐπιστρέψας ἐκ τοῦ γραφείου μου κατὰ τί ἐνωρίτερα τοῦ συνήθους, εἶδα τὴν Χριστίναν ἀλλάσσουσαν ὄψιν καὶ σπεύδουσαν νὰ κρύψῃ χαρτίον τι, τὸ ὁποῖον ἐκράτει, ὄπισθεν τοῦ καθρέπτου. Ὁ νοῦς μου ὑπῆγεν ἀμέσως εἰς τὸν Βιτούρην, καὶ τὴν ὑποψίαν μου ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἦτο ἰδική του μετέβαλεν εἰς βεβαιότητα ἡ αὐξάνουσα τῆς γυναικός μου σύγχυσις καὶ στενοχωρία. Οὐδ’ ἦτο πλέον δυνατὴ εἰς τὴν περίπτωσιν ταύτην ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ συστήματός μου νὰ ἀνέχωμαι τὰ πάντα ἐν σιωπῇ ἐκ φόβου χειροτέρων, ἀφοῦ πιθανώτατον ἦτο ὅτι περιείχετο εἰς τὸν φάκελλον ἐκεῖνον ἡ ἀπόδειξις, ὅτι δὲν ἔμεναν ἄλλα χειρότερα νὰ φοβηθῶ.

Τὴν ἐπικειμένην ἔκρηξιν ἐπρόλαβεν ἀπότομον ἄνοιγμα τῆς θύρας, διάχυσις εὐωδίας μόσχου καὶ ὁρμητικὴ εἰσπήδησις εἰς τὴν αἴθουσαν τῆς ζωηρᾶς ἡμῶν δημαρχίνας, ἐρχομένης νὰ δείξῃ εἰς τὴν γυναῖκα μου τὸ νέον αὐτῆς ἐπανωφόριον μὲ σειρήτια ἀπὸ πτερὰ λοφοφόρου. Ἡ Χριστίνα ἠναγκάσθη θέλουσα καὶ μὴ θέλουσα νὰ τὴν δεξιωθῇ, ἐνῷ ἐγώ, ὑποκρινόμενος ὅτι θέλω ν’ ἀφήσω τὰς κυρίας νὰ εἴπωσι τὰ ἰδιαίτερά των, ἀπεσυρόμην εἰς τὸ γειτονικὸν δωμάτιον, ἀφοῦ ἔλαβα ἀναφανδὸν τὸν φάκελλον ἀπὸ τὸν καθρέπτην. Αἱ χεῖρες μου ἔτρεμαν ὅταν τὸν ἤνοιξα. Ἀντὶ ὅμως ἐπιστολῆς τοῦ ῥωμαντικοῦ Καρόλου εὗρον ἐντὸς αὐτοῦ τρεῖς λογαριασμοὺς τῶν κυρίων Πούλου, Γιαννοπούλου καὶ Γεραλοπούλου διὰ μεταξωτά, καπέλλα, βλόνδας, κορδέλλας καὶ ἄλλα εἴδη, τῶν ὁποίων ἀνήρχετο τὸ ἄθροισμα εἰς δραχμὰς δυὸ χιλιάδας ἐπτακοσίας. Τὸ ποσὸν ἦτο βεβαίως μεγάλον, ἀλλὰ πολὺ μεγαλυτέρα αὐτοῦ ἡ ἀνακούφισις τὴν ὁποίαν ἠσθάνθην ἐκ τῆς ἀποδείξεως, ὅτι ἄδικον εἶχα νὰ νομίζωμαι συνάδελφος τοῦ Χαλδούπη. Ἡ χαρά μου ἦτο ὡς καταδίκου, τοῦ ὁποίου θὰ μετεβάλλετο ἀνελπίστως εἰς ἁπλοῦν πρόστιμον ἡ θανατικὴ ποινή. Ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ αἰσθήματος τούτου, ὅταν μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τῆς ἐπισκέψεως προσῆλθεν ἡ Χριστίνα κάπως δειλή, μαγκωμένη καὶ πιστεύουσα ὅτι εἶχε μεγάλην ἀνάγκην ν’ ἀπολογηθῇ καὶ νὰ μ’ ἐξευμενίσῃ, ἀντὶ πάσης ἄλλης παρατηρήσεως ἢ παραπόνου ἔτρεξα νὰ τὴν ἀσπασθῶ ὁλοψύχως, λέγων πρὸς αὐτήν: «Μὴ σὲ μέλῃ». Ἡ ἔκπληξίς της ὑπῆρξε μεγάλη. Δύσκολον τῷ ὄντι ἦτο νὰ μαντεύσῃ πὼς συνέβη νὰ θεωρήσω ἄξιον φιλοφρονήσεων καὶ φιλημάτων τὸ κατόρθωμά της, νὰ σπαταλήσῃ τὸ εἰσόδημά μας μίας ἐξαμηνίας εἰς διάστημα ὀλίγων ἡμερῶν.

