Χαρά ανίκητη
Χαρά ανίκητη Συγγραφέας: Από τη συλλογή Η μαζώχτρα και άλλες ιστορίες |
Το είχε στο αίμα του ο γέρο Τραντάφυλλος να μη δαμάζεται από πίκρες. Η λαχτάρα, η ελπίδα, κι η δύναμη της χαράς γλυκοσπαρταρούσανε μέσα του πάντα. Τον έβλεπες κι έλεγες· να άνθρωπος που του αξίζει να ζει. Όχι γέλιο, όχι χαμόγελο, μικρό τρεμούλιασμα μονάχα στα χείλη του έσωνε να σε καταπείσει πως ήταν η ψυχή του περιβόλι από την Πρόνοια ορισμένο να θρέφει της χαράς τα λουλούδια.
Κι ωστόσο, καθώς όλα του κόσμου αλλιώτικα, έτσι κι η τύχη του χρυσόκαρδου εκείνου ανθρώπου. Μια σειρά φουρτούνες και συφορές η ζωή του. Ξενιτεύτηκε κι αυτός νιος καθώς οι πιότεροι του φτωχικού του νησιού. Σ’ ένα ξερονήσι ποιος να πρωτοζήσει! Έκαμνε κάθε αγόρι της προκοπής το σταυρό του και τράβαγε κατά την «Ανατολή». Καλλιφορνία ήταν τότες η Ανατολή.
Πέρασε εκεί κακορρίζικα χρόνια· κακορρίζικα με το να πλάκωσαν άξαφνα δύστροποι χρόνοι. Και σα να μην έσωναν οι κακές οι σοδιές, βρέθηκε να είναι τότες κι οι «Ζεϊμπέκοι» στη δόξα τους, και να πάρουν απάνω τους δεν μπορούσαν οι ξενιτεμένοι οι νησιώτες. Ο δικός μας ωστόσο, τ’ αυτί του δεν ίδρωνε. Όχι πως δεν τον έμελε· άλλο δεν ονειρεύουνταν παρά να γυρίσει κι αυτός με σαβούρα· μα οι αναποδιές εκείνες που άλλοι τις έπαιρναν κατάκαρδα, και μόνο που χεροτέρευαν την κακοτυχιά τους, ο Τραντάφυλλος τις είχε παιδιακίσια φυσήματα σε μεγάλη γαλήνη.
Σαν καλός έμπορος, τη ζωή του την περνούσε ανάμεσα σε σακούλια ρύζι και βαρέλια τριμμένη ζάχαρη. Κι αν καλοκάθιζε κάποτες, ήτανε για να γράψει στους δικούς του. Στην κάμαρα του απάνω από το μαγαζί ποτές δεν ανέβαινε, παρά για να κοιμηθεί.
Αυτή ήταν η ζωή του χρόνια πολλά. Ζωή που μπορούσε την ψυχή του ανθρώπου να την καταντήσει λυχνάρι μισόσβεστο, άγραφη πλάκα να τον κάμει το νου, θρύμματα την καρδιά, καράβι καθισμένο τον άνθρωπο. Ο Τραντάφυλλος όμως όχι· αυτός έλπιζε πάντα πως θα τόνε χαρεί τον κόσμο, κι ελπίζοντας τη χαίρουνταν τη ζωή του.
Βαριά, σκοτεινά, κι ατέλειωτα τα χρόνια εκείνα, κι ωστόσο περνούσαν. Και μην έχοντας η καρδιά του μήτε της αγάπης τα γλέντια μήτε της συντροφιάς τα καλά σε κείνο το Τουρκοχώρι, κρυφοσπαρταρούσε κατάβαθα για τις χαρές που θα ’ρθουνε μια μέρα, κι έτσι περνούσε ο καιρός.
Με φοβερές δυσκολίες, μ’ αδήγητους κόπους, και μ’ οικονομία νησιώτικη, μάζεψε μερικά, χρήματα, που τα λογάριαζε αρκετά για να γυρίσει, όχι δα και για πάντα, μα να παντρευτεί, ν’ αφήνει κατόπι το σπιτικό του, να μισεύει πάλι στην καρδιά εκείνη της Τουρκιάς, και να δουλεύει με την παρηγοριά πως κάθε Λαμπρή θα ξανάρχεται στ’ αγαπημένο του σπιτικό. Αυτός ήταν ο σκοπός, η έννοια του, η χαρά του.
