Φυλλάδες του Γεροδήμου/ζ

Από Βικιθήκη
Φυλλάδες του Γεροδήμου
Συγγραφέας:
Τέταρτη φυλλάδα


Στην Ακρόπολη[Επεξεργασία]

Πριν ξεκινήσουμε για τη χώρα που μπορούμε να την πούμε δική μας, πρέπει να συφωνήσουμε πως δε θα της τα ψεγαδιάζουμε όλα, δε θα χαλνούμε τον κό­σμο σε κάθε πήδημα ψύλλου. Ειδεμή, περιττό το τα­ξίδι. Ανοίγουμε τις εφημερίδες, και διαβάζουμε δίχως κόπο τις ατιμιές, τις κλεψιές, τις μαχαιριές, ή και τις γυναικοδουλειές που ολομερίς μας δηγούνται, και κάθε λίγο προσκαλούν την Κυβέρνηση να τους δώσει λόγο.

Είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη η δουλειά μας. Ότι σπάρθηκε το έρμο μας το χωράφι! Ο σπόρος που έπεσε μέσα στ’ άγιο του χώμα,—που το βλέπεις κιόλας απλω­μένο μπρος στα ψυχικά σου τα μάτια,—ήτανε σπό­ρος γερός. Μα του καιρού εκείνου οι δουλευτάδες δεν ένοιωθαν από ψιλά κοσκινίσματα. Τόνε σπείρανε λοιπόν καθώς βρέθηκε απάνω σ’ εκείνα τα δοξασμένα βουνά. Απόμεινε μέσα κι ο σπόρος των τούρκικων αγκαθιών. Έφεραν κι οι σπουργίτες σπόρο από τη Δύση, και τον απόθεσαν απάνω στο ίδιο το χώμα κι αυτόν. Και βλέπεις τώρα την πυκνή αυτή πρασινάδα, και τρομάρα σε πιάνει, μην τύχει και πληθύνουν, και θεριέψουν τα τουρκάγκαθα και τα φραγκοβότανα, και μας πνίξουν τ’ ακριβοαγορασμένα μας τα σπαρτά. Μα τρομάρες απλές κακό δε γιατρεύουν.

Σου τα λέγω αυτά, επειδή μπορεί και του λόγου σου να ’χεις τη ρωμαίικη την πετριά της απελπισίας. Μου φαίνεται σα να είναι κι αυτή σημάδι της εποχής. Όποιος, μας τύχει και μισονοιώσει τα χάλια μας, να τραβιέται σε μια γωνιά και να χύνει μπόλικα δάκρυα, αθώρητος, αλάλητος, κι ανάκουστος. Σπολλάτη σου, Πατριώτη, που άλλο δεν κάμνεις παρά να χαλνάς το συκώτι σου. Αν είχες κουράγιο να τρέξεις και να μας ξεριζώσεις μερικά γαδουράγκαθα, θα μας έδειχνες όχι μόνο πως ζεις, μα και πως ζώντας νοιάζεσαι και τη ζωή της πατρίδας σου.

Δουλειά, φίλε μου, και πάλι δουλειά. Ο κόσμος να χαλνάει, πάλι να δουλεύουμε πρέπει. Άλλον τρόπο δεν έχει.

Ωστόσο άξαφνα, και με τα φτερούγια της αστρα­πής που τη λένε Νου, από του Κωσταντίνου τη χώρα, την πεντάμορφη σκλάβα, βρεθήκαμε στου Κέκρωπα την ολόχαρη, την αθάνατη την Ακρόπολη. Είναι νύ­χτα βαθιά, μα το βάθος της λάμπει διάφανο, ξά­στερο, καθάριο, αμέτρητο. Λες κι όλου του Άπειρου οι Πλανήτες κι οι Ήλιοι φανερώνουνται και γλυκοφέγγουν εδώ. Αψηλά, πάντα αψηλά να κοιτάζουμε από τέτοιους τόπους. Η βαθογάλανη αυτή η αστρο­φεγγιά είναι μέρος της Αττικής, καθώς του Παρθε­νώνα της μέρος είναι η πανώρια προμετωπίδα του. Κοίταγέ τα τ’ αστέρια της και μέτρα τα αν μπορείς. Και σαν τ’ απομετρήσεις, πρόσθεσε την ιερή τη σκόνη της γης της, και τότες έχεις τις μεγάλες, τις δοξα­σμένες ψυχές που φεγγοβόλησαν εδώ πέρα,— από ένα Θησέα, ως ένα Καραϊσκάκη. Πέσε τώρα και προσκύ­νησέ την αυτή τη σκόνη. Αυτή να είναι η θρησκεία σου, αυτή η λατρεία σου. Σα βαραίν’ η καρδιά σου από έννοιες κι από πάθια, ανέβαινε στην Ακρόπολη και βλέπε πόσο μεγαλείο και πόση ζωή μπορεί να κρύβει ένας γκρεμισμένος τοίχος, ένα σπασμένο λιθάρι, ένα θρούβαλο, μέσα στην αμίλητη νύχτα. Ανέβαινε, και λόγιαζε πώς χαμογελάει η αθάνατη αρχαιότητα κάτω από τέτοια ουρανόχαρη σωπασιά. Μην κοιτάζεις μοναχά του Παρθενώνα τα αιώνια τα κάλλη,—αυτά κι α δεν τα λατρέψεις όσο τους πρέπει, δεν πολυκολάζεται η ψυχή σου. Το πολύ θ’ απορέσει ο κόσμος που δε σε μάγεψε η θεία δύναμη της Ομορφιάς, δε σε μέθυσε ως εκεί η εθνική η περηφάνια. Τα κάλλη όμως που πρέπει να τ’ ανιστορεί ο νους και πάντα να τα λατρεύει εδώ απάνω, είναι τα κάλλη της Αρετής, που σα δίδυμο αστέρι έλαμπε τότες μαζί με τη Τέχνη σ’ αυτό το στερέωμα, και το πλημμύριζε δόξα.

Αρετή έλεγαν τότες την παλικαριά και τη λεβεντιά. Στιγμή δεν περνούσε που να μην πατάει σ’ αυτό το χώμα το βασιλικό της το πόδι. Από τη Μηκύνα στ’ Άργος, από τ’ Άργος στη Σπάρτη, από κει στην Αθήνα, στη Θήβα, στην Κόριθο, πετούσε και πή­γαινε η Αθάνατη Αρετή, ακολουθούσε κατάλαμπρη η θεία η Τέχνη και της έστηνε, όλο της έστηνε μνη­μεία κι αγάλματα. Κι όταν ήρθε η ώρα να ρημάξει ο τόπος, και πέτρα πάνω στην πέτρα να μην απομείνει, όταν ξεψύχησε κι ο στερνός ο ήρωας, και διώ­χτηκε η Αρετή από κάθε χώρα, κάθε κάμπο και κάθε καλύβι, πάλι δεν αποκότησε η Ελληνόκαρδη Θεά να την αφήσει ολότελα την αγαπημένη της γη, μόνο περίλυπη πήρε τα ψηλά τα βουνά, και πλανιούνταν εκεί πανέρημη, αγνώριστη, καταφρονεμένη. Πού λευ­τεριά τώρα να τη λαμπρύνει, πού Τέχνη να τη δοξάσει! Αμέτρητα ήταν τα χρόνια της ρήμαξης. Έπρεπε Θεά να είναι, για να ζήσει στα όρη δίχως δόξα τόσους αιώνες! Μα ήτανε Θεά, κι έζησε. Σα να το προφήτευε πως θα κατέβει πάλι μια μέρα στους πρώτους τους κάμπους. Ήρθε η μέρα, χτύπησε ο χρό­νος τ’ αναστάσιμο σήμαντρό του, αναγάλλιασε η ξεχασμένη Θεά, και μαζεύει γύρω της τα κλεφτόπουλα. Με τη θεία πνοή της τ’ αγιάζει τα μυριοβασάνιστα, τα μισαγριωμένα παιδιά της. Ήταν το δεύτερό της τ’ Ομηρικό πανηγύρι, με τα ίδια τα τραγούδια, την ίδια την απλότητα, μα με σκοπό από τη γης ως τα ου­ράνια πιο αψηλότερο. Δεν ήτανε για μιαν Ελένη ο αγώ­νας μας τώρα,—ήτανε για λεφτεριά και για πατρίδα.

Ηρωικό πανηγύρι στολισμένο με τη χάρη της νιότης και με τα μάγια της λεβεντιάς. Οι καρδιές του Κολοκοτρώνη και του Ανδρούτσου βρίσκουν τα ταίρια τους στη Τρωάδα, όχι στην Πλαταιά. Τα ταίρια του Μιλτιάδη θα μας φυτρώσουν αργότερα. Θα φυτρώσουν εκεί που τώρα βλέπεις αγκάθια, και σου έρχεται να μοιρολογάς. Άφηνέ τα της Αθήνας τα τωρινά παλι­κάρια να πηγαίνουνε στου μπαρμπέρη και να λαδώνουν τα γένια τους. Τ’ αυτί σου να μη δρώνει γι’ αυτό. Εί­δαμε και χερότερα στον καιρό μας. Είδαμε και Βλάχους σφουγγαριασμένους από την παραλυσία να γίνουνται λιοντάρια στον πόλεμο. Ένα έθνος δεν ξεψυχάει εύκολα, μια και να γεννηθεί. Το ρωμιόπουλο δεν μπορεί να βγει κι από ένα άλογο χερότερο. Τ’ άλογο που γεννήθηκε από σόγι, θα το δείξει μια μέρα το σόγι του, κι έχε το συ μέσα στ’ αχούρι δεμένο, καλοθρεμμένο, αγύμαστο.

Έννοια σου, και θα σαλέψουμε πάλι. Πάλι θα τα ξανακάμει τα μάγια της η αθάνατη η Αρετή, πάλι θα λάμψη κι η ουράνια η Τέχνη μαζί της. Η Δόξα το χώμα αυτό δεν τ’ αφήνει. Έθνος που ύστερ’ από τόσα βάσανα ζει, και που έχει μπρος του άπειρο στάδιο για ηρωισμό, τέτοιο έθνος να μην αγωνιστεί, να μην πολιτιστεί, και να μη δοξαστεί, δεν μπορεί.

Μην τ’ αλησμονείς το σόγι του αλόγου που είπαμε. Το αίμα του το ’χει να παίρνει δρόμο και να πηδάει γκρεμνούς και βράχους. Αν είναι τώρα δεμένο με δασκαλίσιες αλυσίδες και χαλινάρια, αν ταγίζεται με χορτάρι ξενοφερμένο, αν άλλο δεν κάμνει παρά να κλωτσάει και να χλιμιντράει μέσα στα σκοτάδια του σταύλου, θ’ ανατείλει η μέρα που σε ρωμαίικη απάνω πρασινάδα θα χαίρεται, θα γοργοπηδάει και θα τρέχει, και τότες, σώνει να το κρατάει γερά ο καλότυχος ο καβαλάρης του, και να δεις τι δοξασμένους δρόμους θα μας χαράζει με τα φτερωτά του καλπάσματα. Τέτοια θάματα θέλουμε σε μια γενεά να τα δούμε. Να μας κατεβεί το μεγαλείο κι η δόξα από τον ουρανό σα βροχή. Ανυπομονησία ρωμαίικη, ίσως όχι δίχως το λόγο της, αφού την έχει την ιερή τη φωτιά η ρωμαίικη η ψυχή. Εμείς όμως, που δε μας φλέγει πια η πρε­μούρα της νιότης, ας μην το ξεχνούμε πως μια και δυο γενεές είναι στο έθνος ό,τι μια και δυο μέρες στον άνθρωπο. Το έθνος είναι δεν είναι τρεις μέρες που τον έδειξε τον ηρωισμό του. Τι θα ’λεγες ενός καλού μπεχλιβάνη, αν ξεφάντωνε και δυο τρεις μέρες ύστερ’ από μια μεγάλη παλαίστρα!

Όχι, Ακρόπολή μου, εγώ δεν απελπίστηκα. Ας έρθουνε μερικά άλλα παιδιά σου κι ας σέρνουν τα μαλ­λιά τους απάνω στα δοξασμένα σου τα χαλάσματα. Εγώ με θάρρος και με περηφάνια θα το φωνάζω πως αντίκρυ στον αγήρατο τον Παρθενώνα σου θα στή­σουμε μια μέρα και μεις το Ναό μας—μπορεί να μην είναι αφιερωμένος στην Αθηνά, μπορεί και να μη λέγεται Φειδίας ο χτίστης του. Μέσα στα κατάλαμπρα βάθια του θα ψάλλουνται τραγούδια κι ύμνοι,— μπορεί να μην είναι στο ξάμετρο βαλμένοι, μπορεί να μην έχουν και νεκραναστημένες λέξες οι στίχοι τους. Ένα πράμα όμως σου το τάζω χωρίς δισταγμό, πως θα είναι ρωμαίικα τραγούδια, και ρωμαίικα πάει να πει της καρδιάς μας το αίμα.

Θα ’ρχουνται τότες οι Φράγκοι και θ’ απορούνε βλέ­ποντας τέτοιο μεγάλον Ελληνισμό δίχως απαρέμφατα, δίχως ξάμετρα, δίχως δοτικές, μα θα τους λέμε και μεις τότες πως άδικο μεγάλο μας κάμνουνε να μας παίρνουν κι εμάς γι’ αντίκες, πως αν καθετίς ζωντανό στον κόσμο πρέπει ν’ αλλάζει, κι αν η αλλαγή του σημαίνει πως ζει, καλύτερη απόδειξη δε χρειάζεται πως το έθνος αυτό που ήρθε να δει είναι τ’ αθάνατο το Ελληνικό το έθνος, κι ας το λέμε ρωμαίικο.

Και τώρα που τ’ αναπνέψαμε το ψιλό αυτό και το μυρωμένο τ’ αγέρι, που συνεφέραμε ύστερ’ από την τόση τούρκικη βόχα, τώρα που ξαναμπήκε ζωή στο ξεθυ­μασμένο το αίμα μας, και μας άνοιξε καρδιά και μά­τια, τώρα που ξεδιαλύσαμε το μυστήριο που θα μας δοξάσει πάλι το έθνος, ας κατεβούμε στη χώρα, κι ας αρχίσουμε τη δουλειά μας μ’ ανοιχτή κι αντρίκια καρ­διά, καθώς πρέπει να είναι πάσα καρδιά που τέτοιο αγέρι τη θρέφει.