Μετ’ ὀλίγον ὑπῆγε νὰ ἑτοιμασθῇ διὰ τὸν ἑσπερινὸν περίπατον. Ἀλλ’ ὁ οὐρανὸς ἐθόλωσεν ἀπροσδοκήτως· ἔλαμψαν ἀστραπαὶ καὶ ἤρχισε νὰ βρέχῃ ποταμηδόν. Ἐκαθήμην εἰς τὸ παράθυρον τῆς μικρᾶς αἰθούσης μας, παρατηρῶν τὸν κατακυλιόμενον ἀπὸ τὰ ὕψη τῆς Ἄνω Σύρου κίτρινον καταρράκτην παρασύροντα εἰς τὸ βορβορῶδες ῥεῦμα του φλοιοὺς πορτοκαλίων, συντρίμματα φιαλῶν, ἀπόμαχα ὑποδήματα καὶ πτώματα ὀρνίθων καὶ ποντικῶν, ὅταν αἴφνης ἀντικατέστησε τὸ πανόραμα ἐκεῖνο βαθὺ σκότος ἀπλωθὲν καὶ ἐπὶ τῶν δυό μου ὀφθαλμῶν. Αἰτία τῆς ἐκλείψεως ἦσαν αἱ χεῖρες τῆς Χριστίνας, ἥτις ἀπελπισθεῖσα νὰ ἐξέλθῃ εἶχεν ἐπιστρέψει ἀθορύβως καὶ βλέπουσα μὲ ἀφηρημένον διεσκέδασε νὰ μὲ τυφλώση. Τοῦτο μου ἐνεθύμισε περασμένας καλᾶς ἡμέρας. Χάρις εἰς τὴν θεόσταλτον ἐκείνην καταιγίδα εὑρισκόμεθα τέλος πάντων ἥσυχοι καὶ μόνοι πρώτην φορὰν μετὰ τὴν ἐπιστροφήν μας. Ὅταν ηὐδόκησε ν’ ἀποσύρῃ τὰς χεῖρας της, ἡ ἔκφρασις τοῦ βλέμματός μου ἦτο, ὡς φαίνεται, καὶ πάλιν τόσο εὔγλωττος, ὥστε ἔβαψεν ἐλαφρὸν ἐρύθημα τὴν παρειάν της. Ἔπειτα ἐμειδίασεν, ἔστρεψε διαβαίνουσα πρὸ τῆς θύρας τὸ κλεῖθρον, ὑπῆγε νὰ καθήσῃ εἰς τὸν σοφᾶν καὶ μ’ ἔνευσε νὰ ὑπάγω κοντά της. Κατ’ ἐκείνην ἀκριβῶς τὴν στιγμήν, ἐνῷ ἐβυθιζόμην εἰς πέλαγος ἡδυπαθείας, ἐκορυφώνετο τῆς καταιγίδος ἡ μανία. Ἡ βροχὴ εἶχε μεταβληθῇ εἰς κατακλυσμόν, ὁ ἄνεμος ἀνήρπαζε κεραμίδια καὶ ἀντήχουν ἀλλεπάλληλοι αἱ βρονταί. Ἤθελα δὲν ἤθελά μου ἐπέκλωθεν ἡ μοῖρα μου νὰ εἶμαι ῥωμαντικός. Τοὺς φλογεροὺς πόθους καὶ τοὺς νυκτερινοὺς μονολόγους διεδέχοντο μανδαλώματα τῆς θύρας καὶ ἐκτάσεις ἐπὶ διβανίων ὑπὸ τοὺς συριγμοὺς τῆς ἀνεμοζάλης. Ματαία λοιπὸν ἐφαίνετο ἡ ἀντίστασίς μου κατὰ τοῦ πεπρωμένου καὶ πολὺ προτιμότερον νὰ στέρξω τὰ πράγματα ὅπως ἦσαν. Πρέπει δὲ καὶ νὰ ὁμολογήσω ὅτι εἶχεν ὀλιγοστεύσῃ κατὰ πολὺ εἰς διάστημα μιᾶς μόνης ὥρας ἡ ἀντιπάθειά μου κατὰ τοῦ ῥωμαντισμοῦ. Συγκρίνων τῷ ὄντι τὰς ἡσύχους καθημερινὰς ἀπολαύσεις τῆς Κέας πρὸς τὸ ἡδυπαθὲς ῥῖγος, τὸ ὁποῖον μὲ κατέλαβεν ὅταν μετὰ δεκαήμερον ἐξορίαν μου ἔνευσε πρὸ ὀλίγου ἡ Χριστίνα νὰ ὑπάγω κοντά της, κατήντησα εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ ποσὸν μακαριότητος, τὸ ὁποῖον δύναταί τις νὰ αἰσθανθῇ πλησίον γυναικός, εἶνε ἀκριβῶς ἀνάλογον τῆς ἀνησυχίας, τῆς ζήλειας, τῶν στερήσεων καὶ τῶν ἄλλων βασάνων ὅσα προηγήθησαν αὐτοῦ. Μόνος ὁ διελθὼν διὰ τοιούτου καθαρτηρίου λαμβάνει ἔπειτα τὸ χάρισμα νὰ εἰσδύσῃ εἰς τὸ ἁγιαστήριον τῆς ὑπερτάτης ἡδυπαθείας· τὰς πύλας αὐτοῦ δὲν δύναται νὰ μᾶς ἀνοίξῃ οὔτε σεμνὴ παρθένος, οὔτε φιλόστοργος σύζυγος, οὔτε ὑπεραγαπώσα ἡμᾶς ἐρωμένη, ἀλλὰ μόνον γυνὴ φιλάρεσκος, ἰδιότροπος καὶ ὄχι καθ’ ἡμέραν καλή.

