Χρήστης:PastelKos/Ercole Amante
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
[Επεξεργασία]Ἡ σκηνὴ ἀναπαριστᾷ πλαγιὲς βουνῶν ὅπου ὑπάρχουν 14 ποταμοὶ ποὺ ῥέουν μέσα ἀπὸ τὰ
βασίλεια καὶ τὶς ἐπαρχίες ὑπὸ τὸ στέμμα τῆς Γαλλίας. Στὸ βάθος ἕνας μπορεῖ νὰ δῇ τὴν
θάλασσα, ἐνῷ στὸν Ἀέρα ἡ Κυνθία κατέρχεται σὲ μία μηχανὴ ποὺ ἀναπαριστᾷ τὸν οὐρανό.
Χορός τῶν Ποταμῶν:
Τί σύναξη μαντεύουμε
σήμερα στὶς ἀκτὲς
τῶν ἐορταστικῶν Παρισίων
πού μᾶς μάζεψε καὶ ἀπὸ τὰ δύο ἡμισφαίρια,
ἐμᾶς, ποὺ τῆς Γαλλικῆς Αὐτοκρατορίας
δοξάζουμε τὸν εὐγενὴ ζυγὸ καὶ τὰ ὄμορφα ἀπομεινάρια;
Τίβερης:
Ἆ ὅσο ἡ γῆ,
ἀπὸ μακρὺ καὶ φριχτὸ πόλεμο
ἤδη ἐρειπωμένη, θαυμάζει τὰ ἀδικήματα,
στὸν εὐλογημένο γάμο
τῆς Μαρίας καὶ τοῦ Λουδοβίκου
στολίζει τὴν Κυνθία μὲ τὴν ὀμορφότερη ἀγνότητα
πού μᾶς ἐξέλεξε μάρτυρες
ἐκείνων τῶν γαλλικῶν τιμῶν.
Χορός τῶν Ποταμῶν:
Στὰ ἀληθὴ λεγόμενά της
λοιπὸν ἃς δῶσουμε σημασία.
Κυνθία:
Ἐδῶ εἶναι, ὦ Ἀνίκητη Γαλλία,
οἱ μεγαλύτερες καὶ πιὸ ἀθάνατες ἀρετές σου,
δὲς στὴν καθαρὴ ἀσημένια λάμψη τῶν ὑπερτάτων Οὐρανῶν
σὰν λαμπρὰ φῶτα στὸν ναὸ τῆς τιμῆς
τὶς ἰδέες τῶν καλυτέρων Βασιλικῶν γενεαλογιῶν.
Ἐξ αὐτῶν οἱ Οὐρανοὶ μὲ θαυμαστὴ φροντίδα,
καὶ πρὸς ἔκπληξη τοῦ χρόνου καὶ τῆς φύσεως,
σκήπτρο πρὸς σκήπτρο ἔνωσαν, καὶ μανδύα πρὸς μανδύα,
φτιάχνοντας τὴν γενεαλογία τῶν Γάλλων Βασιλέων·
ὡσὰν ἕνα ποτάμι δοξῶν ποὺ
ἀπ’ τὰ ὄρη τῶν Στεμμάτων καὶ τῶν περηφάνων ἀκτίδων
ἐξήγαγε τὶς πρῶτες πηγὲς
καὶ αὔξανε κάθε ὥρα τὰ ἄφθονα
ποτάμια νέων νικῶν,
καὶ μὲ τοὺς γεννεόδωρους
ποταμοὺς αὐγουστινείου αἵματος πέραν τῶν Ἀχαιῶν
μὲ ἀνεμπόδιστο καὶ ἀνοιχτὸ δρόμο
ἀνάμεσα στοὺς φοίνικες καὶ τὰ τρόφαια
κατέπνιξε θριαμβευτικά τὸν κόσμο ὅλο.
Ἐν τέλει μεταξὺ τῶν χρυσῶν ἀκτῶν
τοῦ πολεμοχαροῦς Σηκουάνα
κοίταξε πρὸς τὸ παλάτι ὅπου γεμίζει
μὲ εὐγνώμοσυνη τὰ νέφη κάθε σφαίρας,
καὶ τώρα περισσότερο ἀπὸ ποτὲ πολυτελὴς
μὲ αἰθέριες εὐχαριστήσεις,
τὴν ἰβηρικὴ ὀμορφιὰ με τὴν γαλλικὴ τόλμη
στὸν θάλαμο τῆς εἰρήνης ἐνώνει ὁ Ἔρως.
Χορὸς τῶν Ποταμῶν:
Μετὰ ἀπὸ τὰ ἐνοχλητικὰ δεινὰ
ὦ ἃς ἔρθουν οἱ χαρές!
Ἐμπρὸς στὴν γλυκύτητά τους ποὺ εἶναι σπάνια καὶ άσύγκριτη
ἄνοιξε Γαλλία τὴν καρδιά σου ὅπως καὶ τὸ βασίλειό σου.
Κυνθία:
Μὰ γιατί βραδυπορεῖτε ὑπέρτατες ἰδέες;
Ἐλάτε καὶ ὑποκληθεῖτε
στὴν Ἄννα τὴν μεγάλη Βασίλισσα,
ὅτι οἱ ὄμορφες ψυχὲς στὶς ὁποῖες ἐλπίζουμε νὰ προκύψει
ἐκείνη ἡ θεία σειρὰ
τῶν ὑψηλῶν ἐγγονῶν οἱ οὐρανοὶ έπιβεβαιώνουν
πὼς εἶναι καὶ οἱ δύο ἀπόγονοί της.