Στο παλάτι[Επεξεργασία]

Εκεί με την άδεια του Βασιλικού νοικοκύρη, εκεί ας περάσουμε τη νυχτιά μουσαφίρηδες. Το πρωί σεριανίζουμε και στην άλλη τη χώρα.

Εδώ στην Αθήνα,—καθώς κάμαμε και στην Πό­λη,— τα χτίρια, τα μνημεία, τα σπίτια και τα πα­λάτια, τα χαραχτηριστικά τους και τους ρυθμούς τους, τις ομορφιές τους και τις ασκημιές, όλ ' αυτά, τ’ αφήνουμε σε μυλόρδους να τα ψιλολογούν και να τα ιστο­ρούν. Εμάς, η δουλειά μας αυτή δεν είναι. Μπαίνουμε λοιπόν και στο Παλάτι αυτό ξαφνικά, κι ίσια στο νοικοκύρη. Όχι όμως σα σφίγγες. Εδώ από κρύφια και μαγικά τερτίπια ανάγκη δεν έχουμε. Εδώ μπαί­νουμε σα δυο καλόγνωμοι πατριώτες, που ήρθανε να χαιρετήσουν το Βασιλιά τους.

Ας βγάλουμε τα παπούτσια μας στο κατώφλι, να του δείξουμε πως ερχούμαστε από τούρκικα μέρη, ίσως κι έτσι πιότερο μας πονέσει.

— Βασιλιά της μεγαλύτερης και της μικρότερης χώρας του κόσμου, αν είχες την υπομονή να διαβάσεις το τι κάμαμε, τι είπαμε, και τι είδαμε με το φίλο μας από δω, βέβαιο το ’χω πως θα το σφαλνούσες το βιβλίο εκείνο που διαβάζεις, να μας χαρίσεις και μας για μισήν ώρα τ’ αυτί σου. Και θαρρώ πως Σε βλέπω και το σφαλνάς.

Ένα πράμα μόνο να Σε ρωτήξω. Πώς τα επιθυ­μείς τα λίγα μας λόγια; Ως είδος ομιλίες, ή ως είδος παραμύθια; Σα να μου λέει η Μεγαλειότη σου, καλύτερα παραμύθια. Καλοκάθισε το λοιπό στο Βασιλικό Σου το Θρόνο, κι άφησε έναν ταπεινότατο δούλο Σου να Σου δηγηθεί δυο ρωμαίικα παραμύθια στη ρωμαίικη τη γλώσσα, που ακούγω πως την αγαπάς, τη μιλάς, και τη διαφεντεύεις.

Ένας Βασιλιάς χωριάτικα ντυμένος[Επεξεργασία]

Μεγαλειότατε, μια φορά ήταν ένας Βασιλιάς εδώ πέρα. Θεός ξέρει α δεν είχε και το παλάτι του στη­μένο στο ίδιο το μέρος που στήθηκε αυτό το παλάτι.

Μια μέρ’ αυτός ο Βασιλιάς πήγε να κυνηγήσει με μερικά παλικάρια του. Και κυνηγώντας πήγε, πήγε ως κοντά στη Κόριθο. Ό,τι κάμανε να γυρίσουν πίσω με το κυνήγι τους, και να σου ένας τσομπάνης έρχεται τρεχάτος κοντά του και τους λέει πως ’τοιμάζεται να ξεκινήσει κατά την Αθήνα μεγάλο ασκέρι από το Μωριά, να τους κυριέψει τη χώρα. Οι σύντροφοι του Βασιλιά τρομάζουνε, ρίχνουν το κυνήγι τους χάμω, και μαζεύουνται γύρω του, να τόνε ρωτήξουν τι πρέ­πει να κάμουν. Κι αυτός τους προστάζει να σηκώσουν αμέσως το κυνήγι και να το φέρουνε στην Αθήνα, για να κάμουν ένα καλό ζιαφέτι πριν πολεμήσουν. Κι έτσι έγινε. Πάνε στην Αθήνα, ψήνουν το κυνήγι, καθί­ζουνε μέσα στο παλάτι, και το ρίχτουν στο φαγοπότι. Και τρώγοντας και πίνοντας λησμονούν του τσομπάνη τα λόγια. Ως και τραγουδιστάδες, και χορεύτρες γυρεύανε. Εκεί απάνω, να σου κι ανοίγει η πόρτα, του παλατιού, και μπαίνει μέσα κόσμος πολύς, και φωνά­ζουν πως πλάκωσε η Μωραϊτιά, και ριχτούνε σκάλες στους τοίχους τους, να σκαλώσουν και να πηδήξουνε μέσα στη χώρα! Τότες πετιούνται απάνω τα παλικά­ρια και γυρεύουν το Βασιλιά. Μα Βασιλιάς πουθενά! Φωνάζουν τη Βασίλισσα, λείπει κι η Βασίλισσα! Φεύγουν τότες και πηγαίνουνε στα σπίτια τους να βά­λουν τ’ άρματά τους, ακολουθάει κι ο λαός από πίσω, να παν κι αυτοί ν’ αρματωθούνε για τον πόλεμο.

Ωστόσο ο Βασιλιάς κι η Βασίλισσα κατέβηκαν, αν αγαπάς, στο κατώγι! Και να κάμουνε τάχα τι; Ο Βασιλιάς να βγάζει τα βασιλικά του τα φορέματα, κι η Βασίλισσα, χλωμή και παραζαλισμένη, να του φέρνει μια πρόστυχη φορεσιά παραγιού, και σε λιγάκι να βλέπει τον άντρα της ντυμένο χωριάτικα, σα να μην ήταν εκείνος που κυβερνούσε όλη την Αττική!

Πήρε στα χέρια του ένα τσικούρι κι ένα κομμάτι σκοινί, στάθηκε μια στιγμή να δει τη Βασίλισσά του, την αγκάλιασε, και κείνη, με καρδιά που έτρεμε σαν το μισοζώντανο το ψάρι, σήκωσε το μαραμένο της χέρι, και του είπε να πάει στο καλό. Το είχαν από­φαση κι οι δυο τους να κάμουν το θέλημα του Θεού. Έτσι το είχε προφητευμένο η μεγάλη η Προφήτισσα στους Δελφούς· πως σαν πλακώσουν οι «Δωριείς» στην Αθήνα, απ’ όποιο μέρος σκοτωθεί ο Βασιλιάς, εκείνο το μέρος θα νικήσει. Συλλογίστηκε λοιπόν τότες ο Βασιλιάς, κι είπε της γυναίκας του.— Γυναίκα, εδώ άλλον τρόπο δεν έχει. Ή πρέπει να σκοτωθώ, ή θα μας κάψουν τη χώρα, θα μας σφάζουν τα παλικά­ρια, θα πάρουν τις κοπέλες μας σκλάβες, ίσως και σένα μαζί. Βάζω λοιπό χωριάτικα ρούχα, καθίζω δε­μάτι ξύλα στον ώμο μου, σιμώνω τους ξένους, και βρίσκω τρόπο να με σκοτώσουνε δίχως να με νοιώσουν ποιος είμαι. Σφίγγει τότες την καρδιά της, και λέει η Βασίλισσα· — Άντρα μου, ας γίνει το θέλημα του Θεού.

Κι έτσι την αφήνει ο Βασιλιάς και φεύγει και πη­γαίνει κατά τα τειχίσματα, και βγαίνει στην εξοχή, και χώνεται σ’ ένα χωράφι, και κόβει ξύλα, και φορ­τώνει ένα δεμάτι στον ώμο του, και κατεβαίνει ίσια κατά τ’ ασκέρι που ήταν τώρα σκορπισμένο μπροστά στα τειχίσματα.

— Ώρα καλή, γέρο! Του φωνάζει ένας παλικαράς Μωραΐτης. Δεν μπορείς από δω να περάσεις.

Εναντιώνεται ο χωριάτης, ζητάει να περάσει, πιάνουνται στα λόγια, θυμώνει ο Μωραΐτης, του κατα­φέρνει μια του χωριάτη, και τον αφήνει στον τόπο.

Εκείνη την ώρα έβγαιναν και τα παλικάρια της Αθήνας αρματωμένα, να πολεμήσουνε με τους εχτρούς και να γλυτώσουν από τη σκλαβιά την πατρίδα τους. Ακόμα δεν παραταχτήκανε ν’ αρχίσουν τις σαϊτιές, και τι να δουν εκεί μπροστά τους, ξαπλωμένο στο χώμα! — Το Βασιλιά τους! Σηκώσανε μεγάλο κακό. Τόσο μεγάλο, που μαθεύτηκε αμέσως κι από τ’ άλλο το μέρος, πως σκοτώθηκε ο Βασιλιάς της Αθήνας, και βλέποντας οι εχτροί πως βγήκε εναντίο τους η προφητεία, το ρίξανε στο φευγιό, πρι να προφτάσουν οι Αθηναίοι να τους τινάξουνε μήτε σαϊτιά.

Κι έτσι γλύτωσε η Αθήνα από την τρομερή τη σκλαβιά, και ξαναμπήκανε στη χώρα τους οι Αθη­ναίοι, και σαν έκαμαν όλες τις συνηθισμένες τιμές στο Βασιλικό το λείψανο, μαζευτήκανε σε Συνέλεψη, κι αποφασίσανε να μην ξανακάμουν πια Βασιλιά στην Αθήνα, γιατί κανένανε δεν μπορούσανε να βρούνε μεγαλόκαρδο σαν εκείνον που έχασαν.

Εμένα μου φαίνεται πως είχανε λάθος οι Αθη­ναίοι, Μεγαλειότατε, να το νομίζουν αυτό. Η Αρετή που βρέθηκε μέσα στην ψυχή ενός Κόδρου, μπορούσε να ξανανθίσει και σ’ άλλων Κόδρων ψυχές. Μα αυτό τώρα δεν είναι το ζήτημα. Η δουλειά μας τώρα είναι να παρακαλούμε το Θεό και να λέμε,—Τέτοιο θάνατο να πεθαίνουν κι οι Βασιλιάδες της αναστημένης αυτής Ρωμιοσύνης. Τέτοια παιδιά να μας χαρίσ’ η Μεγα­λειότη Σου. Αυτός ο ηρωισμός θαρρώ δε θα χρειαστεί στη δική μας τη γενεά. Ένας Κόδρος δε φυτρώνει έτσι εύκολα μέσα σ’ ένα λαό που μισοκοιμάται από το πολύ το μεθύσι. Μα μπορεί να μας χρησιμέψει σαν ξυπνήσει το Έθνος, και γι’ αυτό Σε θερμοπαρακαλώ να μας φέρεις εδώ και το μεγαλύτερο Σου το γιό, ν’ ακούσει και κείνος το δεύτερό μας το παραμύθι.

— Σα να μας άκουγες κι απ’ έξω, χαριτωμένο μου Βασιλόπουλο, γιατί βλέπω και χαμογελάς καθώς μπαίνεις. Το ξέρω πως τα ’μαθες όλ’ αυτά που λέγαμε από τους δασκάλους. Μα τώρα δεν είναι ξερά μαθή­ματα. Είναι ζωντανά παραμύθια τώρα. Ο Πατέρας σου, κι αν ήρθε στον τόπο μας απ’ άλλην πατρίδα, βάλθηκε όμως να γίνει Ρωμιός, και τόσο καλά το κατάφερε, που στο πείσμα χιλίων δασκάλων καταν­τάει να τα νοστιμεύεται τα ρωμαίικα μας παραμύθια. Η Υψηλότη Σου όμως, μήτε ξένος δεν είσαι. Είσαι ο πρωτογέννητος σ’ αυτό το παλάτι. Ως και τ’ όνομά σου τέτοια παραμύθια γυρεύει.

Σα σε βαφτίσανε, χρόνια τώρα, είπα, καλό σημάδι. Το Βυζάντιο είχε μια δοξασμένη αρχή κι ένα δοξα­σμένο τέλος. Με τέτοιο όνομα, ποιος το ξέρει α δε θα ξαναρχίσουμε καινούρια ζωή. Κι αυτά λέγοντας, θυ­μήθηκα την ιστορία του Παναγή Καλογιάννη. Αυτή την ιστορία έρχουμαι τώρα να σας δηγηθώ, με τον ορισμό σας.

Ο Παναγής Καλογιάννης[Επεξεργασία]

Ο Παναγής Καλογιάννης ήταν καλός δουλευτής στον Αγώνα. Του κάκου ζήτησα τ’ όνομά του στην Ιστορία. Πουθενά δεν το διάβασα.

Ήταν ανιψιός ενός Ηγουμένου ο Παναγής. Και σ’ αυτόν τον Ηγούμενο χρωστά τη μεγαλύτερή του την παραξενιά, που στάθηκε, καθώς θα δούμε κατόπι, κι η μεγαλύτερη αρετή του. Η παραξενιά του ήταν που ένα πράμα είχε παντού και πάντα στο νου του, κι άλλο δεν έλεγε παρ’ αυτό: «Θα μας ξαναφυτρώσει πάλι ο Κωσταντίνος»· ώσπου κατάντησε να τόνε βλέπει ο κόσμος, και να του φωνάζει, «θα μας φυτρώσει ο Κωνσταντίνος».