Οἱ χοροὶ ἐξηκολούθησαν, ὄχι ὅμως καὶ ἡ ταράττουσα τὸν ὕπνον μου ἰδιαιτέρα πρὸς τὸν Βιτούρην εὔνοια τῆς Χριστίνας, ἡ ὁποία ἐφαίνετο ἤδη προτιμῶσα τῶν στεναγμῶν καὶ τῶν ξανθῶν πλοκάμων τοῦ αἰσθηματικοῦ νεανίσκου, τοὺς μαύρους μύστακας καὶ τοὺς πλατεῖς ὤμους τοῦ ἀρειμανίου ἡμῶν φρουράρχου. Μετ’ ὀλίγας ὅμως ἡμέρας εὖρεν αὐτὸν χονδράνθρωπον, συγκρίνουσα τοὺς ἑλληνοπρεπεῖς τρόπους του πρὸς τὴν ἔξοχον εὐγένειαν, τὴν χάριν καὶ τὴν εὐφυΐαν τοῦ νεωστὶ διορισθέντος προξένου τῆς Γαλλίας. Οὐδὲ τούτου ὅμως ὑπῆρξε μακρὰ ἡ βασιλεία. Τὴν κομψότητα τοῦ παρισινοῦ φράκου του ἐσκέπασε μετ’ ὀλίγον ἡ λάμψις τῆς στολῆς καὶ τῶν παρασήμων τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ἀγγλικῆς μοίρας. Ἔπειτα ἦλθεν ἡ σειρὰ τοῦ Ἰταλοῦ αὐτοσχεδιαστοῦ Ῥεγάλδη, περιηγουμένου τὴν Ἀνατολὴν πρὸς συλλογὴν δαφνῶν καὶ ταλλήρων, καὶ μὴ ἀπαξιώσαντος τὰ Συριανά. Τὸν γέροντα τοῦτον κύκνον τῆς Νοβάρας διεσκέδασε νὰ κρατήσῃ ἐπὶ ὅλον μήνα εἰς τὴν Σύρον, καὶ εἰς τοιοῦτον βαθμὸν ν’ ἀπομωράνῃ, ὥστε μὴ ἀρκούμενος εἰς ὅσα ἔγραφεν εἰς τὸ λεύκωμά της ἀκροστίχια, ἀπήγγειλε καὶ ἀπὸ τῆς σκηνῆς ὕμνον εἰς τὴν Σειρῆνα τοῦ Αἰγαίου, ὑπερσκανδαλίσαντα τοὺς Συριανοὺς καὶ πρὸ πάντων τοὺς μὴ ἐννοοῦντας ἰταλικά. Ἀλλ’ ἐγὼ ἤμην ἤδη πολὺ ἡσυχώτερος βλέπων τοὺς εὐνοουμένους νὰ διαδέχωνται ἀλλήλους ὡς φαντάσματα μυθικῆς λυχνίας. Δύσκολον τῷ ὄντι ἦτο νὰ εὕρῃ καιρὸν ν’ ἀγαπήσῃ κανένα ἡ ἐπιχειροῦσα τὸν κόσμον ὅλον νὰ κατακτήσῃ. Τὴν ἄμετρον φιλαρέσκειαν τῆς γυναικός μου ἐσυνείθισα βαθμηδὸν νὰ θεωρῶ ὡς ἀσφάλειαν κατὰ τῆς μεγάλης συμφορᾶς, ὡς εἶδος τι ἀλεξικεραύνου, ἤ, ὡς θὰ ἔλεγεν ὁ Χαλδούπης, ἀλεξικεράτου. Τὸ μόνον τὸ ὁποῖον ἐξηκολούθει νὰ μὲ στενοχωρῇ ἦτο, ὅτι ὀλίγος τῆς ἐπερίσσευε καὶ δι’ ἐμὲ καιρός. Εἶχον ἀπελπισθῇ νὰ τὴν ἴδω ἥσυχον πρὸ τῆς μυριοποθήτου σαρακοστῆς, ὅταν διέκοψεν αἰφνιδίως τὰς διασκεδάσεις ὁ θάνατος τοῦ γέροντος Μισὲ Λιονῆ Λεγαμένου, συγγενεύοντος μὲ ὅλον τὸν χορευτικὸν κόσμον τῆς νήσου. Οὐδ’ αὐτοί, πιστεύω, οἱ κληρονομοῦντες περὶ τὸ ἐκατομμύριον ἀνεψιοί του ἠκολούθησαν τὴν κηδείαν μὲ περισσοτέραν τῆς ἰδικῆς μου πρὸς τὸν εὐδοκήσαντα ν’ ἀποθάνῃ εὐγνωμοσύνην.

