Φωτεινός
Ἆσμα Πρῶτον - ὁ Ζευγολάτης
[Επεξεργασία]- Πάρ᾿ ἕνα σβῶλο, Μῆτρο,
καὶ διῶξ᾿ ἐκεῖνα τὰ σκυλιά, ποὺ μοῦ χαλοῦν τὸ φύτρο.
Ὁ χερουλάτης ἔφαγε τ᾿ ἄχαρα δάχτυλά μου
καὶ στὴν ἀλετροπόδα μου ἐλυῶσαν τὰ ἥπατά μου.
Δυὸ μῆνες ἔρρεψα ἐδεδῶ, ἐσάπισα στὴ νώπη
μ᾿ ἀρρώστια, μὲ γεράματα! Βάσανα, νήστεια, κόποι
γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔρμο τὸ ψωμί! Καὶ τώρα ποὺ προβαίνει
σγουρό, χολάτο ἀπὸ τὴ γῆ, ποὺ πρὶν τὸ φᾶν χορταίνει
τὰ λιμασμένα μου παιδιά, νὰ τὸ πατοῦν ἐμπρός μου
μὲ τόση ἀπίστευτη ἀπονιὰ οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου!...
Ἐξέχασες καὶ δὲ μ᾿ ἀκοῦς;... ἐσένα κράζω, Μῆτρο,
διῶξε, σοῦ λέγω, τὰ σκυλιά, ποὺ μοῦ χαλοῦν τὸ φύτρο...
- Εἶναι τοῦ Ρήγα, δὲν κοτῶ... Γιὰ κύτταξ᾿ ἐκεῖ πέρα
νὰ ἰδῇς· τί θρῶς ποὺ γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!
- Τί Ρήγας, τί Ρηγόπουλα! εἶν᾿ ὁ καινούριος κύρης,
ποὺ πλάκωσε μὲ ξένο βιὸ νὰ γένῃ νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι, ποὺ πέφτουνε σὰν ὄρνια στὰ ψοφίμια,
ἐκεῖνοι πάντα κυνηγοὶ καὶ πάντα ἐμεῖς ἀγρίμια.
Καὶ σὺ τοὺς τρέμεις, βούβαλε! Παιδὶ μὲς στὴ φωτιά σου,
ποὺ τρίβεις στουρναρόπετρα μ᾿ αὐτὰ τὰ δάχτυλά σου,
πὤχεις τετράδιπλα νεφρὰ καὶ ριζιμιὸ στὰ στήθια,
τοὺς βλέπεις καὶ σὲ σκιάζουνε! Ὁ δοῦλος, εἶν᾿ ἀλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχὴ κ᾿ αἷμα δὲν ἔχει.
[...]
Ὁλόρθος μένει ὁ γέροντας, θολὸς στὸ πάτημά του,
καὶ καρτερεῖ τὸ σίφουνα, ποὺ μούγκριζ᾿ ἐμπροστά μου.
Κάτασπρο τὸ κεφάλι του, πυκνό, μακρὺ τὸ γένι
στὰ λιοκαμμένα στήθια του ἀφράτο καταιβαίνει
σὰν ἀνθισμένη ἀγράμπελη, ποὺ πέφτει ἀπὸ κοτρώνι·
τοῦ χρόνου τ᾿ ἄσπλαγχνο γενὶ καὶ τῆς σκλαβιᾶς οἱ πόνοι
τὸ μέτωπό του αὐλάκωσαν, τοῦ τὦχαν κατακόψει.
Ὁ ἥλιος τοῦ φθινόπωρου τοῦ ρόδιζε τὴν ὄψη
ἐτύλλωνε τὴ φλέβα του, τοῦ πύρωνε τὰ χείλη
σὰν κάποιος νὰ ξεφτύλιζε, ν᾿ ἄναβε τὸ καντήλι
τῆς συντριμμένης του ζωῆς κ᾿ ἔρριχνε στὴν καρδιά του
τῆς νιότης ὅλον τὸν θυμὸ καὶ τὰ παληὰ ὄνειρά του.
Ξένος ζυγὸς δὲν ἔγυρε τοῦ Φωτεινοῦ τὴν πλάτη.
Γι᾿ αὐτόν, γιὰ τοὺς συντρόφους του, τὰ Σταυρωτὰ κ᾿ ἡ Ἐλάτη
ἦσαν λημέρια ἀπάτητα κ᾿ ἐκεῖθ᾿ ἐρροβολοῦσαν
καὶ κάθ᾿ ἐχτρό, ποὺ φύτρωνε, τὴν νύχτα ἐπελεκοῦσαν.