Πάντε καὶ ἐορτάστε,
καθῶς τιμῶντας τοὺς χορούς σας
ἀπ’ τὶς κυανέες κοιλάδες
ἡ Θάλασσα ἔχει ἤδη ἀποχωρήσει,
καὶ ὅπως μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἔντιμες μάχες
ἡ Ἥβη παντρέυτηκε τὸν Ἡρακλῆ ἐν τέλει,
ἔτσι μετὰ ἀπὸ χίλιες δάφνες
στὸ πρῶτο σύνορο
στὸ ἄνθος τῆς ἠλικίας τοῦ ὁ Βασιλεὺς τῶν Γάλλων,
σὲ τούτη τὴν σκηνὴ ἐμπρὸς τῶν χαρούμενων Γάλλων
γιὰ νὰ αὐξήσει τὴν ἀπόλαυση
φορᾷ σήμερα τὸν κόθορνο τοῦ ἐρωτευμένου Ἡρακλῆ,
καὶ ὁ καθένας ἃς δῇ ἐκεῖνον, ποὺ δὲν ἐπιθυμεῖ κἀμία ἄλλη
ἡρωϊκὴ ἀρετὴ
παρὰ τὸ μέγα βραβεῖο
τοῦ νὰ ἀπολαμβάνει ἐν εἰρήνῃ τὴν ὀμορφιά.
Χορὸς τῶν Ποταμῶν:
Ὦ τυχερὴ Γαλλία.
μέσῳ τόσων νικῶν
ἡ ὑπέρτατη δόξα τῆς Εἰρήνης καὶ τοῦ Ὑμεναίου
σὲ κάνουν χαρούμενη πέρα ἀπὸ κάθε πνεῦμα.
Καὶ ὅσο ἡ χαρά σου
κάθε ὥρα αὐξάνεται
ἰδοῦ, φαίνεται σέ ‘σένα πὼς
ἕνας Βασιλικὸς Κληρονόμος βλέπει τὴν αὐγὴ ἐννέα δοξῶν
γιὰ νὰ λάμψῃ περισσότερο ἀπὸ ἕναν διπλό ἥλιο.
Ὦ τυχερὴ Γαλλία.
Οἱ προαναφερθέντες Ἰδέες κατέρχονται στὴν σκηνὴ γιὰ νὰ χορέψουν, καὶ μετὰ ἀνέρχονται
πάλι στοὺς οὐρανούς. Τέλος προλόγου.
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
[Επεξεργασία]Ἡ σκηνὴ ἀλλάζει καὶ ἀναπαριστᾷ ἕνα δάσωδης ξέφωτο. Στὸ βάθος μιὰ πόλη πλησίον τῆς
πόλης τῆς Οἰχαλίας.
ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ
[Επεξεργασία]Ἡρακλῆς:
Πῶς ὁ Ἔρως χλευάζει τὴν δύναμή μου!
Ἐμένα ποὺ ὁ κόσμος προσκυνᾷ
μιὰ κοπέλα θά μὲ ὑποτάξει; (ὦ Θεέ μου!)
Πῶς ὁ Ἔρως χλευάζει τὴν δύναμή μου!
Δηλαδὴ ὅποιος πολλὰ τέρατα
ἔχει δεῖ, ἀναίμαικτα τρόπαια τῆς δύναμῆς του,
θὰ ἐξαλειφθὴ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνια μιὰς γυναίκας
καὶ πληγωμένος θὰ ξεπέσει ἀπὸ μιὰ μάταια ἐπιθυμία;
Πῶς ὁ Ἔρως χλευάζει τὴν δύναμή μου!
Πῶς ὁ Ἔρως χλευάζει τὰ δάκρυά μου!
Ὦ Ἔρωτα δὲν ξέρω
γιατί οἱ οὐρανοὶ ὑποφέρουν ἀπό ἐσένα.
Τοῦ Πλούτωνος τὸ φριχτὸ παλάτι,
πιὸ ἔνοχο ἀπό ἐσένα δὲν εἶναι.
Ὦ μὲ τί ἀσέβεια
ἱερόσυλε τύρρανε κάθε ὥρα γεμίζεις
τὸ ἀφελές σου βασίλειο;
Μεσ’ τὸν ναό σου
ἡ γλυκὴ ἐμφάνιση
τῆς χάρης καὶ τῆς ὀμορφιᾶς
δὲν κρύβει τίποτε ἄλλο παρὰ
αὐτὰ τὰ εἰδεχθὴ εἴδωλα:
συμφέρον, προδοσία, περηφάνια καὶ ἀγανάκτηση.
Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν Ἰόλη
καθῶς στὸν βωμὸ τῆς καρδιάς μου
σκορπάω τοὺς καπνοὺς τῶν ὑψηλῶν μου παραπόνων
καὶ σπαταλῶμαι ὥς ἀπόνηρο θύμα.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[Επεξεργασία]Ἡ Ἀφροδίτη μαζὶ μὲ τὶς Χάριτες κατέρχεται ἀπὸ τοὺς οὐρανούς.
Ἀφροδίτη:
Ἂν μιὰ νύμφη ἐμπρὸς δακρύων
πραγματικῶν ἐραστῶν
δὲν δέχεται
κανέναν οἶκτο,
ἔνοχος γι’ αὺτὸ
ὁ Ἔρωτας δὲν εἶναι.
Οἱ Χάριτες: (««)
Ἀφροδίτη:
Βράχος τόσο σκληρὸς
οὔτε τέρας τόσο ψυχρὸ
δὲν ὑπάρχει μεσ’ τὴν Θάλασσα
ποὺ ἂν ἀγαπηθεὶ τὸν Ἔρωτα δὲν θ’ ἀνταποδώσει.