Πρέπει να ήταν ως δώδεκα χρονών ορφανό ο Πανα­γής όταν τον πήρε ο θειος του στο μοναστήρι να τον προκόψει· Ο πάτερ Παΐσιος ήταν καθώς είπαμε Ηγού­μενος, μα ήξερε κι από κόσμο. Έκαμε στη Ρουσία σαν ήτανε νέος. Κατόπι ταξίδευε και σ’ άλλα μέρη και ψάρευε «Φίλους». Τώρα με την ποδάγρα του σύχαζε ο γέρος στο μοναστήρι, κι ό,τι έβγαινε από το χέρι του το ’καμνε, πότε με γραφές, πότε με τα λόγια. Και σαν καλοκάθιζε το βράδυ στο μιντεράκι του, έπαιρνε σιμά του τον Παναγή και του δηγούνταν την ιστορία μας. Δεν του άφηνε μήτε Πελοπίδα, μήτε Τιμολέοντα. Τ’ άκουγε ο μικρός όλ’ αυτά και τα ’καμνε πολύ χάζι. Από την αρχαιότητα ο Ηγούμενος ήρθε σιγά σιγά στο Βυζάντιο, και μια βραδιά του διηγήθηκε και το χαλασμό της Πόλης — την Άλωση. Και σαν του τα ιστόρησε όλα, του λέει:

«Θυμάσαι, παιδί μου, τις Ελληνικές εκείνες παλι­καριές που σου ιστορούσα πέρσι; Βραδιές και βραδιές πέρασαν από τότες, και δεν μπορέσαμε να ξαναβρούμε ένα Κόδρο, ένα Λεωνίδα. Πού και πού θα πεις πιάναμε κανέν’ αγρίμι, μα πού τα φοβερά εκείνα τα λιοντάρια της παλιάς εποχής! Θα ’λεγες πως πάει, ξεθύμανε πια το Ελληνικό το αίμα! Κι' άξαφνα, στα 1453, τις είκοσι εννιά του Μάη, μέρα τρίτη, πρωί πρωί, να σου πεταχθεί, λέει, στη μέση ένας ήρωας, και με σκουρια­σμένο σπαθί στο χέρι να σου στρώνει τους Γενιτσάρους καθώς χυνόντανε σα δράκοι από μια πόρτα μέσα στην κακομοιριασμένη την Πόλη! Κι ύστερα, λέει, να πέσει κι αυτός από πάνω τους, αποφασισμένος σαν το Λεω­νίδα, αγνώριστος σαν τον Κόδρο! Τι σου λέει αυτό το πράμα, παιδί μου! Και τι άλλο μπορεί να σου πει παρά πως είναι φτάψυχο το ρωμαίικο, και σταλαματιά μοναχή να του μείνει, πάλι μεγαλώνει, και γίνεται απέραντη λίμνη, και πλημμυρίζει τον τόπο του. Κι αν ίσως κι ήτανε γραφτό μας να φανεί και να λάμψει τέτοιο αθάνατο χάρισμα μερικά χρόνια πρι να στήσει ο Ουρβανός το κανόνι του έξω από τους τοίχους της Πό­λης, δε θα πρόφταινε μήτε να ραγίσει το κανόνι εκείνο, μόνο θα γινότανε μια και καλή θρούβαλα μαζί με το κεφάλι του Μωχαμέτη. Μας ήρθε όμως αργά το μεγάλο το χάρισμα. Αργά ξανάρθε ο ελληνικός ο ηρωισμός, παιδί μου, κι έπεσε και χάθηκε μέσα στ’ απέραντο εκείνο το αίμα.

Και λέγοντας αυτά δάκρυζε ο Παΐσιος. Ο μικρός τότε τον κοίταζε κατάματα και σώπαινε.

Και σαν τον κοίταξε καλά καλά, πετιέται άξαφνα και του λέει·

— Έννοια σου, θειε μου, και θα φυτρώσει πάλι ο Κωσταντίνος.

Εδώ τελειώνει το πρώτο το κεφάλαιο του παρα­μυθιού. Και τώρα, αν είναι ορισμός σας, ερχούμαστε στο δεύτερο το κεφάλαιο.

Έξι χρόνι’ αργότερα, τον έβλεπες τον Παναγή παλικάρι και ταξίδευε από χωριό σε χωριό με μια γολετίτσα. Ο γέρο Παΐσιος, ένα χρόνο πριν αποθάνει, τον είχε κάμει σύντροφο με κάποιο Καπετάν Βάγλη, και φόρτωναν πραμάτεια στο ’να νησί έπειτα πηγαίνανε στ’ άλλο και την πουλούσανε. Μα ο νους του Παναγή όλο στην Πόλη ταξίδευε. Η χαρά του ήτανε να καθίζει με τους ναύτες και να τους δηγάται το τέλος του Κωνσταντίνου. Κι ύστερα ύστερα τους έλεγε και την προφητεία του, πως θα ξαναφυτρώσει ο Κωνσταντίνος.

Σ’ ένα απ’ αυτά τα ταξίδια έτυχε να είναι μαζί του κι ένας από τα Ψαρά,—Καραθανάση τον έλεγαν. Και δεν ήτανε ναύτης, ήταν ταξιδιώτης από τη Σάμο για τα Ψαρά. Ίσια ίσια ό,τι άρχιζε ν’ ανεβαίνει ο καπνός της εφτάχρονης εκείνης φωτιάς.

Σαν τον άκουσε λοιπόν κι ο Καραθανάσης τον Πα­ναγή, αντίς να γελάσει κι αυτός σαν τους άλλους, τον παίρνει σιμά του, και, —Μωρέ Παναγή, του λέει, έρ­χεσαι να κάμουμε μια δουλειά; Να χωρίσεις από τον Καπετάν Βάγλη, και να ’ρθεις μαζί μου. Και γω την ίδια τη δουλειά κάνω. Μα τώρα τη γολέτα μου την έχω ναυλωμένη στους ζευγάδες.

— Ποιους ζευγάδες; ρωτάει ο Παναγής σαστισμένος.

— Αυτούς που θα τόνε σπείρουν τον Κωσταντίνο σου, μωρέ κούκο! Έτσι μονάχα φυτρώνουνε Βασι­λόπουλα δίχως να σπείρεις αίμα;

Άνοιξε τότες ο ουρανός και του έδειξε την αλήθεια του Παναγή Καλογιάννη. Χρόνια το προφήτευε πως θα φυτρώσει ο Κωνσταντίνος, μα παρέκει ο νους του δεν πήγαινε.

— Καλά, έρχουμαι, του λέει.

Ήρθανε στα Ψαρά, χώρισε ο Παναγής από τον Καπετάν Βάγλη, και συντροφεύει με τον Καραθανάση.

Ο Καραθανάσης είχε δυο αγαπημένα πράματα στον κόσμο. Την πατρίδα του, και την κόρη του. Σκοπός του ήτανε ν’ αρραβωνιάσει τον Παναγή και με τις δυο, κι αυτό έκαμε.

Στην αρχή φαίνεται πως ο Παναγής από τις δυο τις αρραβωνιαστικιές πιότερο αγάπησε τη Μαριώ, νό­στιμη Ψαριανούλα. Και γύρευε κιόλας και παντρειά.

—Όχι ακόμα, του έλεγε ο γέρος. Να πάρουμε πρώτα τη γολέτα να τη δουλέψουμε απατοί μας, κι ύστερα με το καλό γυρίζουμε στα λεύτερα τα Ψαρά. Η λευτεριά δε θ’ αργήσει. Ξέχασες τι τους κάμαμε τις προάλλες στην Ερεσό;

Έμεινε λοιπόν η Μαριώ με τη γριά της, και σύρανε οι δυο οι καπιτανέοι με τη γολέτα στο πέλαγο.

Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, εδώ τελειώνει το δεύτερο, και τώρα μπαίνουμε στο τρίτο το κεφάλαιο του παραμυθιού. Ελπίζω πως δε βαρεθήκατε, γιατί, πού να ξανάρθουμε πια να τ’ αποτελειώσουμε! Μια και μας μυριστούν οι δάσκαλοι, τρύπα δε θα μας αφή­σουν ανοιχτή να ξαναμπούμε.

Δώδεκα μήνες δούλευε η γολέτα στο πέλαγο, και πηγαινοέρχουνταν, πότε με μπαρούτι, πότε με προβιζιά. Όπου αρμένιζε η αρμάδα, τριγύριζε κι η «Ψαριανή»—έτσι τη βάφτισαν. Και σαν άραζε και ξεφόρ­τωνε, αφορμή ζητούσε ο Παναγής ν’ ανέβει σε κανένα πολεμικό, να μαζεύει τα παλικάρια κοντά του, και να τους δηγάται τις ιστορίες του.

— «Τον έχουμε, τον έχουμε πια τώρα στο χέρι τον Κωσταντάκη» τους φώναζε μια μέρα κάπου κοντά στα Ψαρά, τότες που γύριζε ο Κανάρης από τη Χίο. «Αυτός ο Κωσταντάκης θα μας φέρει τον άλλονα.»

Κι οι ναύτες τόνε σηκώνανε στον ώμο τους από ­τη χαρά.

Αυτή την εποχή κατέβηκαν κι αράζανε στο δοξα­σμένο νησί τους, ύστερ' από δώδεκα μήνες δουλειά. Ο Παναγής τώρα το ’λπιζε πως θα τον αφήσει ο Καραθα­νάσης να παντρευτεί, και του φανέρωσε πάλι μια μέρα τη λαχτάρα του.

— Θα μου πεις πως τον έχουμε πια τώρα τον Κωσταντάκη, του λέει ο Καραθανάσης, μ’ ας κάμουμε άλλο ένα ταξίδι, και βλέπουμε.

Πηγαίνει τότες ο Παναγής στη γριά την πεθερά του, και της λέει·

— Κατάλαβα· ο γέρος θέλει να με ψήσει στη φω­τιά πρώτα. Φιλώ λοιπόν το χέρι σου, και μισεύω.

Ήθελε να πει δυο λόγια και της καλής του, μα πού ν’ αποκοτήσει! Τους καιρούς εκείνους η αγάπη δεν είχε μήτε λόγια, μήτε φιλιά. Το πολύ καμιά κρυφή ματιά.

Αποβραδίς έγιναν αυτές οι κουβέντες. Και σαν ξη­μέρωσε, βλέπει ο Καραθανάσης τον Παναγή για ταξίδι.

— Ώρα καλή; του κάνει.

— Αυτή τη φορά θα πας μοναχός σου με τη γο­λέτα, του αποκρίνεται. Εγώ πηγαίνω με τον Κανάρη.

— Μωρέ μίλα καλά, του φωνάζει ο γέρος· στη φωτιά μέσα θα πας να πέσεις;

— Τι να σου πω, πατέρα μου, τη Μαριώ δε μ’ αφήνεις να την πάρω ακόμα, άφησε με να παν­τρευτώ τη φωτιά.

Και ξεκίνησε με τα παιδιά του Κανάρη, ντύθηκε τούρκικα σαν εκείνους, και τραβήξανε για την Τένεδο.

Σα γύρισε από το ταξίδι εκείνο, ήτανε λυσσασμέ­νος από τη χαρά του. Δε χόρταινε να το δηγάται το ξακουστό εκείνο τερτίπι· πως τους περίμενε μ’ ανοι­χτές αγκάλες ο Καπετάν Πάσας, θαρρώντας τους για δικούς του, πως τους κατάλαβε άμα πήρε φωτιά ένα δίκροτο και σε λιγάκι τινάχτηκε, και με πόση πρε­μούρα έκοβε τις αλυσίδες να φύγει κατά την Πόλη. Κι είχε δεν είχε, το γύριζε πάλι στον Κωσταντίνο.

Σαν το θεριό που μια κι απογευτεί ανθρώπινο αίμα, παίρνει τα βουνά και τα δάση να ξαναβρεί τέτοιο θύμα, έτσι γύριζε τώρα κι ο Παναγής μέσα στη θά­λασσα. Κανένας δεν τον ήξερε πού βρισκότανε. Παν­τού ξεφύτρωνε, παντού πολεμούσε. Δεκατέσσερις μή­νες τον είχανε για χαμένο, κι ο πεθερός του, κι όλο το σπιτικό.

Μια βραδιά,—ήταν η παραμονή της πρωτοχρονιάς του είκοσι τέσσαρα,—να σου και φανερώνεται μπροστά τους σα νεκρός σηκωμένος από τον τάφο. Κεφάλι δε­μένο, το ’να του χέρι ακουμπισμένο σε θελιά κρεμα­σμένη από το λαιμό του, κι όψη, φλουρί! Τον είχε φερμένο Μοσκοννησιώτικο πέραμα. Τόνε βρήκανε σε κάποια έρμη ακρογιαλιά της Ανατολής μισαπεθαμένο. Τον αφήκαν εκεί οι συντρόφοι του για νεκρό, και δεν προφτάξανε μήτε να τόνε θάψουνε, για την καλή του την τύχη.

— Τώρα πια που κατάντησα, τέτοιο σκιάχτρο, πού με παίρνετε σεις γαμπρό! Τους λέει με τρομαχτικό χαμογέλιο, καθώς στεκότανε με τρεμουλιαστά πόδια. Λάτε, στρώστε μου να πλαγιάσω, και να σας ευκηθώ την καλή χρονιά! Εγώ ξημερώνουμαι δεν ξημερώνουμαι. Τρεις μέρες στη βάρκα, και το αίμα να τρέχει, κι όλο να τρέχει! Απέραντη αράδα σταλα­ματιές, από τα Μοσκοννήσια ως τα Ψαρά! Αχ, και να μπορούσε να τήνε δει αυτή την κόκκινη την αράδα ο Κωσταντίνος, όταν ταξιδεύει καμιά μέρα στο πέ­λαγό του!

Και πλάγιασε ο Παναγής Καλογιάννης, κι έπεσε σε μεγάλο βύθο, κι άρχισε να παραλαλεί. Όλη τη νύχτα ήτανε στο πόδι οι δικοί του. Ώρες ώρες ερχό­τανε στα συλλογικά του, και γύριζε κι έβλεπε μια τη Μαριώ και μια τον πατέρα της, σα να τόνε ρωτούσε αν έπρεπε να τη βλέπει με τέτοια χάλια.

Σαν ξημέρωσε, άρχισε ο Παναγής να συνεφέρνει λιγάκι. Στέλνει τότες ο Καραθανάσης και φωνάζει τον παπά. Έρχεται ο Παπάς, κοιτάζει τον άρρωστο, και ’τοιμάζει τη Μετάληψη.

— Απάνω στη Βλόγηση, παπά μου, κάνει ο γέ­ρος, του δίνεις και τη Μετάληψη. Καιρό να χάνουμε δεν έχουμε.

Γυρίζει ο παπάς και τόνε βλέπει το γέρο ξερός.