Να μην το θαρρέψουμε όμως πως ήταν και λαφροπέταχτο πουλί της χαράς ο Τραντάφυλλος. Είχε την καρδιά του βαθιά, πολύ βαθιά ριζωμένη. Η φαντασία του δεν ήτανε σύννεφο· ή κι αν ήτανε, το χρύσωνε πάντα της χαράς ο ήλιος, ο ήλιος που θέρμαινε τον ακέριο του νου. Ανόητα κι ακατόρθωτα πράματα δεν ονειρεύουνταν ο Τραντάφυλλος. Ονειρεύουνταν πράμα φυσικό, καθημερινό, απλό, εύκολο, απαραίτητο πράμα. Κι ονειρεύοντάς το τ’ ανιστορούσε μ’ όλες του τις ομορφιές, ομορφιές που τόσο τις λάτρευε, που να βασταχτεί δεν μπορούσε, παρά ξεχείλιζε η καρδιά του με την ανιστόρηση μονάχη, άστραφτε η όψη του, το τραγούδι του καταντούσε κελάδημα, και γλέντι το γέλιο του.
Ήταν όμως η κατάσταση του μπλεγμένη, κι έπρεπε να γυρίσει τα χωριά να μαζέψει τουλάχιστο μέρος πρι να ξεκινήσει. Από χωριό σε χωριό, το κατάφερε να ξαναγυρίσει στα λημέρια του με κάμποσες χιλιάδες. Ως δυο ώρες όμως δρόμο από το Τουρκοχώρι του, καθώς κατέβαινε λόγγο βαθύ, απλώνει τη χέρα του ένας «Ζεϊμπέκης» κι αρπάζει το καπίστρι του αλόγου· του αντικρύζει πιστόλι άλλος, ψάχνει τα δισάκκια του τρίτος, και σε λίγη ώρα μένει ο Τραντάφυλλος με τ’ άλογο μονάχο και με το ρολόι του, που του τ’ άφηκαν επειδής ένας τους έτυχε να τον καλογνωρίζει.
Ήρθε ο δύστυχος στο μαγαζί του συλλογισμένος και πικραμένος, απελπισμένος όμως όχι.— Ε, άλλα πέντε χρόνια δουλειά, είπε, και γίνεται. Κι άρχισε πάλι να δουλεύει και να ελπίζει.
Πέρασαν τα πέντε τα χρόνια, γύρισε στην πατρίδα, παντρεύτηκε, μεταγύρισε στην Ανατολή, πάλε ξαναήρθε στον τόπο του, όλα σ’ ένα χρόνο μέσα, κι η αλήθεια είναι πως είδε Θεού πρόσωπο τους δώδεκα αυτούς μήνες, την απογεύτηκε την αληθινή την καλοτυχιά. Γραφτό του ήταν όμως να μην πολυχρονίσει μήτ’ αυτό το μεγάλο το καλό. Απάνω στο δεύτερο χρόνο της παντρειάς του, εκεί που δούλευε στην Ανατολή, έρχουνται τα μαύρα τα μαντάτα πως την κόρη που του γεννήθηκε την πλέρωσε με το ταίρι του.
Σα χήρεψε, πήρε τη μικρή η αδερφή του και την ανάθρεφε. Μεγάλη παρηγοριά το κορίτσι, μα η πίκρα πάντα πίκρα, που παντρειά δε χάρηκε και φαμηλικές χαρές δεν απόλαψε· και που αντίς το σπιτικό του ν’ ανοίγει κάθε Λαμπρή και να τον αποδέχεται, έμενε νοικιασμένο σε ξένους, και τη μικρή του, που για χάρη της ξενιτεύουνταν τώρα, την έβρισκε κάθε τόσο και την αγκάλιαζε στης αδερφής του το σπίτι· καλής αδερφής, μα παντρεμένης κι αυτής, με ξέχωρη φαμελιά, ξέχωρα συμφέροντα, ξέχωρες ελπίδες.
Δεν έσωνε ωστόσο μήτ’ αυτή η αναποδιά να το σβήσει το φως της χαροκαμένης ψυχής του, κι η χαρά του, ισκιωμένη θα πείτε από βαθιά συλλογή, φεγγοβολούσε πάντα στο ήμερο πρόσωπο του και το χαρίτωνε με το συνηθισμένο του το χαμόγελο· και δεν ήταν και μικρό πράμα να δουλεύει τώρα για το καλό της μικρής.
Α δεν ήταν αληθινή η ιστορία αυτή, σα βαρετές θα ’πεφταν οι απανωτές οι συφορές του ήρωά μας από τη μια, κι από την άλλη τ’ αδάμαστο θάρρος του κι η αστείρευτη του ελπίδα. Μα όσο κι αν είναι αληθινά του Τραντάφυλλου τα παθήματα, ας το πούμε μια και καλή πως το κορίτσι εκείνο, που σαν εικόνα της μάνας του ζωντανή γλυκόφεγγε στα μάτια του αγαθού εκείνου μαρτύρου, πήγε κι αυτή στην πρώτη της γέννα σαν παντρεύτηκε· και για να ξαναπαρασταθεί στην εντέλεια το δράμα της μάνας, του αφήκε κι η κόρη ένα αγγονάκι του γέρου, μια μικρούλα δοσμένη σε ξένα χέρια κι αυτή, κι αυτή με ξενιτεμένες ευκές και με συγγενικά φιλιά αναθρεμμένη· γιατί αν και είχε πια ο γέρος ανάγκη, του κατάντησε δεύτερο φυσικό να ξενιτεύεται, ώσπου ωρίμασε στα γερά και μήτε να ταξιδεύει πια δεν μπορούσε, παρά καταστάλαξε στο νησί, ξανάνοιξε το σπίτι του ύστερ’ από τόσα και τόσα χρόνια κι έβαλε μέσα την εγγονή του, κοπέλα τώρα κι αυτή ώριμη για τις χαρές της ζωής.
