Μετάβαση στο περιεχόμενο

Φυλλάδες του Γεροδήμου/γ

Από Βικιθήκη
Φυλλάδες του Γεροδήμου
Συγγραφέας:
Πρώτη φυλλάδα


Μάνας γιος

[Επεξεργασία]

Γεννήθηκα στο σπίτι της μάνας μου, σε νησί της Τουρκιάς. Ήταν αυγή, πρώτο λάλημα πετεινού. Το δικό μου ήταν το δεύτερο λάλημα την αυγή εκείνη. Άκουσα πως σα με φάσκιωσε και με κρατούσε στα χέρια της η μαμή, έβλεπα το λυχνάρι, και στύλωνα τα μάτια μου κατά το φως. Αυτό δε μου φαίνεται και παράξενο. Το παράξενο είναι που σα μεγαλώσουμε δεν έχουμε τόση γνώση. Χρόνια και χρόνια μπορεί να μένει λαός στο σκοτάδι, και σπίθα να δει, σφαλνά τα μάτια του. Κι αλί στον που τίναξε τη σπίθα στη μέση!

Ο πατέρας μου συχωρέθηκε πρι να γεννηθώ… Ήμουνα λοιπόν της μάνας μου γιος, και μ’ εκείνην αρχίζω αυτά τα πρώτα μου χρόνια.

Και τ’ αρχίζω με λίγα λόγια. Σκοπός μου, καθώς είπα, είναι να γνωριστώ με την αφεντιά σου, αγνώ­ριστε πατριώτη και κληρονόμε μου. Να ξέρεις ποιος είναι που σου αφήνει αυτή την παράξενη σερμαγιά. Α σου πω πως είμαι ο Γεροδήμος, τίποτις δε θα καταλάβεις. Α σου πω πως είμαι λιγνός, μαυριδερός, άσκημος, και λίγο κουτσός, τότες ίσως με ξανατυλίξεις και στο μαντίλι, και Θεός πια το ξέρει πότε θα διαβαστούν αυτές οι φυλλάδες! Ίσως όταν χίλια χρό­νια και δω γυρεύουνε χερόγραφα ν’ αποδείξουν πως και προ χίλια χρόνια βρισκότανε Ρωμιοί που πασκίζανε να γράφουν τη γλώσσα τους.

Εκείνο που ίσως πρέπει να ξέρεις είναι τι λογής γυναίκα ήταν η μάνα μου, και με τι λογής μάτια μ’ έμαθε να βλέπω τον κόσμο. Και τότες με καλό αρχίζουμε τη δουλειά μας.

Πρώτη φορά που φύλαξα την εικόνα της μάνας στο νου μου μέσα, ήτανε σα μ’ ένιβε μια Κεριακή πρωί και με συγύριζε να με πάει στην Εκκλησιά. Πρέπει να ήμουν ως τεσσάρω χρονώ. Πώς πέρασαν αυτά τα τέσσερα χρόνια, από την ώρα που πρωτοάνοιξα τα μάτια μου, ως την Κεριακή εκείνη που μ’ ένιψε η μάνα μου στης αυλής τη βρυσούλα, είναι άγραφη ιστορία. Στο νου μου δε γράφηκε. Τι να τη λέγω; Δανεισμένα λόγια θα λέγω. Το πολύ να πω πως δεν υπόφερε το σπίτι μας από μεγάλο κακό, δεν ήρθε κανένας σεισμός να το πλακώσει, κανένας δανει­στής να βουλώσει τις πόρτες του, δεν ήρθε πια κι ο χάρος να το ρημάξει. Τι θέλαμε άλλο; Τώρα που ήτανε χήρα, τύλιξε η δύστυχη η μάνα μου το κεφάλι της με τη μαύρη τη μαγουλίκα, δούλευε στον αργαλειό, κι έτσι ζούσαμε. Η αδερφή μου η Αννούλα, έξι χρόνια μεγαλύτερη μου, κοίταζε τις μικροδουλειές του σπιτιού, μου έκανε και την παραμάνα. Βλέπεις τώρα πως είχα κι αδερφή. Τη ζωγραφιά της θα τήνε δεις κατόπι. Τη φυλάγω σε ξεχωριστή γωνιά της καρδιάς μου, με καντηλάκι αναμμένο μπροστά της, που δε σβήνει ποτές. Πήγαμε λοιπό στην εκκλησιά εκείνη την Κεριακή.

Εκεί, μέσα στο γυναικίτη, μπροστά το καφάσι, καθώς που έκανε το σταυρό της, εκεί ανασήκωσα το πρόσωπό μου και την καλοείδα πρώτη φορά τη μάνα μου, με μάτια που αφήνουν εικόνες μέσα στο νου. Ήτανε μαύρα ντυμένη. Τα μάγουλα της κατάχλωμα. Από τη χαμηλωμένη ματιά της έσταζε τέτοια λύπη, που κοίταζες τα χείλη να δεις τι τρέχει, και κει έβρι­σκες την πίκρα ζωγραφισμένη. Αυτά όλα τα μάζευα τότες και τα ’κρυβα στην καρδιά μου, να τ’ ανιστορώ και να τα νοιώθω τώρα που μήτε κείνη πηγαίνει πια στην εκκλησιά, μήτε γω έχω τη δύναμη που μαζεύει λουλούδια της νιότης για την ερημιά που τη λένε γε­ράματα. Αν είσαι και συ εξηντάρης, αγνώριστε πα­τριώτη, πες μου, αν μπορείς, πως δε βγάζεις και συ τέτοιες εικόνες από το θυμητικό σου, όταν καθίζεις στον ίσκιο των χρόνων σου αδυνατισμένος κι αποστα­μένος, να ξεκουραστείς και να δυναμώσεις. Πες μου α δε βρίσκεις παρηγοριά στα γλυκά τους τα χρώματα, μα ας είσαι και φονιάς, κι αβοκάτος, και—δάσκαλος! Πες μου α δε φωνάζει τότες κρυφή φωνή μέσα σου «Μάνα μου», κι ας έμαθες να κλίνεις το «μήτηρ», με το δυικό του μαζί!

Τι παράξενο όμως, τίποτις άλλο να μη θυμούμαι σ’ εκείνη τη λειτουργία! Μήτε τον παπά, μήτε τους ψαλτάδες, μήτε πολυελαίους, μήτε μανάλια! Τίποτις άλλο, παρά τη μάνα μονάχα! Τη μαυροφόρα τη μάνα, και σύννεφα ολοτρόγυρα! Ξεχάστηκαν όλα τ’ άλλα, για την καλή σου την τύχη…

ΣΗΜ. Εδώ αφήνουμε μερικά, που δεν φαίνουνται χρειαζούμενα για το σκοπό του βιβλίου.

…Όσες μανάδες μπορούνε να φανταστούν τι ση­μάδια μας αφήνουν τα λόγια και τα καμώματα τους, τι φυλαχτήρια καταθέτουνε στην καρδιά μας, έπρεπε κι από βασίλισσες να γίνουνται πιο περήφανες. Να ξέ­ρουνε μόνο πως σαν αναπαύουνται στο μνήμα θα σπαρταράει ζωντανή μια τους πράξη, ένα τους χάδεμα στο νου του παιδιού τους,— τι άλλο θέλουν! Ποιος μεγά­λος του κόσμου τεχνίτης αφήνει τέτοια σημάδια αθά­νατα! Ποιος ποιητής, η φιλόσοφος, η και — δάσκαλος!

Άλλα δυο χρόνια πρέπει να κολυμπούσα στα παιδιακίσια μου χρόνια σαν ψάρι στα γαλανά του νερά, και κόσμο δεν έβλεπα παρά σαν πηδούσα κάποτες απάνω στο κύμα και κοίταζα στον αέρα πότε αχτίδες, πότε σκοτάδι.

ΣΗΜ. Κι εδώ αφήνουμε μερικές σελίδες.

Πρώτες αγάπες και πρώτοι πόνοι

[Επεξεργασία]

Περνούσαν ωστόσο τα χρόνια. Τον ένοιωθα πια τώρα τον εαυτό μου. Ήξερα πως είμαστε φτωχοί, πως έπρεπε να δουλεύει άνθρωπος για να ζήσει, πως γι’ αυτό δούλευε η μάνα μου, και πως σα μεγαλώσω θα δουλεύω κι εγώ. Δηλαδή το ’ξερα, καθώς ήξερα πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και βουτάει στο πέλαγο. Το γιατί τους δεν το απείκαζα· το γιατί γλυκοχαράζει κατόπι, κι αυτό όχι πάντα. Στα παιδιακίσια τα χρό­νια τα παίρνουμε καθώς φαίνουνται όλα. Ζωγραφιές μαζεύουμε, και τίποτις άλλο. Μα αυτό δεν πάει να πει και πως δε νοιώθουμε κόσμο. Παιδί δεν είναι που δε σκαρώνει ένα μικρόκοσμο γύρω του, με τους φίλους του, με τους εχτρούς του, άλλους να του ζητούνε δανεικά, άλλους να τόνε ζουλεύουν, άλλους να τον κατατρέχουν, κι άλλους να τόνε διαφεντεύουν. Παιδί δεν είναι που δεν έχει τις συλλογές του, τις πίκρες, τις στενοχώριες. Ποιος δε θυμάται σπάσιμο παιχνιδιού, φταίξιμο που δεν κρύβεται, ποιος δεν ένοιωσε κοφτερό μαχαιράκι στην καρδιά του σαν έφευγε κανένας αγαπημένος από το σπίτι, η κι από τη γειτονιά; Εγώ τόνε θυμούμαι ακόμη το φίλο μου το Ζανούλη σαν ταξίδευε για την Ίμπρο με τον πατέρα του. Ράγιζε η καρδιά μου. Ήτανε βράδυ όταν με πλάκωσε η θλίψη αυτή. Η Αν­νούλα συγύριζε το τραπέζι και τραγουδούσε το καινού­ριο το τραγούδι της Λενιώς του Καλαφάτη. Κι η μάνα, για να με κάμει να λησμονήσω τον πόνο μου, άρ­χισε να μου δηγάται την ιστορία του τραγουδιού. Μου παράστηνε κάτι Τούρκους που έρχουνται από την Ανα­τολή και φέρνουνε χαλασμό. Πατούνε σπίτια και πύρ­γους, σκοτώνουνε χριστιανούς, κλέβουν τα παιδιά τους, και τα παίρνουνε στην Ανατολή και τα τουρκεύουν. Σαν πέτρες έπεφταν αυτά τα λόγια στο μικρό μου κε­φάλι. Ξεχνώ την ιστορία της Λενιώς, κι αρχίζω και ρωτώ χίλια άλλα πράματα. Γιατί τους αφήνουμε τους Τούρκους και τα κάμνουν αυτά; Πώς δε λέμε του Δεσπότη να τους παιδέψει; Και σαν τουρκέψουν, τι γίνουνται τα παιδιά; Κι η μακαρίτισσα μου τα ξηγούσε όλα με υπομονή, πως αυτοί είναι πιότεροι από μας, πως είναι αφεντάδες αυτοί, πως εμείς άλλο φίλο δεν έχουμε παρά το Θεό, κι ο Θεός θα μας γλυτώσει μια μέρα από τους Τούρκους, καθώς μας γλύτωσε από το θανατικό πρόπερσι.

Με θεράπεψε η προφητεία αυτή. Ο Θεός θα μας γλυτώσει. Ένα φύσημα, και θα τους πετάξει όλους στη θάλασσα. Εμείς θα καθούμαστε στα μιντέρια, κι αυτοί θα πετούν και θα φεύγουν.

— Ωστόσο τι την έκαμαν τη Λενιώ; ρωτώ άξαφνα.

Εκείνη την ώρα, να και μπαίνει ο γερο-Βασίλης. Ο γερο-Βασίλης είχε παρμένο αποκοπή το χτήμα μας στην αγαπημένη αυτή την εξοχή που περνώ τώρα τα γερατειά μου, και που τη λένε Μεσοβούνι. Ερχότανε συχνά το βράδυ, και δειπνούσε μαζί μας. Πρόσχαρος γέρος, λίγα λόγια με ξένους, πολλά με δικούς. Μπο­ρούσε να πηδήξει σε πηγάδι για να γλυτώσει σκυλί, μα ήταν καλός και να ξαντερώσει κλέφτη, αν τον έπιανε στ’ αμπέλι. Κατοικούσε στο χτήμα, στο ίδιο μέσα το καλύβι που γράφουνται αυτές οι φυλλάδες, χτισμένο σε χρόνους που δεν τους έφταξε μήτε κείνος. Και τώρα που ήτανε χειμώνας, ανέβαινε στο χωριό. Έτρωγε, κουβέντιαζε, κι ύστερα πλάγιαζε· και το πρωί, πρι να φέξει, ήτανε φευγάτος με το ζεμπίλι του.

Έμπαινε λοιπόν ο Βασίλης εκείνη τη βραδιά, κι από το συνηθισμένο του πιο γελαζούμενος. Ήταν καλός ψαράς, και θαρρέψαμε πως μας έφερνε μεγάλη αρμαθιά σαργούς. Μα το ζεμπίλι, άλλο από μαύρες ελιές δεν είχε.

— Τι τρέχει, γέρο, και μας έρχεσαι απόψε τόσο χαρούμενος; ρωτάει η μάνα.

