Φοινικιά

Από Βικιθήκη
Φοινικιά
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή Η Ασάλευτη Ζωή (1904)



Στο Δροσίνη, που το πρωτάκουσε.


Μέσα σ’ ένα περιβόλι, γύρω στον ίσκιο μιας φοινικιάς,
κάποια γαλανα λουλουδάκια, εδώ κατάβαθα, και κει πιο ανοιχτά,
μιλούσανε. Πέρασ’ ένας ποιητής, (που πέθανε τώρα),
και ρύθμισε το μίλημά τους έτσι:
         
Ω, Φοινικιά, μας έρριξεν εδώ ένα χέρι·
το χέρι το ’βαλε καταραμένη Μοίρα;
το πήγε νους καλοπροαίρετος; Ποιος ξέρει!
Από ενός ύπνου κάτου τον καταποτήρα
ποια ορμή μας άδραξε και ποιος μας έχει φέρει;
Τάχ’ από χαλαστή για τάχ’ από σωτήρα;
Νά μας ασάλευτα στον ίσκιο σου αποκάτου·
ο ίσκιος σου είναι της ζωής ή του θανάτου;
         
Τα καταχώνιαζε όλα γύρω το λιοπύρι,
εδώ κ᾿ εκεί ψάχνανε λαίμαργες ακρίδες,
κ᾿ ήρθε βροχή· και τ᾿ άνθια, που είχαν αχνογείρει,
ξυπνούνε και ποτίζονται δροσοσταλίδες·
κ᾿ ύστερ᾿ ακόμα πιο γλαυκό το πανηγύρι
τού ξάστερου ουρανού ξαναρχισμένο το είδες·
τρικυμιστή μόνο η κορφή σου ανάρια ανάρια
σταλοβολάει αδρά βροχομαργαριτάρια.

Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι,
κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι,
μονάχα πέφτει από τα ύψη σου σα βόλι
το μαργαριταρένιο στάλαμα, και ―ω πόνοι―!
όλων κορώνα τους φορεί το δροσοβόλι,
όλα το γάργαρο νερό τα μπαλσαμώνει·
γιατί σ᾿ εμάς η θεία των όλων καλωσύνη
γίνεται λάβωμα κι αρρώστια και καμίνι;

Πόσο σκληρά χτυπάει το βόλι το δικό σου!
Κανέν᾿ αυτί ψηλά, κανένα μάτι εμπρός μας.
Ζούμε στον ίσκιο σου, ένας κόσμος ο κορμός σου,
το στέμμα σου ουρανός με τ᾿ άστρα· ο ουρανός μας.
Θεός αλύπητος αν είσαι, φανερώσου.
Αν όχι, γνέψε μας, και μια γαλήνη δος μας,
και μη σκοτώνης μας αγάλια αγάλια, ή δράμε
και ρίξε μας νεροποντή με μιας να πάμε!

Σαν πληρωμή είν᾿ ο πόνος μας και σα βρετήκι,
της αρμονίας μάς σφράγισεν η χρυσή βούλλα,
ενώ μας ’γγίζει ο Χάρος, μας θεριεύει η Νίκη,
τρέμομε, χαίρε, του ρυθμού ιερή τρεμούλα!
Καταχωμένο ανήλιαγο ζη το σκουλήκι
για να χαρή μεταξοφτέρουγη ψυχούλα
μίαν ώρα την ωραία ζωή, και να πεθάνη.―
―Το χάσμα τής πληγής γίνεται συντριβάνι.

Τα σταχτερά, τα διάφανα, τα χίλια μύρια
πράσινα, τ᾿ αναβρύσματα· και τα μαμούδια
και τα δετά τής γης· τ᾿ ανάερα τρεχαντήρια,
τα σκουληκάκια, οι μέλισσες, τα πεταλούδια,
λουλούδια, ω δισκοπότηρα και θυμιατήρια!
Χάιδια τής χλόης, παντού φιλιά, του μούσκλου χνούδια,
του κάτου κόσμου αχός, αιθέρια μαντολίνα·
στα φύλλα μια λαχτάρα, λίγωμα στα κρίνα!