Τὸ ρέμμα τοῦ Σαρακηνοῦ, τ᾿ ἄγριο Δημοσάρι
χίλιες φορὲς τὸ χόρτασε μὲ φράγκικο κουφάρι
κ᾿ ἦταν σωρὸ τὰ κόκκαλα, ποὺ στὴν Κουφὴ Λαγκάδα
καὶ στὴ Νεράιδα ἀσπρίζουνε γυμνὰ στὴν πρασινάδα.
Μόνος ἀκόμ᾿ ἀπόμενε. Τὸ Γήταυρο, τὸν Πάλα,
τὸ Διγενῆ, τὸ Ρουπακιά, τοὺς ἔφαγε ἡ κρεμάλα,
κι ἄλλους ἐσύντριψε ὁ τροχός. Μιὰ μέρα στὸ χορτάρι
μ᾿ ἕναν παληὸν παληκαρᾶ, τὸ γέρο τὸ Θειοχάρη,
ἐτρῶγαν ἕνα λιάνωμα κ᾿ ἐρώτησε τὴν πλάτη.
Κανεὶς ποτὲ δὲν ἔμαθε τί ξάνοιξε τὸ μάτι
πάνου σ᾿ αὐτὸ τὸ κόκκαλο, κ᾿ εὐθὺς τοῦ λέει: - «Πατέρα,
μοῦ δίνεις τὴν Ἀργύρω σου;» – τὴν εἶχε θυγατέρα
ὁ προεστὸς μονάκριβη καὶ πολυγυρεμμένη.
«Νά ῾ναι, παιδί μου, ὥρα καλὴ καὶ τρισευλογημένη!»
Καὶ τὤδωσε τὸ χέρι του καὶ τὴν εὐχή του ὁ γέρος.
Ἀπὸ τὰ τότε ἡμέρεψε. Εἶχεν ἀρχίσει ὁ θέρος
κ᾿ ἐζήλεψε χερόβολα κι ἀθεμωνιὲς κι ἁλώνι.
Εἶδε οἱ καιροὶ πού ῾σαν κακοί, φαρμακεμέν᾿ οἱ χρόνοι,
ὁλόγυρά του συγνεφιά... Χίλιων λογιῶν θερία
ἐξέσχισαν τὸ γένος του καὶ παντοχὴ καμμία.
Συντρίμματα καὶ χαλασμοί. Γαῦρα παντοῦ καὶ λύσσα!
Κανένα γλυκοχάραμμα, νύχτα, σκοτάδι πίσσα.
Ἀρνήθηκε τὴν κλεφτουριά, τὰ φλογερὰ ὄνειρά της
κ᾿ ἔγινε ζευγολάτης.
Κι ὁ καταρράχτης τοῦ βουνοῦ ἀντὶ μὲ τ᾿ ἅρματά του
πέτεται μὲ τὰ σύνεργα, μὲ τὰ καματερά του.
Ἤθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,
νά ῾ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
Τ᾿ ἀλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Τὰ ξύλα του κομμένα
πάντα, σὲ χάση φεγγαριοῦ, δὲν εἴχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ἢ σκεύρωμα. Ἤθελ᾿ ἀπὸ πρινάρι
τὸ χερουλάτη, τὰ φτερά, τὸν κέρο, τὸ σταβάρι·
ζυγὸ καὶ σπάθη ἀπὸ φτελιά. K᾿ ἤθελ᾿ ἀπὸ ἀγριλίδα
νά ῾ναι χυτὲς οἱ ζεῦλες του. Μόνο ψωμί του, ἐλπίδα
ἤτανε τὸ ζευγάρι του. Μόνη κυρά του ἀφέντρα
στα χέρια του ἡ βουκέντρα.
Γέροντα τὸν ἐλάτρευε πάντα κρυφὰ ἡ Λευκάδα,
τὸν εἶχε πολεμάρχο της, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀχνάδα
ξένος κανεὶς τοῦ μυστικοῦ. Κι ὅταν ὁ ζευγολάτης
μέσα σε κόσμο ἐπρόβαινε, μεριάζαν τὰ παιδιά της
κ᾿ ἐπροσκυνοῦσαν ξήσκεπα, τὸν εἶχε βασιλιά του
φτωχός, πανόρφανος λαὸς καὶ τ᾿ ἄσπρα τὰ μαλλιά του
στὸ μέτωπό του ἐλάμπανε τὸ βαρυπληγωμένο
ὡσὰν κορώνα ἀτίμητη, σὰ φλάμπουρο ὑψωμένο.
Πάνου σ᾿ αὐτὸ τὸ εἴδωλο, σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀσπρομάλλη
ἀκράτητη ὅλ᾿ ἡ φράγκικη ὁρμοῦσε ἀνεμοζάλη
κ᾿ ἐκεῖνος μένει ἀσάλευτος σὰ βράχος ποὺ προσμένει
στὰ στήθια του τὰ ὁλόγυμνά τη θάλασσα ὠργισμένη.
[...]