— Τήνε βρήκα τη Λενιώ και την έφερα πίσω άρ­ρωστη, χλωμή, αδυνατισμένη, μα απείραχτη και τιμημένη σαν τη δροσιά πα στο φύλλο. Ο Θεός της έστειλε την αρρώστια και τήνε γλύτωσε από τα κατα­ραμένα τους νύχια. Δέκα μέρες βασανιζότανε στου Καρά Μεχμέτη την κούλα, που τήνε φύλαγαν κρυμμένη ώσπου να γιάνει, μα πήγαινε από το κακό στο χερότερο. Έτρεμε μερονυχτίς σα να ήτανε μαγεμένη. Μα εγώ θαρρώ πως είχε την Παναγιά μέσα της και τήνε βοηθούσε. Είπανε να την ξεκάνουνε, μα το είχαν προσταγή από τον αφέντη τους να μην την αγγίξουν ώσπου να ’ρθει στο δικό του χαρέμι. Φωνάζουνε λοιπόν τον άγιο τους τον Ντεντέ να τη διαβάσει και να τη γιατρέψει. Τη βλέπει ο Ντεντές και λέει πως αυτή γιατρεμό δεν έχει, γιατί κρατάει Τίμιο Ξύλο απάνω της, που θα τη φυλάει μισοζώντανη ώσπου να γυρίσει σπίτι της. Αυτός δεν τολμούσε να τ’ αγγίξει το Τίμιο Ξύλο, κι είπε και τους άλλους να μην τ’ αγγίξουνε, γιατί θα γίνουνε σκόνη εκεί που στέκουν. Την παίρ­νουνε λοιπόν τη Λενιώ βράδυ βράδυ και τη βγάζουν όξω, και την αφήνουν ίσια ίσια κοντά στ’ αμπέλι μας, στην ακρογιαλιά. Εγώ τότες ακούγω κλάματα, και πάω να δω τι τρέχει. Χώνουμαι ανάμεσ’ από τις καλαμιές, σκύβω, και τι να δω! Τη Λενιώ του Κα­λαφάτη! Την ανέβασ’ από τον τοίχο κρυφά κρυφά. Δεν ήξερ’ ακόμα τι έτρεχε. Θάρρεψα πως τους ξέφυγε η μικρή. Την πήρα στο καλύβι, και ρωτώντας την έμαθ’ αυτά που σας είπα. Μου τα ’λεγε κλαίγοντας. Δεν το καλοπίστευα πως έβλεπα τη Λενιώ. Και σα συλλογιούμουν από τι Κόλαση γλύτωσε, ανέβαινε με­γάλος κόμπος εδώ στο λαιμό μου, και μ’ έπνιγε. Ωστόσο σκοτείνιασε, κι ήταν ώρα να τήνε φέρω και στο χωριό. Τράβηξα αγάλι’ αγάλια, με τη Λενιώ στον ώμο, δώδεκα χρονώ μαραμένο λουλούδι. Ακόμα έτρεμε, μα όχι πολύ. Της είχα δώσει και μιαν αλισφακιά στο καλύβι. Να! ακούτε; ανοίξτε το παράθυρο ν’ ακούστε.

Κι άνοιξε η μακαρίτισσα το παράθυρο, και τρέξαμε η Αννούλα και γω κατόπι της, κι ο γερο-Βασίλης μαζί μας, και σκύψαμε, κι ακούσαμε στο βαθύ το σκοτάδι φωνές, τσιριχτά, κλάματα, γέλια, κάθε λογής ταβατούρι κατά το σπίτι του Καλαφάτη. Κλείσαμε το παράθυρο και καθίσαμε πάλι μέσα. Η μάνα μου ήταν κατάχλωμη. Η Αννούλα αναρουφούσε. Ο γέρος με πήρε στα γόνατά του και μου άρχισε άλλα λόγια. Κάτι πρέπει να κατάλαβε από τη θωριά μου ο γέρος. Στρεφογύριζε ο νους μου, θαρ­ρούσα πως κάποιο μεγάλο μυστήριο ήρθε στον κόσμο· πως σηκώθηκαν οι πεθαμένοι, και πέθαναν οι ζων­τανοί. Οι φωνές εκείνες από μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, ύστερ’ από τέτοια δήγηση, το κόψανε σα γάλα το αίμα μου. Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της βρα­διάς εκείνης παρά πως με σήκωσαν και με βάλανε στο κρεβάτι.

Πρώτη λαχτάρα

[Επεξεργασία]

Είπαμε πως ήτανε χειμώνας, και χειμώνας βαρύς. Ξύπνησα την αυγή και τουρτούριζα. Έτσι θα ’τρεμε κι η Λενιώ, είπα στο νου μου. Σφύριζε ο βοριάς στα παράθυρα. Ήταν ακόμα σκοτάδι, μα η καντήλα μισόφεγγε μπροστά στα κονίσματα. Ακούγοντας θόρυβο κάτω, σηκώθηκα και κατέβηκα. Το γέρο ζητούσα να μου την αποσώσει την τρομερή την ιστορία, μα ήτανε φευγάτος ο γέρος. Άλλον τρόπο δεν είχε παρά να καταφέρω τη μάνα να μου το δηγηθεί το κλέψιμο της Λενιώς. Και σαν έστρωσε η Αννούλα το τραπέζι, και καθίσαμε, την παρακάλεσα τη μακαρίτισσα να μου τα ξηγήσει.

— Α μου το τάξεις πως δε θα φοβηθείς πάλι, σου τα λέω, μου κάνει. Ήρθαν τις προάλλες μια βαρκιά ζεϊμπέκια από πέρα σ’ ένα τούρκικο γάμο. Χορεύανε μια βραδιά γύρω στο μασαλά. Πήγαν όλοι να τους δουν, πήγε κι ο Καλαφάτης με την κόρη του. Το είδαν οι ζεϊμπέκοι το κορίτσι, και βαλθήκανε να το κλέψουν και να το πάρουνε στην Ανατολή. Τέλειωσε ο γάμος, έφυγαν τα ζεϊμπέκια, μα έμειναν πίσω δυο τρεις τους· και μια μέρα, καθώς πήγαινε η Λενιώ στο Σκολειό, την πιάνουνε σ’ ένα παράμερο σοκάκι, την παίρνουν και φεύγουνε. Δέκα μέρες δεν ακούστηκε η Λενιώ. Την έκλαιγαν οι δικοί της, την τραγουδούσε ο κόσμος, Τ’ άλλα τ’ άκουσες από το γερο-Βασίλη. Τρώγε τώρα τις τηγανίτες σου.

Πού όμως τηγανίτες, που τους έβλεπα τους Τούρ­κους να βάζουν τη Λενιώ στο σακούλι τους και να φεύγουν!

Ξημέρωσε ωστόσο, και ’τοιμάστηκε η μάνα μου να πάει να δει και κείνη την Καλαφάταινα. Του κάκου την παρακάλεσα να με πάρει και μένα. Μ’ άφησε κλαμένο κι απαρηγόρητο, που δεν μπορούσα, να τη δω τη Λενιώ.

ΣΗΜ. Εδώ δηγάται κι άλλα ο Γεροδήμος, που δε φαίνουνται και πολύ σπουδαία, ώστε τ’ αφήνουμε.

— Θαρρώ πως πιότερο θες να δεις τη μικρή παρά το Σκολειό, μου λέει η μακαρίτισσα, σαν είδε πως ήθελα και καλά ν’ αρχίσω Σκολειό. Περίμενα πρώτα να γυρίσει ο χρόνος. Μα ας είναι κι απ’ αύριο. Να ο φύλακάς σου.

Κι ανοίγει σερτάρι, και βγάζει μαύρο τσόχινο φύ­λακα με χρυσά γράμματα κολλημένα απάνω. Τον πήρα το φύλακα, και κοιμήθηκα μαζί του εκείνη τη νύχτα.

Σχολείο

[Επεξεργασία]

Κι από τώρα αρχινάει το Βασανιστήριο που μια και για πάντα στρεβλώνει κάθε ρωμιόπουλο, η κόλαση που στεγνώνει και ζαρώνει το νου του ώσπου γίνεται μούμια, μούμια που βγαίνει κατόπι στον κόσμο φα­σκιωμένη με τον πάπυρο του Δασκαλισμού, και στο­λισμένη με τα κουδούνια κορακίστικης γλώσσας, που πρι να πατήσει μέσα σε Σκολειό δεν την ήξερε, που τέλεια ποτές δεν τη μαθαίνει, επειδή κανένας δεν ξέρει πούθε αρχινάει και πού τελειώνει αυτή η γλώσσα· αγκαλά κι αν μπορούσε να τη μάθει, δε θα του χρη­σίμευε και πολύ, αφού τίποτις δικό του δεν έχει να πει και να γράψει, δε διδάχτηκε να συλλογιέται απα­τός του, μόνο πηγαίνει κατά τα γραμμένα τα βιβλία.

Κι έτσι βγαίνει το παλικάρι στον κόσμο, κι από την πολλή την «παιδεία» σκοντάβει στο παραμικρό πετραδάκι που βρεθεί απάνω στο δρόμο του. Δε νοιώθει καλά πού πατά,—τη γεωλογία την ξέρει μοναχά από το λεξικό πως υπάρχει. Δεν πολυαξίζει το ψωμί που τρώει, — τη γεωργία την έχει για πρόστυχη τέχνη. Μια σφυρίχτρα δεν είναι άξιος να φυσήξει. Μια κου­κουβάγια δεν ξέρει να ζωγραφίσει. Μια γροθιά δεν μπορεί να δώσει. Ένα πράμα έμαθε μοναχά, πως «Αρχή Σοφίας φόβος Κυρίου». Δηλαδή ξέρει πως εδώ υπονοείται το «εστί». Αυτό ξέρει, κι αυτό όχι πάντα.

Ας τ’ αφήσουμε όμως αυτά τα λυπητερά για την ώρα, κι ας γυρίσουμε πάλι στην ιστορία μας.

Ήτανε Δεκέβρης μήνας, τα κρούσταλλα κρεμιούν­ταν από τις στέγες των σπιτιών σα χταπόδια, ο βο­ριάς ξύριζε και σπανούς, την αναπνοή σου την έβλε­πες μια πήχη μακριά μπροστά σου, οι πουλητάδες φωνάζανε στους δρόμους κι από το συνηθισμένο τους πιο μεγαλόφωνα, ίσως να ζεσταθούν, κι εγώ έβγαινα μαζί με την Αννούλα και με το φύλακα στη μασκάλη να πάγω Σκολειό. Συμμαζεμό δεν είχα από την πολλή τη χαρά.

Γυρίσαμε μερικούς δρόμους, περάσαμε κοντά από τα Τούρκικα, είδαμε το σοκάκι που κλέψανε τη Λενιώ, ανεβήκαμε τον ανήφορο, μπήκαμε σε μια κόκκινη πόρτα, και βρεθήκαμε στην αυλή του Σκολειού.

ΣΗΜ. Εδώ δηγάται τα πρώτα του μαθήματα και παθήματα ο Γεροδήμος, που τον κακομεταχειρίστηκε ο δάσκαλος, κι έφυγε. Τα ίδια περίπου και στο πέμπτο το κεφάλαιο. Δεν είναι μεγάλη ανάγκη να ξαναγρα­φούν αυτές οι σελίδες, και τις αφήνουμε.

Καρά κολ, χαζίρ ολ!

[Επεξεργασία]

Ωστόσο δεν αργήσανε να ’ρθουν τα Χριστούγεννα. Τα φορέματα, που μου ’τοίμαζε τώρα και δυο βδομά­δες η αδερφή μου ήτανε βαλμένα κοντά στο προσκέ­φαλό μου, να τα βρω την αυγή σα με ξυπνήσουνε να με πάρουνε στην εκκλησιά. Σηκωθήκαμε τρεις ώρες πρι να ξημερώσει. Το «κόλι» ακόμα φώναζε από το κάστρο, και τ’ άγρια λόγια του αντιλαλούσανε στον αέρα: «Καρά Κολ, Χαζίρ ολ!» Μούγκριζε το κόλι σα θεριό που ξυπνάει τη νύχτα για να τρομάζει τον κόσμο· μουγκρητό κι από του λιονταριού τρομερότερο.

Μα όχι, δεν είναι το Κόλι θεριό. Είναι αναστημέ­νος προφήτης που βγαίνει από το μνημούρι του, κι ανεβαίνει στην Τάμπια, και φωνάζει πως εδώ, εδώ είναι η Κόλαση η αληθινή, κι όχι στον κάτω τον κόσμο. «Καρά Κολ, Χαζίρ ολ!» Μην τους χαρίζετε τίποτις αυτούς τους σκλαβωμένους αμαρτωλούς, λέει η άγρια η φωνή του Προφήτη. Τους πρέπουνε μεγάλα και φριχτά βάσανα. Στον άλλον τον κόσμο τόση πίσσα δε βράζει. Εκεί βασανίζουνται οι ψυχές για μικρά κρίματα. Εδώ είναι που πλερώνουνται οι μεγάλες οι αμαρτίες. Στα χέρια σας, ω πιστοί, είναι δοσμένη η φοβερή η αγγαρεία, να τους τυραννείτε τους κολασμέ­νους. Μην κοιμάστε, κι ας είναι και νύχτα. Όπου κρυφοστενάζουν οι κολασμένοι, εσείς, «Χαζίρ ολ!»

Αυτά κι άλλα τέτοια μου είπε το Κόλι πολλές φορές. Τώρα άκουγα μονάχα το μουγκρητό, κι ανατρίχιαζα. Η μάνα μου μ’ έντυνε, κι εγώ άκουγα τ’ αγριεμένο το Κόλι.

Άξαφνα, — Νταγκ! Χτυπάει και το σήμαντρο! Ανάσανε η ψυχή μου! Να που ζούσε και κάποιος άλ­λος στον κόσμο έξω από το Κόλι! Ο γέρος ο παπα-Νικοδήμος, που μας προσκαλούσε να πάμε να προσκυ­νήσουμε το Χριστό που γεννιέται.