Ὡς τὰ κακά, οὕτω καὶ τὰ εὐτυχήματα σπανίως ἔρχονται μόνα. Ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὴν ἀπαλλαγήν μου ἀπὸ τὸν ἐφιάλτην τῶν χορῶν, παραβάλλων πρὸς τὴν Ἐφημερίδα τῶν Κληρώσεων τὰς πέντε λαχειοφόρους τοῦ Ἀμβούργου, τὰς ὁποίας εἶχα κληρονομήσει ἀπὸ τὸν μακαρίτην θεῖον μου, ἐθαμβώθην ὑπὸ τοῦ ἀριθμοῦ 14.517. Ἦτο ὁ τρίτος κληρωθεὶς καὶ ἐκέρδιζε πεντήκοντα πέντε χιλιάδας φιορίνια, ὑπὲρ τὰς τριακοσίας χιλιάδας Συριανὰς δραχμάς! Ἔτρεξα ἀσθμαίνων ν’ ἀναγγείλω τὴν καλὴν εἴδησιν εἰς τὴν Χριστίναν, ἡ ὁποία ἔλειπεν εὐτυχῶς εἰς ἐπισκέψεις. Λέγω εὐτυχῶς, διότι ἡ ἀπουσία της μ’ ἔδωκε καιρὸν νὰ σκεφθῶ, ὅτι πολὺ περισσοτέραν θὰ ἠσθάνετο πρὸς ἐμὲ εὐγνωμοσύνην καὶ κάλλιον θὰ μὲ ἀντήμειβεν ἄν, ἀντὶ νὰ μὲ ἠξεύρῃ πλούσιον, μὲ ὑπέθετεν ὑπὲρ τὰς δυνάμεις μου πρόθυμον νὰ τὴν εὐχαριστήσω. Χωρὶς λοιπὸν νὰ εἴπω τίποτε εἰς κανένα ἀνεχώρησα μετὰ τρεῖς ἡμέρας εἰς Βιέννην ὑπὸ τὸ πρόσχημα νὰ συμβουλευθῶ εἰδικὸν ἰατρὸν διὰ τὰς ἀνυπάρκτους ἐνοχλήσεις τοῦ στομάχου, τὰς ὁποίας ἐπροφασιζόμην πρὸ δυὸ μηνῶν πρὸς ἀπόκρυψιν τῶν ψυχικῶν μου βασάνων. Ἐκ Βιέννης ἐξεπήδησα εἰς Ἀμβοῦργον καί, ἀφοῦ εἰσέπραξα καὶ ἐτοποθέτησα τὸ κέρδος μου εἰς ἀνώνυμα χρεώγραφα, ἐπανῆλθα μετὰ τρεῖς ἑβδομάδας, κομίζων εἰς τὴν Χριστίναν διπλάσια τῶν ὅσα μὲ εἶχε παραγγείλει στολίδια. Παρατηρῶν τὴν ἔκπληξιν καὶ τὴν χαράν της κατὰ τὸ ἄνοιγμα τοῦ κιβωτίου, ἀνελογιζόμην, συγχαίρων ἐμαυτὸν διὰ τὴν ὑποκρισίαν μου, πόσον εὐτελεστέρα θὰ τῆς ἐφαίνετο ἡ προσφορά μου, ἂν ἐγνώριζε τὴν ἀπροσδόκητόν μεγαλοδωρίαν τῆς τύχης. Ἀπαραίτητος ὅρος ἁρμονικῆς συμβιώσεως μὲ γυναῖκα φιλάρεσκον εἶνε ν’ ἀποκρύπτῃ τις ἐπιμελῶς εἰς αὐτὴν δυὸ τινά, τὰ ἐννέα δέκατα τῆς ἀγάπης του καὶ τὸ ἥμισυ τουλάχιστον τῆς περιουσίας του.