- K᾿ ἐγώ, σκουλήκι ἀγνώριστο, ὁ Τζώρτζης ὁ Γρατζιάνος,
ἀφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, ἄρχοντάς σου.
Αὐτὸ τὸ χῶμα, ποὺ πατῶ, οἱ πέτρες, τὰ νερά σου,
ἥμερο κι ἄγριο κλαρί, τ᾿ ἀγέρι σου, ἡ ψυχή σου,
τὰ ζωντανά σου, τὰ παιδιά, τὸ αἷμα σου, ἡ τιμή σου,
ὅλα δικά μου, μάθε το. Βουνοῦ καὶ λόγγου ἀγρίμι
εἴτ᾿ ἔχει τρίχα, εἴτε φτερό, σιχαμερὸ ψοφήμι,
τὸ διαβατάρικο πουλὶ σ᾿ ἐμὲ μονάχ᾿ ἀνήκει
κι ἀξίζει τὸ κεφάλι σου λαγόπουλο ἢ περδίκι.
Γι᾿ αὐτ᾿ ὅθε θέλω θὰ περνῶ κ᾿ ἐγὼ καὶ τὰ σκυλιά μου,
τίποτε δὲν ὁρίζετε κ᾿ εἶναι κι αὐτὴ σπορά μου.
Κι οὔτ᾿ ἄλλη τύχη ἀξίζετε. Γενιὰ καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στὸν κόσμο ἀκόμα μένει
γιὰ νὰ πομπεύῃ τὤνομα καὶ τὴν κληρονομιά της!
Καὶ στὰ στερνὰ τὰ λόγια του ἔνοιωσε ὁ ζευγολάτης
ὅτι ἕνα δάκρυ ἐνότιζε τ᾿ ἀσπράδι τοῦ ματιοῦ του
κι ὁλόρθες ἀναδεύοντο οἱ τρίχες τοῦ κορμιοῦ του.
- Ἂν ἐξεράθη τὸ κλαρί, πάντα χλωρὴ εἶν᾿ ἡ ρίζα
καὶ μένει πάντα ζωντανὸ ἢ ρόδι φάγ᾿ ἡ βρίζα
αὐτὸ τὸ βόιδι τὸ μανό, π᾿ ὅσο βαθειὰ ρουχνίζει
τόσο εὔκολα μυγιάζεται κι ἀνεμοστροβιλίζει
καὶ ποὺ τὸ κράζουνε Λαό. Θὰ σπάσῃ τὸ καρίκι
καὶ θὰ προβάλῃ μὲ φτερὰ μία μέρα τὸ σκουλήκι.
Τότε, πουλὶ τὸ σερπετό, ποιὸς ξέρει ποὺ θὰ φτάσῃ!...
- Δεῖξε μου αὐτὸ τὸ λείψανο, ποὺ θὰ βρυκολακιάσῃ.
- Ἐγώ... ὁ φτωχός, ὁ Φωτεινός, ὁ γέρος, ὁ ξεσκλιάρης,
ποὺ ρίχνω ἐδῶ τὸ σπόρο μου γιὰ νὰ μοῦ τόνε πάρῃς,
ἐγώ, ποὺ μὲ τὸν ἵδρωτα τὰ χώματα ζυμώνω
γιὰ νὰ τρώγῃ ἄλλος τὸ ψωμί, ποὺ τρέχω καὶ κεντρώνω
τὴν ἀγριλίδα τοῦ βουνοῦ καὶ ποὺ δὲν ἔχω λάδι
ν᾿ ἀνάφτω τὸ καντῆλι μου καὶ ζῶ μέσα στὸν ᾅδη·
ἐγώ, ποὺ μὲ τὰ νύχια μου ἀναποδογυρίζω
τὸ λόγγο καὶ τὰ ριζιμιά, γιὰ νὰ σᾶς τὰ στολίσω
μὲ κλήματα, ποὺ δὲν τρυγῶ καὶ ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω
λίγο κρασὶ κεφαλιακό, τὴ γλῶσσα μου νὰ βρέχω·
ἐγ᾿ ὁ φτωχὸς ὁ μυλωνᾶς, ποὺ ζῶ σ᾿ αἰώνια ζάλη
καὶ παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι τὴν πασπάλη,
ποὺ δὲν ὁρίζω τὸ παιδί, ποὺ πάντα ζῶ μὲ τρόμο
καὶ ποὺ δὲν βρίσκω ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ νὰ μὲ κρίνῃ νόμο·
αὐτός, αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Λαός. Τ᾿ ἄψυχο τὸ κουφάρι
αὐτό ῾ναι τὸ καματερό, τὸ ψόφιο τὸ κριάρι...
Μὴ ρίξῃς ἄλλο φόρτωμα στὴν ἔρμη του τὴν πλάτη...