Πήραμε το φανάρι, και βγήκαμε. Στον ουρανό λαμ­πρή ξαστεριά κάτω στη γης, σκοτάδι βαθύ. Περνού­σαμε τους στενούς δρόμους αμίλητοι σα φαντάσματα. Έτρεμα από το κρύο, κι από την κρυάδα της νύχτας εκείνης. Ο χειμώνας συντρόφευε με το Κόλι, να με τρομάξουν. Άκουγα το μουγκρητό και περπατούσα βιαστικά και με ψεύτικο θάρρος. Και μόνο παρηγοριούμουν κι ησύχαζα σαν έπεφταν του φαναριού οι αχτίδες σε κανέναν τοίχο, σε καμιά πόρτα που γνώ­ριζα. Μου φαινότανε σαν κάποιος φίλος που μου ’λεγε, —Κοντά σου είμαι, και μην τρομάζεις.

Ακόμα λίγο, και φτάξαμε. Ανεβήκαμε το νάρ­θηκα, και μπήκαμε μέσα. Είμαστε από τους πρώτους.

Στην εκκλησιά

[Επεξεργασία]

Ο παπα-Νικόδημος γύριζε ακόμα, δω και κει κι έδινε προσταγές του Καντηλανάφτη. Δεν ανεβή­καμε στο γυναικίτη. Σταθήκαμε στη γωνία των γριών. Σιγά σιγά μαζεύτηκε κι ο άλλος ο κόσμος. Ήρθε κι ο δάσκαλος, κι έπιασε το στασίδι του δεξιού του ψάλτη. Κι ο δεξής ο ψάλτης, που έψαλλε μοναχός του τις Κεριακές, πήγε τώρα από τ’ αριστερά. Κι άρ­χισε ο αξημέρωτος ο «όρθρος». Τα τροπάρια περνού­σαν από το δεξί παγκάρι στ’ αριστερό, και σαν τέ­λειωναν, τα ξανάρχιζαν πάλι, να μαζευτεί όλος ο κόσμος. Καλά τα ’ψαλναν, και χαιρούσουνα να τ’ ακούς. Το τι όμως έλεγαν, αυτό δεν ήτανε κανενός δουλειά.

Ένα πράμα νοιώθαμε τότες, κι αυτό ήταν η μου­σική, ο θησαυρός μας αυτός ο καταφρονεμένος, ίσως επειδή δεν είναι φερμένος απ’ έξω, μήτε ξεχωσμένος από τη γη, μόνο ζει και βασιλεύει με χίλια τραγού­δια, μοιρολόγια και ψαλμωδίες. Αν είναι τα «ιδιόμελα» κατεβασμένα από χρόνους παλιούς, δεν πάει να πει πως είναι και πεθαμένα. Κοίταξε όμως γνώση: Τη νεκρή τη γλώσσα, πολεμούμε να τη ζωντανέψουμε, και τη ζωντανή τη μουσική, να την πνίξουμε μες στη φράγκικη! Για να πολιτισθούμε, όλα μας πρέπει ν’ αλλάξουν. Η Μουσική μας πρέπει να ’ρθει από την Ευρώπη, κι η γλώσσα μας από την Αρχαιότητα. Σιγά σιγά θα μας φέρνουν και τις χαρές μας από τον Παράδεισο, και τους πόνους μας από την Κόλαση, και σα δεν έχουμε πια τίποτις δικό μας, θα ψάλλουμε στον πλάγιο του τετάρτου, —το μόνον ήχο που ξέρουνε στην Ευρώπη, — «Ευοί Ευάν» με τους αγγέλους, και «Ιώ, ιώ» με τους δαιμόνους. Και τότες θα δοξα­στούμε, και θα δει η Εσπερία τι μεγάλο έθνος γε­νήκαμε, και θα μας δώσει την Πόλη.

Ωστόσο άρχισε να γλυκοχαράζει ο ουρανός, άρχισε να λάμπει κι η «Βασιλεία του Θεού» στον κόσμο, και στάθηκε και τήνε βλόγησε ο πάτερ Νικόδημος στη μέση της Εκκλησιάς. Έφευγε ο «όρθρος» από τον ουρανό, έφευγε κι από την Εκκλησιά. Στον ουρανό έβγαινε ο ήλιος, στην Εκκλησιά ο Χριστός. Χαρά και φως έξω, παρηγοριά κι ελπίδα μέσα στις απλοϊκές, εκείνες τις καρδιές που είχαν ακόμα σταλαματιά πί­στη και βλέπανε στο νου τους τη φάτνη με το Ουράνιο το Βρέφος στην αγκαλιά της Χαριτωμένης του μάνας.

Και καθώς κοίταζα τη λειτουργιά, κι άκουγα τους ψαλτάδες και τα παιδιά που τραβούσαν τον ίσιο (στραβά οι πιότεροι), σκύβ’ η μάνα μου και μου λέει στ’ αυτί.

— Να η Λενιώ, που δεν μπόρεσες να τήνε δεις στο Σκολειό. Έρχουνται κατά το δικό μας το μέρος. Κοντά μας στέκουνται σήμερα.

Ξεχνώ αμέσως τις ψαλμωδίες, και γυρίζω να δω τη Λενιώ.

Ένα κοριτσάκι κάτι αψηλότερο από μένα, ξανθούτσικο, χαμηλόβλεπο, γελαζούμενο, νόστιμα ντυ­μένο, και μ’ άσπρο μαντιλάκι στο χέρι. Η μάνα της, μαγουλικωμένη και μαυροφόρα, ακολουθούσε. Ήρ­θαν και στάθηκαν πλάγι μας. Α ζωντάνευε της Πα­ναγιάς η εικόνα, κι έρχουνταν έτσι να σταθεί κοντά μου, δε θα με γλυκοτρόμαζε πιότερο. Τι να ήταν το μυστήριο που κρυφοχύθηκε και μου την έκαμε βλα­στάρι τρυφερό την καρδιά μου! Αγάπη δεν μπορούσε να είναι, πρέπει να ήταν ο ανθός της αγάπης, μοσκοβότανο φυτρωμένο στο μίσος του άγριου του Τούρ­κου. Είχα ηρωίδα μπροστά μου, μια ψυχή που τη διάλεξε ο Θεός να την αγιάσει από δέκα χρονώ, και να τη γλυτώσει με παράξενο θάμα. Και πώς να μην τη λατρεύω, που έβλεπα πως όλα ήταν αλήθεια, όλα. Και της Αννούλας το τραγούδι, και τα λόγια του γερο-Βασίλη, και της μάνας οι ιστορίες. Δεν ήταν η Λενιώ από κείνες τις αθώρητες τις Νεράιδες ή τις Βασι­λοπούλες που μας μαγεύουνε στου χειμώνα τα παραμύ­θια. Τα ’βλεπα ολοζώντανα τα γαλανά της τα μάτια, το λαμπερό μέτωπο της, τα ξανθουλά της μαλλιά.

Δεν άργησε η απόλυση. Δεν το πίστευα πως μοίραζε τ’ αντίδωρο ο πάτερ Νικόδημος, και πως γύριζε ο κόσμος στα σπίτια του. Άλλη ήταν η γειτονιά της. Πήρα τό­τες το δρόμο μας με βαριά και με λυπημένη καρδιά.

Πρωτοχρονιά

[Επεξεργασία]

Δε σας αφήνω, παλιά μου χρόνια! Θα σκαλίζω, θα ξετρυπώνω, και θ’ αραδιάζω… Ένα ένα θα τα ξε­τυλίγω τα ψυχικά φυλαχτήρια μου… Να σε χαρώ, ανυπόμονε πατριώτη, μη μου τ’ αφήνεις έξω αυτά. Κάλλιο να μπαίνεις στο περιβόλι, να κοιτάζεις το δέν­τρο, και να κόβεις από τα κλωνιά του το πωρικό, παρά να τρέχεις να τα χαρείς κομμένο στο πιάτο. Δε μ’ ένοιωσες, τάχα; Τάχα δεν έφαγες ποτέ σταφύ­λια στ’ αμπέλι; Δεν είχες ποτέ σου αμπέλι, κούτ­σουρα αραδιασμένα το χειμώνα, ύστερα ν’ αρχίζει να πρασινίζει, να βγάζει τα χνουδωτά σημάδια της νιό­της, να πετάει βλαστάρια και να κλαδώνει, κατόπι ν’ ανθίζει και να κρεμιένται τα χιονάτα λουλούδια του, έπειτα μικρές αγορίδες, κι αυτές να μεγαλώνουν και να γίνουνται σιγά σιγά κόκκινες, ώσπου να καταν­τούνε σταφύλια; Σα να μου λες, θαρρώ, ναι. Έχε λοιπόν υπομονή, και κατέβαινε τώρα στ’ αμπέλι που πρασινίζει, ίσως δώσει ο θεός και μαζέψεις καρπό κατόπι.

Πώς να μην τη θυμηθώ την πρωτοχρονιά εκείνου του χρόνου, που φυσούσε η νοτιά σα δαιμονισμένη, η θάλασσα φούσκωνε σα να ήθελε να μας καταπιεί, τα κεραμίδια πέφτανε σα χαλάζι, σφύριζαν τα παράθυρα, και το σφύριγμά τους ανεβοκατέβαινε σαν τσιριχτό γυναίκας που την έπιασαν πόνοι… Τη θυμούμαι, κι ωστόσο το νοιώθω πως φοβάσαι να μη σου τα ιστορήσω τα τραγούδια που τραγουδήσαμε, τα ρόδια που σπάσαμε, τις μερίδες που κόψαμε, τα λιόφυλλα που ρίξαμε στη φωτιά να πηδήξουν και να μας πουν την καλή μας τη μοίρα. Θα σου την κάμω λοιπόν τη χάρη, και δε θα τα πω. Να ’ρθεις όμως μαζί μου να πάμε κάτω κατά το δρόμο της σκάλας, εκεί, κοντά στον γκρεμνό, που πήγα μαζί με το γερο-Βασίλη εκείνο τ’ απομεσήμερο, να δω το κακό που γινότανε μέσα στη φουρτουνιασμένη τη θάλασσα. Όλο το χωριό ήταν εκεί μαζεμένο, και κοίταζε.

Τι να κοίταζε! Τ’ αγριεμένα τα κύματα; Τα θολω­μένα τα βουνά αντίκρυ; Τις μπόρες που αρμενίζανε μακριά κι έδεναν τη θάλασσα με τον ουρανό; Τίποτις απ’ αυτά δεν κοίταζαν. Τα μάτια τους ήτανε στυλωμένα σε δυο κατάρτια που στεκότανε μισογερμένα απάνω στα κύματα, μ’ ανοιγμένα πανιά. Η γολέτα, η άγκουρά της, τ’ αμπάρια της, όλα στο βάθος! Τα είχε καταπιωμένα η αχόρταγ’ η θάλασσα. Ήταν κι ο Καπετάν Μουσταφάς εκεί κάτω. Κι οι ναύτες τους, κι οι βλαστημιές τους, όλα πνιγμένα! Μόνο που ήτανε ρηχά τα νερά, κι έμειναν τα κατάρτια απ’ έξω, και τα ’δερνε ο άνεμος και τους σάλευε το μνημούρι τους. Ως και νεκρούς δεν τους άφηνε η φουρτούνα!

Σα μεγάλωσα, και το συλλογιούμουν εκείνο το περιστατικό, έλεγα, ίσως κάτι ήθελε να μας πει ο Άη-Βασίλης εκείνη τη μέρα. Πως έτσι θα φουρτουνιάσει μια μέρα κι η Ρωμιοσύνη, και θα τους καταπιεί όλους τους. Και περίμενα την προφητεία να βγει!

Μα σα γέρασα, κι είδα πως η Ρωμιοσύνη από τέ­τοιες φουρτούνες δεν παίρνει, είπα, Κρίμα στον καη­μένο τον Καπετάν Μουσταφά! Δεν ήτανε σημάδι του Άη-Βασίλη, ήταν η κακή του η τύχη και πνίγηκε. Ένας Τούρκος παραπάνω, ένας παρακάτω, τι σημαί­νει! Κρίμα στον Καπετάν Μουσταφά!

Προκοπή

[Επεξεργασία]

Μπήκα πια τώρα στ’ αληθινά τα βάσανα. Παν τα παιχνίδια, παν τα χρόνια που λάμπουνε στο πρόσωπό μας σαν το γλυκοχάραγμα της αυγής, κι αρχίζει δου­λειά φοβερή μέσα στον ήλιο που τόνε λένε ζωή· ήλιο που μας φέγγει να δούμε τι μεγάλο καλό είχαμε και το χάσαμε. Όχι πως δεν ξανάρχεται η χαρά. Έρχε­ται σαν ξαναβρεθούμε στο σπίτι μας ύστερ’ από μα­κρινή ξενιτιά, σαν πρωτοφιλήσουμε την καλή μας, σαν τη βλέπουμε και βυζάνει το πρώτο της, σα χο­ρεύουμε πρώτο εγγόνι στα γόνατά μας, έρχεται τότες η χαρά και μας βαλσαμώνει. Μα είναι βαλσάμωμα, γιατρειά πόνου, κι όχι παντοτινή γιατρειά. Η κα­θαυτό η χαρά που καταπονάει τον πόνο και τον πνίγει μες στην καρδιά, είναι η παιδιακίσια η χαρά, κι αυτή δεν ξανάρχεται.

Δεν μπορούσα πια τώρα να τον ξεφύγω το δάσκαλο. Και μήτε δεν το ’θελα. Για χάρη της Λενιώς μου, τον αγαπούσα το Δάσκαλο... Κι έτσι άρχισα να προκόβω.