— Πάντρευέ τους, σου λέω, παπά μου, και γλή­γορα γλήγορα.

Βάζει λοιπόν το πετραχήλι του ο παπάς, και τους στεφανώνει.

Από κείνη την ώρα άρχισε και καλυτέρευε ο σα­κατεμένος ο Παναγής.

Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, άλλο ένα κεφάλαιο, και τελειώνουμε.

Έξι μήνες έκαμε ο Παναγής να πάρει απάνω του. Ήτανε μια καλοκαιρινή πρωινή, είκοσι μια του Θερι­στή, και μπόρεσε πρώτη φορά να βγει ως το κατώφλι με τη Μαριώ, και να καθίσει να δει τον ήλιο που έβγαινε. Ο γέρος έλειπε αποβραδίς στο Παλιόκαστρο, μαζί μ’ άλλους πολλούς. Η γριά συγύριζε μέσα, και το νιόπαντρο ζευγάρι έκαμνε κουβέντα με τους γειτόνους. Άξαφνα ακούγουνται απανωτές κανονιές από τη θάλασσα. Ήταν τα καράβια του Χοσρέφη, και καλη­μέριζαν τα Ψαρά την αξέχαστη εκείνη αυγή.

Όλοι τους σηκωθήκανε στο ποδάρι, έξω από τον καημένο τον Παναγή· πετιούνταν από παντού να δουν τι τρέχει. Δεν περνάει πολλή ώρα και βλέπουν τούρκι­κες σημαίες απάνω στα βουναράκια, κατά το Φτελιό. Αυτό τους άνοιξε τα μάτια τους δόλιους τους Ψαριανούς.

Σαν κοπάδι ξεκίνησαν κατά τη θάλασσα να γλυ­τώσουν. Και μέσα στο τρομασμένο εκείνο το κοπάδι έβλεπες και τη δύστυχη τη Μαριώ με τον Παναγή της στον ώμο, κι η μάνα κατόπι. Του κάκου κοιτά­ζουν από παντού να δουν και το γέρο. Ο γέρος, εκεί που ήταν, δεν μπορούσε να βγει.

Πλάκωνε η Τουρκαρβανιτιά από τα καράβια του Χοσρέφη, πλάκωνε, και σα θεριά τους κυνηγούσαν τους Ψαριανούς. Κανένας δεν καλογροικούσε πούθε ξεφύ­τρωσαν τόσοι Γενίτσαροι. Ακόμα λίγη ώρα, και ζύ­γωναν, και τους έπιαναν όλους τους κακόμοιρους τους νησιώτες.

— Τράβα κατά το γιαλό, φωνάζει ο Παναγής. Ίσια στο γιαλό! Έτσι μπορεί να τσακώσουμε καμιά βάρκα.

Κατεβήκανε στο γιαλό. Πατείς με πατώ σε όπου τύχαινε βάρκα. Ανέβαιναν ως τα μεσούρανα οι φωνές.

— Μωρ’ αυτή η δουλειά δε θα βγει πέρα έτσι, λέει της Μαριώς ο Παναγής. Βάλε μένα κάτω, και τρέχα συ με τη μάνα, και μη φοβάσαι. Πρώτη φορά δεν είναι που εγώ βρέθηκα μες στα νύχια τους. Βάλε με κάτω, σου λέω· ακούς; Ή μ’ αφήνεις κάτω, ή σου σφίγγω το λαιμό και σε πνίγω.

— Πνίξε με, να γλυτώσεις· μουρμουρίζ’ η Μαριώ.

— Τρέχα λοιπόν, ίσια στη θάλασσα. Βάρκα δεν έμεινε, έφυγαν όλες και πάνε. Ίσια στο γιαλό, και μας πιάσανε. Σκλάβα θα σε πάρουν, καημένη, κι αλλοίμονό σου! Στο γιαλό, στο γιαλό, κι ο Θεός μαζί μας! Έτσι, γεια σου, στα βαθιά τα νερά. Στάσου μια στιγμή. Το Κωσταντινάτο σου! Πού είναι το Κωσταντινάτο σου; Στα χέρια μου, στα χέρια μου βάλ’ το. Όχι, φίλησε το πρώτα. Δώσ’ μου το τώρα και μένα να το φιλήσω. Η μάνα! Πού να είναι η μάνα! Αχ, την πρόφταξαν την ταλαίπωρη! Βλέπε βλέπε πίσωθέ της να βρει το γέρο, την έπιασαν τα σκυλιά! Δε θα της χαρίσουν τη ζωή της κακόμοιρης! Έννοια σου, μανούλα, κι ερχούμαστε, μη λυπάσαι. Βούτηξε τώρα, Μαριώ μου, αγάπη μου! Βούτηξε και μας σημαδεύουν. Έμπα και συ, χρυσό μου Κωσταντινάτο, και κρύψου στη θάλασσα. Η ώρα σου δεν ήρθε ακόμα. Μα θα ’ρθει, θα ’ρθει η ώρα σου…

Και πνίγηκε η φωνή του μέσα στα κύματα.

Δεν άργησε κι ο γέρος να τους ακολουθήσει απ’ άλλο, πιο μαύρο δρόμο. Πέρασε με χίλιους συντρόφους του από φλόγα κι από καπνό, και πετάχτηκε στ’ αψηλά, να βρει τη λευτεριά που η γης του αρνήθηκε.

Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, να με συμπαθήστε που σας κράτησα τόσην ώρα. Δεν το είχα σκοπό να το κάμω τόσο μεγάλο το παραμύθι μου. Μα μπορούσε να είναι και μεγαλύτερο. Μπορούσε να είναι και παρα­μύθι που να δηγάται τετρακόσω χρόνων όνειρα, ελπί­δες, πίκρες και βάσανα. Μπορούσε να ’χει ήρωα του όλη τη Ρωμιοσύνη, και σκηνή την απέραντη τη χώρα που αντιλάληξαν τέτοιες λαχτάρες και στεναγμοί.

Είναι γραμμένο αυτό το θλιβερό παραμύθι σε κάθε ρωμαίικη καρδιά μ’ αίμα και με φωτιά. Μα κανένας δεν μπόρεσε να μας το βάλει ακόμα σε λόγια, και να φανερώσει πόνους που κρύβουνται μέσα στα σωθικά μας.

Και τώρ’ ας προφητέψω και γω με τον Παναγή Καλογιάννη πως θα μας έρθει Εκείνος που θα το καταστρώσει το μεγάλο και το λαμπρό αυτό παρα­μύθι, απαράλλαχτα καθώς μας ήρθε κι ο Κωσταντίνος. Θα κατέβει αυτό τ’ ουράνιο το πουλί και θα μας κελαηδήσει, όταν έχει ο τόπος αγέρι, ήλιο και πρα­σινάδα.

Μα τα μεγάλα αυτά τα καλά, θα ’ρθουνε μοναχά τους; Θα τα φέρει το Βασιλόπουλο μας; κανένας άλ­λος απόγονός του; Το Έθνος; Οι Φράγκοι; Τίποτις απ’ αυτά. Θα τα φέρει η Αρετή, η παλικαριά, η αθά­νατη η Θεά που κατέβηκε χίλιες φορές και μας τη γλύτωσε την πολυπαθιασμένη τη Ρωμιοσύνη.

Έξω από το Πανεπιστήμιο[Επεξεργασία]

Βαριά σα να κοιμηθήκαμε στο Παλάτι, ύστερ’ από κείνη την κουβέντα με το Βασιλιά και με το Βασιλό­πουλο. Ο ήλιος χρυσώνει τον Υμηττό. Καλά που δε μείναμε κι αργότερα. Θα γέμιζε το Παλάτι ουρές, και ξεκολλημό δε θα είχαμε. Μακριά από ουρές, φίλε μου. Στα κεφάλια να τρέχουμε. Από το κεφάλι καταλαβαίνεις και την ουρά. Και κει που το λέμε, ορίστ’ ένα κεφάλι· μεγάλο ή μικρό δεν πειράζει. Πη­γαίνει να διδάξει τη νεκραναστημένη τη γραμματική του. Του αξίζει μια καλημέρα. Πάμε κατόπι του. Τι; Το βαρέθηκες το γλωσσικό το ζήτημα; Σου το τάζω πως δε θ’ αρχίσω λογομαχίες μαζί του. Δυο λόγια μο­νάχα. Δεν ταιριάζει να μην του πούμε δυο λόγια. Αν το πάρει απάνω του, που τόνε βάζουμε ύστερ’ από το Βασιλιά και το Βασιλόπουλο, δε θα ’χει άδικο και σ’ αυτό. Κοίταξέ τα όλ’ αυτά τα παλικάρια που κοπαδιαστά τρέχουνε και μαζεύουνται μέσα στο μεγαλονόματο το Σκολειό του. Όλα μαζί του είναι. Όλα στη σημαία του γύρω ν’ αποθάνουν είν’ έτοιμοι. Κι οι γονιοί τους, και το συγγενολόγι τους μαζί του θα ήταν, αν είχε τρόπο να τους βάλει και κείνους τα δυο πόδια, στ’ αττικό του παπούτσι.

«Χαίρε, ω πάντων Ελλήνων γραμματικώτατε, και επίτρεψόν μοι ίνα εις το καθημαξευμένον σοι λαλήσω ιδίωμα. Της πονηράς γάρ τυγχάνω σχολής ων».

Ήρθαμε μια στιγμή κοντά σου, όχι να σ' ακού­σουμε, γιατί βιάζεται ο φίλος μας απ’ εδώ, μόνο να σου πούμε δυο λόγια, εδώ στην πόρτα. Ας περιμέ­νουνε λιγάκι οι φοιτητάδες. Δυο τρεις δοτικές απάνω, δυο τρεις κάτω, τι πειράζει! Χιλιάδες τις έχουνε. Εμείς όμως οι δυο καθημέρα δε σ’ έχουμε. Κι είναι ανάγκη, θαρρώ, να σε δούμε και να τα πούμε, όχι και τόσο για χάρη της αγαπημένης σου της γραμμα­τικής, όσο για χάρη της αγαπημένες μας της πατρίδας.

Και πρώτο, σε θερμοπαρακαλούμε να πεις των παλικαριώ σου να μην τρέχουν κι έρχουνται δα σαν τρελοί στην αττική σου παράδοση πρι να κάμουνε κι ένα καλό αρχαίο αττικό λουτρό. Μήτε να βγαίνουν από τα σπίτια τους δίχως μανδύα· μόνο να τα μισοσκεπάζουν τα φράγκικά τους. Ας μην πολυτρώνε και κουλούρια και τρίγωνα, μόνο και κυάμους και σύκα. Έπειτα όταν έρχουνται και χύνουνται σα μελίσσια και μαζεύουν από τ’ ανθηρό σου το στόμα το μέλι της «Αττικής φωνής», ας ξεκινούν ίσια κατά την «Αγο­ρά» κι από κει στην «Ακαδημία». Και σα ρωτούν και μαθαίνουν αν «λέγεται τι καινόν» κι ακούσουν και τις μαριολιές κανενός «Σοφιστή», ας βγαίνουνε στο μεϊντάνι, ας ξεγυμνώνουνται, ας λαδώνουνται κι ας δοκιμάζουν τη δύναμή τους. Και σα γυρίζουν πάλι στα σπίτια τους και κρεμάζουν τα καπέλα τους στο καρφί, ας στεφανώνουνται σα γαμπροί, κι ας πλαγιάζουνε στα συμπόσιά τους, μ’ αυλητρίδες και με χορεύτρες αντίκρυ τους. Πες τους να μη λησμονούνε να στέλνουνε και κανένα πινάκι φαΐ της «Θεού».

Κι ύστερ’ απ’ όλ’ αυτά, μπορείς, θαρρώ, να τους προσθέσεις πως κι αυτά να κάμουν, και χίλια τέτοια, πάλι δε θ’ αρμενίζουνε πλάγι πλάγι με την Αττική τη «φωνή», πως με τέτοια καύκαλα μήτε μπρος μήτε πίσω δεν πάμε. Πως εκείνοι που πολεμούσανε για τα μας, και γλύτωναν τον τόπο από τη μια τη σκλαβιά, δεν τη λογάριαζαν οι δύστυχοι αυτή την άλλη τη σκλαβιά του δασκαλισμού. Πες τους πως ο δρόμος που ανοίξανε με το σπαθί τους έβλεπε κατά τα μπρος, και όχι κατά πίσω. Στην αληθινή την πρόοδο, όχι στη ψεύτικη τη μίμηση. Πες τους, πως για να σιάξει αυ­τός ο δρόμος που είναι τώρα πέτρες κι αγκάθια σπαρ­μένος, χρειάζεται δουλειά και ζωή, όχι ψευτοπερηφάνιες κι ανώμαλα ρήματα. Πες τα όλα, καθηγητή μου, με το καλό, καθώς σου τα λέγω. Πες τους πως οι παλικαράδες που τραγουδούσαν ως προχτές πως γέ­ρασαν κλέφτες σαράντα χρόνων, αυτοί μέσα στο δικα­στήριο της Ιστορίας μια πιθαμή χαμηλότερα δε θα σταθούν από τους ηρώους του Ομήρου. Πως κι ο Όμηρος έτσι κλέφτικα τα τραγουδούσε· πως και τη ρωμαίικη τη γλώσσα, θα βρεθούνε μια μέρα Δάσκαλοι να τη σπουδάζουνε, γιατί θα μιλούμε τότες άλλη λο­γής Ελληνική γλώσσα· ναι, Ελληνική πάντα, μα άλλη λογής. Εξόν αν πλακώσουνε και μας φαν οι γειτόνοι μας. Πες τους πως τ’ αληθινό το γλωσσικό το ζήτημα είναι όχι ρωμαίικα ή αττικά, μόνο ρωμαίικα ή βουλγάρικα, τούρκικα, ή αρβανίτικα και πως μια και μοναχή γιατρειά έχει αυτό το γλωσσικό το ζή­τημα: Τη γιατρειά της αρετής, της παλικαριάς, της λησμονησιάς του «Εγώ».