Ήταν Αύγουστος μήνας, και μέσα στ’ αρχοντικό του απάνω σε μαλακό καναπέ κείτουνταν κατάχλωμος και ζαρωματιασμένος ο γέρος. Τα χέρια του σαλεύανε δε σαλεύανε, κι ωστόσο τα δάκτυλά του, που χρόνια τώρα η θέλησή του να τα πει δεν μπορούσε δικά της, τρέμανε σα μισόξερα φύλλα έτοιμα, να πέσουνε στη μάνα τη γης. Μα μήτε τα χείλη του δεν είχαν πια τώρα συμμαζεμό, κι άλλο δεν ιστορούσε η όψη του παρά τους πόνους και τ’ άλλα τα σημάδια του αλύπητου χρόνου. Και τους πόνους του όμως και τ’ άχαρα τα σημάδια τω γερατειών τα είχε καταπονεμένα η ελπίδα κι η χαρά που πάλι μπρος του, γλυκόφεγγε κι ίσως μάλιστα και τα χείλη που παρατρεμούλιαζαν ήταν από την πολλή τη χαρά. Εύλογη χαρά εκείνη την Κυριακή πρωί, γιατί όσο και να βαράκουγαν τώρα τ’ αυτιά του, τις ξεχώριζε τις λυγερές δοξαριές που μηνούσαν το γύρισμα της νύφης από την εκκλησιά.
Ήταν ο γέρος συγκινημένος πολύ. Να πάει στη στεφάνωση της εγγονής του στάθηκε αδύνατο· την έβλεπε όμως τη χαρά ομπροστά του πάλι σπαρταριστή, τότες που μεταγύριζε η καταστόλιστη νύφη με τον καλό της, με τα κορίτσια που τη συνοδεύανε, με το συγγενολόγι που ακλουθούσε. Λόγιαζε ο δύστυχος κι από την άλλη το Χάρο κι ολοένα ζύγωνε, ολοένα μαύριζε δίπλα του. Ήταν η στερνή του χαρά. Στο στεφάνωμα να παρασταθεί δεν το κατάφερε· ας μαζέψει λοιπόν όσα κάτια του μνήσκανε κι ας σηκωθεί ν’ αλλάξει τα στεφάνια κι ο ίδιος. Μουρμούριζε την αποθυμιά του. Τη σεβάστηκαν την αποθυμιά, ξανάθεσαν τα στεφάνια στο γαμπρό και στη νύφη, τόνε σήκωσαν το γέρο στα πόδια του. Έκαμε δύναμη κι άπλωσε τα κοκαλιασμένα του χέρια ο γέρος. Τ’ άλλαξε τα στεφάνια. Δάκρυζε ο κόσμος τριγύρω. Στάθηκε ο γέρος μια στιγμή ολόρθος, πάντα τρεμουλιαστός και χλωμός, μα και γελαζούμενος πάντα. «Έγινε τ’ όνειρό μου», είπε «μα όχι όλο· ας βαρέσουν τώρα και τα βιολιά». Κι αρχίζουν αμέσως τα βιολιά τον παλιό το σκοπό, το σκοπό που πάντρεψε τον ίδιο το γέρο, την κόρη του, και τώρα την εγγονή. Ήταν η φωτεινότερη στιγμή της ζωής του. Πέλαγο φως περεχύθηκε στη γέρικη όψη του, καθώς από τα σύννεφα ξαφνική αντηλιά σε βασίλεμα χειμωνιάτικο. Ως τα φυλλοκάρδια του πέρασε ο αγαπημένος του ο σκοπός, που γι’ αυτόν έλπιζε, γι’ αυτόνα δούλευε και χαίρουνταν όλη του τη ζωή.
Παρατήρησε ο κόσμος την ταραχή της ψυχής του, και μήτε να τα κρύψουν πια δεν μπορούσαν τα δάκρυά τους.
Έκαμε να καθίσει ο γέρος· δεν μπορούσε πια να σταθεί. Και καθώς κάθιζε, μέσα στη μελωδία εκείνη που τον πλημμύριζε πέταξε η χαρούμενη του ψυχή στην αιώνια την ξενιτιά.