Άρχισα να προκόβω καθώς προκόβει και πάει μπρος η βαρκούλα ανάμεσα σε δυο ενάντια ρέματα. Το ’να της συντροφιάς των παιδιών, τ’ άλλο, της καμαρωμέ­νης δασκαλικής μας. Τα παιδιά μού χωράτευαν ή και μου βλαστημούσανε ρωμαίικα, ο δάσκαλος με καθοδήγευε κορακίστικα. Έτσι και τα βιβλία του, σαν άρχισα και τα μισόνοιωθα. Η μακαρίτισσα με καμά­ρωνε σαν τα διάβαζα το βράδυ κοντά στο λυχνάρι. Κι έλεγε, τι μεγάλη τύχη που την έχουν τα παιδιά τώρα, που μαθαίνουνε γράμματα. Τα ’λεγε γράμματα, γιατί δεν καταλάβαινε λέξη. Αν ήτανε γλώσσα της, δε θα ήταν γράμματα. Λες το μούστο γλεύκος, και γίνεται γράμματα. Γράφεις πως το φαΐ είναι κεκολημένον, και μυρίζει κνίσσαν, και γίνεται κι αυτό αμέσως γράμματα. Αλλάζεις λέξες και πηγαίνεις εμπρός. Και με το βάσανο να βρεις τη λέξη, ο Θεός να σε βοηθήσει να βρεις και το τι θα πεις. Α θελήσεις να γράψεις τίποτις που το συλλογίστηκες απατός σου, κι όχι κάποιος αρχαίος ή φράγκος,—ένα παραμυθάκι ας πούμε,—δε βρίσκεις λέξες για το μισό, γράφεις λοιπόν τ’ άλλο το μισό. Και κείνος πάλι που σε δια­βάζει, αν τύχει κι είναι αρχάριος, δεν καλοχωνεύει τα μισά που διαβάζει, κι έτσι του μένει το τέταρτο. Ο άλλος ο κόσμος κερδίζει από τα βιβλία του εκατό τα εκατό, εμείς είκοσι πέντε τα εκατό. Τ’ άλλα τα εί­κοσι πέντε είναι δοτικές κι αναδιπλασιασμοί, και τα πενήντα μήτε γράφηκαν! Κι έτσι βγαίνει το ρωμιόπουλο στης ζωής την παλαίστρα αρματωμένο κορακίστικες λέξες και φράσες.

Τις αραδιάζει, και γίνεται η δουλειά του. Οι σο­λοικισμοί κι οι βαρβαρισμοί είναι ψύλλοι στ’ άχυρα. Τώρα πρέπει να βγει το ψωμί όπως όπως. Θα πεις, και τι να σου κάμει λαός που φορτώνεται πεθαμένη γραμ­ματική που χρειάζεται ζωή αλάκερη να τη μάθεις! Θάμα είναι κι αυτό που σου κάμνει. Θάμα που έχουμε πέντ’ έξι νομάτους στη χώρα και μας γράφουν την κορακίστικη δίχως να μας φέρνουν ανέκατο… Τάχα λες πως όλοι θα γίνουμε μια μέρα σαν κι αυτούς τους πέντ’ έξι; Σπολλάτη! Ας σφαλίξουμε λοιπόν τ’ αργαστήρια μας, ας στουπώσουμε τ’ αυτιά μας, ας δέ­σουμε τα χέρια μας, κι ας μελετούμε την αρχαία ώσπου να φτιάξουμε μια καλή κορακίστικη. Να πούμε όμως και του αλλουνού του κόσμου να μην πολυβιάζεται με τον πολιτισμό, να τον προφτάξουμε και μεις. Να μας απαντέξουνε κι οι Βούλγαροι, γιατί σπουδά­ζουμε την αρχαία τη γραμματική· και κατόπι, μετριούμαστε και με δαύτους.

Αυτό ήτανε το ’να το ρέμα, το τεχνητό. Είχαμε όμως και τ’ άλλο, το φυσικό. Επειδή, ποιο αγόρι ή κορίτσι μπορεί να ξεφύγει τις χίλιες μωρολογιές, νο­στιμιές, αβανιές, φοβέρες ή και βρισιές που κατρακυ­λούν ολόγυρά του σαν πέτρες μαζί με το χείμαρρο; Σε ποιο Σκολειό δε σημαδεύεται το παιδί με τέτοια κατρακυλίσματα; Ποιος δεν έμαθε να καταριέται στη γλώσσα του; Ποιος δε βγάζει, το πάθος από μέσα του σα ζωντανό φίδι, τον πόνο του σα ζεστό αίμα, και σαν αχνό τη λαχτάρα, του; Ποιος «Ελληνομαθής» δε θα φωνάξει ένα χωριάτικο ωχ, αν του πατήσεις, ας είναι και το νυχάκι του δασκαλίσιου του του ποδός;

Αν τα λόγια της αγάπης είναι της μάνας, τα πιότερα τα λόγια του πόνου και της ζωής είναι των πρώτων συντρόφων μας. Ή της μάνας είναι ή των συντρόφων, κάθε χαρά ή λύπη, κάθε λαχτάρα ή απελ­πισία, κάθε μίσος, κάθε τρόμος ή θυμός που κλονίζει το νου μας, κάθε σταλαματιά που γυρίζει στις φλέ­βες μας είναι ζυμωμένα με την καταφρονεμένη τη γλώσσα που ντρεπόμαστε να την πούμε δική μας. Είναι χτήμα της καρδιά μας η γλώσσα, δε θέλει να ξέρει άλλη γλώσσα η καρδιά μας. Και να ’θελε, μια κορακίστικη λέξη δε θα μπορούσε να τσαμπουνήσει απάνω στον πόνο της. Καρδιά και γλώσσα μεγαλώνουνε σα δίδυμες αδερφάδες. Η μια διαφεντεύει την άλληνα. Κάθε πόνος και το τραγούδι του, κάθε πά­θημα και την παροιμία του. Πού να τις ξεχωρίσει μια πεθαμένη γραμματική! Άλλο τόσο παγώνουν οι παγωμένοι της οι κανόνες σε μια καρδιά που ξέρει τι θέλει, που γυρεύει την τρυφερή τη λέξη να παραστήσει τον πόνο της, την κοφτερή να δείξει το πάθος της. Πού ακούστηκε τέτοιο κακό! Πού ακούστηκε Αχιλ­λέας ή Αμλέτος να πασαλείβει το πάθος του με τέ­τοιους σουβάδες; Σε ποιο βιβλίο γράφηκε πως οι με­γάλοι οι τεχνίτες του κόσμου πήραν από δασκάλους τη γλώσσα τους! Του κάκου, όλη η ιστορία σας κατα­τρέχει, καλοί μου σοφοί. Όλος ο κόσμος θρούβαλα τις κάνει τις θεωρίες σας. Εμείς μόνο τα ρωμιόπουλα σας αφήσαμε και μας πήρατε στο λαιμό σας, και μας τρα­βήξετε από τη γελαστή μας ακρογιαλιά σε βάθια μαύρα και σκοτεινά, και πάτε να μας πνίξετε τώρα μαζί σας.


Κεφάλαιο 9

[Επεξεργασία]

ΣΗΜ. Εδώ δηγάται ο Γεροδήμος μερικές περι­πέτειες του Σκολειού του, και τις αντάμωσές του με τη Λενιώ. Δεν πολυχρειάζουνται για τον καθαυτό σκοπό του βιβλίου, ώστε το παραλείπουμε κι αυτό το κεφάλαιο.

Σκουλαρίκι να το κρεμάσουν

[Επεξεργασία]

Δεν ξέρω πόσα χρόνια και πόσοι μήνες πέρασαν από τότες που με πρωτοπήρε η μάνα μου στο Σκολειό. Πρέπει να ήμουνα στα δώδεκα τώρα. Πρέπει να κόν­τευε χρόνος που δεν ήρχουνταν πια μήτε η Ελένη μήτε η Αννούλα. Δεν την έβλεπα πια τώρα κάθε μέρα την Ελένη. Δεν την άκουγα την τρεμουλιαστή τη φωνή της καθώς τότες που διάβαζε στην τάξη των κοριτσιών. Δεν την είχα πια αντίκρυ μου να με περεχά με το φως της. Ήταν κλεισμένη πια τώρα στο σπίτι της, και δεν τη συχνόβλεπε μήτε η Αννούλα.

Όχι· την έβλεπα μες στο νου μου, και την είχα πάντα μες στην καρδιά μου. Τα γλυκά της τα μάτια φεγγοβολούσανε σιμά μου σα μ’ έτρωγαν τα βάσανα του Σκολειού, μεγαλύτερα βάσανα τώρα. Πήγαινα να ποτίσω το περιβόλι το βράδυ, και σα Νεράιδα την έβλεπα κι έτρεχε ανάμεσα στα λουλούδια. Να παίξω πήγαινα με παιδιά, και παραφύλαγε να με τραβήξει, να με πάρει μαζί της. Κοιμούμουν, και στον ύπνο μου ήρχουνταν. Ξυπνούσα, και πάλι σιμά μου την ένοιωθα. Της μιλούσα, χίλια της έλεγα λόγια γλυκά, λόγια που μήτε τ’ άκουσε, μήτε τα ονειρεύτηκε ίσως.

Ήταν τώρα διακοπές, καλοκαίρι. Κεριακή βράδυ, χαρά Θεού. Ο ήλιος έγερνε και περεχούσε τ’ αψηλοχτισμένο χωριό με χρυσοκόκκινη αναλαμπή. Η θά­λασσα κοιμότανε σα να τη μέθυσε το γλυκό καλο­καίρι. Τα πουλιά κελαηδούσανε στα περιβόλια, σα να μάλωναν ποιο να πρωτοπάρει το καλύτερο το κλωνί για κρεβάτι του. Οι λυγερές οι φωνές και τα γέλια της γειτονιάς αντιλαλούσανε στον αέρα σαν πανηγύρι, οι ναύτες τραγουδούσανε στο λιμάνι, όλος ο κόσμος χαιρότανε.

Είπα της μακαρίτισσας, ας πάρουμε την Αννούλα κι ας πάμε όξω και μεις. Να δούμε τη θάλασσα να ρίξουμε δυο πέτρες μες στο γιαλό. Να κοιτάξουμε τα βουνά, να πάρουμε καθάρια αναπνοή. Έβαλε λοιπόν το σάλι της και βγήκαμε. Στο δρόμο, ανταμώνουμε το γερο-Βασίλη. Και καλά να γυρίσουμε πίσω· να μη βγούμε· σπίτι να πάμε· κάτι κρυφομίλησε της μάνας μου, και γυρίσαμε. Κάτι μισοάκουσα για μια καινούρια βαρκιά που μας ήρθε πάλι.

— Ε, στην υγειά σου, μου κάνει ο γέρος πίνον­τας τη μαστίχα του, και να ’χουμε την ευκή της Λε­νιώς. Δεν τα μάθετε; την τάξανε την Ελένη τους. Είδε, λέει, η Καλαφάταινα εψές όνειρο, και πήγε ο άγιος του Μοναστηριού και της είπε· «Εγώ που γλύτωσα το κορίτσι σου, εγώ πρέπει και να το πάρω».

Κι από την ώρα που ξύπνησε η Καλαφάταινα, μ’ αυτό τ’ όνειρο έχει να κάνει. Και το πήραν απόφαση να τη στείλουνε γλήγορα, πρι να ξανάρθει ο άγιος και της κάμει της Καλαφάταινας κανένα κακό.

Μ’ αποσβόλωσαν τα λόγια του γέρου. Άνοιξε η γης και με κατάπιε. Έπεφτα σ’ ατέλειωτο βάθος. Γύριζαν οι τοίχοι, γύριζε όλος ο κόσμος. Πού να βασταχτεί πια ο κόσμος δίχως εκείνη! Θα χαλάσει ο κό­σμος, κόλαση θα γίνει το χωριό, θα ρημάξει το σπίτι μας, θα μπει ο μαύρος ο πόνος μες στην καρδιά μου και θα την κάμει για πάντα δική του! Φεύγει πια η παρηγοριά μου, φεύγει η δύναμη που με διαφέντευε μέσα στον κόσμο, που με γέμιζε θάρρος κι ελπίδα. Ποιος αθώρητος άγγελος θα ’ρχεται τώρα κοντά μου να με γλυτώνει από αμέτρητους πειρασμούς! Κανένας, κανένας πια τώρα παρά η μάνα μου, και κείνη δεν τα ξέρει πια όλα τα μυστικά βάσανά μου. Την έκαμε ξένη τη μάνα μου το Σκολειό!

Πού να το φανταστεί ο γέρος πως άνοιξε μπροστά μου τέτοιον γκρεμνό! Χωράτευε με την παιδιακίσια μου την αγάπη, και δεν το ’ξερε πως με σπάραζε. Μήτ’ άλλος κανένας δεν το ’ξερε. Όλοι για παιχνίδι την έπαιρναν τη βαθιά και την τρυφερή εκείνη την αγάπη!

Έκαμαν το σταυρό τους σαν άκουσαν την είδηση, κι η μάνα μου, κι η Αννούλα. Έκαμαν το σταυρό τους, και σύχασαν. Άμα ήταν άγιος στη μέση, λό­γος δεν έπεφτε κανενός.

…Σιγά σιγά ξανάρχισαν πάλι την ομιλία. Μι­λούσαν κι οι τρεις τους σαν αρραβωνιάστηκε η Ελένη... Όλα τα καλά της ιστορήθηκαν, όλες οι μορφιές της, ως και τα παλιά της τα πάθια.

Δεν μπορούσα πια να βαστάξω. Σηκώθηκα και βγήκα στην αυλή. Άνοιξα τη θύρα, πήρα τα μάτια μου, κι έφυγα. Πού πήγαινα δεν ήξερα. Μ’ έβγαλε ο δρόμος στον Ανεμόμυλο. Ανέβηκα το βουναράκι. Κάθισα στο πλάγι του μισογκρεμισμένου του μύλου, και κοίταζα την ατέλειωτη θάλασσα. Άκουα τα κύ­ματα που χτυπούσανε μέσα στις σπηλιές από κάτω, και θαρρούσα πως αναστέναζαν. Έβλεπα τους βρά­χους τριγύρω και μου φαίνουνταν παράξενο πώς δε μι­λούσαν, πώς δε ράγιζαν, που έφευγε η Ελένη για πάντα. Περνούσαν οι βάρκες να πάνε στο πυροφάνι, κι ο νους μου δεν το χωρούσε πώς γίνεται ο έρημος ο ψαράς να συλλογιέται για ψάρεμα, τώρα που φεύγ’ η Ελένη! Πώς δεν έπεφτε κι ο ήλιος μια και καλή μες στη θάλασσα, να πνιγεί και ν’ αφανιστεί, μόνο βασίλευε σιγανά σιγανά, σα να μην έφευγε η Ελένη!