- Συμμάζωξε τὴ γλῶσσα σου τὴ φιδινή, χωριάτη,
μὴ μοῦ ξανάφτης τὴ χολή. Γονάτισε ἐμπροστά μου
καὶ ζήτησε συγχώρεση γιὰ τὰ λαγωνικά μου...
Δὲ θές, ἀντάρτη, δὲν ἀκοῦς;...
- Kαλύτερα τὸ βρόχο
παρὰ τὰ γόνατα στὴ γῆ... Ἄρα-κατάρα τὤχω...
Θά ῾φιναν λάκκωμα βαθὺ καὶ θά ῾ταν μέγα κρῖμα,
τιμὴ νὰ θάψω κι ὄνομα μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ μνῆμα.
- Τώρα θὰ ἰδῇς, παλληκαρᾶ... Ἀκοῦστε με, συντρόφοι,
καὶ μὴ θυμῶστε ἂν λυπηθῶ αὐτὸν τὸν ἄγριον ὄφι...
Νὰ μᾶς πλερώσῃ τὰ σκυλιὰ μὲ τὰ καματερά του,
καὶ γιὰ τὴν τόλμη πὤλαβαν τὰ πέντε δάχτυλά του
νὰ σφεντονίσουν κατ᾿ ἐμᾶς, ἐκεῖ στὸ χερουλάτη
νὰ συντριφτοῦν μὲ τὸ σφυρί... Σ᾿ ἀρέσει, ζευγολάτη;
Καὶ δυὸ σκιάδες πάραυτα ὠρμήσανε κι ἁρπάξαν
τὰ βόιδια πού ῾ταν στὸ ζυγό. Δυὸ ἄλλοι τὸν ἀδράξαν
κ᾿ ἐδέσανε τὸ χέρι του στὸ φοβερὸ χερούλι
μὲ τὴ σφεντόνα πωὕρανε. Ὕστερα μὲ τὴ σκούλη,
ἀρχίσαν, τοῦ κοντόσπαθου, ἀργὰ νὰ πελεκᾶνε
τ᾿ ἀντρειωμένα δάχτυλα καὶ νὰ περιγελᾶνε.
Ὅλο τ᾿ ἀλέτρι ἐβάφηκε· τὸ μαῦρο τὸ παιδί του
στὸ χῶμα δίπλα ἐμούγκριζε, σὰν νά ῾βγαινε ἡ ψυχή του.
K᾿ ἐκειὸς ὁ γέρο δράκοντας χωρὶς οὔτε ν᾿ ἀχνίσῃ
ἐκύτταζε τὸ αἷμα του ποὺ πότιζε σὰ βρύση
τὴ γῆ του τὴν ταλαίπωρη, καὶ μέσα στὴν καρδιά του
μὲ μιᾶς ἀστράφτουν τὰ παληὰ τ᾿ ἀνδραγαθήματά του,
κ᾿ ἐσπιθοβόλησε στὸ νοῦ χρυσόφτερ᾿ ἡ ἐλπίδα
μὲ τὴ δική του ἐκδίκηση νὰ σώσῃ τὴν πατρίδα.
Τὸ Φραγκολόγι ἐσκόρπισε βουβὸ κ᾿ ἐντροπιασμένο
κι ἀφίνει ἐκεῖ τὸ Φωτεινὸ στ᾿ ἀλέτρι του δεμένο.
Ἆσμα Δεύτερον
[Επεξεργασία][ἀπόσπασμα]
Φωλιάζουν οἱ σταυραϊτοὶ στοῦ βράχου τὰ στεφάνια,
ἐφώλιασε κι ὁ Φωτεινὸς στὸν ἐγκρεμὸ τοῦ Κόντρου.
Τέσσαροι τοῖχοι κάτασπροι, ὁ κάτοικας, τ᾿ ἀχούρι,
ἡ μάντρα γιὰ τὰ πρόβατα, μιὰ δεκαριὰ κυβέρτια,
πλατύς, καθάριος ὀβορός, ζωσμένος διπλολίθι,
ὅπου ἐπρασίνιζε πυκνὸς ὁ νύλακας, τὸ μύρτο,
τ᾿ ἁγιόκλημα, ἡ μελετινή, κι ὅπου ἅπλωνε ἕνας φράξος
τὰ δροσερὰ κλωνάρια τοῦ σφιχτὰ περιπλεγμένα
μ᾿ ἕνα φτακοίλι καρπερὸ καὶ μ᾿ ἕνα βοϊδομάτη:
εἶν᾿ τὸ βασίλειο τοῦ φτωχοῦ. Τ᾿ ἄρεσε πάντα ἐκεῖθε
νὰ χαίρεται τὴ θάλασσα, π᾿ ὅσο πλατύτερ᾿ εἶναι
τόσο σοῦ κλέφτει τὴν καρδιά, τόσο τὸ νοῦ σου πνίγει.