Οἱ Χάριτες: (««)
Ἀφροδίτη:
Κάθε αὐτοκρατορία ἔχει ἐπαναστάτες·
κάθε νόμος παραβάτες,
ὅμως ὅπως καθ’ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς
μὲ ἀρκετὴ δύναμη μπορεῖ νὰ διορθωθῇ,
ἔτσι μέσῳ μιᾶς γλυκιᾶς γοητείας
(ποὺ στοῦ Ἔρωτος τὴν ἐπικράτεια
εἶναι ἡ καταλληλότερη δύναμη)
ἐλπίζω, γιὰ ἐσένα, τὴν σκληρὴ ἀδιαφορία νὰ ἐξαφανίσω
ποὺ ἡ κακόβουλη μοίρα,
πάντα ἄδικη πρὸς τὸν υιό μου,
τοποθέτησε στὴν καρδιὰ τῆς Ἰόλης γιὰ νά σὲ βασανίζῃ·
καὶ σήμερα θὰ ἀπολαύσεις τῶν λεγομένων μου τοὺς καρποὺς
στὸν κήπο τῶν ἀνθέων.
Ἡρακλῆς:
Ὦ Θεὰ ἂν ἐκπληρωθοῦν ὅλες μου οἱ ἐπιθυμίες
θὰ κάψω γιά ἐσᾶς
ὅλα τὰ ἀρωματικὰ ξυλὰ τῆς Ἀραβίας,
καὶ θὰ θυσιάσω γιά ἐσᾶς
ὅλα τοῦ Ἐρυμάνθου τὰ ἄγρια θηρία·
ὁ οὐρανὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναδείξει
τῆς ἀγάπης μου τὶς εὐχαριστίες καλύτερα.
Ἀφροδίτη:
Πάνε ἐκεῖ, καὶ περίμενέ με, καὶ φρόντισε ἡ Ἰόλη
νὰ εἶναι ἐκεῖ πρὶν ὁ ἥλιος ἐξαφανιστεῖ·
ὅσο γιά ‘μένα, ἐφοδιασμένη μὲ ὄπλα
μὲ τὰ ὅποῖα τὴν ἀντίστασή της σκοπεύω νὰ ὑπερνικήσω,
θὰ φροντίσω ἀπ’ αὺτὴν ἐκεῖ νὰ προηγηθῶ
ὥστε πρὶν καταφθάσῃ νὰ ἐτοιμάσω
ἕνα σουβλερὸ καυτὸ βέλος
ποὺ θὰ τὴν κάψει καὶ θα καίει γιά ‘σένα.
‘κεῖνο τὸ βέλος ἀόρατο
καὶ ἀναπόφευκτο
τόσο ἰσχυρὸ θὰ εἶναι,
ποὺ στὴν ἄσπλαχνη κοπέλα
μιὰ ἀνίατη πληγή
θὰ προκαλέσει.
Ἔλα λοιπόν, κάθε στενοχώρια
ἐξόρισε ἀπ’ τὴν καρδιά σου,
καθῶς στὴν ἀγάπη ἡ χαρὰ
γιὰ τοὺς οὐρανοὺς εἶναι πιὸ εὐχάριστη
καὶ τὶς τέρψεις πιὸ εὔκολα ἐλκύει.
Ἀφροδίτη καὶ Ἡρακλῆς:
Πετάξτε γρήγορα μακριὰ
ἀπ’ αὺτὴν τὴν ὄμορφη αὐτοκρατορία
τοῦ μικροῦ τοξευτῆ θεοῦ,
ἐσεῖς βάσανα καὶ ὀδῦνες.
Οἱ Χάριτες:
Κ’ ἔτσι στὴν κυριότητά του
μόνο χαρὲς ἃς βρέχουν,
καὶ ἃς ἀνανεώνονται
ἐκεῖνες οἱ χρυσὲς μέρες.
Ἀφροδίτη καὶ Ἡρακλῆς:
Ἃς λιώσῃ ὁ πάγος
τῆς κάθε ὑπεροψίας
καὶ κάθε πικρία
ἃς μεταλαχθῇ σὲ μέλι.
Οἱ Χάριτες:
Κ’ ἔτσι στὴν κυριότητά του
μόνο χαρὲς ἃς βρέχουν,
καὶ ἃς ἀνανεώνονται
ἐκεῖνες οἱ χρυσὲς μέρες.
Ἡ Ἀφροδίτη ἐπιστρέφει στοὺς οὐρανούς.
Ἡρακλῆς:
Δυστυχὴς καὶ ἀπελπισμένος
ἐνὼ λυπήμενα
διέσχιζα τὴν νύχτα,
ἕνα ἀπρόσμενο καλὸ
σὰν ἀγνὴ ἀχτίδα
μοῦ ἐμφανίστηκε.
Ἆ ὅταν ἡ καρδιὰ εἶναι ἀναμμένη
ποτὲ μὴν χάνεις ἐλπίδα,
νὰ ξὲς πὼς στὴν ἀγάπη
μόνο ἡ τύχη βασιλεύει.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
[Επεξεργασία]Ἡ Ἥρα κατέρχεται πάνω σὲ ἕνα παγόνι ἀπ’ τὰ ὑπόλοιπα σύννεφα ὅπου μέχρι πρωτίστως
βρισκόταν κρυμμένη.
Ἥρα:
Ἕτσι λοιπὸν βούλεται ἡ Κύπρια,
στρέφοντας πρός μὲ τὶς ὑπέρτατες προσπάθειές της
μὲ καυστικὴ ὀργή,
νὰ εὐνοήσει ἐκείνον (τὸν Ἡρακλῆ) ποὺ θέλει
κάθε στιγμὴ νά με προσβάλῃ,
ποὺ λόγῳ τῆς ἀκάθαρτης προέλευσῆς του,
μὲ προσέβαλλε πρὶν κἂν γεννηθῇ;
Καὶ πρὶν κἄν ἀναπνεύση τὸν ἀέρα,
ἤδη ἀνέπνεε τὴν ἐπιθυμία νά μὲ βλάψῃ, καὶ ἀφότου
εἶχε ἀπὸ τὸ στῆθος μου
γευτῇ τῆν πρώτη τροφὴ τῆς ζωῆς του
μὲ μιὰ ἀχάριστη αὐθάδεια
τόλμησε νά μὲ τραυματήσῃ ὡσὰν ἤθελε νά μὲ σκοτώσῃ.