Άξαφν’ ακούγω βαρύ κρότο, σα να πήδηξε κά­ποιος από ψηλά. Γυρίζω, και βλέπω Τούρκο στρωμένο. Πρέπει να παραπάτησε πηδώντας από μεγάλο βράχο. Λίγο παρακείθε βλέπω κι άλλον Τούρκο που έτρεχε καταπάνω μου με τα μάτια του άγρια χαρά. Τρο­μερός στοχασμός με περνάει σαν αστραπή. Βρέθηκ’ αμέσως ολόρθιος, πηδηχτός, πεταχτός, ζαρκάδι μο­ναχό. Κατέβαινα, το βουνό κατρακυλιστά. Μια φορά δεν κοίταζα πίσωθέ μου. Ήμουνα σε λίγες στιγμές στο χωριό. Άλλη μια στιγμή, και χώθηκα στην αυλή μας. Φωνή δεν είχα σαν μπήκα. Ανέβηκα ίσια απάνω, και πολεμούσα να συνεφέρω. Τον έβλεπ’ ακόμα το φίλο με τ’ άγρια τα μάτια.

Δεν ξέρω πόση ώρα κείτουμουν έτσι μήτε τι συλλογιούμουν. Ένα πράμα θυμούμαι, που αποφάσισα να μην τους πω τίποτε κάτω. Θα τρομάξουν, είπα, κι ίσως με τάξουν και μένα Καλόγερο! Όχι, εγώ θα ζήσω στον κόσμο, στον κόσμο θα μεγαλώσω, κι από τον κόσμο από μέσα θα τους πλερώσω τους φίλους... Σκουλαρίκι να το κρεμάσουν.

Ένα όνειρο

[Επεξεργασία]

… Έκλεισα τα μάτια μου κι αποκοιμήθηκα. Και στον ύπνο μου είδα παράξενο όνειρο. Βρέθηκα σ’ εκκλησιά μέσα. Λαμπάδες, ψαλμωδίες, κόσμος. Κι ωστόσο μια καταχνιά, που όσο κι αν έφεγγε, δεν έβλεπα τίποτις μακριά. Σε ποιο μέρος της εκκλησιάς βρισκόμουνα δεν ήξερα. Κόκκινο σύννεφο μου τα σκέ­παζε όλα. Πλανιούμουν από δω κι από κει σαν τυ­φλός. Άξαφνα έρχεται άγγελος πλάγι μου! Ναι, άγγελος με φτερά. Με παίρνει από το χέρι, και δίχως λέξη να πει, με φέρνει σ’ ένα στασίδι. Ήταν το στα­σίδι του Ψάλτη. Ότι στάθηκα κει, με τον άγγελο πλάγι, με ξύπνησε η φωνή της Αννούλας.

— Εδώ μαθές είσαι τόσην ώρα και δε μιλάς; Τι έπαθες; Μια ώρα σε γυρεύουμε τώρα. Ήρθε κι η Καλαφάταινα με την κόρη της να σε πει έχε γεια, και πουθενά δε σε βρίσκαμε. Να δα που σ’ αγαπάει η μικρή κιόλας, και σου άφησε το κεντημένο αυτό μαν­τίλι. Τα μοίρασε όλα της τα προικιά. Και για σένα, λέει, έφερε το καλύτερό της μαντίλι, να τη θυμάσαι...

Αυτό είναι το μαντίλι που βρήκες δεμένα αυτά τα χαρτιά, κληρονόμε μου. Είναι μαυρισμένα τα ξόμπλια του, και κίτρινο το πανί του…

Ήτανε πια νύχτα, και δεν μπορούσα να βρω αφορμή να πάγω, ας είναι κι απ’ έξω από το σπίτι της, να βρεθώ άλλη μια στιγμή πιο κοντά της. Πάει πια, δε θα την ξαναϊδώ την Ελένη!

Και μήτε την ξαναείδα… Δεν ξέρω πώς τα βά­σταξε τα βάσανα του μοναστηριού. Ξέρω μονάχα πως εκεί πια δεν είναι κλεισμένη, μόνο τώρα πετάει αψηλά, και κατεβαίνει κάποτες και με παίρνει από το χέρι σα χάνουμαι στου κόσμου την καταχνιά, και με φέρ­νει σε στασίδι που δεν το αξίζω.

Ας σταθούμε δω πέρα λιγάκι. Ας απλώσουμε το χαλί μας, κι ας κάμουμε το ναμάζι μας. Χαμογελάς, αψηλόθρονό μου θεριό, που όνομα δε σου βρίσκω; Τι τάχα; Οι καλαμαράδες σου μονάχα θα σε θεμιάζουνε, μην τύχει και τους δώσεις τρεμούλα μ’ ένα σου βή­ξιμο; Εγώ τουρκεύω κιόλας για το χατίρι σου. Θέ­λεις και δώρα; να κι ένα δώρο· είναι σκούρο και στρογ­γυλό, έχει και μικρό τσιμπιδάκι. Τρέμεις; Έννοια σου, δεν είναι τέτοια η μπόμπα μου, μη φοβάσαι. Δυνα­μίτη δεν έχει μέσα της. Τεχνίτης δεν την έχει φτιασμένη. Την έφτιαξα εγώ ο ταπεινότατος δούλος σου, απατός μου. Πενήντα χρόνια τη δούλευα. Από κείνη την αξέχαστη τη βραδιά είναι που βάλθηκα να σου το ’τοιμάσω αυτό το δώρο, κι έρχουμαι τώρα να σου το προσφέρω· δέξου το. Είναι ζυμωμένο με της καρ­διάς μου το αίμα. Αυτό το αίμα δεν πρόφταξε να χυθεί στο μεγάλο το ποτάμι που πλημμύρισε το Βασίλειό σου. Δεν το ήπιαν οι πιστοί σου αυτό το αίμα, κι απόμεινε κρυμμένο μέσα σε μια καταφρονεμένη καρδιά, ύστερα πέρασε σε άλληνα, ώσπου καταστάλαξε στη δική μου, έγινε άλλο τόσο, και πάλι άλλο τόσο, και στο λαιμό μου ανέβαινε, μ’ έπνιγε. Τι να το κάμω, είπα. Χτήμα σου είναι. Στάλα στάλα το ’ριχτα πάνω σ’ αυτά τα χαρτιά. Και τώρα τα καταθέτω μπροστά στο θρόνο σου! Μην τ’ αγγίζεις, θα κάψεις τα χέρια σου! Έχει φαρμάκι αυτό το αίμα, και σε καί­γει καθώς τ’ αγγίζεις. Μα φοβούμαι μήπως εκείνο σ’ αγγίξει, και σε λυπούμαι, γιατί πρέπει μέσα σου να ’χεις ρωμαίικο αίμα και συ. Τι σου φταίγω ωστόσο! Δικό σου είναι το αίμα μου, και σου το ’στειλα. Πες τώρα κανενός να τα πετάξει αυτά τα χαρτιά στη θάλασσα. Ναι, έτσι, με τη μασιά να τα πιάσουνε. Τι; τους καίνε πάλι; Μην απελπίζεσαι. Πρόσταζε φωτιά να τους βάλουν. Φωτιά σ’ όλο τ’ αρχοντικό σου, και φεύγα. Μην κάθεσαι και τα βλέπεις. Θα περάσει το κακό τους από τα μάτια σου στα σπλάχνα σου και θα τα κάμει κομμάτια. Πήγαινε συ, κι άφησε το Βεζίρη να βάλει φωτιά. Όξω, και χάθηκες! Αχ, σου το ’λεγα! μην αργήσεις. Άργησες, και τώρα μου σφίγγεις τα χέρια σου. Τρέμουν τα γόνατά σου· γουρλώνουν τα μάτια σου. Πάει, γλυτωμό πια δεν έχεις. Πήγαινε και ξαπλώσου σε κανένα μιντέρι. Και σεις όλοι γύρω, σας έπιασε και σας το κακό. Κοράκοι γενείτε, κι ανοίξτε τα φτερούγια σας. Όξω!

Δεν έχετε τώρα να πείτε, σας γλύτωσα. Έπιασαν τα μάγια. Βασανιστήκατε λιγάκι, μα τη λευτεριά που την έχετε τώρα! Ο ουρανός θα γεμίσει κοράκους κι όρνια. Όξω! τρέχετε στα ψοφίμια!

Τόσα χρόνια να διψούν αίμα, και να μην το ’χουνε θάλασσα τα καημένα να κολυμπούν! Πετάτε στις ρημιές και στα δάση! Εκεί θα βρείτε φαΐ και ραχάτι. Αυτού που τριγυρνάτε ραχάτι δεν έχει. Θα τσουρου­φλιστούν τα φτερά σας. Μακριά, στη ρημιά, στα ψο­φίμια, όξω, όξω!

Στο Μεσοβούνι

[Επεξεργασία]

Ήταν Αύγουστος τώρα. Είχαμε άλλον ένα μήνα διακοπές, κι ήρθαμε να τις περάσουμε σ’ αυτό το κα­λύβι, που κάθουμαι τώρα ολομόναχος και σου γράφω.

Κάθε χρόνο την είχαμε την καλοπέραση τούτη.… Σηκωθήκαμε πρωί πρωί, ’τοιμαστήκαμε, μανταλώσαμε τα παράθυρα, κλειδώσαμε τις πόρτες, και τρα­βήξαμε κατά τον κάμπο, με το γαδουράκι του γέρου φορτωμένο δισάκκια, ζεμπίλια, και στρωσίδια.

Ήρθαμε και τα βρήκαμε όλα σε τάξη. Το καλύβι σκουπισμένο, ο σιτοβολώνας απάνω χωρισμένος σε δυο καμαράκια, οι τοίχοι ασβεστωμένοι, τ’ αργαλειά κρε­μασμένα τριγύρω, το τουφέκι, ο πεζόβολας, τα παρα­γάδια, τ’ αγκίστρια, όλα στον τόπο τους.… καθετίς εδώ ήτανε γλέντι, ως κι η δουλειά μας.… Αυτό το μικρό χωραφάκι με τις συκιές του, με τις κληματα­ριές του, και μ’ ένα περιβολάκι κοντά στη βρύση, ήταν η σερμαγιά μας. Δε μας έτρεφε το ξενοδούλι πια τώρα. Το κατώγι μας ήτανε γεμάτο, τα κουκού­λια μας έβγαζαν το μετάξι τους, ως και βαμπάκι δε μας έλειπε. Ως και σουσάμι είχαμε για τις πίτες μας.

Μα μένα με κρυφόδερνε μια στέρηση και μια λύπη που δεν έσωνε μήτε μετάξι μήτε σουσάμι να μου τη διώξει. Σαν έμπαινα στο καλύβι κι ανιστορούσα πως εκεί, κοντά στη γωνιά, κάθισε η αγιασμένη μου η Ελένη τότες που τήνε γλύτωσε ο γερο-Βασίλης, και πως δεν ξαναμπήκε σ’ αυτό το καλύβι, δεν ήρθε να μου πει πως την αγαπάει εκείνη την κώχη που της ξανάφερε τη ζωή, μ’ έπαιρναν τα δάκρυα κάποτες, και κατέβαινα στο γιαλό να ξεσκάσω κοντά στα κύματα. Κι αυτόν το δίσεχτο χρόνο, που έφυγε η Ελένη, και πήρε τον αγύριστο δρόμο της αγιοσύνης, που δεν μπορούσα πια να την ξαναϊδώ μήτε στο χω­ριό, ήτανε δίστομο μαχαίρι η λύπη μου και μου τρυ­πούσε ως πέρα τα σπλάχνα, κρυφά και δίχως να το ξέρει κανένας. Ώρα πολλή δεν μπορούσα να μείνω κοντά στην κώχη εκείνη, χωρίς το γέρο ή τη μάνα μαζί μου. Ως και τώρα ακόμα τη βλέπω την πέτρα που κάθισε ο γέρος και πήρε στα γόνατα του το τρομασμένο μου τ’ αγγελούδι, και θαρρώ πως τάφο κοιτάζω. Τη βλέπω καλά την πέτρα, και το θαμάζω που δεν είναι ραγισμένη, δεν άλλαξε καθώς άλλαξαν όσοι κά­θισαν εκεί απάνω, μήτε σηκώθηκε να φύγει καθώς εκείνοι. Δεν την έκλεψε κανένα ζεϊμπέκι, δεν καλογήρεψε, δεν αρρώστησε, δεν πέθανε,— και μήτε γράφει τώρα την ιστορία της!

Είναι τ’ άγιο το βήμα του καλυβιού μου αυτή η πέτρα. Θα δεις εκεί κάποτε λουλούδια βαλμένα, ή και στοιβασμένα αυτά τα χαρτιά ....

Ας πάρουμε τώρα μια από τις αξέχαστες εκείνες μέρες της εξοχής, κι ας την ιστορήσουμε, αν έχεις υπομονή. Θαρρώ πως πρέπει. Εδώ είναι που σ’ έχω και σου μιλώ… Δυο λόγια μοναχά για το Μεσο­βούνι, μια μέρα της αθάνατης εκείνης της ζωής, κι έχεις όλη την ιστορία.