Τὴν ἔβλεπε χίλιες μορφὲς ν᾿ ἀλλάζει, χίλιες ὄψες,
πότε νὰ γλείφει τὸ γιαλό, προσκυνημένη δούλα,
καὶ πότε νὰ τὸν μάχεται, τρελή, ξεστηθωμένη,
μ᾿ ἀνεμοσκόρπιστα μαλλιὰ καὶ μ᾿ ἀφρισμένο στόμα.
K᾿ ἦταν ἡ ἔρμη Ἑλληνική! K᾿ ὑπόφερνε νὰ νιώθει
τὰ φράγκικα τὰ κάτεργα τὴ ράχη της νὰ ὀργώνουν,
καὶ νὰ τῆς δέρνει τὰ πλευρὰ μὲ τὰ κουπιὰ του ὁ Ξένος!
Ἦρθε στὴν Κόκκινη Ἐκκλησιά, ἑξήντα χρόνους πίσω,
ἕνας σοφὸς καλόγερος φευγάτος ἀπ᾿ τὴν Πόλη
κι ἔμειν᾿ ἐκεῖ κι ἀσκήτευσε. Τὸν ἔκραζαν Νικήτα.
Ἤξερε γράμματα πολλὰ κ᾿ ἐγιάτρευε τοῦ κόσμου,
μὲ ξόρκια καὶ μὲ βότανα, τὰ χίλια μύρια πάθη:
τὸ ρίμα, τὸ κακὸ σπυρί, τὴ φάγουσα, τὸ λέφα,
τὸ μαλαθράκι, τὸ καρφί, τὴ λιόκριση, τὴ λύσσα.
Στὸ πρόσταγμά του τὰ κουφὰ ἐφεύγανε, οἱ ἀκρίδες,
ἀπὸ τὰ πρόβατα ὁ χαμός, ἀπὸ τὰ γίδια ὁ ἴσκιος.
Τὸν ἐλατρεῦαν τὰ χωριά, κι ὁ Φωτεινὸς - ὁπού ῾ταν
στὸ μοναστήρι δόκιμος καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε
ὅταν τὸν ἔστελναν νὰ βγεῖ γιὰ διακονιὰ τριγύρω -
ἔμαθε λίγο διάβασμα κι ἄκουσε κ᾿ ἱστορίες
ἀπὸ τὸν ἅγιον ἀσκητή, ποὺ τοῦ ῾χανε κεντήσει
τὸ λογισμό του τὸν ὀκνὸ καὶ τὴ σκουριὰ ξεπλῦναν
ὁποὺ ἔτρωγε κάθε καρδιὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ στεῖρα χρόνια.
Ἐκεῖνος τοῦ ῾πε, μιὰ φορὰ ποὺ βρέθηκαν μονάχοι
νὰ κάθονται ἀπολείτουργα στὸ πέτρινο πεζούλι
τοῦ Ἅι-Λιὰ στὴν Ἐγκλουβή, τὴν περασμένη δόξα
καὶ τ᾿ ἄμετρα τὰ βάσανα τοῦ δύστυχου τοῦ Γένους.
Τοῦ ῾πε τὸ πῶς, ἀνάμεσα σὲ τρίβολα κι ἀγκάθια,
μιὰ μέρα ἐθέλησε ὁ Θεὸς νὰ σπείρει ἕνα λουλοῦδι
ὁπού ῾χε χίλιες ὀμορφιὲς καὶ χίλιες εὐωδίες,
κι ὅπου, ὅταν ἐμεγάλωσε κι ἐπρόβαλε δροσάτο,
δεύτερος ἥλιος ἔλαμψε, καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ κόσμου,
π᾿ οὔτε δὲν εἶχε ἀνάκαρα κρυφὰ ν᾿ ἀναστενάζει,
τὴ ζέστανε, τὴ στόλισε μ᾿ ἀκούραστα φτερούγια,
τὴν ἔμαθε πῶς νὰ πετᾷ. Καὶ τὸ λουλοῦδι ἐκεῖνο,
πὄπρεπε νά ῾ν᾿ ἀμάραντο, τὸ βάφτισεν Ἑλλάδα.
Τοῦ ῾π᾿ ὅτ᾿ ἐκεῖν᾿ ἡ θάλασσα ἡ φραγκοπατημένη
εἶχε ρουφήξει λαίμαργα τ᾿ ἀνθρώπινα κοπάδια
ποὺ μ᾿ ἕναν Ξέρξη βασιλιᾶ ἐχύθηκαν νὰ φᾶνε
τ᾿ ἀστάλωτο τὸ λούλουδο· τ᾿ ἀκολουθοῦσε νύχτα,
ὕπνος, νεκρίλα, σίδερα - κ᾿ ἐγλίτωσε τὸν κόσμο.