Oὐδεμίαν αἰσθανόμενος ὄρεξιν νὰ θαμβώσω τοὺς Συριανοὺς ἐπροτίμησα πάσης ἐπιδείξεως ἀθόρυβον καὶ σχεδὸν λαθραίαν αὔξησιν εὐζωίας. Παρήτησα τὴν θέσιν μου προτείνων ὅτι θὰ ἐκέρδιζᾳ περισσότερα ἐργαζόμενος διὰ λογαριασμόν μου, καὶ ὑπὸ τὴν πρόφασιν ὅτι ἔσταξαν, ὅταν ἔβρεχε, δυὸ ταβάνια, ἀνεκαίνισα ὁλόκληρον τὴν οἰκίαν μου· τὰς τοιχογραφίας ἀνέθεσα εἰς Ἰταλὸν πρόσφυγα, ὀνόματι Ὀρσάτην, πρώην σκηνογράφον τοῦ θεάτρου τῆς Σκάλας. Οὗτος ἐπέτυχε πρὸ πάντων εἰς τὴν διακόσμησιν τοῦ κοιτῶνος τῆς Χριστίνας, τὸν ὁποῖόν μετέβαλεν εἰς τέλειον ἀνατολικὸν ὀδᾶν κατὰ μίμησιν τῆς Ζαΐρας εἰς τὸ ὁμώνυμόν μελόδραμα τοῦ Βελλίνη. Τὴν ὁμοιότητα συνεπλήρωσαν βαρέα παραπετάσματα τῆς Προύσσας, διβάνιον ἐστρωμένον μὲ χρυσοκέντητον ὕφασμα, προερχόμενον ἐκ παλαιᾶς ἀρχιερατικῆς στολῆς, περσικὸν μαγκάλι, σκαμνία μ’ ἐπικολλήματα μαργαριτομάννας, καὶ ἐπάργυρος βυζαντινὴ κολυμβήθρα, μεταβληθεῖσα εἰς μεγαλοπρεπὲς ἀνθοδοχεῖον. Πάντα ταῦτα εἶχε προμηθευθῇ εὐθηνὰ ὁ διακοσμητὴς κατά τινα ἐκδρομήν του εἰς τὴν Νάξον, ὅπου ἐσώζοντο ἀκόμη ἱκανὰ λείψανα φραγκοτουρκικῆς πολυτελείας, καὶ κατώρθωσε νὰ συναρμόσῃ πρὸς ἄλληλα μὲ τοσαύτην φιλοκαλίαν καὶ ἀκριβὴ γνῶσιν τῶν κανόνων τῆς ἀντιθέσεως τῶν χρωμάτων καὶ τῆς διανομῆς τοῦ φωτός, ὥστε κατέθελγον ἀντὶ νὰ θαμβώνωσι τὸν ὀφθαλμόν. Ὁ αὐτὸς πολύτιμος ἄνθρωπος μ’ ἐβοήθησε νὰ ὑφαρπάσω διὰ πλειοδοσίας ἤ, ὡς λέγουν οἱ Συριανοί, νὰ ζευγατίσω, τὴν Μιλανέζαν μαγείρισσαν τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ἄνω Σύρου, τῆς ὁποίας ἦσαν ὀνομαστὰ καθ’ ὅλας τὰς Κυκλάδας τὰ ῥαβιόλια, ἡ γαριδόσουπα καὶ τὸ νηστίσιμον καπόνι. Ἡ λύπη καὶ ἡ ἀγανάκτησις τοῦ ἀρχιφλάρου ὑπῆρξε τοσαύτη, ὥστε ἐθεώρησε πρέπον νὰ μὲ καταγγείλῃ εἰς τὸν πρέσβυν του ἐπὶ προσηλυτισμῷ.

Ὁ καλλωπισμὸς τῆς φωλεᾶς της περιώρισε κατά τι τὸ ἀδιάλειπτον ἐκτὸς αὐτῆς πτερύγισμα τῆς Χριστίνας. Τὴν οἰκοκυρικὴν ταύτην διάθεσιν ἐπροσπάθουν νὰ ἐνθαρρύνω, προσφέρων εἰς αὐτὴν πᾶν ὅ,τι ἐνόμιζα ὅτι δύναται νὰ τὴν διασκεδάσῃ: γάστρας καμελιῶν, συλλογὴν γραμματοσήμων, πιάνο χωρὶς οὐράν, στερεοσκόπιον, διδάσκαλον φωνητικῆς μουσικῆς καὶ γάτον τῆς Ἀγκύρας. Ταῦτα ἐδέχετο μὲ πολλὴν εὐγνωμοσύνην καὶ ἐφαίνετο ἐπί τινα καιρὸν ἐνθουσιασμένη. Ἡμέραν ὅμως τινά, ἀφοῦ ἠρώτησε τὴν τιμὴν τῶν ἀργυρῶν σκευῶν διὰ τὸ τζάϊ, τὰ ὁποῖα τῆς εἶχα προσφέρει διὰ τὴν ἑορτήν της, ἀνέκραξε μετὰ τίνος μελαγχολίας.