Ἆ, ἔχω καταλάβει τὰ σχέδιά τους
καὶ δὲν χρειάζεται κἄποιος νά μοῦ πῇ πὼς νὰ τὰ ἀνατρέψω.
Μὲ ἀμοιβαῖα αἰσθήματα
καῖνε ὁ Ὕλλος καὶ ἡ Ἴολη,
καί εἶναι μόνο γιὰ νά μὲ ἐκνευρίσῃ
ποὺ ἡ ἀνήθικη Θεὰ δὲν ἐπιθυμεῖ,
ὁ Ὑμεναῖος νά τοὺς ἐνώσῃ. Πράγματι, πραγματεύεται
γιά ‘μένα ἕναν μεγαλύτερο χλευασμό:
οἱ συζυγικοὶ δεσμοί ποὺ δένουν
τὸν Ἡρακλῆ μὲ τὴν Δηϊάνειρα στὸ τέλος νὰ σπάσουν·
ὥστε ἡ Ιόλη τοῦτὴ τὴν μέρα
στοῦ μοχθηροῦ τοῦ πατρὸς της δολοφόνου
τὸ φρικαλέο ἀγκάλιασμα νὰ πέσῃ.
Καὶ μὲ τὶ τέχνες ὦ Θεοί; Μὲ τέχνες ἀνάξιες
κάθε ψυχῆς, εἴτε θνητῆς εἴτε ἀθάνατης.
Μα στὴν ἀγάπη αὐτό ποὺ ἀπ’ τὸν ἄλλον κλέβεται
πλέον τοῦ Ἔρωτος εὐχαρίστηση δέν εἶναι,
εἶναι μιὰ ἄνοστη τύχη
ἐκεῖνο ποὺ ὁ ἄλλος δὲν ἀπονέμει ὡς δῶρο ἀληθινό.
Στὴν ἀγάπη αὐτό ποὺ ἀπ’ τὸν ἄλλον κλέβεται
πλέον τοῦ Ἔρωτος εὐχαρίστηση δέν εἶναι.
Ἂν δὲν τάζεται μ’ εὐγνόμων πάθος
ἐθελοντικὰ ἡ πίστὴ σε κἄποιον ἄλλο,
ἀλλάζει τελείως ἡ φύση της
κἄθως κάθε χάρη καρυκεύετε με μίσος.
Μὰ γιατὶ μὲ ἀνώφελα μοιρολόγια σπαταλάω
τὸν λίγο χρόνο ποὺ ἔχω γιὰ τὸν σκοπὸ μου νὰ ἀμυνθῶ;
Ἐλάτε, κουβαλήστε μέ, ὦ Ἄνεμοι,
στὰ σπήλαια τοῦ Ὕπνου, καὶ κακοήθεις ἄνεμοι
εἴθε τὸν θρόνο μου νὰ περιβάλετε καὶ σ’ ὅλους νὰ βρέξετε
ἀστραπὲς καὶ καταιγίδες, ἐορτάζουσες τὴν ὀργή μου.
Ἡ Ἥρα ἐπιστρέφει στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀπὸ τὸ κάθισμά της ῥίχνει Καταιγίδες καὶ
Ἀστραπὲς ποὺ εἰσέρχονται σὲ χορό. Τέλος πρώτης πράξης.
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[Επεξεργασία]Ἡ σκηνὴ ἀλλάζει καὶ ἀναπαριστᾷ μία μεγάλη αὐλὴ στὸ βασιλικὸ παλάτι.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
[Επεξεργασία]Ὕλλος καὶ Ἰόλη:
Ἡ ἀγάπη πάθος σπανιότερο
ποτὲ δὲν ἔχει ξανανάψει,
ἀπὸ 'κεῖνο στὸ ζεύγος
τῶν ψυχῶν μας ποὺ καταστρέφει
τοῦ δυσμενῆ οὐρανοῦ τοὺς κεραυνοὺς
ποὺ στρέφει ἐναντίον τοῦ,
καὶ εἴθε πάντα ὁ Ἔρως
τὴν φλόγα τούτη νὰ ἐμπλουτίζει.
Ἰόλη:
Φοβᾶμαι πὼς στὸ τέλος ὁ σεβασμὸς
ποὺ τρέφει ἕνας ὑιὸς γιὰ τὸν πατέρα του θὰ ἀλλάξει
αὐτὰ τὰ γλυκὰ λόγια.
Ὕλλος:
Καὶ ἐγὼ φοβᾶμαι πὼς ἡ στοργή σου
θὰ ἀρχίσει νὰ στρέφεται πρὸς τὸν δυνατὸ Ἀλκείδη.
Ἰόλη:
Νὰ ἐξαναγκάσει μιὰ καρδιὰ
μόνο ὁ Ἔρως εἶναι ἰκανός.
Ὕλλος:
Ἐκεῖνος ὁ ἀπεχθὴς ἐχθρὸς
ποὺ εἶναι ἀντάξιος τοῦ πατρός μου,
οὐδεμία πιθανότητα ἔχει νὰ νικήσῃ·
μιὰ ζωή μοῦ ‘δωσε ὁ πατέρας μου,
ἀλλὰ γιά ‘σένα, ποὺ εἶσαι
γλυκύτερη ζωὴ
χίλιες ζωὲς θὰ ἔδινα.