Ας τον αφήσουμε να τραβήξει μέσα τώρα. Μα θα τους τα πει άραγες;

Και λίγη φιλολογία με τον καφέ[Επεξεργασία]

Αν μπαίναμε μαζί του, θα πεθαίναμε από πείνα διπλή. Κι ίσως η ψυχική θα ήταν η μεγαλύτερη. Ας τα πούμε πάλι πίνοντας τον καφέ μας απ’ έξω απ’ αυτό τ’ Αττικό ζαχαράδικο.

… Είναι τώρα ως εκατό χρόνια που τραβάει ο δασκαλισμός από τη μια, κι η αλήθεια από την άλλη. Κι αν ήτανε μονάχα να διδάσκεται ο δασκαλισμός στα Σκολειά, το σκοινί θα ’σπανε τώρα και πολύν καιρό. Μα για την κακή του τη μοίρα το Έθνος, ό,τι έβαλε κάτω το καρυοφύλλι, δεν είχε χέρια για πέννα! Και μήτε διάθεση δεν είχε να σπάνει το κε­φάλι του με γραψίματα και διαβάσματα· μόνο από τη βιάση του να το ρίξει στην ακαμωσιά και στο γλέντι, αφήκε σε χέρια δασκάλων το ιερότερο πράμα ύστερ’ από τη θρησκεία,—τη φιλολογία του. Ποίημα έβλεπες; Δάσκαλος ή δασκαλοπαίδι το είχε γραμμένο. Κι αν δεν το ’γραφε δάσκαλος, εκείνος το ’κρινε, το στεφάνωνε ή τ’ αφόριζε. Ιστορία; Δάσκαλος, ή δασκάλου κοπέλι κι αυτή. Παραμύθι ή δράμα; Πάλι αυτός μας το σκάρωνε και το δράμα και το παραμύθι. Ένας τους μονάχα έτυχε να ’χει μέσα του ρωμιοσύνη και τέχνη αληθινή, και πήγανε να τόνε φάνε. Άρον μάρον τον ξορίσανε στο νησί του. Όλο το Έθνος στον ώμο τους το πήραν. Το πνίξανε μέσα στην καταχνιά τους ότι άρχισε ν’ ανεσαίνει. Ό,τι γεννοβολούσε η πέννα τους, μέσα στη γραμματική τους ήτανε βουτημένο, σαν μες στο κερί κομμάτι φιτίλι, κι αυτό δανεικό. Και τι μπορούσανε να ’χουνε δικό τους! Αφού άλλο δε συλλογιούνταν παρά το τι είπε το δείνα μεγάλο κεφάλι, και το τι έγραψε το τάδε, που καιρός να καθίσει και να ρωτήξει και το δικό του το κεφαλάκι ο δάσκαλος, ίσως μαθέ του πει κι αυτό κατιτίς!

Καθίσανε λοιπόν οι φίλοι στην Έδρα τους, και θέ­σπισαν: Πως το μέτρο πρέπει να είναι έτσι, η «λύσις» έτσι, η «κάθαρσις» έτσι. Φυσικά τους νόμους αυτούς τους έστρωναν για την Ποίηση. Γιατί το Έθνος ήτανε νέο, κι άρχιζε ποίηση να τους γυρεύει. Άξαφνα, εκεί που από τη μια την πλευρά της Ρωμιοσύνης ο δασκαλισμός μετάφραζε το Ρακίνα, ή έκλεβε το Βε­ρανζέρο, πετιέται από την άλλη ως τα μεσούρανα ένα μετέωρο και γεμίζει τον κόσμο ουράνιες φλόγες. Μια ψυχή θεία και λεύτερη, που με τον πρώτο της αθά­νατο στίχο γκρέμισε όλο τον πύργο που πολεμούσαν οι δύστυχοι εκείνοι μανιακοί να μας χτίσουν από μουχλια­σμένες περγαμηνές. Μια ψυχή, που ένοιωσε μονο­μιάς όλη την καρδιά της ταλαίπωρης Ρωμιοσύνης, και την τραγούδησε με τρόπο που έμεινε η Ρωμιοσύνη μαγεμένη κι εκστατική.

«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η δόξα μονάχη,
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια
Και στην κόμη στεφάνι φορεί,
Γενομένο απ’ ολίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη»,

Είπε η ψυχή εκείνη, κι ανατρίχιασε όλο το Έθνος από συγκίνηση. Πήγε να χαλάσει ο κόσμος. Φώναζαν οι δάσκαλοι, φώναζε ο φραγκοκλέφτης ο Σούτσος. Το Έθνος τη δουλειά του. Άλλο δεν τραγουδούσε παρά τα θεία λόγια του Σολωμού· γιατί την καρδιά του καθρέφτιζαν.

Πετιέται κατόπι άλλος, ύστερ’ άλλος. Ο λαός τους ανέβασε όλους στα ύψη του Παρνασσού, γιατί ο λαός, όσο αλυσοδεμένο κι αν τον κρατούσαν οι δεύτεροι τύραννοί του, αποθαμένος δεν ήταν, και γύρευε ποίηση ζωντανή. Από δω είχαν οι δάσκαλοι, από κει είχανε, βάλανε στο χέρι το Ζαλακώστα. Του δίνει ένας τρομερός Αρχιμιμητής το Ελληνικό το Λεξικό, τόνε χαδεύει στον ώμο, και του σφυρίζει στ’ αυτί πως αν κάμει το νερό ύδωρ και το μπαρούτι πυρίτιδα, αν πλουτίσει και τη φτώχεια και την κάμει κι αυτή πενίαν, θα καταντήσει άλλος Αισχύλος, θα κερδίζει και τα βραβεία του Βουτζινά. Ειδεμή, δεν έχει βραβεία. Κι έτσι τόνε μισοχάσαμε το Ζαλακώστα. Ζήτησαν και τ’ άλλο, το Φτανησιώτικο το καμάρι να το σκλα­βώσουν κι αυτό. Μα ο Βαλαωρίτης, πιστό και δυνατόγνωμο της Ρωμιοσύνης παιδί, τους λέει, όχι. Σας δίνω τους προλόγους μου, και τις νότες μου μα τα τραγούδια μου τα φυλάω για το Έθνος. «Βέβαια, βέβαια! φώναξαν τότες οι δασκάλοι. Η δημοτική είναι ιδιαζόντως γλώσσα ποιητική.»

Κι έτσι, μας παράδωσαν οι φίλοι το κάστρο χωρίς να το νοιώσουν. Η μόνη φιλολογία που έχουμε ως την ώρα, και που της αξίζει τ’ όνομα, είναι φιλολογία ποιη­τική. Άρχισε τώρα κι η σειρά της άλλης. Το Έθνος πεινάει, και γυρεύει τώρα φαΐ. Ζητάει να διαβάσει, και διαβάζοντας να γελάσει, να κλάψει, να μετανιώσει, να θυμώσει, ν’ αγριέψει, να πολεμήσει, αν είναι ανάγκη. Πιάνει λοιπόν από το λαιμό τους μαγεί­ρους που του νεροβράζανε μούμιες τόσα χρόνια, και τους φωνάζει·—Για όνομα του Θεού, φτάνουν οι μού­μιες! Ψήστε μου κι έν’ αρνί στη σούβλα να φάω Δώστε μου τη θροφή που ζητάει ο πεινασμένος μου νους! Χύστε αίμα καθάριο στις στεγνωμένες μου φλέ­βες! Ρωμιό μ’ έκαμε ο Θεός, ρωμαίικο χώμα πατώ, ρωμαίικο αέρα ανεσαίνω, — πώς θέλετε να τα χωνεύω τα ολόστεγνα ξεροπέτσια που μου ξεθάβετε! Με τη μασιά τα παίρνω και τα πετώ, και ή μου δίνετε όσα η καρδιά μου γυρεύει κι ο νους μου ονειρεύεται, ή πε­θαίνω από την ατροφία.

Τα λέγει αυτά ο λαός ο καημένος, όχι φυσικά με το στόμα του ή με την πέννα, που αν μπορούσε έτσι να τα φωνάζει θα τον άκουγαν κι οι δασκάλοι· μα τα λέει με την αδιαφορία του προς τα δασκαλίσια, με την ακαμωσιά του, με την αμάθειά του, με την αφιλοκαλία του, με χίλιους τρόπους που μιλούνε στο νου του καθενός παρατηρητή που τον αγαπάει, τον πονεί, τόνε νοιώθει. Οι δάσκαλοι όμως, κουκί απ’ αυτά δεν απεικάζουν. Αυτοί παραπονούνται μονάχα πως το έθνος δεν έχει όρεξη να διαβάζει. «Εν Ελλάδι δεν υπάρχουσιν αναγνώσται.» Δεν τις αγοράζει κανένας τις μούμιες. Ας του φτιάξουν όμως έργα που να καθρεφτίζεται η ψυχή του κι η γλώσσα του, και να δουν. Κοίταξε πώς τα χάφτει ο λαός τα λίγα ψί­χουλα που εδώ και κει του σκορπούνε. Κοίταξε πώς τα νοστιμεύεται, ως και τα κουτσά τα ρωμαίικα που του σερβίρουνε στα φραγκορομάντσα τους, οι επιφυλ­λίδες. Κοίταζε τις εφημερίδες τις ίδιες που τις διαβάζεις σήμερα και δε σε πιάνει ανέκατος από τις βα­ριές τις Ελληνικούρες· μόνο, όπου χρειάζεται δύναμη, ζωή, κίνηση, εκεί δανείζουνται από τη γλώσσα τη δυ­νατή, τη ζωντανή, την παντοκίνητη. Τη γλώσσα που και τα συστατικά έχει, και γραφτό της είναι να δώσει το υλικό για τη φιλολογία την εθνική.

Να σου πω τώρα και κάτι στ’ αυτί πρι να σηκω­θούμε. Να είχαμε καιρό, και να μη φοβούμουν τα γε­ρατειά, θα σ’ έπαιρνα μαζί μου ως το Παρίσι. Εκεί θα σ’ ανέβαζα σ’ ένα σπίτι, στου Ταξιάρχη τη συνοικία. Θα μπαίναμε, και θα βλέπαμε τοίχους από βιβλία ολοτρόγυρα. Και στη μέση, λεβέντη, με πρόσχαρη όψη, και μ’ ολόξυπνα μάτια. Αυτός είναι που την πέταξε την πρώτη τη μπόμπα μέσα στη δασκαλίσια τη φάλαγγα. Ξαφνικό τους ήρθε σαν ξέσπασε. Κανένας τους δε βγήκε να τον ανταμώσει και να του ρίξει, ας είναι και μια τουφεκιά. Παιδιά βάζανε και του ’ριχταν πέτρες. Μα το «Ταξίδι» του ολονένα ταξιδεύει ανάμεσά τους, και τους σπέρνει φωτιά και καπνό.

Κι ήτανε μπόμπα που μόνος τη δούλεψε και μόνος την πέταξε. Έναν δεν είχε πλάγι του να του δώσει κουράγιο. Όχι, στεκότανε μια κοντά του. Σωστή Μπουμπουλίνα σε τέτοιους πολέμους. Μια που μπο­ρούσε να τους ρουφήξει τους φίλους μας εκεί μέσα. Επιστήμη την έλεγαν την αγαπητικιά του. Θα μου πεις, είναι το λοιπόν κι αυτός δάσκαλος; Ναι, από κείνους που θα ’χει το Έθνος σαν ξεφορτωθεί το Δασκαλισμό.

Η μια μεριά ενός παραμυθιού[Επεξεργασία]

Πού να πρωτοπάμε τώρα; Στον Πρωθυπουργό; Στη Βουλή; Στις εφημερίδες; Όχι· δεν ήρθαμε να πιάσουμε την αρρώστια του τόπου και να συζητούμε πολιτικά. Ήρθαμε να σεριανίσουμε την Αθήνα στα πεταχτά. Στο μυστικό μας αυτό ταξίδι ίσως αντα­μώσουμε και πολιτικούς. Ίσως μας το σερβίρουν και μας το δαιμονισμένο το πιοτό που το ’πιε το Έθνος και μέθυσε, και τώρα τι λέγει και τι κάμνει δεν ξέρει. Μα θα τ’ απογευτούμε με φρόνηση και με μέ­τρο· ειδεμή, άλλο μην περιμένεις παρ’ ανοησίες κι από ταμάς.

Αυτό το μεγάλο το εθνικό το μεθύσι δεν μπορεί, θαρρώ, και να βαστάξει πολύ. Θα δουλέψει φυσικά και δω ο νόμος ο φυσικός της ισορροπίας, δηλαδή θα πέσει θέλοντας και μη το Έθνος στη λάσπη, και θα κυ­λιέται ώσπου κάποιος περάσει και το σηκώσει. Μακάρι να είναι δικός μας αυτός ο κάποιος! Μακάρι να μη μας την κάμει ξένος αυτή τη χάρη!

Αλλού, αλλού ας κοιτάζουμε, άλλου ας κρυφοπε­τούμε. Ορίστε αντίκρυ μας μεγάλο σπίτι κι αρχον­τικό. Σπίτι πολιτισμένο, και σαν τα ρομάντσα τους, από την Ευρώπη φερμένο. Εκεί, εκεί που ανοίγει η θύρα και βγαίνει ένα κοριτσάκι να πάει Σκολειό. Πρό­βαλε κι η μάνα και το κατευοδώνει. Πανώριες δεν είναι, μήτ’ η μια μήτ’ η άλλη. Μα έχουν τη μεγαλύτερη της ομορφιάς την αντίπαλη, τη ρωμαίικη τη χάρη και τη νοστιμάδα. Είναι και ντυμένες κατά τη μόδα. Η Κυρία μας πρέπει να την ξέρει τη μόδα νερό. Με τα πρωινά της είναι ακόμα. Τα κατάμαυρά της μαλλιά τα ’χει στρεφογυρισμένα με μιαν αταξία, που χρειάζεται χρόνια σπουδή να τη μάθεις. Τα χερουλάκια της γλυκοπαίζουν απάνω στον ώμο της κόρης της. Φεύγει το κορίτσι, ακολουθάει ο δούλος. Τι προτιμάς; Να συνοδέψουμε το κορίτσι, να δούμε που πάει, και τι θα μάθει; ή να μείνουμε και να κρυφοχωθούμε στο μεγάλο το σπιτικό;

Τρέμω μην τύχει και μου πεις στη μικρούλα να πάμε. Τρέμω, γιατί μια και δεις το τι διδάσκουνται οι μητέρες της γενεάς που από δαύτες προσμένει γλυτωμό και προκοπή η πατρίδα, θα φρίξεις, και θα μου πεις να γυρίσουμε στο καλύβι, και κει να μείνουμε, απελ­πισμένοι από πιο καλότυχα μέλλοντα!