Μεσοβούνι είναι το βουνό που μας χωρίζει από τον κάμπο του χωριού, είναι κι η εξοχή μας. Ένα μικρό, παράμερο, ξεχασμένο κομμάτι του Παραδείσου, που βρέθηκε δω ανάμεσα στα βουνά. Η μια πλευρά του ορθάνοιχτη, και βλέπει τη θάλασσα. Μια και μπεις σ’ αυτή τη φωλιά, και σαν πουλί σπαρταράει η ψυχή σου. Άφησε πια που σε μεθάει το θυμάρι κι η λυγα­ριά. Άφησε που σε κουφαίνουν τα κοπάδια τριγύρω με τα κουδούνια τους, που σε γλυκοκοιμίζουν οι βρύσες με τ’ ακοίμητά τους νερά. Μα κείνο που σου δίνει καινού­ρια ζωή, που σε κάνει κι ανεσαίνεις πιο εύκολα, είναι που Τούρκος δεν έχει χωράφι τριγύρω… Έχει ρω­μαίικη ψυχή μέσα του το μικρό το Μεσοβούνι. Ζούσανε μάλιστα τα χρόνια εκείνα και δυο τρεις Μεσοβουνιώτες που μύρισαν κι αυτοί μπαρούτι στα νιάτα τους! Ο γερο-Βασίλης ήταν ένας. Ο μακαρίτης ο Αγγελάκος, στο πλάγι μας, άλλος ένας. Ήταν κι ο γερο-Καπλάνης, που ήταν κι αυτός κατιτίς μια φορά. Όλοι τους Ξωμερίτες, απείραχτοι όμως τώρα, και δεν τους κακόβλεπε κανένας αγάς. Παντρεύτηκαν και στον τόπο, εξόν ο Βασίλης, που όρεξη για καινούριες αγάπες δεν είχε.

Αυτό ήταν το Μεσοβούνι· ορίστε τώρα κι η ζωή μας εκείνα τα χρόνια.

Πρι να φέξει, ο γέρος με κατέβαζε στο γιαλό και τραβούσαμε τις αποτονιές. Τα μουγκριά δεν απαντέχουν ώσπου να φέξει. Βγαίνουν από τα θαλάμια τους την αυγή, τριγυρίζουν τον κάβο να βρούνε φαΐ, χάφ­τουν το δόλωμα, πιάνουνται, κι ύστερ’ αρχίζουν και στρεφογυρίζουνε σαν αδράχτια ώσπου ζαρώνει και κου­βαριάζεται το σκοινί, κι ανασηκώνεται τ’ αγκίστρι και ξεμπλέκεται από τα σβάραχνά τους, και τότες ξετι­νάζονται και φεύγουν. Πρέπει λοιπό να τραβηχτούν οι αποτονιές πρι να ξεμπλεχτεί το μουγκρί, κι αυτό κάμναμε.

Ύστερα, σα ξημέρωνε, ρίχταμε τις αποτονιές της μέρας. Ξέραμε πού κατεβαίνανε τα λαβράκια, πού τριγύριζαν οι συναγρίδες, και κει τις ρίχταμε. Ύστερ’ ανεβαίναμε κατά το χτήμα, ότι άρχιζε να χρυσώνει ο ήλιος της Ανατολής τα βουνά. Κι ώσπου να χρυσώσει και τα δικά μας τα βουνά, γυρίζαμε στο κα­λύβι με το καλάθι γεμάτο σύκα.… Κατόπι άρχιζε η δουλειά.… Ύστερα έπαιρναν οι γυναίκες τ’ αργόχειρά τους και κάμνανε συντροφιά του τζίτζικα κάτω από τη μεγάλη τη συκαμηνιά. Ήρχουνταν κι η Αγγελάκαινα με τη ρόκα της, ήρχουνταν κι η Καπλάναινα με το βρακί του αντρού της, και κάμνανε με τις δικές μας χωριό. Εγώ τότες έπαιρνα τ’ αποκαλαμίδι, και σαν έριχτα μια ματιά στις αποτονιές, τραβούσα κατά τον κάβο, έμπαινα στο νερό ως τα γόνατα, και ψάρευα. Και σαν έπιανα σωστή τηγα­νιά, γύριζα πίσω, ώρα που έπρεπε να τηγανιστούν.

Τ’ απόγεμα ο ύπνος δεν μπορούσε να λείψει. Ύστερα πάλι λίγη δουλειά, κι ώσπου να γυρίσεις να δεις βρά­διαζε. Και σα βράδιαζε, κατεβαίναμε στο γιαλό και καθίζαμε στα χαλίκια, και βλέπαμε τα ψάρια που πηδούσαν κοπαδιαστά απάνω στ’ ασημένια νερά. Εκεί κατέβαιναν όλοι. Έβλεπες κόσμο εκεί. Εκεί τραγου­δούσαν τα κορίτσια, πετούσαν πέτρες τ’ αγόρια στη θά­λασσα, οι άντρες μιλούσανε για τα μαξούλια τους, οι γυναίκες για καθετίς. Αν έλειπε και καμιά τους, έμενε τόπος και για ψεγάδιασμα.

... Γλέντιζα και γω με τ’ άλλα παιδιά. Παρά­βγαινα και γω μαζί τους στην πέτρα, στο τρέξιμο. Τους πουλούσα και λίγη σοφία, τους ξηγούσα τι λογής τόποι είναι πίσω από της Ανατολής τα βουνά....

... Τέτοια μια βραδιά ήτανε σα μας πρωτοείπε ο γερο-Βασίλης την ιστορία του. Κανένας δεν την καλοήξερε εξόν η μακαρίτισσα, και κείνη ποτές δε μας τη δηγήθηκε. Δε θυμούμαι τι τον έκαμε το γέρο να μας ξεμυστηρευτεί τη βραδιά εκείνη. Ίσως τον ερέθισε ο Καπλάνης, που όλο τις παλικαριές του μας έβγαζε στη μέση, όλο Τούρκους μάς σκότωνε. Γιατί θυμούμαι τον Αγγελάκο που γύρισε κι είπε της μάνας μου, «Δε μας έμεινε πάλι Τούρκος. Σαν πράσα πάλι μας τους πελέκησε ο Καπλάνης!»

Δεν την ξέχασα, την ιστορία του γέρο Βασίλη, και δεν πρέπει να την αφήσω αγνώριστη.

Στον γκρεμνό

[Επεξεργασία]

— Να σας τα πω λοιπόν, παιδιά μου, μια και καλή (άρχισε ο γέρος)· στον τόπο μου οι δικοί μας σηκώθηκαν και δε σηκώθηκαν. Έκαμαν τη δουλειά τους μισή. Αυτές οι μισές οι δουλειές ήταν που μας αφάνισαν τότες.

Ήμουνα δέκα μηνώ νοικοκύρης, κι η Χριστίνα μου είχε στην αγκαλιά της το πρώτο της, αχ, και το στερνό της! Μήτε χωράφι είχαμε μήτ’ αμπέλι. Σερμαγιά μας ήταν η βαρκούλα μου και τα δίχτυα μου. Πριν ακόμα να λευτερωθεί η Χριστίνα πέρασαν κι από το χωριό μας και μάζευαν οι δικοί μας ό,τι μπορούσαν. Έδινε ο καθένας ό,τι είχε. Εμείς δεν είχαμε τίποτις άλλο να δώσουμε, έδωσα λοιπόν τη βάρκα μου, κι έμεινα με τα δίχτυα, και με την ελπίδα πως ήρθε η ώρα μας και θα δούμε και μεις άσπρη μέρα. Τη βλέ­παμε τη βαρκούλα σαν έφευγε δεμένη πίσω από μια γολέτα, και της φωνάζαμε «στο καλό». Έπιασαν τόπο οι γολέτες εκείνες, το ξέρω. Μα τι κατάλαβες που βρεθήκαμε έρμοι και μοναχοί σαν πλάκωσε το κακό από την Ανατολή! Τα ίδια της Χίος, μόνο κάτι μικρότερα.

Πήραμε όλοι μας τα βουνά. Ήτανε νύχτα, και τρέχανε σα λυσσασμένοι κατόπι μας. Μα μεις ξέραμε τα κατατόπια, κι αυτοί δεν τα ’ξεραν. Κι έτσι γλύτω­σαν πολλοί, αν και το χωριό μας ρημάχτηκε. Μα εγώ τέτοια τύχη δεν είχα. Ό,τι περάσαμε από κάτι σπαρτά σκύβοντας και πήραμε το βουνό, άρχισε να κλαίει το μωρό στην αγκαλιά της Χριστίνας! Τι να κάμουμε τώρα! Βύζαξέ το, της φωνάζω. Του κάκου, δε σώ­παινε το μωρό! —Φράξε το στόμα του, σφίξ’ το στην αγκαλιά σου, για τ’ όνομα του Θεού, και χαθήκαμε! Πάλι του κάκου! Το παιδί όλο τσίριζε.

— Ε, να σου πω, Χριστίνα, της κάνω τότες, άλλον τρόπο δεν έχει. Ή αυτό θα πάει, ή όλοι μας. Κάμε το σταυρό σου, και πέτα το στον γκρεμνό! Γλή­γορα, γιατί πλάκωσαν! Να, γύρισε να τους δεις εκεί κάτω. Σφίξε τα δόντια σου, και στον γκρεμνό. Πέτα το, σου λέω, πέτα το, στον γκρεμνό, στον γκρεμνό, γλήγορα κι έρχουνται, να τους!

Αυτή, που ως τώρα μισογόγγυζε καθώς έτρεχε, άξαφνα βγάζει μια φωνή που αντιλάλησε το βουνό. Δε βάσταξε πολύ η φωνή. Γυρίζω να δω, κι άλλο δε βλέπω παρά τον γκρεμνό! Τι έκαμα τότες, δεν ξέρω· πρέπει να ’πεσα κάτω ξερός· Πρέπει να ’μεινα εκεί πολλήν ώρα στα σκοτεινά. Σαν ήρθα στο νου μου, τρομερή ησυχία σ’ εκείνο το μέρος! Το μεγάλο το κακό ήταν τώρα κατά το χωριό. Από κει έβγαιναν οι φλό­γες, από κει ήρχουνταν τα μουγκρητά των θεριών. Κάθισα να συλλογιστώ αν ήταν αλήθεια, αν ονειρευούμουν, αν ήμουν τρελός. Φώναξα τη Χριστίνα, την ξαναφώναξα. Του κάκου, ήταν αλήθεια! Γκρε­μίστηκε η Χριστίνα με το μωρό. Να τος ο γκρεμνός! Να το το βάραθρο! Τι να κάμω τώρα! Ίσως ζει η Χριστίνα, ίσως δεν έπαθε τίποτις, ίσως λογοθύμησε· ας κάμω πως κατεβαίνω, να δω, να την εύρω, να ζήσω ή να πεθάνω μαζί της.

Και κει που έκαμνα να κατέβω,— μπαμ! και σφυ­ρίζει ένα βόλι στ’ αυτί μου. Αυτό το βόλι μ’ έκαμε όξω φρενώ· γένηκα στ’ αλήθεια τρελός. Είχα μαζί μου μια πιστόλα κι ένα μαχαίρι. Αδειάζω την πι­στόλα με χίλιες κατάρες, και τρέχω με το μαχαίρι καταπάνω στο κορμί που μισόβλεπα κατά το μέρος οπούθε ήρθε η τουφεκιά. Ώσπου να πάγω κοντά του, αυτός ξαπλώθηκε. Ωστόσο οι τουφεκιές πρέπει να ’φεραν κι άλλους κοντά μου, γιατί άκουγα αντρίκιες κου­βέντες γύρω. Τι να κάμω δεν ήξερα. Είπα, ας κρυφτώ σε κανένα δέντρο απάνω. Σκάλωσα λοιπό σε μιαν αχλαδιά, και κρύφτηκα. Πώς να φύγω μονάχος μου, χωρίς τη Χριστίνα! Πρέπει να τη βρω, έλεγα, και θα τη βρω. Κάπου θα κείτεται λιγοθυμημένη. Μια να γλυκοφέξει, και θα τη βρω.

Τρομερή κι ατέλειωτη νύχτα! Κάθουμουν ανάμεσα στ’ αχλαδόκλαδα, και τους έβλεπα και περνούσανε δυο δυο και τρεις, τρεις, πότε Τούρκοι, πότε δικοί μας. Όλες τις κατάρες κι όλες τις προσευκές τις άκουσα κείνη τη νύχτα. Κατάντησα σα μεθυσμένος. Φάντα­σμα θαρρούσα πως ήμουνα. Δεν το πίστευα πως ήμουν εγώ, πως έπαθα τίποτις.

Πήδηξα κάτω άμα γλυκόφεξε. Ψυχή πια τώρα τρι­γύρω. Μήτ’ από το χωριό δεν ήρχουνταν κανένα βοητό, καθώς τη νύχτα. Άρχιζαν και κελαηδούσαν τα που­λιά σα να μην έτρεξε τίποτις. Πήγα προς τον γκρε­μνό. Σαν το γίδι κατέβηκα. Κατεβαίνοντας κοιτάζω δυο ασπριδερά πράματα κάτω κάτω. Μου ήρθε ζάλη, και θα ’πεφτα δίχως άλλο, μόνο που πιάστηκα απ’ έν’ αγριόκλαδο. Σιγά σιγά φτάνω κάτω, με χέρια ματω­μένα, φορέματα ξεσκισμένα, καρδιά μαύρη και σκο­τεινή. Δεν το πίστευα πως ήταν η Χριστίνα εκείνη, με το μικρό της σφιγμένο ακόμα στην αγκαλιά της. Α δεν ήταν από τα ρούχα της, α δεν ήταν από το σφιγμένο μικρό, πού να το φανταστώ πως ο ματοκυλισμένος εκείνος κι ο χωματιασμένος ο βώλος ήταν — η γυναικούλα μου!