Ἰόλη:
Καὶ γιὰ νὰ ἔχω ἐσένα,
στὸν μοχθηρὸ σφετεριστὴ μετὰ χαρὰ θὰ παρέδιδα
τὸ βασίλειό μου καὶ τὸν κόσμο ὅλο.
Ὕλλος καὶ Ἰόλη:
Γλυκοὶ φλόγινοι ζῆλοι
ποτὲ μὴν ἐνδίδετε στὶς δυσκολίες
καὶ ποτὲ μὴν σταματάτε νὰ εὐδαιμονῆτε,
καθῶς οἱ πόθοι σας
δὲν ἔχουνε ἰσοδύναμό τοὺς
πλὴν τῆς ἀγάπης τὶς χαρές.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[Επεξεργασία]Ὑπηρέτης:
Ὁ Ἡρακλῆς, ποὺ δὲν νοιάζεται γιὰ κανέναν ἄλλο,
σήμερα στὸν κῆπο τῶν άνθέων ἀναρωτιέται
ἂν μπορεῖς νὰ παρευρεθῇς.
Ἰόλη:
Πῶς μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ;
Αὐτοῦ ποὺ ἀνυψώνεται ὑπὲρ τῶν ἄστρων
οἱ προσευχὲς εἶναι διαταγές.
Ὕλλος:
Ἆ, τί θολὸ καὶ πικρὸ φαρμάκι
ἐτοιμάζει γιὰ ἐμένα ἡ ζήλια,
τῆς ὁποίας ὁ φόβος μ’ ἔχει ἤδη κυριεύσει.
Ἰόλη:
Μὴν φοβάσαι ἀγαπητὲ Ὕλλε,
κἀμία δύναμη δὲν μπορεῖ νά μὲ πάρῃ μακριά σοῦ
δίχως πρῶτα νά μοῦ πάρῃ τὴν ζωή.
Ὕλλος:
Κι ὅταν μὲ τέτοιο τρόπο
χάσει στὸ τέλος ὁ ἕνας τὸν ἄλλον,
μὲ τί καλύτερη μοίρα θὰ ἀπαλύνω τὴν πίκρα μου;
Ἰόλη:
Ἀπὸ τέτοιο φόβο ἡ καρδιά μου εἶναι ἀπαλλαγμένη,
καθῶς ὁ Ἡρακλῆς ὅταν μοῦ δείχνει τὰ αἰσθήματά του,
τὸ κάνει μὲ σεβασμό, κ’ἐγὼ μένω σταθερή γιὰ ‘σένα.
Πάνε, πές τοῦ πὼς θὰ ἔρθω. Ὕλλε συνόδευσέ με.
Ὕλλος:
Λὲς καὶ μπορῶ νὰ μείνω μακριά σοῦ.
Ὅπου καὶ ἂν πατάω τὸ πόδι μου,
κάθε στιγμή, σὲ ἀγαπῶ.
Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἔστω καὶ μιὰ στιγμὴ
μακριὰ ἀπ’ τὴν ὀμορφιὰ πού τὸν ἔχει μαγέψει,
εἶναι σίγουρο πὼς μέσα τοῦ ἔχει πεθάνει
κάθε ἀξία ἑνὸς ἀληθινοῦ ἐραστή.
Ἂν τῆς ἀγάπης ἡ φωτιὰ
ζεσταίνεται μόνο λιγάκι
μετατρέπεται σὲ πάγο,
καὶ οἱ δεσμοί της
ἂν κάπως ὑποκύψουν
καταστρέφονται ὁλοκληρωτικά.
Ἰόλη:
Ὦ δόξα
τῆς πιὸ ἔνδοξης ἀγάπης
μὲ πίστη ἀμετάβλητη
πάντα πιότερο καῖς·
δὲν ὑπάρχει
κἄποιος ποὺ νὰ γνωρίζει
κἄποια νίκη
ποὺ νά σοῦ ‘χῃ ξεφύγει.
Ἐκεὶνοι ποὺ ἀπελευθερώνονται
ὡσὰν ὥρα ἀσταθής
οἱ πιὸ ἐπικριτέοι προσβολεῖς
τῆς Ἀγάπης γίνονται.
Τοῦ στεροῦν
τὴν θειότητα
καθῶς τοῦ ἀφεροῦν
τὴν αἰωνιότητα.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
[Επεξεργασία]Ὑπηρέτης:
Μὰ τί ‘ναι πιὰ αὐτὴ ἡ ἀγάπη
γιὰ τὴν ὁποία μιλάνε στὸ παλάτι
καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἀκούω νὰ τραγούδᾶνε
χίλια τραγούδια κάθε ὥρα;
Εἶναι σίγουρα ἀπατεώνισσα
τουλάχιστον ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἀκούω
(ὄχι ὅτι καὶ πολυκαταλαβαίνω)
καθῶς ἂν καὶ τσιγκούνα στὶς χαρὲς
καὶ πολυτελὴς στὰ βάσανα,
ὅλος ὁ κόσμος τὴν ἀγαπᾷ!
Εἶναι σίγουρα ἀπατεώνισσα.
Ἐπιθυμῶ πολὺ νά τὴν γνωρίσω
μὰ κατανοῶ πὼς εἶναι ἀδύνατο,
πότε δὲν εἶναι ὁρατὴ
γιατὶ συχνάζει μὲ τὶς κοπέλες,
καὶ γνωρίζουν πολὺ καλὰ
πὼς νά τὴν κρατήσουν κρυφή,
λὲς καὶ παραμόνευε
στὶς σπηλιὲς τῶν Κιμμερίων.
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
[Επεξεργασία]Λίχας:
Καλημέρα καλό μου ἀγόρι.
Ὑπηρέτης:
Καὶ καληνύχτα.
Λίχας:
Μὰ γιατί τέτοια βιασύνη;
Ὑπηρέτης:
Ἔχω νὰ παραδώσω ἕνα σημαντικὸ μήνυμα.