Καλύτερα, φίλε, στο μεγάλο το σπιτικό· αφού μάλιστα κι η μητέρα της σε Σκολειό σπούδαξε κό­σμο. Βλέποντας εκεί τους καρπούς της θηλυκής μας σπουδής, θα ελπίζεις πως ίσως η κόρη θα σπουδάζει τώρα ανθρωπινότερα, φυσικότερα. Κι ελπίζοντας, πάντα κάτι βγαίνει.

Ξανανοίγει ωστόσο η θύρα. Δε βγαίνει άλλο παιδί. Πρέπει να είναι ο αφέντης εκείνος που βγαί­νει, επειδή δεν παραστέκεται η κυρία. Ξεκινάει για τη δουλειά του με το τσιγάρο στα χείλη. Σα γερονίκος μου φαίνεται, κι ωστόσο με τη μόδα πηγαίνει κι αυτός.

Έφυγε κι ο πατέρας, και τώρα δε βλέπουμε τίποτε. Καιρός μας να γίνουμε αέρας και να χωθούμε. Ίσια στης Κυρίας το Μπουντουάρ, εκεί που στέκεται ο παντοδύναμος θρόνος της, που τα ’χει όλα δικά της, που ψυχή δεν τολμάει να της αγγίξει βελόνι, μήτ’ ο ίδιος ο άντρας της. Μα τη Βασίλισσα δεν τη βλέπω στο θρόνο της. Πρέπει να έμεινε κάτω και να δίνει προσταγές στην κουζίνα. Θα πήγε να βάλει γνώση του μάγερα, να μην το παρακάμνει στο μέτρημα. Αρετές γυρεύει από το μάγερα, που μήτε σ’ αγαπητικό της δεν μπορεί να τις ανακάλυψε. Κι ίσως μήτε στον άν­τρα της, αν, καθώς υποψιάστηκα, εμπορεύεται κι αυ­τός στα πολιτικά.

Κοίταξε ωστόσο τι όμορφα τα ’χει συγυρισμένα τα έπιπλά της. Καναπές, πολυθρόνες, καρεγλάκια, όλα βελούδο. Το χαλί μαλακό σαν τα μαγουλάκια της. Λογής παιχνίδια και στολίδια σκόρπια σε ράφια και σε τραπεζάκια, μ’ αταξία κι αυτά, σαν τα μαύρα της τα μαλλιά.

Ορίστε κι ένα γραμματάκι σ’ αυτό το τραπέζι. Πρέπει να το λησμόνησε δω. Αργότερα θα μπει στο συρτάρι κι αυτό. Λες να τ’ ανοίξουμε το συρταράκι να δούμε και τ’ άλλα; Όχι, δεν πρέπει. Έπειτα, εκεί κρύβουνται παλιές ιστορίες, κι εμείς γυρεύουμε ιστο­ρίες της ώρας. Και θα τις βρούμε, θαρρώ, γιατί εδώ μυρίζει βανίλια, κι όσο γέρος κι αν είμαι, πάει να με μεθύσει η αρχοντάδικη αυτή μυρουδιά.

Γιατί όμως να τ’ αφήσει έξω το γραμματάκι! Είναι, θα πεις, γραμμένο στην κορακίστικη, και φόβο δεν έχει να διαβαστεί από δούλο. Μα πάλι να μη φοβηθεί μην τύχει και το διαβάσει ο άντρας της! Δε σου το είπα; Ο άντρας της πόδι δεν πατάει εδώ μέσα. Ας διαβάσουμ’ εμείς το λοιπό. Βέβαιο πως έχουμε την άδεια του Αφέντη, αν όχι της λυγερής του.

«... Μοι εστάθη των αδυνάτων χθες. Μη δυσα­νασχέτει. Έσο βεβαία περί της σήμερον...»

Όμορφο ραβασάκι! Μήτ’ αρχή, μήτε τέλος, μήτ’ όνομα, μήτε χωριό. Κοπιάστε, Κύριοι, εσείς που κατα­γίνεστε στις Επιγραφές, και ξεδιαλύνετέ το. «Μη δυσα­νασχέτει. Έσο βεβαία περί της σήμερον.» Πως κάτι θα γίνει σήμερα, δε χρειάζεται δα και Οικονομίδης να μας το πει. Καταλάβαμε και πως πρέπει να πέρασε θυμωμένη νυχτιά. Μήτε στο κατώφλι δεν πήγε να προβοδίσει τον άντρα της.

Προσοχή, γιατί την ακούγω κι ανεβαίνει.

Δεν έρχεται μέσα ωστόσο. Στην άλλη την κάμαρα τρύπωσε. Σα να ξεδιπλώνουνται και να κρυφοτρίζουνε φορέματα. Φαίνεται πως στολίζεται η Κυρία· δηλαδή, περνάει τη γλυκύτερή της την ώρα. Κι ώσπου να στολιστεί, τι να κάμουμε! Να μπούμε και να την καμα­ρώσουμε, δεν ταιριάζει. Βγαίνουμε στην Πλατεία,, και σεριανίζουμε. Πάντα κάτι θα δούμε.

Η άλλη η μεριά του παραμυθιού[Επεξεργασία]

Δε μου φαίνεται να τσακίζει ο κόσμος τα κόκαλά του εδώ στη δουλειά. Οι ώρες στον τόπον τούτον είναι πάφτηνες, μπόλικες, και γεμάτες ζαχαρένιο νερό σαν καρπούζια. Δίχως θροφή και δίχως ουσία νερό. Να του πεις του Τραμπούκου που κάθετ’ έξω από το Καφενείο και κοιτάζει λεβέντικα την άκρη του παπουτσιού του, —να του πεις πως όσον καιρό χάνει μελετώντας τρό­πους να κρυφοαρπάζει φτωχικά ψιχουλάκια από το Κοινό, μπορούσε τίμια δουλεύοντας να μαλαματώσει την τρομερή του κουμπούρα, να μείνει κάτι και για τη χώρα που τον έθρεψε, και που αυτός ακόμα τήνε βυζάνει, αν του τα πεις αυτά, θα θαρρέψει πως θέλεις να γίνεις εσύ αντίς του λόγου του κλέφτης του τόπου, κι ίσως και σε σκοτώσει, φανερά ή κρυφά. Μα κάλλιο δες παραμέσα! Και πες μου, πώς θα βρίσκαμε τόπο να καθίσουμε, αν δεν μπορούσαμε και μύγες να γί­νουμε στην ανάγκη! Όσο για τις φωνές, καλά που δεν τις ακούμε με τα καθημερινά μας τ’ αυτιά! Κό­πιασε τώρα εσύ, που μου λιμπίζουσουν πολιτικά το πρωί, να τ’ ακούσεις και να τα χορτάσεις. Κόπιασε να το νοιώσεις πως πολιτικά πάει να πει ποιος να πρωταρπάξει. Αν είναι στ’ αλήθεια πολιτικός, ν’ αρπάξει ίσια από το Ταμείο. Αν όχι, από τ’ αυλάκια που τρέ­χουνε στο Ταμείο· μα τελωνεία είναι, φόροι είναι, ό,τι τύχει να είναι.

Άκου τον αβοκάτο, με τι πίκρα μοιρολογάει την πατρίδα του, τώρα που την κυβερνάει η σκληρόκαρδη η παρέα που τον έχει αφημένο απ’ έξω. Και τι τερ­τίπια σοφίζεται να την αναποδογυρίσει αυτήν την πα­ρέα. Ένα ωστόσο καλό μας κάμνει ο ψαλιδόγλωσσος ο αβοκάτος, κι αυτό χωρίς να το θέλει που με τα λό­για του μας ξηγάει το κλειδί της ρωμαίικης της πολιτικής. Ποιος να πρωτοκλέψει, δηλαδή ποιος να πρωτοζήσει δίχως δουλειά,—να το κλειδί. Όλα τ’ άλλα είναι παραμύθια. Παραμύθια είναι κι όσα του αποκρί­νεται ο πλαγινός του ο πατριώτης, που τυχαίνει, θαρρώ, να είναι σαν τιμιότερος, αν κι αυτός ακαμά­της. Γεμάτος ιδέες ο φίλος· όμορφες ιδέες και στοχαζούμενες. Γνωστικός πατριώτης, και νοικοκύρης καλός· διαβάζει και το «Ντεμπά». Μα φεύγουν και χάνουνται κι αυτουνού τα λόγια μαζί με τον καπνό που κα­πνίζει. Πες του να τα γράψει και να τα στείλει στον τύπο, και θα γελάσει με μιαν ακαταδεξιά που θα σε κάμει να ντραπείς που του μίλησες, θα σου πει πως οι ρωμαίικες οι εφημερίδες είναι για τα παιδιά που τις γράφουν, και για μερικούς που το κάμνουνε δουλειά τους. «Εμένα δεν είναι δουλειά μου», θα σου πει.

«Αυτά γίνουνται στην Ευρώπη», μπορεί να σου πει. Εκεί κάθε γνωστικός πολίτης δουλεύει, άλλος κρυφά κι άλλος φανερά, για τον τόπο του, μπορεί να σου πει.

Βλέπεις; Όλα τα ξέρει. Του πολιτισμού τον δρόμο τον ακολουθάει και τόνε σπουδάζει καθώς τ’ αστέρια ο αστρονόμος. Δεν είναι νόμος, δεν είναι σύστημα που δεν το ’χει μελετημένο. Τα ξέρει όμως όλα καθώς ξέρει την ιστορία· από το βιβλίο. Οι σοφίες που διάβασε δε ζωντανέψανε μέσα του. Του λέει λοιπόν, «Εμένα δεν είναι δουλειά μου, αυτά γίνουνται στην Ευρώπη».

Μα, φρόνιμε νοικοκύρη μου, μήτε του Άγγλου δεν είναι δουλειά του. Είναι χρέος του. Αμαρτία το ’χει αν δεν πάει το βράδυ σε μια Συνέλεψη να πολεμήσει, να δώσει και λόγο γιατί πολεμάει τους πολιτικούς του αντίπαλους. Όταν όμως σηκωθεί το πρωί, στη δουλειά του θα πάει. Εμείς είναι που τα κάμαμε δουλειά τα πολιτικά. Ντελιγιάννης εδώ πάει να πει ψωμί, Τρικούπης πείνα. Κι αν τύχει και δεν υπάρχει μήτε ψωμί μήτε πείνα στη μέση, τίποτις ιερό, τίποτις όσιο δεν υπάρχει, κι ορίστε γιατί μήτε γράφεις, μήτε μα­ζεύεις μερικούς σαν και λόγου σου, να τους χαρίσεις τη μάθησή σου, στο αίμα τους να τη χύσεις, με συνείδηση και με τιμή να τους αρματώσεις, πολίτες αληθινούς να τους κάμεις,—διαβασμένε μου πατριώτη.

Άλλος εκεί παρακάτω! Επαρχιώτης αυτός, και δηγάται του πλαγινού του πώς το κατάφερε, εκεί που έκλαιγε τη μοίρα του στη βρομερή φυλακή του χωριού του, τότες που μαχαίρωσε κάποιονα, να βρίσκε­ται τώρα στην Αθήνα, και να χαίρεται της ζωής τα καλά. Μεγάλη ιστορία, και τόσες φορές λεγμένη, που μήτ’ εδώ να ξαναϊστορηθεί δεν αξίζει. Σώνει να ξέρεις πως είναι κουμπάρος ενός βουλευτή. Ένα μήνυμα του βουλευτή, και μεταθέτεται ο δικαστής που μελετούσε να τον παιδέψει. Κι έρχεται άλλος δικαστής που για του βουλευτή το χατίρι και νεκρό ζωντάνευε, όχι, λέει, ζωντανό να κρεμάσει. Κι έτσι γλύτωσε ο κουμ­πάρος, το στήριγμα αυτό της πατρίδας, που μας στέλ­νει σοφούς βουλευτάδες στην πολυφώτιστη την Αθήνα.

Μα τι τούτος, τι εκείνος, και τι ο άλλος! Όλοι τους στο ίδιο το καζάνι μέσα βράζουν εδώ. Το ίδιο το φαρμάκι τους ποτίζει όλους. Ας σύρουμε παραμέσα, γιατί φτάνει μας τα πολιτικά. Είναι φριχτή η σαπίλα τους, και μπορεί ν’ αρρωστήσουμε.

Κοίταξε τους τρεις εκείνους καμαρωτούς σπαθοφόρους, στου καφενείου το βάθος. Εκεί να πάμε, και να καθίσουμε δίπλα τους. Μια χαρά να τους βλέπεις. Άλλο πράγμα όμως, να τους ακούς.

«Πάλι σας χαιρετώ, παλικάρια, που χάρη να ’χετε τα ηρωικά σας ονόματα, και δεν σας παίρνουνε για αποβγάλματα της Φραγκιάς! Που σπίθες πετούνε τα μάτια σας, μα σπίθες που δε μυρίζουν μπαρούτι! Που ο Άρης την πήρε τη φλόγα του από την όψη σας, και σας αφήκε τα ρούχα του μοναχά! Καλή μας τύχη, παιδιά μου, που η Φύση κάμνει και θάματα κάποτες. Βγάζει κάποτες και δράκους από τα σπλάχνα της σαρδαναπαλιάς. Ειδεμή θα καθίζαμε τώρα αντίκρυ σας, και τα πύρινά μας θα κλαίγαμε που έμεινε η τύχη της Ρωμιοσύνης στ’ αφροδιτωμένα σας χέρια.»

Αν τις έπαιρνε τ’ αυτί σου τις ομιλίες τους, τον ίδιο χαιρετισμό θα τους έκαμνες. Πρόσεξε τώρα, να καταλάβεις τι λογής φωτιά είναι αυτή που τους περιχύνει.