«Κρῖμα τὰ τόσα χρήματα. Μὲ αὐτὰς τὰς ἐξακοσίας δραχμὰς θὰ ἔκαμνα ἕνα φόρεμα ἀπὸ βελοῦδον.»

«Κᾶμε», ἀπεκρίθην, «καὶ τὸ φόρεμα.»

Ἐπήδησεν ἀπὸ τὴν χαράν της, μὲ ἠσπάσθη καὶ εἰς τὰς δυὸ παρειὰς καὶ ἔτρεξε νὰ τὸ παραγγείλῃ. Ἡ μανία της διὰ τὰ στολίδια ἐφαίνετο ἀνεπίδεκτος θεραπείας, ἀλλ’ εὐτυχῶς δὲν μ’ ἔλειπαν τὰ μέσα νὰ τὴν εὐχαριστήσω. Δίκαιον ὅμως ἐνόμισα νὰ μεταχειρισθῶ αὐτὴν πρὸς αὔξησιν τῶν ἰδικῶν μου ἀπολαύσεων. Πρὸς τοῦτο τὴν ἐνέγραψα συνδρομήτριαν εἰς τὴν Chrοnique Elegante καὶ τὴν Vie Pαrisienne, ἐκ τῶν ὁποίων δὲν ἐβράδυνε νὰ διδαχθῇ, ὅτι ἡ ἀληθὴς πολυτέλεια τῆς καθημερινῆς ἐνδυμασίας δὲν συνίσταται εἰς τὸ νὰ σκεπάζῃ, ὡς αἱ Συριαναὶ ἀρχόντισσαι, μὲ ἀτλάζι καὶ μουαρὲν βαμβακερὰς καμιζόλας καὶ τσίτινα μεσοφόρια, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον εἰς τὸ νὰ κρύπτῃ ὑπὸ ἁπλούστερον ὕφασμα ἑκατοντάφραγκα ὑποκάμισα, μεταξίνους περικνημίδας, κεντήματα καὶ δαντέλλας. Οὕτω στολισμένη, ἐντὸς τοῦ χρυσοποικίλτου αὐτῆς κοιτῶνος, τοῦ ὁποίου πᾶν κόσμημα καὶ πᾶσα ὑφάσματος πτυχὴ εἶχε διατεθῇ ὑπὸ ἐμπείρου τεχνίτου συμφώνως πρὸς τὸν προορισμόν της, ἐνῷ ἐκάπνιζεν ἡ ἀλόη ἐντὸς χρυσοῦ θυμιατηρίου, καὶ ἔχυνε τὸ σαπφείριον αὐτῆς φῶς ἡ κυανὴ κανδήλα, ὡμοίαζεν ἡ Χριστίνα εἴδωλον ἐντὸς ναοῦ. Οὐδὲ περιωρίσθην ἐπὶ πολὺ εἰς μόνον τὸν γαλάζιον φωτισμόν, ἀλλ’ ὡς ὁ Δαρβίνος ἐπὶ τῆς βλαστήσεως τῶν φυτῶν, οὕτως ἠθέλησα καὶ ἐγὼ νὰ δοκιμάσω τὴν ἐπίδρασιν ἐπὶ τῆς φαντασίας καὶ τῶν αἰσθήσεων παντὸς χρωματισμοῦ τοῦ φωτός. Γλυκὺ ἦτο τὸ ῥόδινον καὶ ποιητικώτατον τὸ θαλασσοπράσινον, ἀλλ’ ἀσυγκρίτως διεγερτικώτερον αὐτῶν τὸ λάμπον διὰ τοῦ ξανθοχρύσου ὑαλίου ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς κανδήλας.