Άνθια, όσα ξέρετε, δεν ξέρουν τα τρυγόνια,
ωραίων ερώτων είστ᾿ εσείς τα διαλεμένα,
σαλέματα, φιλιά, ταιριάσματα στα κλώνια,
μιας πλάσης είναι αυγή του καθενός η γέννα·
της ηδονής και της χαράς τα παναιώνια
τα ξέρετε, ω λιγόζωα σεις και ω δακρυσμένα!
Εμείς, ―ω τα χρυσά της ρίζας σου πλεμάτια!―
μοιάσαμε τα στοχαστικά και τ᾿ άυλα μάτια.

Ας είστ᾿ εσείς άπλεροι ανθοί, μεστά ανθοκλάδια,
από τα χρυσολούλουδα ως τα χαμομήλια,
σαν αναμμένα κάρβουνα και σαν πετράδια,
σαν τα παρθένα μάγουλα και σαν τα χείλια,
σα χέρια ας γλυκανοίγεστε, γιομάτα ή άδεια,
χαράματα κι ας είστε αυγής, βραδιού καντήλια,
της νεράιδας δροσιάς ας είστε τα παλάτια·
τα μάτια είμαστ᾿ εμείς, είμαστ᾿ εμείς τα μάτια.

Σ᾿ εμάς, μικρά, κόσμο ξανοίγετε μεγάλο,
και σύγνεφ᾿ από έγνοιες και καημούς λαγκάδια,
και τ᾿ ουρανού τ᾿ ασάλευτο σ᾿ εμάς, το σάλο
τού πέλαου γύρω στα καράβια προς τα βράδια,
το δάκρυ ακύλιστο, κι αξήγητο κάτι άλλο …
Ποιας φυλακής να ’μαστ᾿ εμείς τα συγγενάδια;
ήρθε και κλείστη μέσα μας, ―ποιος να πιστέψῃ!―
μια κολασμένη και μια θεία· η Σκέψη, η Σκέψη!

T᾿ ανάστημα έχετε, το παίξιμο, το νάζι,
και κάποιο αμίλητο περήφανο καμάρι,
και κάποιο μάγεμα που ρίχνεται κι αρπάζει,
κι απ᾿ την πρωτόπλαστη ομορφάδα έχετε πάρει.
Σαν είδωλα χλωμά σάς δείχνει το μαράζι,
και το πουλί σάς δίνει κάποτε τη χάρη,
και τον αέρα μια νεράιδα ανεμοπόδα,
ω με τα μύρια θεία χαμογέλια, ω ρόδα!

Το πρόσταξε θεός Απρίλης ανθομάλλης·
―ω μοσκοβόλισμα, άλλαξε και λάμψη γίνε!
για τούτο αμύριστα είστε, ρόδα τής Βεγγάλης,
όλων των άλλων η ευωδιά σ᾿ εσάς φως είναι.
K᾿ εσύ που στέκεις, των ανθών ως να είσαι ο κράλης,
από ποιον κόσμο παραστράτισες, ω κρίνε;
από τής ευωδιάς τη μάννα, από τ᾿ αστέρι
το πιο λευκόν;
                Ω Φοινικιά, κ᾿ εμείς; Ποιος ξέρει!

Της ευωδιάς αιθεροπόταμο, κρατήσου·
δεν έτρεξες, δεν πότισες την άνθησή μας·
τής ευωδιάς είπαμε: πάψε την ορμή σου,
μη χύνεσαι από μας, μη γίνεσαι πνοή μας,
βυθίσου μες στα φυλλοκάρδια μας, και κλείσου
ακάτεχη απ᾿ το μύρισμα, μες στην ψυχή μας·
ψάξε να βρης τη σκέψη μας, και ομάδι ζήσε.
Ας είναι η μέλισσα, κ᾿ εσύ το μέλι ας είσαι!