Τοῦ ῾πε πὼς ἐξεφύτρωσαν ἀδελφικὲς ἀμάχες
ποὺ ἐφτεῖραν σάρκα καὶ ψυχὴ καὶ πῶς ἐμπῆκε σφῆνα
στοῦ δέντρου τὴν πεντάνοιχτη τὴ χαραμάδα ὁ Ξένος
κι ἄνοιξε ἀγιάτρευτη τομὴ γιὰ νὰ μπορεῖ καθένας
νὰ μπήγει τὸ πελέκι του καὶ νὰ χωρίζει σχίζες.
Τὄδειξ᾿ ἐκεῖ παράμερά τη Σάλτενη, τὸν Κόρφο,
καὶ τοῦ ῾πε πῶς ἐσμίξανε καὶ πῶς κριαρωθήκαν,
μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ στένωμα, γιὰ τὴ σκλαβιὰ τοῦ κόσμου,
δυὸ πολεμάρχοι φοβεροί· καὶ πῶς ὁ νικημένος,
ἀπὸ δυὸ λάμψες πὄβλεπε ν᾿ ἀστράφτουν ἐμπροστά του -
τῆς Κλεοπάτρας τὴ ματιὰ κ᾿ ἕνα μεγάλο θρόνο -,
ἐδιάλεξε τὴν ὀμορφιὰ κ᾿ ἐσβήστηκε μαζί της.
Καὶ τοῦ ῾πε πῶς ὁ νικητὴς γιὰ νὰ φυλάξει πάντα
τὴ δόξα του ὁλοζώντανη καὶ τὴ χρυσή του μοῖρα,
ἐξεθεμέλιωσε σκληρὰ χῶρες, χωριὰ καὶ τάφους,
κ᾿ ἔχτισε τὴ Νικόπολη, κουφάρι μὲ κουφάρια,
σύντριμμα μὲ συντρίμματα, κ᾿ ἦταν σεισμὸς ὁ χτίστης.
Ἀπὸ τὰ τότ᾿ ἐσκέπασε κάμπους, βουνὰ καὶ κῦμα,
θολούρα μαύρη καὶ πυκνὴ γιὰ τετρακόσους χρόνους.
Σαπίλα κι ἀποκάρωμα. Κανένας ἄλλος χτύπος
τὸν ὕπνο δὲν ἐδιάκοψε στ᾿ ἀπέραντο τὸ μνῆμα,
παρὰ ροχάλιασμα βαθύ, καὶ τ᾿ ἄσπλαγχνό του χρόνου
τὸ δαγκανάρι π᾿ ἄλεθε τὴ νεκρωμένη πλάση
κ᾿ ἑτοίμαζε ἄλλο ζύμωμα μὲ τὴν παλιά τη στάχτη.
Τοῦ ῾πε πὼς ἕνας βασιλιάς, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
τὴ πρώτη μέρα πὄδραξε στὰ χέρια τὴν κορώνα,
ἐξάνοιξ᾿ ὅτι ἐπάνω της, πηχτὴ πηχτὴ σὰν αἷμα,
τὴν ἐσκοτίδιαζε ἡ σκουριὰ καὶ θὰ τὴν ἔτρωγε ὅλη
ἂν δὲν τῆς ἔδιδε βαφὴ καὶ βάφτισμα καὶ χρῖσμα
τὴ λάμψη τῆς Ἀνατολῆς, τὸ φῶς τοῦ Σταυρωμένου
καὶ τοῦ Βοσπόρου τὰ νερά. Καὶ πάραυτα φυτρώνει,
στὸ πρόσταγμα τοῦ γίγαντα, μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ κύματά μας,
τὸ Κράτος τὸ Βυζαντινὸ πὄζησε χίλια χρόνια,
χωρὶς ἕνα ξανάσασμα, ξεσπαθωμένο πάντα
γιὰ νὰ κρατεῖ τὴν ἄβυσσο ποὺ μούγκριζε νὰ πνίξει
τὴν Δύση τὴν ἀχάριστη. Κι ὡστόσο, μίαν αὐγή,
Φράγκοι φονιάδες χριστιανοί, μὲ προδοσιά, μ᾿ ἀπάτη,
τοῦ φόρεσαν τὰ σίδερα, τοῦ σάλεψαν τὴ ρίζα,
καὶ τὸ κατάκοψαν σκληρὰ σ᾿ ἀμέτρητες λουρίδες.
Ὕστερα πάλε ἀνάζησε, κ᾿ ἔρευε λίγο λίγο
σὰν πλάτανος ποὺ πάλιωσε καὶ βλέπει κάθε μέρα
κατάξεροι νὰ πέφτουνε οἱ κλῶνοι του ἕνας ἕνας
μὲ κάθε βαρυχειμωνιά, καὶ ποὺ δὲ συγκρατιέται,
γιατ᾿ ἔχει κούφια τὴν καρδιά, παρὰ μὲ λίγη φλοῦδα.