Κατάλληλος πρὸ τῆς εἰσόδου εἰς τὸ τέμενος τοῦτο μυσταγωγία ἦσαν βεβαίως τὰ ἀρχιερατικὰ δεῖπνα, τὰ ὁποῖα μᾶς παρέθετεν ἡ Μιλανέζα. Πρὸς ἐκτίμησιν τῆς εὐλαβοῦς αὐτῆς προσηλώσεως εἰς τοὺς κανόνας καὶ τὰς παραδόσεις τῆς ὀρθοδόξου μαγειρικῆς ἀρκεῖ νὰ εἴπω, ὅτι τὸν ἀπαιτούμενον πρὸς βράσιμον τῶν αὐγῶν καιρὸν ὥριζεν ἀκριβέστατα διὰ τῆς ἀπαγγελίας δυὸ Aνe Μaria, καὶ πρώτη ἐδίδαξε τὸν εὐνοούμενον αὐτῆς ψαρᾶν νὰ σκοτώνῃ ἅμα ἐξήγοντο τοῦ δικτύου μὲ βελόνην τὰ μπαρμπούνια, πρὶν ἢ πικράνωσι τὴν σάρκαν των οἱ σπασμοὶ μακρᾶς ἀγωνίᾳς. Τὰς συναγρίδας ἔβραζε μὲ παντὸς εἴδους ἀρωματικὰ βότανα ἐντὸς ζωμοῦ ἀώρων πορτοκαλίων, καὶ τοὺς γάλλους, ἤ, ὡς τοὺς λέγουν οἱ Συριανοί, κούρκους ἔτρεφε μὲ μοσχοκάρυδα τρεῖς ἡμέρας πρὶν τοὺς σφάξῃ. Τὸ ἀριστούργημα ὅμως αὐτῆς ἦτο τὸ ἐφευρεθὲν ὑπὸ τοῦ Πάπα Κλήμεντος Γαγκανέλλη capon magro ἢ νηστίσιμον καπόνι, ὀψάριον δηλαδὴ καρυκευμένον μὲ χάβαρα, μύδια, γαρίδας καὶ παντοῖα ἄλλα θαλασσινά. Ἂν καὶ Συριανός, οὔτε λαίμαργος εἶμαι, οὔτε φαγᾶς, τὰ δὲ καλὰ γεύματα ἐξετίμων πρὸ πάντων διὰ τὴν ἔπειτα ἐπερχομένην ἱλαρὰν ἐκείνην τῆς ψυχῆς διάθεσιν, ἥτις μᾶς κάμνει νὰ λησμονῶμεν τὰ βάσανά μας καὶ νὰ βλέπωμεν ὡς διὰ μεγεθυντικοῦ φακοῦ πάσας του βίου τὰς ἀπολαύσεις. Τοιαύτην τινὰ εὐδιαθεσίαν φαίνονται ἐπιδιώκοντες οἱ ῥοφηταὶ ὀπίου καὶ χασίς. Ταῦτα ἔχουσι τὸ πλεονέκτημα νὰ εἶνε πρόχειρα καὶ εὐθηνά, πολὺ ὅμως ἀπέχει ἡ ἐξ αὐτῶν νοσηρὰ διέγερσις ἀπὸ τὴν μακαριότητα ἐκείνην, τὴν ὁποία γεννᾷ ἡ περὶ πολυτελῆ τράπεζαν σύγχρονος ἱκανοποίησις ὅλων ἡμῶν τῶν αἰσθήσεων, τὸ θάλπος τῆς ἑστίας, ἡ ἐπὶ τῶν ἀργυρῶν καὶ κρυσταλλίνων σκευῶν ἀντανάκλασις τοῦ φωτός, αἱ ἀναθυμιάσεις τῆς ἀνθοδόχης, τὸ θαλάσσιον ἄρωμα τῶν ὀστρειδίων, δυὸ ἢ τρία ποτήρια γέροντος οἴνου καὶ ἡ παρουσία νέας γυναικός, τῆς ὁποίας ἀνάπτει βαθμηδὸν ἡ ὄψις καὶ σπινθηρίζει τὸ βλέμμα.

Ὁ χειμὼν ἐπανέφερε τοὺς χοροὺς μὲ ὅλας αὐτῶν τὰς ἐνοχλήσεις καὶ ἀνησυχίας. Ταύτας ὅμως ἐμετρίαζε πολὺ ἡ καθ’ ἡμέραν αὐξάνουσα πεποίθησίς μου οὐχὶ εἰς τὴν ἀγάπην ἢ τὴν ἀρετήν, ἀλλ’ εἰς τὴν φιλαρέσκειαν καὶ τὸν ἐγωισμὸν τῆς γυναικός μου, τὸν ἱκανὸν νὰ τὴν ἀποτρέψῃ ἀπὸ πᾶσαν ἐπικίνδυνον τρέλλαν. Ἡ Χριστίνα δὲν ἀνῆκε βεβαίως εἰς τὸ γένος τῶν τρυγόνων καὶ τῶν περιστερῶν, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον, τῶν παγωνίων. Οἱ πόθοι της ἐφαίνοντο περιοριζόμενοι εἰς τὸ νὰ θαμβώνῃ τὰς Συριανὰς διὰ τῆς πολυτελείας τῶν ἐσθήτων της, καὶ νὰ ῥάπτῃ εἰς τὴν ἄκραν αὐτῶν