Καιρό δεν είχα για κλάψες και για μοιρολόγια. Πέ­τρα μ’ έκαμε η νύχτα που πέρασα. Ο Θεός με λυ­πήθηκε, και βρέθηκε ένας λάκκος κοντά μου. Τόνε με­γάλωσα μ’ ό,τι κούτσουρα βρήκα. Και σαν τα ’θαψα τ’ ακριβά μου και τα σκέπασα με χώμα και με πετρά­δια, και κατρακύλησα απάνω απάνω κι ένα μεγάλο λιθάρι, και χάραξα σταυρό μ’ ένα κεραμίδι, πήρα τα κλαμένα μάτια, μου κι έφυγα κατά τα βουνά. Παρα­καλούσα ν’ ανταμώσω έναν τους μπροστά μου, να δώσω και να πάρω μια μαχαιριά, και να γλυτώσω.

Εδώ τον πήραν το γέρο τα δάκρυα. Δεν μπόρεσε να πάει εμπρός. Δεν μπορούσαμε και μεις πια ν’ ακούμε. Αμίλητοι όλοι μας, σα να κειτότανε λείψανο μπρος μας. Όσο για μένα, ανεμοζάλη τον πήρε το νου μου… Σα ψέματα μου φαίνουνταν πως ο γελαζούμενος ο γερο-Βασίλης ήτανε τέτοιος ήρωας… Τους έμαθα τους αληθινούς ηρωισμούς του κατόπι, τις έμαθα τις παλι­καριές του, σαν πήδηξε κι αυτός σε καράβι κι έσπερνε τρόμο με τους συντρόφους του… Τι να σου τα λέγω αυτά! Άνοιξε την ιστορία, και θα τα δεις. Ας σου πω μονάχα πως ήρθε μετά χρόνια πολλά στον τόπο μας καραβοτσακισμένος ο γερο-Βασίλης. Κι από τότες δεν ξαναγύρισε στη πατρίδα του παρά μια φορά, που πήγε και ξέχωσε τα κόκαλά της γυναίκας και του παιδιού του, και τα ’βαλε στο κοιμητήριο, και τους έκαμε μνημόσυνο, και γύρισε πάλι πίσω, γιατί δικό του δεν μπόρεσε να ξανάβρει κανένανε.

ΣΗΜ. Από τα τέσσερα τα κεφάλαια που ακολουθούνε θα πάρουμε μονάχα μερικά αποσπάσματα. Τα μέρη που αφήνουμε, όσο κι αν είναι ορεχτικά, δε φαίνουνται πολύ χρειαζούμενα.

Πιάστηκε!

[Επεξεργασία]

Κι εκεί που καθούμαστε όλοι μας χολοσκασμένοι,

—Ε, φωνάζει ο Αγγελάκος. Τρέχα, γερο-Βα­σίλη, και πιάστηκε!

Όλοι γυρίζουμε αμέσως κατά την αποτονιά, μερικά βήματα μακριά μας. Το σημάδι στα χαλίκια ήτανε πεσμένο, το σκοινί τεντωμένο. Και στην άλλη την άκρη, ως είκοσι οργιές μες στο νερό, ξετινάζουνταν κάθε λίγο μεγάλη ουρά και χτυπούσε τα κύματα.

Ξεχνούμε τις πίκρες των σεφεριών, και σηκωνούμαστε στο ποδάρι… Πρώτος ο γέρος έτρεξε και πήρε το σπάγκο στα χέρια. Κι αρχινάει και τραβάει κι αφήνει πάλι καλούμα, σαν τεχνίτης θαλασσινός. Οι άλ­λοι κοίταζαν και δίνανε γνώμες και συβουλές, πότε από δω να τραβάει, πότε από κει, να μην το φευγατίσει το ψάρι. Σιγά σιγά άρχισε και φαινότανε στο γιαλό μέσα. Άστραφτε σαν τ’ ασήμι, και χυνότανε σα σαΐτα από τη μια κι από την άλλη, καθώς τρα­βούσε ο γέρος. Δεν άργησε να βγει έξω. Ήξερε καλά την τέχνη του ο γέρος και το μισοψόφησε με την κα­λούμα. Κι έτσι σαν ήρθε στα ρηχά, δεν είχε πια δύ­ναμη το δύστυχο να ξετιναχτεί και να ξεκόψει. Ήτανε μια χαρά να τη βλέπεις σπαρταριστή στα χαλίκια απάνω τη συναγρίδα εκείνη.

Έπρεπε να χάσει τη ζωή του αυτό το ψάρι, να μας τη δώσει εμάς. Έλεγες και γυρίζαμε από γιου­ρούσι σαν ανεβαίναμε....Εκεί, κάτω από τη μεγάλη την καρυδιά, σιμά στη βρύση, εκεί πηγαίνω ακόμα και καθίζω κάποτες και ρωτώ τις πέτρες και τα δέντρα αν το θυμούνται το φαγοπότι εκείνο!… Ποιος δεν τραγούδησε εκείνη τη βραδινή!… Πήγε να βασιλέψει η Πούλια, κι ακόμα γλέντιζαν κοπέλες, αγόρια, κι αντρόγυνα. Ως κι ο καημένος ο γερο-Βασίλης, σα να μην ήταν εκείνος που μας διηγούνταν τα πάθια του στην ακρογιαλιά, ως και κείνος έβγαλε το μαντίλι και χόρεψε, με λουλούδι στ’ άσπρο του κα­τσαρό. Ως κι η μακαρίτισσα η γριά μου, που μήτε να χαμογελάει δεν πολυσυνήθιζε, σηκώθηκε στο χορό τη βραδιά εκείνη.

Γλυκοπετούσε η καρδιά μου από τη χαρά που τους έβλεπα όλους και χαίρουνταν, και φύλαγα βαθιά τους κρυφούς μου τους πόνους, τον πόνο της Λενιώς, και της ιστορίας του γέρου… Σα να τους γλύκαινε τους πόνους εκείνους η καλοτυχιά που έβλεπα γύρω μου, σα να τον αγαπούσα τώρα τον κόσμο με τα δεινά του, το πέλαγο αυτό που σε δέρνουν τα κύματα, μα σε χαδεύει κάποτε κι ο αφρός τους.

Λαχτάρες και δουλείες

[Επεξεργασία]

Ανέβηκε ο ήλιος ως μια οργιά, οι αχτίδες έπαι­ζαν ανάμεσα στα φύλλα της μεγάλης κληματαριάς μπροστά στο καλύβι, κι όλοι μέσα κοιμούνταν ακόμα. Σηκώθηκα και κατέβηκα στο γιαλό. Μα μήτε να ψα­ρέψω δεν είχα όρεξη. Κάτι λαχταρούσα, κάτι φού­σκωνε την καρδιά μου. Ο κόσμος δε με χωρούσε. Φτερά ήθελα, να πετάξω στο μοναστήρι, να παρακαλέσω τη Λενιώ να προσεύκεται και για μένα, να μ’ έχει και μένα στο νου της. Ύστερα πάλι, να την καταπείσω ν’ αφήσει το μοναστήρι και να ’ρθει μαζί μου να πάμε μακριά, εκεί που δε μας ξέρει κανένας, σε κάποιο ρημονήσι, σε κάποια σπηλιά, και κει, μακριά από Τούρκους, να ζούμε σα δυο περιστέρια.

… Όλα όμορφα και γλυκά ήτανε γύρω. Όμορφες ήταν κι οι καλαμιές καθώς λυγίζανε με του μπάτη το φύσημα. Γλυκό ήταν και το κελάηδημα του κορυδαλλού, πιο γλυκό ακόμα το κύμα που μουρμούριζε πλάγι μου και φιλούσε την αμμουδιά.

… Ήθελα να πέσω στα κρουσταλένια τα νερά, και να σβήσω τη φλόγα μου...

... Μερικές μέρες κατόπι, αρχίζει κι ο τρυγη­τός. Δε χωράτευε του τρυγητού η δουλειά. Κάθε τζί­τζικας γίνουνταν τώρα μερμήγκι και μάζευε, μάζευε για το χειμώνα. Απ’ έξω στέκουνταν ο χειμώνας και περίμενε να μπει. Πλάκωναν τα πρωτοβρόχια, τάραζαν τη θάλασσα τα μελτέμια, μια στιγμή να χάσουμε δεν είχαμε. Άμε κι έλα γλήγορα γλήγορα με το καλάθι στον ώμο, να μη χάσουμε τα μαξούλια. Κι έτσι, γλύ­τωσαν τα μαξούλια.

Φαντάσματα

[Επεξεργασία]

Ήτανε βράδυ βράδυ σαν ξαναμπαίναμε στο χωριό ύστερ’ από ενάμιση μήνα εξοχή. Άγριο και κρύο φαίνουνταν το χωριό. Και το σπίτι ακόμα πιο άγριο. Τα φύλλα της κυδωνιάς σκορπισμένα μες στην αυλή, οι βασιλικοί και τα λούλουδα ξεσποριασμένα στις γλά­στρες, στις οροφές να ξεφωνίζουν οι κάργιες, κι ο Ιμάμης να ψάλλει «αξαμναμάζι» στο μιναρέ.

Σαν άρχισε να γλυκοφέγγ’ η φωτιά στη γωνιά, σαν άρχισε ν’ ανεβοκατεβαίν’ η Αννούλα και ν’ ανοίγει παράθυρα, να κουβεντιάζει με τις γειτόνισσες, να τρέχει από δω κι από κει και να συγυρίζει, άρχισε να χάνει και το σπίτι την αγριάδα του.

Καθίσαμε στο δείπνο οι τρεις μας, δίχως το, γέρο. Ο γέρος είχε δουλειές ακόμα να κάμει στην έξοχη. Φάγαμε ήσυχα και δίχως λόγια πολλά. Σα σηκωθή­καμε, πήγα στο παράθυρο να κοιτάξω, ν’ ακούσω τίποτις που να με ζωντανέψει. Ησυχία, και μοναξιά! Μήτε τρουξαλλίδες, μήτε βρύσες, μήτε αμπελοβάθρακα!…

… Φέτος, που πατούσα τα δεκατρία, που άρχισε να χτυπάει η καρδιά και να ταξιδεύει ο νους, ο άνεμος σα να βόιζε πιο θυμωμένα ανάμεσ’ από τα μισόγυμνα κλωνιά του περιβολιού, οι σκύλοι γαύγιζαν πιο λυσσα­σμένα στους δρόμους, ο Ιμάμης έψαλλε το «γιατσί» του πιο θλιβερά, το κόλι μούγκριζε με πιότερο πείσμα, τα γουρλωμένα μάτια του Ταξιάρχη με κοίταξαν πιο αχόρταγα σαν πλάγιασα στη συνηθισμένη γωνιά μου να κοιμηθώ, κι έβλεπα τα κονίσματα αντίκρυ με τη μισοαναμμένη τους την καντήλα.

Γύριζε από το ’να πλευρό, ξαναγύριζε από τ’ άλλο, και διώξε, αν μπορείς, τα χίλια φαντάσματα που τρι­γυρίζουν το νου σου σε τέτοια νύχτα! Ένα μονάχο από τα φαντάσματα εκείνα, της Λενιώς μου ο πόνος, έσωνε να μου τον κλέψει τον ύπνο.

Ως το πρώτο λάλημα τυραννιούμουνα με τους μι­κρούς μου τους πόνους. Και σαν ξύπνησα, στέκουνταν η μακαρίτισσα η μάνα μπροστά μου, και μου έλεγε πως ήταν ώρα για το Σκολειό.

Πού ακούστηκε!

[Επεξεργασία]

Δάσκαλέ μου, δε θ’ αρχίσω την ιστορία, της δασκα­λικής σου δω πέρα! Μήτε για τα συνηρημένα, μήτε για τα εις μι δεν έχουμε τόπο. Κι ίσως μήτε αξίζει τον κόπο. Είσαι αρρώστια, και τίποτις άλλο. Λίγος φρέσκος αέρας, και χάθηκες. Έπειτα συ πια τώρα δε φταις. Διδάσκεις αυτά που ζητούμε. Ας έχουμε χάρη στην πετριά μας, που και καλά να φανούμε στον κό­σμο παιδιά των αρχαίων, αληθινοί κληρονόμοι τους.

Κληρονόμοι, σε τι; Στην αρετή, στην παλικαριά; «Πολλού γε και δει», δάσκαλέ μου! Κληρονόμοι στ’ ανώμαλα ρήματα!

Ποιος να σ’ ακούσει, κι αν τους το πεις, πως για να ’χει, το έθνος δική του δύναμη και ζωή, πρέπει και δική του γλώσσα να μιλεί και να γράφει. Πως την έχει τη δική του τη γλώσσα, κι είναι πιο ελληνική από την καμαρωμένη την κορακίστικη! πως για να σταλάξουμε ανθρωπισμό στη ρωμαίικη την καρδιά, πρέπει να διδάσκουμε, να παρασταίνουμε, και να τρα­γουδούμε στη γλώσσα της, κι όχι σε γλώσσα που δεν ακούστηκε ποτές αλάκερη σ’ ένα σπιτικό, παρά μέρος πρι να φανεί ο Χριστός, μέρος σα φάνηκε ο Μωάμεθ, και μέρος θα μιληθεί σαν ξαναφανεί ο Μεσσίας!

Η γλώσσα γεννιέται και μεγαλώνει στα σπιτικά, σαν κι εμάς που τη μιλούμε. Έρχεται κατόπι η φι­λολογία, τη σιάζει, τη γυαλίζει, πετάει βαρβαρισμούς κι ιδιώματα, φτιάνει καινούρια στολίδια, και στρώνει εθνική γλώσσα που γίνεται όμορφη, είναι και ζωντανή. Τους τύπους της όμως ποια φιλολογία να τους αλλάξει, και γιατί; Οι Αθηναίοι σαν άκουγαν τους ρητόρους τους και μιλούσανε με τη σπιτίσια γραμμα­τική τους, δεν τους παραξενεύουνταν. Εμείς τάχα γιατί τόση ακαταδεξιά!