Κοίταξε πρώτα τον καταμεσιανό τους, με τη χω­ρίστρα στη μέση, αυτόνα που σκύβει και κρυφομιλάει του αντικρινού του. Για κάτι στοίχημα του μιλάει. Το ’χασε, λέει, ο πλαγινός του το στοίχημα. Άμα της ρίχτηκε, λέει, της Κυρίας που ματιά δεν τους χάριζε στον περίπατο, την έμπλεξε μέσα στα δίχτυα του. Πέντε βίζιτες πήγε, λέει, και της έκαμε ως την ώρα. Κι η στερνή του, λέει, η βίζιτα ήταν παράδεισος μέσα σε κείνο το μπουντουάρ. Εχτές, λέει, είχε άλλο κυνήγι και δεν μπορούσε να πάει, και του ήρθε ένα γράμμα — όλο φωτιά και θυμός. Κι είναι έτοιμος, λέει, και να το δείξει το γράμμα του πλαγινού του, αν δεν το πιστεύει.

Κι ακούγοντάς τα αυτά ο τρίτος ο φίλος κουνάει γελαστός το κεφάλι του, σα να το περηφανεύεται που η τύχη του χάρισε τέτοιον ήρωα φίλο. Ωστόσο ο πλα­γινός, τσιμουδιά. Γοργοσαλεύει το πόδι, χτυπάει τα δάχτυλα στο τραπέζι, να σκάσει πάει που δεν κατα­πιάστηκε τέτοιον ηρωισμό απατός του, μόνο πλερώνει τώρα και τις δραχμές του.

Σηκώνεται ωστόσο ο καταμεσιανός ο Ήρωας και σέρνοντας το σπαθί ξεκινάει. Τον κράζει η σάλπιγγα της Αφροδίτης στο μπουντουάρ. Αν είχαμε πόλεμο, χώρες αλάκερες θα ρημάζανε. Τι θα χάσει η ειρήνη, αν μέσα στην αγκαλιά της ρημάξει ο ήρωάς μας ένα και μοναχό σπιτικό!

Ήτανε και μας ώρα μας να ξαναμπούμε στης Κυ­ρίας τ’ αρχοντικό. Βλέπαμε απάνω στο τραπεζάκι της τη μια μεριά του παραμυθιού και δεν την καλονοιώθαμε. Κι είπαμε, όταν στολιστεί, να ξαναπάμε και να μελετήσουμε τη σκοτεινή την επιγραφή. Δίχως να το θέλουμε όμως, η επιγραφή ξηγήθηκε μες στο Κα­φενείο! Το γράμμα που της έγραψε ο σπαθωμένος ο ήρωας ήταν απλούστατο. «Μη θυμώνεις που δεν μπό­ρεσα να σε καταστρέψω εχτές. Έρχουμαι σήμερα και σ’ αποτελειώνω. Με μια μου ατιμία, σε μαυρίζω και σένα, και τον άντρα σου, και το κορίτσι σου, και το μπουντουάρ σου.»

Αλλού, αλλού να τραβήξουμε. Η καρδιά εδώ σφίγ­γεται, ο νους θολώνει κι αποτρελαίνεται. Αλλού να σύρουμε, ίσως και βρούμε τους Άη Γιώργηδες, που θα μας τα πνίξουν αυτά τα στοιχειά.

Στο δρόμο[Επεξεργασία]

Δέντρα, αμάξια, πλάκες, κολόνες, αρχοντόσπιτα, μεγαλεία. Αυτά έρχεται και βλέπει τ’ αδέρφι μας από την Τουρκιά και χάνει το νου του. Έρχεται κι ο Ομο­γενής από την Ευρώπη και τρίβει τα μάτια του να καλοδεί μήπως κάμνει λάθος, και δε βρίσκεται στην Ευρώπη ακόμα. «Οι καρποί της Ελευθερίας», λέει ο ένας. «Εξευρωπαϊσμός», συλλογιέται ο άλλος. Και παίρνουν το σιδερόδρομο και κατεβαίνουνε στο Φάληρο, και κάμνοντας κέφι στης θάλασσας την αθάνατη, την αμόλυντη την πνοή, μακαρίζουν τους αμανίτες που φύτρωσαν και με λαμπρότατα χρώματα στολίζουνε την παχιά κοπριά που μας έστρωσαν τεσσάρων αιώνων κακομοιριές.

Θυμάσαι τι λέγαμε στο χωριό; Αυτό θα σου πει κάθε φρόνιμος πατριώτης και δω, αν του ανοίξεις ομι­λία για τους λαμπρούς αυτούς αμανίτες. «Ας είναι καλά, φίλε μου, αι ατομικαί επιχειρήσεις· ειδεμή η Κυβέρνησις ...» — Και τι την έχετε λοιπόν τέτοια Κυβέρνηση; πως δεν κάμνετε το λαό να σας διαλέγει πιο προκομμένη Κυβέρνηση; —«Χα, χα»! θα φωνάξει τότες ο πατριώτης. «Δε μας έμαθες, καθώς βλέπω, ακόμα· να μείνεις μαζί μας λιγάκι, να μας μάθεις καλύτερα.»

Και σαν τ’ αποφασίσεις και μείνεις έξι μήνες, ένα χρόνο, πέντε χρόνια, θα μάθεις αυτό που βλέπεις και τώρα. Ο ένας να τα φορτώνει του αλλουνού. Ο καθέ­νας να κυνηγάει τη δουλειά του, κι οι μεγαλύτερες οι δουλειές εδώ γίνουνται στα πολιτικά. Ο καθένας να ’βγάζει το ψωμί του, και το πιότερο το ψωμί βγαίνει από κει που έπρεπε να πηγαίνει. Στη μέση κείτεται η εθνική η μελόπιτα, και τριγύρω σωριάζουνται οι πεινασμένες οι σφίγγες και τη βυζάνουν. Καθένας και το κεντρί του, και το κεντρί αυτό είναι το Εγώ του Ρωμιού.

Ο λαός αυτός, που τόνε βλέπεις τώρα και θαρ­ρείς πως παράκμασε, και πως έχασε τον ηρωισμό του, μην το θαρρείς. Ο ίδιος είναι, και πάντα ο ίδιος. Πα­λικαριά όση θέλεις, εγωισμός άλλος τόσος. Η παλι­καριά με τα θάματα της τον έδιωξε τον Τούρκο απ’ αυτά τα βουνά· όταν όμως έμεινε η παλικαριά μοναχή με τον εγωισμό, από τα μαλλιά λες και πιάστηκε μαζί του, κι έπεσε μονομιάς κάτω λαβωμένη, αφανι­σμένη. Πήρε τότες απάνω του ο Εγωισμός, και καλοθρονιάστηκε μέσα στην καρδιά του Ρωμιού. Πού να βρεθεί λεβέντης να την ξανασηκώσει, να την ξαναδοξάσει την πεσμένη παλικαριά! Είχαμε μερικούς προ­στάτες, είχαμε δυο τρεις φίλους. Και σα να γύρευαν κι αυτοί το κακό μας, κάθε τρόπο κάμνανε να το θρέ­φουν το τέρας που καταπόνεσε τη μεγάλη μας αρετή, κάθε τρόπο να το θεριεύουν. Και για να μην τύχει και τα μέλλοντα μας σταθούν τυχερότερα, και ξαναβλαστήσει παλικαριά κι αρετή στη ψυχή μας, μας ρίξανε στη μέση τη μυριοκαμάρωτη αυτή τη μελόπιτα, που τη λένε «Σύνταγμα».

Και τώρα τη βρήκαμε θαρρώ, τη φύτρα της περί­φημης αυτής «πολιτικής διαφθοράς», που όλη μας τη ζωή την ακούμε. Ένα είδος δασκάλοι μας την έφτιαξαν και δω. Στη φιλολογία είχαμε τους δασκάλους της γραμματικής, εδώ της πολιτικής. Πήρανε μερικά βιβλία, μεταφράσανε νόμους, άρθρα, Συντάγματα, τα ’δωκαν της Βουλής, τα παίρνει η Βουλή και τα κε­νώνει στη χώρα, από Ρωμιοσύνη να γίνει Ευρώπη πολιτισμένη. Χάρη όμως να ’χουμε στον εγωισμό μας, που οι σοφοί μας οι δάσκαλοι τηλεσκόπι δεν είχανε να τον ανακαλύψουν, αντίς Ευρώπη καταντήσαμε θηριοτροφείο.

Τίποτις και καλά να μη μείνει δικό μας, εθνικό μας χτήμα, ως μήτ’ αυτό το Κοτζαπασιλήκι, που το κάτω κάτω μας γλύτωσε από αξέχαστα βάσανα! Όλα μας από την αρχαιότητα κι από την Ευρώπη φερμένα! Και τώρα ρωμαίικο άλλο δε μένει παρά το Εγώ, λεύτερο, απαιδαγώγητο, αχαλίνωτο. Με μόνη την ελπίδα πως ίσως κι η κοπριά που σήμερα μανιτάρια μονάχα μας θρέφει, βγάλει και θρέψει το μεγάλο, το βαθυόριζο, το μυριόκλωνο το δέντρο που θα μας σκεπάσει με τον καλορίζικό του τον ίσκιο. Το Λεβέντη, που θα προβάλει μια μέρα από το παλάτι εκείνο και θα μας πει:

«Το έθνος έκαμε λάθος θανάσιμο τότες που θάρρεψε πως τον αποτέλειωσε τον προορισμό του. Προορισμός και σκοπός του ήτανε να την καθαρίσει όλη τη χώρα από το μίασμα της σκλαβιάς, και να το ξαναστήσει το Κράτος που κι από αίμα κι από δικαίωμα του ανή­κει. Μόλις λευτερώθηκε όμως ένα παράμερο της Ρω­μιοσύνης λουρί, κι αμέσως το βαφτίζουν «Ελλάδα», και την άλλη τη χώρα την αφήνουν ενός Σουλτάνου βοσκή, να βγαίνει και να κυλιέται στο αίμα! Τους ξέχασαν τους αδελφούς τους τα παλικάρια που για δαύτους σηκώθηκαν, και τ’ ονειρεύτηκαν πως δίχως εκείνους έθνος θα γίνουν, εθνικό μεγαλείο και πλούτο θ’ αποχτήσουν, δόξα εθνική θα τους λαμπρύνει! Το ξέ­χασαν το ιερό το χρέος που οι προγόνοι τους δίδαξαν, και σα να ξημέρωσε η μέρα που τόσοι αιώνες ολοσκότεινοι λαχταρούσαν, άρχισαν κι έστηναν παλάτια μαρμάρινα, θέατρα και Πανεπιστήμια και Βουλές, σα να μην αναστέναζαν ακόμα μέσα στης σκλαβιάς την ταπείνωση χιλιάδες αμέτρητες!

»Έρχουμαι, (θα πει ο Λεβέντης), παλικάρια, να σας ξυπνήσω, και να σας φέρω στο μέγα το έργο που γραφτό σας είναι να κάμετε. Έρχουμαι να σας ξεμεθύσω από τη χαρά σας γι’ αυτό το λίγο που έγινε, γι’ αυτή την τρύπα, που λευτερώθηκε, μα που για έθνος μεγάλο δε σώνει, επειδή σε τέτοια τρύπα μέλλον εθνικό δεν μπορεί να χωρέσει. Αφήστε τα τα συντάγ­ματα, τα θέατρα, τις φιλολογίες και τις γραμματι­κές. Αυτά είναι λούσα που ένα έθνος τα συλλογιέται όταν έχει όλο το είναι του. Γυρίστε, παλικάρια μου, στο τσαρούχι, στην κάπα και στο μαύρο ψωμί. Γυμναστείτε πάλι στ’ αγαπημένα σας τ’ άρματα, και ’λάτε μαζί μου. Ή έθνος μεγάλο να γίνουμε, που κι η καρ­διά μας, κι ο νους μας μαζί του να μεγαλώσει, κι από ψεύτικα κι άτιμα κέρδη να γυρεύει λαμπρές κι αντρίκιες τιμές, ή να γυρίσουμε στη σκοτεινή τη σκλαβιά, που μ’ όλο το αίμα της και μ’ όλη της την ταπεί­νωση, είναι πιο καλότυχο πράμα από τις ατιμίες που μια φορά ένας Γεροδήμος πολεμούσε να τις βγάλει στον ήλιο, και μήτε μέρος δε μας ιστόρησε.»

Αυτά θα μας πει ο μεγάλος ο Λεβέντης, το καμάρι της Ρωμιοσύνης, και τότες ίσως την προλάβει το έθνος την καταστροφή που του ετοιμάζουμε εμείς από τη μια με το βαρύ το μεθύσι, κι από την άλλη ο αχόρ­ταγος ο Σλαβισμός, που για κακή μας τύχη δεν έχει μήτε Τούρκου ακαμωσιά.

Μεγάλος νους[Επεξεργασία]

Περπατώντας στο δρόμο, περπατούσαν κι οι στο­χασμοί, κι ίσως πήγαν πολύ μακριά, στ’ αφανέρωτα μέσα τα μέλλοντα! Και παρά λίγο να σκουντουφλήσουμε,—όχι σ’ αυτήν εδώ την κοπέλα, που ίσως προσμένει ένα γλυκό σου χαιρέτισμα, και δίχως να το συλλογιέται, σε προσκαλεί να της δώσεις έναν αληθινόν πατριώτη, έναν ήρωα που ν’ ακολουθήσει το βα­σιλικό μας Λεβέντη στην εκστρατεία του! Μόνο πή­γαμε να σκουντουφλήσουμε απάνω σ’ εκείνον με τον αψηλό τον κολάρο, που χωρατά δε σηκώνει. Γιατί είναι Μεγάλος νους.

Γεμάτη η Αθήνα τέτοια μεγάλα κεφάλια, που περπατώντας, τρώγοντας, ή και ρουχαλίζοντας, βρί­σκουν πως η Φύση τους έχει πλασμένους για ν’ αφή­σουν πάτημα μέσα στην ιστορία. Άλλος σε τούτο το στοιχείο της δόξας, άλλος σ’ εκείνο.