Λίχας:
Ἄκου λίγο, περίμενε·
γνωρίζω πρὸς τὰ ποὺ ἕνας Ὑπηρέτης θὰ μποροῦσε νὰ πάει.
Ὑπηρέτης:
Καὶ τί ξες; Πῶς στὴν Ἰόλη
ὁ Ἡρακλῆς…
Λίχας:
… σὲ ἔστειλε.
Ὑπηρέτης:
Ναί μὲ ἔστειλε…
Λίχας:
… γιὰ νά τῆς πῇς.
Ὑπηρέτης:
Ναὶ ἀλήθεια γιὰ νά τῆς πω…
Λίχας καὶ Ὑπηρέτης:
… πῶς στὸν κῆπο τῶν ἀνθέων
θὰ τὴν συναντήσει ὅπως ἐπιθυμεῖ.
Ὑπηρέτης:
Καλέ σὺ μήπως εἶσαι μάντης;
Λίχας:
Καὶ πολὺ γνωστός,
ὡστὲ τίποτε δέν μοῦ ξεφεύγει.
Δηϊάνειρα:
Ἆ σκληρή, ἆ ἄπιστη,
ἆ δόλια, ἀχάριστη,
ἆ μοχθηρὴ καὶ ἀσεβὴς
συζυγικὴ ἀγάπη
ἀναμεταξύ μᾶς ὁρκισμένη,
ἐδῶ λοιπὸν ἐπέλεξες νὰ σπείρῃς ὄλεθρο;
Ἆ Δηϊάνειρα κάθε ἀναψυχὴ ἀπελπίζεται
καθῶς εἶναι σίγουρος ἕνας πονεμένος θάνατος.
Ὑπηρέτης:
Ἆ! Κ’ αὐτὴ ἡ ξένη
εἶναι ἐπίσης ἐρωτευμένη;
Λίχας:
Ἔτσι νομίζω, μὰ μιὰς καὶ τῆς ἀγάπης εἶμαι γνώστης,
ὡς σοφὸς πιστεύω
τοὺς ἄνδρες μόνο λιγάκι, τὶς γυναίκες καθόλου.
Ὑπηρέτης:
Ἀρκετά! Μεσ’ τὸ παλάτι μποροῦμε νὰ δοῦμε
τόσους πολλοὺς Ἔρωτες νὰ πετᾶνε,
ὥστε δὲν χρειάζεται νὰ ἀσχολούμαστε
μὲ αὐτοὺς τῶν ἔξω.
Ὁ Ὕλλος ἀγαπᾷ τὴν Ἰόλη ποὺ τὸν ἀγαπᾷ, καὶ μισεῖ
τὸν Ἡρακλῆ ποὺ τὴν άγαπᾷ ἐπίσης. Ὁ Νίκανδρος
ἀγαπᾷ τὴν Λυκόρη, αὐτὴ τὸν Ὀρέστη καὶ αὐτὸς τὴν Ὀλύνδη,
μὰ ἡ Ὀλύνδη καὶ ἡ Οὐρανία ξύπνιες
ἀγαπᾶν τὰ κοσμήματα καὶ τὸν χρυσό,
καὶ ὁ Νίσσος καὶ ὁ Ἀλίδορος ἀγαπᾶνε χίλιους ἄλλους.
Λίχας:
Καὶ γιατί μίσει ἡ Ἰόλη
τὸν Ἡρακλῆ;
Ὑπηρέτης:
Γιατὶ σκότωσε τὸν Εὔρυτο.
Λίχας:
Ἀγαπᾷ τὸν γιὸ τοῦ δολοφόνου τοῦ πατρός της;
Μισεῖ τὸ δέντρο, κ’ ὅμως ἀγαπᾷ τὸ φροῦτο;
Θέλεις νὰ στοιχηματίσουμε
γιά ποιὸν μυστικὸ λόγο
προστατεύει τὸν δεσμό;
Ὁ ἕνας εἶναι πολὺ ὥριμος, καὶ ἡ ἄλλη πολὺ νεαρή.
Ὑπηρέτης:
Ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ἡ Ἰόλη ἔκαιγε γιὰ τὸν Ὕλλο.
Γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει,
τὶς ἤδη δοσμένες ὑποσχέσεις
γιὰ τὸν γάμο της μὲ τὸν Ἡρακλῆ
πῆρε πίσω ὁ Εύρυτος.
Αὐτὸς τόσο στραβὰ τὸ πῆρε,
ὥστε στὸ τέλος σκότωσε τὸν καημένο βασιλέα.
Μά σύ ποὺ τὰ πάντα ξές,
δὲν ξὲς πὼς ὁ Ἡρακλῆς μὲ περιμένει, καὶ πὼς εἶναι ἐρωτευμένος;
Καὶ πὼς ὅλοι αὐτοὶ
ποὺ καῖνε μ’ ἕνα πάθος φλογερὸ
δὲν μποροῦν νὰ περιμένουν οὔτε μιὰ στιγμή;
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
[Επεξεργασία]Δηϊάνειρα:
Ἡ δύστυχη, ὠιμέ, τὶ ἀκούω;
Δὲν ξέρω ἄν πρέπει νὰ ζηλέψω περισσότερο
ὡς μητέρα ἢ ὡς σύζυγος·
καθῶς κοινὸς εἶναι ὁ κίνδυνος
καὶ γιὰ τὴν συζυγική μου πίστη, καὶ γιὰ τὸν γιό μου·
τουλάχιστον ὑποφέροντας τὸ ἕνα,
τὸ ἄλλο νὰ ἀποφυγῶ μπορῶ: ὦ θεοί, τί ἄδικη μοίρα
ἔχει προεδρεύσει τῶν ἠμερῶν μου:
ὥστε νὰ ὑποφέρω τὰ διπλὰ κακὰ
καὶ ὁ θάνατός μου νὰ μὴν εἶναι ἀρκετὸς γιὰ νὰ τὰ ἀποφύγῃ.