Ποιος κάθισε να συλλογιστεί τ’ απέραντο το χασομέρι, τ’ απέραντο το κρίμα, που αναγκάζεται το ρωμιόπουλο να ξεμάθει μια γραμματική και να μάθει μιαν άλλη, άφησε που μήτε τη μια δεν μπορεί να ξεμάθει, μήτε την άλλη δεν καλομαθαίνει; Ποιος άνοιξε κορακίστικο βιβλίο, και να το κλείσει μάνι μάνι, και να πάει στους δασκάλους να πει. Φτάνει σας πια, το παραξη­λώσετε· πήρετε την πόρτα στον ώμο σας. Σας ορίσαμε δασκάλους, και μας βγαίνετε ιστορικοί, ρητόροι, δαιμόνοι. Ως κι εφημερίδες μας γράφετε! Πού ακούστηκε τέτοιο πράμα! Ύστερ’ από τους παλαιούς τους Αιγυ­πτίους παπάδες, σε ποιο έθνος έγινε μονοπώλι η γλώσσα κι η σοφία; Αμέτε στο καλό. Αφήστε τη φιλολογία στα χέρια των παιδιών του λαού, να μάθει κι ο λαός κατιτίς. Διδάξτε το έθνος ν’ αγαπάει και να σέβεται την καταφρονεμένη του τη γλώσσα, να πάρει λιγάκι απάνω του, και να μας το δείξει πως ζει.

Ποιος πήγε, μα και ποιος έμεινε να τα πει αυτά στους δασκάλους! που μας έχει όλους από τη μηχανή του βγαλμένους, άλλον κουτσό, άλλον τυφλό, κι άλ­λον αλλήθωρο! Σύγκριση δεν έχει ο Τούρκικος ο ζυγός με τη δύναμη του δασκαλισμού μας! Όλοι μας μαζί του πηγαίνουμε τώρα, γιατί όλοι μας φορούμε τα γυα­λιά που μας έβαλε. Και το νόστιμο, εκείνοι που γρά­φουνε σήμερα τα χερότερα κορακίστικα είναι κι οι πιο φανατικοί οπαδοί τους. Άμα κανένας δεν ξέρει να καλοκλίνει το κύων, σκυλί γίνεται αν του προσβάλεις την κορακίστικη. Ρωμαίικο κι αυτό. Κι αυτό με το λόγο του. Από την πολλή την εθνική μας την περηφάνια, τ’ αγαπούμε τα σκουλήκια που κρυφοτρών τη ρίζα της ρωμιοσύνης.

Χαρείτε το καλοί μου σοφοί, για τα σας έγινε το έθνος! Τυραννείτε το, και μη φοβάστε! Μια κατάρα δε θα σας ξεστομίσει το έθνος.

Ξαπλωμένος

[Επεξεργασία]

Έτυχε ποτέ σου να δεις φάντασμα, από μέσα κιβούρι, κι απ’ έξω άσπρο, καθάριο σεντόνι; Να τρομάζεις, και να πολεμάς να το ξεφύγεις, κι όλο να τ’ ακολουθάεις το στοιχειό; Να τρέμουν τα σκέλια σου, και να μην πέφτεις χάμω, μόνο να πηγαίνεις κατόπι του ώσπου να σε φέρνει στο Κοιμητήριο, να σου δείχνει τα μνήματα ένα ένα, να σε κάνει να διαβάζεις τις πλάκες τους, να γονατίζεις εμπρός τους, ύστερα να σε προστάζει να ξαπλώνεσαι και να θαρρείς πως είσαι και συ θαμμένος μέσα στο Κοιμητήριο; Να το ξέρεις πως μπορείς να σηκωθείς, να τρέξεις και να φύγεις έξω στο ζωντανό τον κόσμο, και πάλι να μην μπορείς, γιατί δεν το θέλει το φάντασμα; Κι έτσι να γίνεται η θέ­λησή του δική σου, και να μένεις εκεί ξαπλωμένος και μισαποθαμένος, και να φαντάζεσαι πως σ’ έχουνε σκεπασμένο και με μνημείο μαρμάρινο, με γράμματα χρυσωμένα απάνω του, μ’ άλλα λόγια πως πέθανες, δοξάστηκες, αποθεώθηκες;

Τέτοιο φάντασμα δεν είδες μαθές; Δεν ξαπλώθηκες ποτέ σου σε τέτοιον τάφο; Καλότυχος άνθρωπος! Δεν είδες λοιπόν δάσκαλο, δεν πήγες ποτέ σου στο «Ελ­ληνικό»! Εγώ καθώς βλέπεις, έμεινα εκεί ξαπλω­μένος τέσσερα χρόνια. Τι λέγω τέσσερα! Άλλα δεκα­τέσσερα, κι άλλα είκοσι τέσσερα χρόνια, ώσπου πέρασε κάποιος και μου πάτησε το πόδι, και πήδηξα και με το συμπάθιο, βλαστήμησα, κι από την ομιλία μου το κατάλαβα πως δεν ήμουνα πεθαμένος, μόνο πως ονειρεύουμουν τόσα χρόνια! Κρίμα, κρίμα στα εξήντα μου χρόνια! Πού να τα ξανάβρω πια τώρα!

Εννιά μήνες Ελληνικά, και ξαπλώθηκα. Χάθηκα μέσα στα όνειρα! Το ’βλεπα θεοφάνερα πως σε λιγάκι θα γράφω και γω σαν το δάσκαλο. Μα και σαν τον Όμηρο, φίλε μου!… .

... Μ’ άκουγε ο γερο-Βασίλης στην Ξέταση, σαν πέρασε κείνος ο χρόνος, και δάκρυζαν τα μάτια του από τη συγκίνηση. Κι η γριά η καημένη με κοίταζε και δε χόρταινε. Θα προκόψει αυτό το παιδί, έλεγαν όλοι!

Χαλασμός κόσμου

[Επεξεργασία]

Παράξενο το βράδυ εκείνης της Κεριακής που ξετάστηκα. Η θάλασσα φαινότανε σα λιγοθυμημένη. Τα βουνά γύρω καθρεφτιζόντανε μέσα της πέρα και πέρα με την αστροφεγγιά. Φύλλο δε σάλευε. Βγήκαμε στον ηλιακό ν’ ανεσάνουμε, οι τρεις μας, κι ο γέρος. Τώρα που πήγαινε καλά το χτήμα και τόνε βοηθούσε και παραγιός, τόνε βλέπαμε συχνότερα σπίτι το γέρο. Καθίσαμε, και σα μιλήσαμε για την Ξέταση, γύρισε ο λόγος και στις δουλειές, στα στερνά μας. Ήταν όλοι της γνώμης να μείνω Σκολειό, και να μάθω. Η Αν­νούλα δεν είχε πια την ανάγκη μου. Η προίκα της ήταν έτοιμη· και χάρη στο γέρο, δεν έλειπε μήτ’ ο γαμπρός. Ο γιος του Καπλάνη μελετούσε να γυρίσει από την ξενιτιά σε κανένα χρόνο. Τα βόλεψε όλα ο γέρος με την Καπλάναινα. Ο σκοπός του ήτανε να στεριώσει τη νύφη στο χτήμα μαζί με το γαμπρό, και να κλείσει τα μάτια του αναπαμένος. Έλεγε λοι­πόν, κι η μακαρίτισσα συφωνούσε, να μάθω εγώ καλά τα γράμματα, να βγω ύστερα πραματευτής, και σα γυρίσω, ν’ αγοράσω άλλα δυο χτήματα που ήτανε φόβος να περάσουνε σε τούρκικα χέρια. Κι έτσι να ριζώσω και γω στο Μεσοβούνι, να καμαρώνει κι η γριά τα δυο της παιδιά νοικοκυρεμένα.

Όλη αυτή την ώρα η Αννούλα πότιζε γλάστρες, και τραγουδούσε. Εκεί απάνω, ακούμε μεγάλο βοητό. Δεν μπορούσε να είναι βροντή, γιατί σύννεφο δεν είχε στον ουρανό. Δεν προφτάξαμε να ρωτήξουμε ένας τον άλλον τι είναι. Βλεπιούμαστε αμίλητοι και χλωμοί. Ό,τι σάλεψε τα χείλη του ο γέρος να μας πει κάτι, κι άρχισε να τραντάζει όλο το σπίτι, αρχίσανε να τρί­ζουν όλοι οι τοίχοι.

— Σεισμός! κρυφοφώναξαν οι γυναίκες.

Σαν τρελοί σηκωθήκαμε και τρέξαμε κατά τη θύρα του ηλιακού. Ο γερο-Βασίλης τότε φωνάζει και μας λέει να σταθούμε. Σταθήκαμε μια στιγμή. Στα­μάτησε ο σεισμός. Κάμαμε το σταυρό μας.

— Τώρα τρέχατε, κι ίσια στο περιβόλι, μας λέει ο γέρος τρομασμένα και βιαστικά.

Μπαίνουμε στο σπίτι, κατεβαίνουμε τη σκάλα, ερχούμαστε στην πισώπορτα, και βγαίνουμ’ έξω. Τι φωνές, τι τσιριχτά σ’ όλη τη γειτονιά!

— Δόξα να ’χει ο Θεός που δε βάσταξε πιότερο! μουρμούριξε η μακαρίτισσα. Και κει που το ’λεγε, ξα­νάρχεται μεγαλύτερο βοητό από τα βάθια της γης, κι ύστερ’ από το βοητό μεγαλύτερο τράντασμα. Ακού­γαμε τους τοίχους που κατρακυλούσαν από παντού. Τα χάσαμε, και δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε από κοντά από τον τοίχο μας. Άξαφνα γκρεμιέται κι αυ­τός ο τοίχος, και κατρακυλιούνται αμέτρητες πέτρες τριγύρω μας. Πέτρες, πέτρες, κι ένα σύννεφο σκόνη.

Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της τρομερής εκείνης βρα­διάς, παρά που ήρθαν κατόπι μ’ αναμμένα δαδιά, και σήκωναν πέτρες, και φώναζαν, κι αναστέναζαν, κι έ­κλαιγαν. Μου φαινότανε σα να ήμουνα μισοθαμμένος. Δεν πονούσα πουθενά, μα θαρρούσα πως σε δύο κομ­μάτια χωρίστηκα. Έτσι κι ο νους μου ήτανε χωρι­σμένος. Δεν καλόνοιωθα τι έτρεξε, μα έβλεπα, έβλεπα τις πέτρες που σήκωναν, τα ξύλα που τραβούσανε σι­γανά, τη σκόνη που μ’ έπνιγε. Έβλεπα και το γέρο το Βασίλη, ξεσκισμένο, λαβωμένο, χωματιασμένο, να τους φωνάζει όλους με βραχνιασμένη φωνή, προσέξτ’ από δω, παιδιά, τραβάτ’ από κει. Ύστερα ένοιωσα πως δεν ήμουν πια θαμμένος, πως με σήκωναν. Κα­τόπι βρέθηκα στρωμένος σε μέρος που με το φως ενός φαναριού με κοιτάζανε, με ψάχνανε, μ έδεναν, κι ύ­στερα ύστερα βυθίστηκα, και πια δεν έβλεπα τίποτις, δεν άκουγα τίποτις.

Δυο λόγια ακόμα

[Επεξεργασία]

Πρέπει ακόμα δυο λόγια να πω, πρι να κλείσω την ιστορία μου.

Άσπρισαν τα μαλλιά μου, κι ακόμα τρέμω σαν την ανιστορήσω την καταστροφή εκείνη του σπιτιού, του χωριού, της μάνας μου και της αδερφούλας, σα συλλογιούμαι πως την ώρα που με σήκωναν από το χάλασμα και με βάζανε στην τέντα με το σπασμένο το πόδι, κείτουνταν κι οι δυο τους άψυχες κάτω από τις μαύρες τις πέτρες.

Μια φορά μοναχά μου τα είπε ο γέρος. Πρέπει να ήταν ως τρία χρόνια πρι να ξενιτευτώ έρημος κι ορφα­νός, έξι μήνες πρι να πάγει και κείνος να τις βρει τις δυο μου ψυχούλες.

Δεν αξίζει να σου τα ξαναλέγω. Τι να τη χαλνώ την καρδιά σου; Τι να τα γυρεύω τα δάκρυά σου; Σώνουνε τα δικά μου· ζωής αλάκερης δάκρυα. Φτά­νουνε, δεν το θέλει η μακαρίτισσα να βασανίζουνται κι οι άλλοι για κείνηνα, μήτε η Αννούλα μου δεν το θέλει. Μήτε ο γέρος. Ο καημένος ο γέρος! Τέσσερα χρόνια με γιάτρευε, με παρηγορούσε, με καθοδήγευε, και με μάθαινε να δουλεύω, να δουλεύω και να ξεχνώ...

... Και δούλευα, και δούλευα και ξεχνούσα. Σαράντα χρόνια δούλευα και ξεχνούσα...

… Κλειστό βιβλίο τα σαράντα εκείνα χρόνια…

... Ήρθα, τώρα κι ένας χρόνος, από τα ξένα, στο ίδιο το χωράφι, στο ίδιο τ’ αμπέλι που ξέ­ρεις. Τα βρήκα όλα ξερά, ρημασμένα. Ένας μακρι­νός συγγενής μου το κρατούσε το χτήμα. Κανένας δεν το πίστευε, σαν ξανάρθα, πως ήμουν ο μικρός εκείνος ο Δήμος εγώ. Έτυχε καλός ο Καντής, και τον πί­στεψε το χριστιανό που μαρτύρησε πως με γνωρίζει από το κουτσό μου το πόδι, που το ’σπασα στο με­γάλο το σεισμό.

Κι έτσι το πήρα το χτήμα. Το ξαναφύτεψα τ’ αμ­πέλι. Το διόρθωσα το καλύβι. Όλα τα ίδια φαίνουνται σαν και τότες. Ως κι η άγια εκείνη η πέτρα στον τόπο της μένει.

Και το χωριό; Και το σπίτι; Θα τα ξαναδούμε και κείνα, σαν αρχίσουμε τα παραμύθια μας, τα τα­ξίδια μας.