Η ζωή τους είναι μαρτύριο κι αυτή μεγάλο σαν το κεφάλι τους. Το ξέρουν, το λέει κατιτίς μέσα τους πως είναι γεννημένοι για να μιλούνε, να γράφουνε, να κυβερνούν, κι ωστόσο ο κόσμος να τους νοιώσει δε θέλει, δεν τους φυσάει ο καιρός. Περπατούν, περπατούνε με ξερό ραβδί στο χέρι, κι όλο γεννούνε μεγάλες ιδέες. Μα έρχεται ο κόσμος κατόπι, και παίρνοντας το δρόμο του τις πατάει και λάσπη τις κάνει. Αποκάμνουν τότες κι απελπίζουνται, πέφτουνε θύματα της μεγαλοσύνης τους, και πεθαίνουν της πείνας οι πιότεροι. Να δουλέψουνε, θα μου πεις. Μα πώς να δουλέψουν οι Καβούρηδες, που έπρεπε αυτοί χιλιάδες να ’χουν από κάτω τους και να τους προστάζουνε! Πώς να συλλο­γιούνται ψωμί οι Ντάντηδες, που μ’ ένα όνειρο θρέφουνται! Οι Βολταίροι, που έπρεπε να τους χαρίζει του πουλιού το γάλα ο Τόπος!

Είναι όμως σόγι που μονομιάς πάλι δεν απελπίζεται. Και γιατί ν’ απελπιστεί εύκολα, που, ας είναι καλά, η συνταγματική μας μελόπιτα, πολλών Καβούρηδων ήρθε η ώρα τους, και με το γάντζο σκαλώσανε στο καράβι και μπήκανε να κυβερνήσουν κι αυτοί. Ας είναι καλά ο δασκαλισμός, πολλοί Ντάντηδες ανέβηκαν τον Παρνασσό σαν τα γίδια, και πολλοί Βολταίροι τιναχτήκανε στον αέρα σα ροκέτες, κι έσβησαν πάλι, και πέσανε μαύρη στάχτη απάνω στο χώμα.

Πήγαινε, αν τολμάς, και ρώτηξε το φίλο, τι δου­λειά κάνει. Πάρε τον, αν τολμάς, για μεγάλο Βούλ­γαρο, Φράγκο, Κινέζο, όποιον άλλον ξέρεις πως δου­λεύει με το μεγάλο κεφάλι του. Θα σε λυπηθεί που τον πήρες για άνθρωπο, κι όχι μεγάλο νου. Δε θα καταδεχτεί να θυμώσει μαζί σου. Θα συλλογιστεί και θα πει, τι να προσμένει από έθνος με τέτοιους κουτούς σαν και λόγου σου, που φαντάζουνται πως πρέπει ένας Μεγάλος Νους να δουλεύει! Θ’ απορέσει που δεν έχεις τόση γνώση που να νοιώθεις πως το Μεγάλο το Κεφάλι ανάγκη να δουλεύει δεν έχει. Καθίζει στο γραφείο, κι αμέσως γεννάει το κοντύλι του προσταγές, νόμους, σονέτα, δράματα, ιστορίες, παραμύθια. Είδος μηχανή που βγάζει σουζούκια. Μια και δοθεί αφορμή στη μη­χανή να γυρίσει, κι έρχεται η Δόξα, η θεά που τρα­βάει κατόπι της όλο αυτό το κοπάδι, φορτωμένη δάφνες και μεγαλεία. Μη βλέπεις που πηγαίνει στο σπίτι του και ξαπλώνεται πεινασμένος. Έρχουνται τα όνειρα και τόνε χορταίνουνε με το ουράνιο το μάνα τους. Μη βλέπεις πως χάνει ο Τόπος δυο χέρια που μπορούσανε να του φυτέψουν ένα κρομμύδι. Μια τέτοια ζημία δεν είναι τίποτις μπρος τ’ αθάνατα τα δώρα που μας ετοιμάζει το Μεγάλο το Κεφάλι.

Παράταξη[Επεξεργασία]

Σκοπεύω να σε φέρω σε μια παράταξη τώρα· να τήνε δεις την Αθήνα σε μεγάλο πανόραμα. Είναι όμως κάμποσος περίπατος από δω, κι ώσπου να φτάσουμε, να σου ξηγήσω με λίγα λόγια το τι συλλογιούμαι.

Συλλογιούμαι πως όσοι από τα μας είπαμε και γρά­ψαμε πως δεν έχει βάθος ο ρωμαίικος ο χαραχτήρας, πως του λείπει ο αληθινός ο ενθουσιασμός, το θρησκευ­τικό εκείνο το χρώμα που διακρίνει του Βορεινού του λαού την κάθε ιδέα, την κάθε αγάπη, και πως γι’ αυτό και Τιμή τι πάει να πει δεν το καλονοιώθουμε, όσοι τα ψυχολογήσαμε όλ’ αυτά, δεν τον αναλύσαμε τον εθνικό χαραχτήρα καθώς του άξιζε, και τον αδι­κήσαμε. Δεν είναι πως δεν έχει τη δύναμη να τα νοιώσει και να τα λατρέψει τα ευγενικά αυτά προσόντα ο Ρωμιός. Δεν είναι πως δεν έχει το βάθος που τους χρειάζεται να ριζώσουνε μέσα του. Είναι που ο νους του καταπονέθηκε από τον παντοδύναμο τον εγωισμό. Κοίταξε το Μεγάλο εκείνο το Νου. Κοίταξε τι πίστη την έχει στον εαυτό του! Κοίταξε με τι ενθουσιασμό προσμένει τη δόξα! Με τι θρησκεία λατρεύει το με­γαλείο του! Πόση δύναμη ορισμένη για μεγαλύτερους κι αψηλότερους στοχασμούς δε σπαταλιέται στου τυφλού του εγωισμού τις παραξενιές! Τι δεν μπορούσε να κάμει ένας νους που είναι καλός τρεις μέρες να τυραννιέται γράφοντας δυσκολοχώνευτους στίχους, πλέκοντας ανωφέλητα εγκώμια, ή κυνηγώντας τιποτένια ρουσφέτια,—τι δεν μπορούσε να κάμει αν ξεχνούσε τον εαυτό του, και θυμούνταν το ταλαίπωρο το έθνος που τίμιους κι αυταπάρνητους εργάτες με το λυχνάρι γυ­ρεύει, κι έναν δε βρίσκει!

Όχι, το βάθος το ’χει, τον ενθουσιασμό τον έχει, τη θρησκεία κάθε αγάπης την έχει. Είναι τη λησμονησιά του εγώ που δεν έχει.

Να τις ωστόσο κι οι Κολόνες του Κοτζαμπάση του Ολύμπου, που μ’ αθάνατους Θεούς είχε να κάμνει, και πάλι Σύνταγμα δεν τους έδινε! Εδώ είναι που μπορείς να καθίσεις, και ζωντανή να την κάμεις με τα λόγια την αρχαιότητα. Εδώ είναι που θα βάλει το έθνος το πιο γλυκόφωνο του παιδί να λαλήσει και να του ξηγήσει τι λεν αυτά τα γαλάζια τα βουνά γύρω, αυτοί οι κάμποι, αυτές οι πέτρες! πού να τη βρούμε τώρα τέτοια δύναμη και φωνή! Από πού να φανερωθεί τέτοιος θείος Μεσσίας, κι αν φανερωθεί, σε τι γλώσσα να μας λαλήσει, και ποιο Θεό να λατρέψει!

Το βλέπεις το πλήθος εκείνο που ξεχύνεται από κάθε πλευρά και ξεκινάει καταδώ, και μαζεύεται γύρω στις αθάνατες τις Κολόνες; Μη νομίζεις πως να διαλέξει πηγαίνει κανέναν τέτοιο Μεσσία! Πη­γαίνει να γλεντίσει, και τίποτις άλλο.

Να τους κάμουμε, με τα κρυφά τα μάγια του νου, σε παράταξη να περάσουν ομπρός μας, και να τους δούμε. Όλης της Αθήνας την εικόνα με μιας να την πάρουμε. Να γλεντίζουν οι Αθηναίοι, και μεις αθώρητοι να τους ζωγραφούμε.

Κοίταξε που άρχισαν κιόλας! Περνάει το πρώτο το τάγμα, φάλαγγα πυκνή και με πέννες αρματω­μένη. Είναι οι Δασκάλοι οι γραμματικοί, οι πατέρες της κορακίστικης. Μέρα και νύχτα παιδεύουνται να φράξουν του λαού το στόμα που τους προδίνει, κι αυτό πάλι σκάνει αν δε μιλήσει!

Άλλοι δασκάλοι το δεύτερο το τάγμα. Δασκάλοι πολιτικοί, που διαβάζεις τα μεγάλα τα λόγια τους, και ξεχνάς τα μικρά τα καμώματά τους.

Μεγάλο τάγμα το τρίτο, κι ατέλειωτο. Υπάλληλοι ονομάζουνται στη γλώσσα την κορακίστικη· όνομα στη ρωμαίικη δεν έχουν, επειδή του κάκου τους φω­νάζει το κλαδευτήρι, τ’ αλέτρι και το σφυρί.

«Φοιτηταί» είναι το τάγμα που έρχεται τώρα. Έπρεπε ο καθένας τους να μένει «φυτευτής» στο χωριό του.

Μην το κακοβλέπεις το πέμτο το τάγμα. Είναι Τραμπούκοι. Καλοί πατριώτες, που έχασαν τα νερά τους. Τούρκους να πολεμήσουν αν είχαν, δαφνοστεφάνωτοι θα περνούσανε τώρα.

Πέρασέ το με μια ματιά το έχτο το τάγμα. Είναι Πραματευτάδες και παντός λογής δουλευτάδες, που τότε μόνο συλλογιούνται τα χάλια του τόπου, όταν ανεβαίνει το κάμπιο, ή πλερώνουνε φόρους.

Οι «Δημοσιογράφοι» διαβαίνουν τώρα. Τους παίρνει τους δύστυχους ο δασκαλισμός από τη μια, κι η Ρωμιοσύνη από την άλλη, κι όταν τους διαβάζεις, είναι να τους λυπάσαι.

Εύκολα το ξεχωρίζεις τ’ όγδοο το τάγμα από την πολεμική τους στολή· μόνο που μαζί με τις Αφροδίτες δεν κυνηγούνε και δόξα!

Το τάγμα που τώρα περνάει έπρεπε με τους Τραμπούκους να πάει. Είναι μαχαιροβγάλτες, παλικάρια που στάδιο δεν τους ανοίγ’ η πατρίδα να τρέξουν. Τρέ­χουνε στους δρόμους και μαχαιρώνουν, περνούν από τις δίπορτες φυλακές μας, και βγαίνοντας, ξαναμαχαιρώνουν.

Χαιρέτησε τώρα με σέβας. Είναι οι αβοκάτοι αυτοί που περνούν, οι αστυνόμοι, οι δικαστάδες, κι οι παρό­μοιοί τους. Είναι του νόμου οι κλειδοκράτορες, και της δικαιοσύνης οι δεσποτάδες. Οι νόμοι τους είναι σε βι­βλία κλεισμένοι, και μήτε τη Μεγάλη Παρασκευή, μαζί με τον Επιτάφιο δε βγαίνουνε.

Ακολουθάει και δωδέκατο τάγμα, που ίσως έπρεπε να ’ρχεται πρώτο. Ίσως για ν’ αληθέψει το ρητό, «οι πρώτοι έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι.»

Φίλε μου και Κληρονόμε, την είδαμε την «Ελλάδα» σ’ όλη της τη δόξα την τωρινή. Την είδαμε ολόγυμνη, μ’ όλα της τα ψεγάδια, κι όχι για να γελάσουμε, μόνο να δούμε αν αυτά τα ψεγάδια της έχουνε στρεβλωμένη την ομορφιά, ή να μην είναι της επιφάνειας ψεγάδια, ίσως της αλυσίδας σημάδια. Η ομορφιά του κορμιού της δε χάθηκε, όχι και μήτε θα λείψει, όσο αναπνέει και ζει. Όλοι αυτοί που τους είδες παρα­ταγμένους, όλοι τους είναι Ρωμιοί. Το αίμα της ηρωικής τους της εποχής σ’ εφτά δεκαριές χρόνια δεν μπο­ρούσε να ξεθυμάνει. Τέτοιο αίμα εύκολα δεν αφανίζεται μέσα σ’ ένα καφκί φράγκικο τσάι, μήτε σ’ ένα ποτήρι δασκαλίσιο νερό. Το έθνος έχει ακόμα μεγάλη δουλειά να κάμει, κι έχει τη δύναμη να την κάμει. Το νοιώθει μες στην καρδιά του πως του χρειάζεται γης και θά­λασσα να ξαπλώσει τη δύναμή του και τη ζωή του. Αυτά τα ψεγάδια που είδες, τα πιότερα είναι απόδειξη πως το έθνος ζει. Αγριομαθημένο από τα έρμα του τα βουνά, το κατεβάσανε σε Βασιλικό περιβόλι, και μήτε με κάγκελα δεν το τριγυρίζανε. Τι άλλο περί­μενες παρά γης Μαδιάμ μέσα σε κείνο το περιβόλι!

Όταν το έθνος δεν έχει όλη τη γη του κι όλη τη θάλασσα, χίλια συντάγματα και χίλιες γραμματικές να το βγάλουν δε σώνουν από την ηρωική του την εποχή. Το πολύ το κάμνουν και στη λαχτάρα του απάνω κυνηγάει τύχη και καλοπέραση, εκεί που δε βγαίνει παρά φτώχεια, ταπείνωση και κακομοιριά.

Κυνηγάτε ίσκιους, καλοί Αθηναίοι! Είναι κι αυτό κατιτίς. Εμείς οι Τουρκομερίτες μήτε ίσκιους δεν κυ­νηγούμε! Κυνηγάτε, και μην ξεχνάτε την τέχνη, και βρεθείτε ανετοίμαστοι όταν έρθει τ’ αληθινό το Μεγάλο το Κεφάλι, και σας βάλει και κυνηγάτε την αθάνατη τη Δόξα της Αρετής, της παλικαριάς, της λησμονησιάς του Εγώ.