Ὦ ὀλέθριοι οἰωνοί:
τὰ πάθη τοῦ Ἡρακλῆ δὲν εἶναι τίποτα ἂν ὄχι βίαια
καὶ αὐτὴ δὲν θά ἦταν ἡ πρώτη φορά
ποὺ θὰ διέπραγε τέτοιο φόνο τρομερό.
Ἆ! πόσο ἀσύνετη πρέπει νὰ ‘μουν
ὥστε νὰ ἀφήσω τὰ προβλήματά μου νά μὲ σύρουν
σ’ αὺτὲς τὶς εὐβοιακὲς ἀκτὲς
ὅπου ἡ μοίρα τὴν ζωή μου κόλαση ἔχει κάνει:
τώρα, φεῦ, ἀντιλαμβάνομαι
πόσο καλύτερα ἦταν νὰ ἀναστενάζω καὶ νὰ κλαίω
στὴν πατρίδα μου τὴν Καλυδωνία
γιὰ μιὰ προδοσία ἀβέβαιη, παρὰ μιὰ σίγουρη,
ἐν μέσῳ θλίψης πιὸ φριχτῆς.
Ἆ! Τί πικρὴ ποὺ εἶναι,
φεῦ ἡ μεσκίνα,
ἡ σιγουριὰ
ἑνὸς χαλασμένου δεσμοῦ!
Ἆ! Πῶς, ὠιμέ,
ἡ Ζήλια
ἔχει κλέψει ἀπ’ τὸ Ἔρεβος τὶς Ἐρυνύες
καὶ τὴν ψυχή μου μ’ αὐτὲς
ἔχει γεμίσει.
Ἂν στὴν ἀγάπη διπλασίαζαν
ὅλα τὰ προβλήματα, ὅλα τὰ βάσανα
καὶ τὴν ἀνακούφιζαν ἁπλὰ ἀπὸ
τὶς ὑποψίες καὶ τὶς προδοσίες
τότε ἡ άγάπη δὲν θὰ ‘ταν τίποτε παρὰ γλυκή.
Ἆ! Τί πικρὴ ποὺ εἶναι,
φεῦ ἡ μεσκίνα,
ἡ σιγουριὰ
ἑνὸς χαλασμένου δεσμοῦ!
Λίχας:
Ἆ εἶναι ἀνόητο στὴν ἀγάπη
νὰ θὲς νὰ μάθῃς παραπάνω
ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ νὰ εὐχαριστιέσαι.
Στὶς Ἰνδίες, στοὺς ἀπόκρυμνους γκρεμοὺς
κρύβουν τὸν χρυσὸ μέσα στὰ ἔγκατα·
μὰ ἐν ἀντιθέσει
τῆς ἀγάπης τὸ ἔδαφος
κάτω ἀπὸ μιὰ πολύτιμη ἐπιφάνεια
κρύβει μόνο πικρὰ ὑλικά.
Ἔτσι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ
νὰ συνεχίζει σ’αὐτὸ νὰ σκάβῃ, μὲ λύπη
ἀνακαλύπτει περισσότερες για τὴν πικρία του ἀποδείξεις.
Σᾶς εἶχα προειδοποιήσει πὼς ἐδῶ
θὰ ἀνακαλύπταμε μόνο πόνους καὶ ῥίσκα:
ἆ ἤδη νομίζω πὼς ἀκούω
τὸ σφύριγμα ἑνὸς βέλους
σταλμένο ἀπὸ τὸν Ἠρακλὴ ὀργισμένο.
Δηϊάνειρα:
Ἆ Λίχα ἡ καρδιά σου ἀναστενάζει, ὠιμέ,
τί θὰ ἔκανα χωρίς ἐσένα;
Λίχας:
Ἆ Δηϊάνειρα
ἐσὺ εἶσαι λοιπὸν πού τὸν φοβᾶσαι;
Ἐγὼ πάντως καθόλου.
Δηϊάνειρα:
Ἐσὺ τρέμεις ὅμως!
Λίχας:
Ἔχει καλῶς. Μιὰς καὶ στὸν κόσμο
κάθε τι ἔχει μέτρο,
τὸ κουράγιο μου εἶναι κ’αὐτὸ μετρήσιμο.
Κ’ ὅπως
νομίζουν οἱ φτωχοὶ
αὐτὸν μὲ τέσσερεις δραχμὲς πλούσιο,
ἔτσι καὶ ἐγὼ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος
μὲ νομίζω θαραλλέο.
Δηϊάνειρα:
Τί λοιπὸν λὲς νὰ κάνουμε;
Λίχας:
Μποροῦμε νὰ παρακολουθοῦμε
καθῶς αὐτὴ ἡ μεταμφίεση μας,
ἄμα εἴμαστε καὶ προσεκτικοί,
θὰ ἀποκρύψει τὴν φωνή μας
ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ.
Γι’ αὐτό σὲ προειδοποιῶ,
πρέπει πάσᾳ θυσίᾳ ν’ ἀποφύγουμε
κάθε προσβολή, κάθε χλευασμό
ποὺ θά μᾶς ὠθοῦσε νὰ μιλήσουμε.
Θὰ κάνουμε πόλεμο μέσῳ τῶν ματιῶν.
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
[Επεξεργασία]Ἡ σκηνὴ ἀλλάζει καὶ ἀναπαριστᾷ τὸ σπήλαιο τοῦ Ὕπνου.
