Φυλλάδες του Γεροδήμου/α

Από Βικιθήκη
Φυλλάδες του Γεροδήμου
Συγγραφέας:
Πρόλογος του κληρονόμου


Ταξίδευα, τώρα και τρία χρόνια, στ’ Άγιο Όρος, και για διασκέδαση, και για να κοι­τάξω κάτι χερόγραφα. Και σκαλίζοντας μια μέρα στη Βιβλιοθήκη, πήρε το μάτι μου δε­μάτι χαρτιά τυλιγμένα σε κεντημένο μαντίλι, με σταυρό απ’ έξω, κι από κάτω μεγάλα γράμ­ματα, «Φυλλάδες του Γεροδήμου».

— Τι χαρτιά είν' αυτά; ρωτώ τον Καλό­γερο που με συνόδευε.

— Και γω δεν καλοξέρω, αποκρίνεται ο Κα­λόγερος. Πέρασε πρόπερσι ένας γέρος από δω, και τ’ αφήκε. Δεν ήθελε να πει μήτε πούθε ήρθε, μήτε πού πήγαινε. Ήταν αμίλητος κι ακόντευτος. Ξήγησε μόνο στον Ηγούμενο πως αυτά είναι τα χερόγραφά του, κι όποιος πε­ραστικός επιθυμεί ας τα διαβάσει, κι όποιος τα διαβάσει από την αρχή ως το τέλος και του αρέσουν, μπορεί και να τα πάρει μαζί του.

— Και δεν τα διάβασε κανένας ως τώρα;

— Κανένας. Τα ’ριξε ο Ηγούμενος μια μα­τιά, και μας είπε πως είναι γραμμένα σε βάρ­βαρη γλώσσα. Τα κοίταξε κι ένας καθηγητής που ταξίδευε στα μέρη μας τις προάλλες, και σούφρωσε τα φρύδια του και τα χείλη του σαν το χορτάτο που βλέπει ξερό ψωμί.

— Είμαι περίεργος να τα δω και γω, είπα του Καλόγερου.

Και κάθισα, κι άρχισα να διαβάζω. Και βλέποντας ο Καλόγερος πως δε μ’ έπιανε αναγούλα και μένα, μόνο διάβαζα κι όλο διάβαζα, με καλονύχτισε (ήτανε βράδυ), και μου είπε, σαν αποτελειώσω, να κλειδώσω και να φέρω το κλειδί στο κελί του.

Πρέπει να κοντεύανε χαράματα σαν ξανά­δεσα τα χαρτιά στο πανί. Τα πήρα στην αμασκάλη μου, έσβησα το καντήλι, βγήκα και κλείδωσα την πόρτα. Τρέχω στο κελί και ξυπνώ τον Καλόγερο και του δίνω το κλειδί.

— Τα διάβασα όλα, του είπα, κι είναι δικά μου. Ορίστε αυτό το τάλαρο για την καλοσύνη σου. Πηγαίνω τώρα στον αγωγιάτη μου, να ξεκινήσω με τη δροσιά. Έχε γεια, και προσκυνήματα στον Ηγούμενο.

Κι έφυγα με τα χαρτιά του Γεροδήμου μαζί μου. Ήτανε χτήμα μου, και δεν μπορούσε κα­νένας να μου τα πάρει. Μα οι Καλόγεροι είναι παράξενοι κάποτες, και δεν ήθελα ν' αρχίσω λογομαχητά μαζί τους, αν ίσως και τους περνούσε υποψία πως κάτι αξίζουν αυτά τα χαρ­τιά. Καβαλίκευα λοιπόν τ’ άλογο, κι έφυγα.

Σαν ήρθα στην Αθήνα, και τα ξαναδιά­βασα, και μοναχός μου, και με τους φίλους μου, αποφάσισα να τα δώσω και στο Κοινό. Μηγαρή δεν είχα και του Γεροδήμου την άδεια; Ορίστε τι έγραφε επάνω στο ξώφυλλο:

«Αυτό το χερόγραφο δεν είναι μήτε αληθι­νές ιστορίες, μήτε παραμύθια. Είναι και τα δυο. Όποιος το πρωτοδιαβάσει ως το τέλος, είναι ο κληρονόμος μου. Ας το κάμει ό,τι θέ­λει. Όποιος το μισοδιαβάσει και πει πως δε βρίσκει μερικές αλήθειες μέσα σ’ αυτό το παραμυθολόγι, και πως μερικά παραμύθια δεν είναι κι από αληθινές ιστορίες αληθινότερα, ας έχει το ανάθεμα, αμήν».

Α. Ε.