Τὰ γνώριζ᾿ ὅλα ὁ Φωτεινὸς κι ὅταν ἐκεῖθ᾿ ἐπάνου
ὁλόγυρά του ἐκοίταζε κ᾿ ἔβλεπ᾿ αὐτοὺς τοὺς τάφους,
ὅλον αὐτὸν τὸν ξεπεσμό, ὅλην αὐτὴν τὴν νέκρα,
ἔμενε σὰν παράλυτος· καὶ γιὰ νὰ διώξει, ὁ μαῦρος,
τὴν καταχνιὰ ποὺ ἐπλάκωνε τὴν ἄκακη ψυχή του,
ἔφευγε τὸν ἀπέραντο, τὸν πεθαμένον κόσμο,
κ᾿ ἐγύρευε παρηγοριὰ στὰ κατορθώματά του
πού ῾ταν ἀκόμα ζωντανά, κ᾿ ἐστύλωνε τὸ μάτι
μ᾿ ἀνέκφραστη, κρυφὴ χαρὰ στοῦ Καλαβροῦ τὰ πλάγια,
στὴ λαγκαδιὰ τῆς Μέλισσας, στὲς Σπαθαριές, στὸν Κάπρο,
στὰ χίλια τὰ λημέρια του, καὶ τότε, ἀναπαμένος,
ἔριχνε λίγο κρίθινο ψωμὶ μὲς στὸ σακούλι,
ἔβαν᾿ ἐμπρὸς τὰ βόιδια του κ᾿ ἔτρεχε στὸ χωράφι.
Μέσα δὲν εἶχε χώρισμα ὁ φτωχικὸς ὁ πύργος
κι ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη εἶν᾿ ἀνοιχτός. Ὁλόγυρα στὸν τοῖχο
κρέμονται τὰ δοξάρια του, μὲ τὸ σπαθὶ μία ζώστρα,
ἕνα πελέκι σκαλιστὸ σιδεροστειλιασμένο,
τ᾿ ἀκοίμητο καντήλι του ἐμπρὸς σὲ μίαν εἰκόνα,
πὄδειχνε τὴν Ἀνάσταση, κ᾿ ἔφερνε κρεμασμένη,
σὰν τάμα, σὰν προσκύνημα, τὴ φοβερὴ σφεντόνα.
Καὶ σκορπισμένα ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ χίλιων λογιῶν συγύρια:
ἀρήλογος, πινακωτὴ καὶ πλάστης καὶ δρυμόνι·
ἡ ἀνέμη μὲ τὰ γνέματα, τὸ τυλιγάδι, ἡ δρούγα,
ὁ οἶκος μὲ τὰ μάλλινα τὰ παρδαλὰ διπλάρια·
καὶ μία κρεμάθα μὲ πυτιὲς σιμὰ στὸν καπνοδόχο,
κι ὁ λυχνοστάτης στὴ γωνιά, κ᾿ ἕνας ἀλατολόγος,
καὶ τοῦ φτωχοῦ τὸ χάλκωμα, καὶ λιναροσκουλίδες,
καὶ τοῦ γιωργοῦ τὰ σύνεργα: βουκέντρες, καρπολόγοι,
καὶ δικριάνια ἕνα σωρό, καὶ δέμα μ᾿ ἀντιράβδια -
καὶ δυὸ κουλούφια ἀτάραγα μὲ γέννημα, ποὺ οἱ φίλοι,
μαζὶ μὲ δυὸ καματερά, στὸ ζευγολάτη ἐστεῖλαν
ὅταν ἔμαθαν τὸ κακὸ ποὺ ἀνέλπιστα τὸν ηὖρε.
Καί, πάνω στὰ καταχυτά, φωλιὲς χιλιδονίσες
ποὺ δὲν ἐπείραζε κανείς, κ᾿ ἐφέρναν κάθε χρόνο
μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν κιβωτὸ χαρά, ζωή, κ᾿ ἐλπίδες.
Ἆσμα Τρίτον
[Επεξεργασία][ἀπόσπασμα]
Δὲν εἶναι κρῖμα, στὸ γιαλὸ τοῦ ποταμοῦ ἁπλωμένο
νὰ σέρνεται τὸ κῦμα του θολό, χορταριασμένο,
κι ἀντὶ νὰ στεφανώνεται μὲ τὴν ἀνεμοζάλη
καὶ νὰ κρατεῖ περήφανο τ᾿ ὁλόξανθο κεφάλι,
νά ῾ναι καθρέφτης τ᾿ οὐρανοῦ, καὶ σὰν ἐλεημοσύνη
στὴν ἁρμυρὴ τὴ θάλασσα τὴ γλύκα του νὰ χύνει -
δὲν εἶναι κρῖμ᾿, ἀκίνητο, ἀπ᾿ τὴν κορφὴ στὰ βάθη
νά ῾ναι ντυμένο νεκρικὰ νεροφακὲς καὶ ψάθη;...