Από το βιος του ήλιου όλα αραδιάστε τα όξω,
λουλούδια, όλα τα χρώματα, και στολιστήτε.
K᾿ είπαμε στ᾿ αδερφάκια μας: το ουράνιο τόξο
φορεματάκια κάμετέ το, και ντυθήτε!
K᾿ είπαμε το καθένα μας: «Ψυχή, θα διώξω
κάθε λαμπράδα, μήτ᾿ η αυγή, και η δύση μήτε·
μου φτάνει κάτι από τη θάλασσα, κι ακόμα
κάτι σα γέλιο, που γελά το ουράνιο στόμα!»

Σύγνεφο γίνε, μίλα με τ᾿ αστραποβόλι,
κορυδαλλός, και λάλησε, Πόθε μεγάλε,
και υψώσου προς αστέρινο άλλο περιβόλι.
Όλη τη μουσική μες στην αγάπη βάλε,
και βάλε των παιδιών την αθωότητα όλη,
και βάλε κι όλη σου την ομορφιά, και πάλε
θα ’χῃς τον ίσκιο τής αγάπης· όχι εκείνη·
εκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει και δε σβήνει!

Από μια τρίδιπλη ψυχή το περιβόλι,
συρτή και ριζωτή και φτερωμένη, πλέκει
το είναι· η κάμπια ολόβαθα χτίζει μια πόλη,
και το πουλί χτίζει έναν έρωτα παρέκει
προς τον αιθέρα· και η χλωράδα γύρω σου όλη
δεν έχει νόημα, δεν υπάρχει, ή για να στέκη
και να είναι, ακροπρεπίδι σου, στη δούλεψή σου·
ω! πως υψώνεται στον ήλιο το κορμί σου!

Δε σταματάει κισσός, δεν κόβει παρακλάδι
του κορμιού σου χυτή κ᾿ ελεύτερη τη γύμνια·
όμως, γυμνή, με ονειροΰφαντο μαγνάδι
σκεπάζεις τα χλωρά του κήπου στενορρύμια.
Λαμποκοπάει της βασιλείας σου σημάδι
κορώνα αχτίδων από σμάραγδα κι ασήμια
κρεμάμενη, τρεμάμενη από την κορφή σου·
ω! τι ρυθμός που κυβερνάει το θείο κορμί σου!

Έτσι δεν είναι ωραίο το νέο κυπαρίσσι
λιγώντας αυροσάλευτο προς τον αιθέρα,
έτσι δεν είναι ωραία η χλοϊσμένη βρύση
που ψέλνει σαν ποιητής και θρέφει σα μητέρα,
έτσι δεν είν᾿ η ανατολή, δεν είναι η δύση·
απ᾿ την κορφή σου κρέμεται άλλου κόσμου μέρα·
έτσι όμορφη δεν είν᾿ η αναπαμένη λίμνη·
στα πόδια σου οἱ θεοί κ᾿ οι θεολάλητοι ύμνοι!

Αγγέλου φάντασμα στη σκήτη του ερημίτη,
στης νύχτας τη σιωπή τής αρμονίας το στόμα,
η σκέψη, εκεί που πρωτοστράφτει στου τεχνίτη
τον πλατυμέτωπο ουρανό, και πριν ακόμα,
όνειρο ασκλάβωτο κι απάρθενο, εύρη σπίτι
και γίνη λόγος, μουσική, μάρμαρο, χρώμα,
σαν την ιδέα σου δεν είναι, καθώς πέφτει
κι αντιχτυπάει στου λογισμού μας τον καθρέφτη.