Πασιθέα:
Μουρμουράτε ὦ ῥυάκια,
ψιθυρίστε ὦ ἀνέμοι,
καὶ μὲ τὰ μουρμουρητὰ καὶ τοὺς ψιθύρους σας,
γλυκὲς τῆς λήθης ἀπολαύσεις
ποὺ ὅλες τὶς ἔγνοιες διώχνετε μακριά,
νανουρίστε τὸν Ὕπνο σὲ ὕπνο.
Ἐκείνοι ποὺ πράγματι ἀγαποῦν
ἐπιθυμοῦν τὴν ἀπόλαυση
αὐτοῦ γιὰ τὸν ὁποῖο νοιάζονται
περισσότερο ἀπὸ τὴν δική τους,
κ’ εἶναι γι’ αὐτό ποὺ
μέρα καὶ νύχτα
ἀπολαμβάνω
τοῦ πράου συζύγου μου τὴν ἀνάπαυση.
Χορὸς τῶν ἀνέμων καὶ τῶν ῥυακιῶν:
Κοιμήσου, κοιμήσου, ὦ Ὕπνε κοιμήσου
ἐπὶ τῶν χεριῶν τῆς Πασιθέας,
καμία νύμφη δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ‘χῃ
γιά ‘σένα μεγαλύτερη στοργή:
κοιμήσου, κοιμήσου, ὦ Ὕπνε κοιμήσου.
Κοιμήσου, κοιμήσου, ὦ Ὕπνε κοιμήσου,
ἄνωθέν σου οἱ ἔρωτες οἱ ἴδιοι
σιγανὰ χτυποῦνε τὰ φτερά τους·
Στὴν καρδιά σου, ἀτάραχε Θεέ,
ἡ Ζήλια ποτὲ νὰ μὴν εἰσέλθῃ
μὲ τὸ σμῆνος της ἀπὸ μοχθηρὲς ὑποψίες.
Κοιμήσου, κοιμήσου, ὦ Ὕπνε κοιμήσου.
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ
[Επεξεργασία]Ἡ Ἥρα κατέρχεται ἀπὸ τοὺς οὐρανούς.
Πασιθέα:
Ὦ θεά, ὕψιστη θεά,
ποιά νέα ἐπιθυμία
στὴν ταπεινὴ αὐτὴν κατοικία σήμερα σὲ φέρνει;
Ἥρα:
Ὁ ζῆλος γιὰ τὴν τιμή μου
καὶ τὴν πίστη τῶν ἄλλων
γιὰ μένα ἤδη ἱερός, καὶ ἱερὸς πρέπει νὰ μείνῃ, γιὰ τὸν ὁποῖον
ἀπάτη καὶ καταστροφὴ ἄλλοι ἐτοιμάζουν.
Προκειμένου νὰ συγκαλυφθῇ μὲ ἀθῶο τρόπο τὸ σχέδιο,
γιὰ μιὰ ὥρα μόνο
τὸν Ὕπνο μαζί μοῦ πρέπει νὰ πάρω.
Πασιθέα:
Ὠιμέ, πάλι ἐπιθυμεῖς νὰ έκθέσῃς
στοῦ Διὸς τὴν ὀργὴ τὸν πολύτιμό μου;
Ὄχι, αὐτὸ δὲν θὰ ξανασυμβεῖ.
Ἥρα:
Μὴν φοβᾶσαι Πασιθέα,
καθῶς οἱ σκέψεις μου εἶναι
νά τὸν χρησιμοποίησω μόνο ἐνάντια σὲ θνητοὺς
ποὺ ἤδη ὑπόκειντο στὴν νωθρὴ αὐτοκρατορία του.
Πασιθέα:
Εἶσαι σίγουρη γι’ αῦτό;
Ἥρα:
Μάλλον θὲς νά μὲ δῇς νὰ ὁρκίζομαι
στὴν ἀδελφή του, τὸν ποταμὸ Λήθη.
Πασιθέα:
Περίμενε Ἥρα: ἠσύχασαν
οἱ πόθοι μου ἐμπρὸς τῆς κυρίαρχης ἐπιθυμίας σου.
Ἥρα:
Δῶσ’ τόν μοῦ λοιπόν, θεά, ἀπαλά…
Ἡ Ἥρα πέρνει τὸν Ὕπνο στὸ κάρο της καὶ φεύγει.
Σὺ ποὺ τὶς θλίψεις
τῆς ἀγάπης ἀπαλύνεις,
σὺ τῆς ζωῆς γλυκὲ θυσαυρέ,
ἄφησε πίσω σοῦ
τοῦτο τὸ ἄντρο τὸ νωθρὸ
καὶ συμφώνησε νά μὲ συνοδέψῃς,
καθῶς σήμερα ὁ Ἔρως
κόντρα τῆς ἀσεβῆς αὐθάδειας
μιᾶς ξένης δύναμης
σὲ κάνει προασπιστὴ τῆς ἐλευθερίας της.
Ὅλοι:
Εἴθε οἱ πιὸ πολύτιμοι δρόσοι
τῶν παπαρούνων κάθε ὥρα νά σὲ δροσίζουν,
καὶ εἴθε ὅλοι οἱ κρίνοι, ὅλα τὰ ῥόδα
μὲ τὶς μυρωδιές τοὺς νά σὲ συντροφεύουν.
Πασιθέα:
Πάνε καὶ γύρνα γρήγορα,
καθῶς ἂν ἡ ἀπουσία σου
βασανίζει αὐτοὺς ἐπὶ τῆς Γῆς,
φαντάσου τί κάνει στὴν γυναίκα σου.
Ὁ Ἔρως γνωρίζει πὼς τὴν δόξα του
ἀκόμα καὶ στὸν Ὕπνο
νὰ κρατάῃ ζωντανή.
Τὰ ὄνειρα ποὺ βρίσκοταν στὸ σπήλαιο σχηματίζουν τὸν τρίτο χορό. Τέλος δεύτερης πράξης