Δὲν εἶναι κρῖμα, τ᾿ ἄλογο, π᾿ ἀνήμερο πουλάρι
μιὰ μάν᾿ ἀνεμοπόδαρη φωτιὰ μὲ τὸ μαστάρι
τὸ πότισε στὴν ἔρημο, ποὺ τὄβαψε τὸ νύχι
στὸν ἄμμον τὸν ἀράπικο, καὶ τὄδωσ᾿ ἕναν πήχη
βαθιά τη χαίτη στὸ λαιμὸ γιὰ νὰ τὴν ἀνεμίζει,
κ᾿ ἐλεύθερο, ἀνυπόταχτο, νὰ φεύγει, ν᾿ ἀρμενίζει -
δὲν εἶναι κρῖμα, γέρικο νὰ ρεύει σὲ μιὰ σούδα
καὶ νὰ τοῦ βόσκει τὰ πλευρὰ ἡ κίσσα, ἡ καλιακούδα;...
Τοῦ λόγκου τ᾿ ἀγριοδάμαλο, πὄμαθε νὰ πληγώνει
τὰ δέντρα μὲ τὰ κέρατα, καὶ νά ῾χει τὸ πλατόνι
καὶ τὸ καπρὶ γιὰ σύντροφο, τὴν ἐρημιὰ κρεβάτι,
τὸ Λοῦρο, τ᾿ Ἀσπροπόταμο κορύτο, νεροκράτη,
νὰ βρέχει τὰ ρουθούνια του καὶ νὰ δροσολογιέται,
δὲν εἶναι κρῖμα, λιγδερὸ στ᾿ ἀχούρι νὰ κυλιέται,
ν᾿ ἀναχαράζει βάρυπνο, νὰ τὸ τρυποῦν οἱ ζάθοι,
καὶ νὰ περνᾷ στὸν κάματο τοῦ λιναριοῦ τὰ πάθη;
Κρῖμα δὲν εἶν᾿ ὁ σταυραϊτός, ποὺ στὰ μικρά του νιότα
συνήθιζε μισουρανὶς τὰ φλογερά του χνότα,
τὴ φοβερή του τὴ ματιά, νὰ σμίγει μὲ τὴν πύρη
καὶ μὲ τὴ λάμψη τοῦ ἡλιοῦ, κι ὁποὺ εἶχε πανηγύρι
νὰ παίζει μὲ τὰ σύγνεφα καὶ μὲ τ᾿ ἀστροπελέκι -
δὲν εἶναι κρῖμα, γέροντας, στὸ βράχο του νὰ στέκει,
νὰ σέρνει τὰ φτερούγια του, καὶ νὰ παραμονεύει
πότ᾿ ἕνα φίδι θὰ διαβεῖ, νὰ φάγει ὅταν νηστεύει;...
Δὲν εἶναι κρῖμα, δυὸ στοιχειά, ὁ Φωτεινὸς κι ὁ Φλῶρος,
ποὺ πεταχτὰ δρασκέλιζαν ἀπὸ τὸ Μέγα Ὅρος
ὡς τὴν κορφὴ τοῦ Σύκαιρου, κι ὁποὺ εἴχανε σεντόνι
τὴ νύχτα τὸ δροσόπαγο, προσκέφαλο τὸ χιόνι,
π᾿ ἄλλη δὲ γνώρισαν στρωμνὴ παρὰ χλωρὰ γρυπάρια
οὔτ᾿ ἄλλη ἐλάβαν σκεπαστὴ παρ᾿ ἄγρια πρινάρια,
τώρα νὰ λὲν γιὰ πόλεμο καὶ νὰ μιλοῦν γιὰ νίκη
στρωμένοι ἐπάνω στὴ γωνιά, τῶν Σφακιωτῶν οἱ λύκοι;
Γεράματα! Γεράματα! Ποιὰ θέληση, ποιὸ χέρι
μὲς στὴ λαμπάδα τῆς ζωῆς φυτεύει τ᾿ ἁγιοκέρι;
Καὶ ποιὰ ποτὲ ζευγάρωσεν ἀγνώριστη θεότης
κρυφὰ τὸ νεκρολίβανο μὲ τὸν ἀνθὸ τῆς νιότης;
Γιατί τὰ πρῶτα σπάργανα ποὺ προφυλᾶν τὰ φύτρα,
γιατί νά ῾ναι καὶ σάβανα; Μνῆμα γιατί ῾ν᾿ ἡ μήτρα;...
Αὐτὸς ὁ ἄφαντος τροχός, τ᾿ ἀκοίμητο ἀνεμίδι,
νά ῾ναι βαθὺ μυστήριο ἢ τυχερὸ παιγνίδι; ...