Μέσα σου ρέει το διάφανο, τ᾿ αθάνατο αίμα,
ή ο χυμός ο ανήμπορος να σε ξυπνήση
από ’ναν ύπνο δίχως μίλημα και βλέμμα
σε μιας αθόλωτης ζωής τ᾿ ωραίο μεθύσι;
Το στέμμα τής κορφής σου είν᾿ ένα ξένο ψέμα
ή τα μαλλιά σου, που η πνοή σαν τα χτυπήση,
γίνονται λύρες για να ειπούν ολόγυρά σου
τη συμφωνία των όλων και τής ομορφιάς σου;

Μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά. Φτερά είν᾿ εκείνα,
και δοκιμάζεις τα και τα τρεμοσαλεύεις.
Φτερά; δεν είναι, γίνονται· σε τρώει μια πείνα,
και σε μια πλάση ανώτερη νά ’μπης παλεύεις.
Μια πολιτεία, μιαν ηλιοστάλαχτην Αθήνα
δεξιά, ζερβά, μακριά, στα ύψη, όλο γυρεύεις,
και στέκεσαι να φύγης προς τα μισουράνια
πετώντας με τους κύκνους και με τα γεράνια.

Λείψανο είσαι από νεκρό μεγάλο αιώνα,
ζωής, πού γίνεται, είσαι η πρώτη δροσεράδα;
Πότε από μέσα σου κοιτάει, τραβάει αγώνα
για να χυθή στο φως μια νύφη αμαδρυάδα,
πότε σαν τελευταία υψώνεσαι κολώνα
ναού, που κάποτ᾿ έστεκε σε μιαν Ελλάδα.
Τέλος ή αρχή, βραδιά ή πρωί, σε δένει κάτι
με τούς ορίζοντες που χάνεται το μάτι.

Ωσαννά χύνουν οι βλαστοί σου και τα βάγια
και το βασιλικό ωσαννά τ᾿ ανάστημά σου
προς άγνωστου θεού διαβατικού τα μάγια,
φανερωμένου πρώτα πρώτα στη ματιά σου.
Εσύ ωσαννά, ωσαννά αποκρίνονται τα πλάγια.
Ω! ποια τα οράματα και ποια τα μυστικά σου;
Σφάζει τα λυγερά λουλούδια και τα φύλλα
από καινούργιους ουρανούς ανατριχίλα.

K᾿ εμείς; Ήρθε ως εμάς το μακρινό πουλάκι,
τ᾿ αγεράκι μας άγγιξε με τα φτερά του,
και κονταστάθηκε το βιαστικο το ρυάκι,
και το παιδί μας έρριξε τ᾿ ανάβλεμμά του,
και το περήφανό μας έγνεψε ζαμπάκι,
και το φεγγάρι ήρθε για μάς ως εδώ κάτου,
κ᾿ είδε καθείς τ᾿ απόξω μας, κανείς τα βάθη·
ο κόσμος γλίστρησεν απάνω μας κ᾿ εχάθη.

Πορτοκαλλάνθια, τι σας ρώτησαν τ᾿ αηδόνια;
Ο τζίτζικας τι θέλει από τα μεσημέρια;
Κι όσα βογγούνε σαν από τα καταχθόνια,
κι όσα ανεβαίνουνε τραγούδια προς τ᾿ αστέρια,
του σαρακιού η φωνή, τ᾿ ανήσυχα τριζόνια,
τ᾿ αρώματα, οι πνοές, τα έρμα και τα ταίρια,
όσα πετούνε, σέρνονται, λιγιένται, σκύβουν,
κάτι γνωρίζουνε για σε και μας το κρύβουν.

Μέσα μας μια ψυχή από μπόρα κι από πίσσα
το πονηρό για σε στο λογισμό μας βάζει.
Στη νυχτερίδα όλο για σε μιλούσε η κίσσα,
κ᾿ η ακρίδα το παινεύτηκε μ᾿ εσέ πως μοιάζει,
κ᾿ η σφήκα ηύρε χαρά στη σκέπη σου περίσσα,
κι ο νυχτοκόρακας μ᾿ εσένα αναγαλλιάζει·
μια πλάση ―Εσύ που ατάραχη τραβάς προς τ᾿ άστρα,
παραμονεύει σε κακή κι αναγελάστρα!