πολυπληθὲς ἐπιτελεῖον θαυμαστῶν. Ἐκ τούτων οἱ μὲν ἐπίσημοι ξένοι ἦσαν εὐτυχῶς διαβατικὰ καὶ κάπως μαδημένα ὑπὸ τῆς ἡλικίας πτηνά, τῆς δὲ αὐτόχθονος νεολαίας αἱ αἰσθηματικαὶ φράσεις εἶχαν μεγάλην ὁμοιότητα μὲ τὰ ἐρωτικὰ δίστιχα, εἰς τὰ ὁποῖα τυλίγουν οἱ ζαχαροπλάσται τὰς καραμέλας. Ἔπειτα, ὅση καὶ ἂν ἦτο ἡ μετριοφροσύνη μου, δὲν ἠδυνάμην νὰ μὴ ἔχω πεποίθησιν τινὰ εἰς τὰ ἰδικά μου ἔκτακτα συζυγικὰ προσόντα, τὴν συγκατάβασιν, τὴν ὑποκρισίαν, τὴν ὑπομονήν μου, τὴν ἀποχὴν ἀπὸ πᾶσαν ἀπαίτησιν καὶ τὴν πρόθυμον πληρωμὴν παντὸς λογαριασμοῦ. Ἀληθές εἶνε, ὅτι ὑπέφερα πολὺ ὅταν τὴν ἔβλεπα νὰ τρίβῃ τοὺς γυμνοὺς ὤμους της εἰς τὰς χρυσὰς ἐπωμίδας ναυτικοῦ, ἢ ν’ ἀποσύρεται εἰς μίαν γωνίαν καὶ ἐπὶ πολλὴν ὥραν νὰ κρυφομιλῇ ὄπισθεν τοῦ ῥιπιδίου της, καὶ ἀκόμη περισσότερον ὅταν εὐθὺς μετὰ τὴν ἐπιστροφήν μας μοῦ ἔλεγε «Καλὴν νύκτα». Ἀλλ’ ἡ πεῖρα μὲ εἶχε διδάξει νὰ ἐξετάζω τὰ πράγματα καὶ ὑπὸ τὰς δυὸ ἐπόψεις. Ἡ δὲ ἄλλη ἔποψις ἦτο ὅτι, ἂν ἐφέρετο καλύτερα μαζί μου, θὰ τὴν ἠγάπων βεβαίως πολὺ ὀλιγώτερον, ἀφοῦ διὰ μόνης της δυσπιστίας, τῆς ζηλείας καὶ τῆς ἀνησυχίας δύναται ὁ πόθος νὰ διατηρηθῇ ἀκμαῖος. Ἡ πρώην πεζὴ γνώμη μου, ἡ περιορίζουσα τὴν εὐτυχίαν εἰς τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τοιούτων βασάνων εἶχε μεταβληθῆ ἐξ ὁλοκλήρου ἅμα ἔφθασα νὰ ἐννοήσω πόσον συντελοῦσι ταῦτα πρὸς κορύφωσιν τῆς ἡδυπαθείας. Ἄδικον λοιπὸν καὶ κάπως ἀχάριστον θὰ ἦτο νὰ παραπονεθῶ κατὰ τῆς γυναικός μου, διότι ἔπραττεν ἀκριβῶς ὅσα ἔπρεπε νὰ πράττῃ διὰ νὰ καταστήσῃ γλυκύτερα τὰ φιλήματά της. Ἂν εἶχα καθ’ ἡμέραν σύζυγον δὲν θὰ εἶχα ἐκ διαλειμμάτων ἐκτάκτου ποιότητος ἐρωμένην.

Ταῦτα ἐσκεπτόμην χλιαράν τινα ἑσπέραν τῆς Τεσσαρακοστῆς, καπνίζων μετὰ τὸ γεῦμα ἐπὶ τοῦ ἐξώστου, καὶ δίδων ἄδικον εἰς τοὺς μεμψιμοίρους ἐκείνους, τοὺς κηρύττοντας τὸν κόσμον κακοκαμωμένον, διὰ τὸν λόγον ὅτι τὰ ῥόδα ἔχουσιν ἀκάνθας. Ἀντὶ νὰ δυσανασχετῶ διὰ ταύτας, ἐνόμιζα ὅτι θὰ ἦτο μαύρη ἀχαριστία νὰ μὴ δοξάσω τὸν Θεόν, ἀναλογιζόμενος ὅτι δὲν ἤμην ἀκόμη τριάντα ἐτῶν, ὅτι εἶχα τριάντα χιλιάδας δραχμὰς εἰσόδημα, τριάντα εἰς τὸ στόμα μου στερεοὺς ὀδόντας, στόμαχον στρουθοκαμήλου, γυναῖκα ἱκανὴν νὰ ἐνσαρκώσῃ τὰ ὄνειρα Συβαρίτου καὶ μαγείρισσαν τὴν ὁποίαν θὰ μ’ ἐζήλευεν ὁ Ταλλεϋράνδος. Τὸν βίον μου ἔβλεπα νὰ ἐκτείνεται ἔμπροσθέν μου ὡς μακρὰν παράταξιν ἀπὸ καλὰ δεῖπνα, διαφανῆ σύννεφα δαντέλλας, λαμποκοπήματα μαύρων ὀφθαλμῶν καὶ παντὸς χρώματος κανδήλας.