Ω φυσημένη απ᾿ την καρδιά τού πεύκου, Υγεία!
Πατάς, παντού οι καρποί στ’ αγκάθια, στα τριφύλλια,
κυλάς με τα νερά, και λάμπουν τα στοιχεία,
για τ᾿ άδολο κρασί τρυγάς τα ωραία σταφύλια,
όπου σταθής, θ᾿ αναστηθή μια πολιτεία,
πάντα ο μαστός σου γάλα ρέει, δροσιά τα χείλια.
ω μάννα στρογγυλή και καρπερή και ακέρια,
μάς λυών᾿ η αρρώστια· μοιάσαμε τα νεκροκέρια.

Κλαδιά, μαλλιά, φτερά. Ίσκιοι, που η θεία της χάρη
παίζει κι απλώνει, πρώτε, δεύτερε και τρίτε,
από το στοιχειωμένο το σκληρό φεγγάρι
―μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά, και φτερά μήτε!―
Προψὲς μίαν όψη τέταρτην είχατε πάρει·
σπαθιά! και καρτερούσατε για να χυθήτε.
Νυχτοπετούσα πεταλούδα, έλεος κάμε·
απάνω στα φτερά σου πάρε μας να πάμε!

Η αρρώστια μάς τυράγνησε με την αγρύπνια,
ω Φοινικιά, και σε είδαμε να κρυφογέρνῃς,
οι δρακοντιές, τα σκυλοβότανα, όλα ξύπνια,
νύχτα είταν, άμοιαστο χορό μ᾿ αυτά να σέρνης,
και σ᾿ είδαμε όνειρο βαρύ στα πρωτοΰπνια
με φλόμους και με χαμαιλιοὺς να παραδέρνης,
και γύρω σ᾿ έπνιγαν αζώηρων περιβόλια,
κι από σκληρές αλόες λαός κι από τριβόλια.

K᾿ είσουνα, της ζωής ως να ζητούσες φόρο
αιματοπότιστο, κι ολάγρια αντιχτύπα
πείνα στο είναι σου, και κάποιο σαρκοβόρο
ηύρε σ᾿ εσέ και φώλιασε, κ᾿ έσκαψε τρύπα,
κ᾿ έγινε σπήλαιο το κορμί το φτεροφόρο,
και τής κορφής σου για κορφή φόρεσες γύπα·
σα φλόγες και σαν κύματα και σα λεπίδια
συρμένα από τη ρίζα ως την κορφή σου φίδια.

Ποιος το στοχάστηκε, ποιας Μοίρας είναι τάμα,
από τα κακομύριστα και τ᾿ απορρίμια
να υψώνωνται τα ολόχλωρα, και αγνό το θάμα
τού Μάη κι Απρίλη απ᾿ την ακάθαρτην ασκήμια;
Γι᾿ αυτό γαλάζια μέσα μας και μαύρα αντάμα,
και στην ψυχή μας ωκεανοί και στενορρύμια,
κ᾿ εκεί που ο νους με τα υπέρτατα παλεύει,
κάτι πανάθλιο μας κρατεί και μάς μολεύει.

Ήλιε, τα μαύρα ονείρατα πάρ᾿ τα και πνίχ᾿ τα,
θολοί είν᾿ αχνοί, κ᾿ είναι κακόπραγα τελώνια.
Θρέψε τα ωραία και τ᾿ αγαθά, τα πάντα δείχ᾿ τα,
σαν αχτιδοπαιξίματα και σαν αηδόνια.
K᾿ εσύ, φεγγάρι ξάπλωσε στην άγρια νύχτα
διάφανη σκέπη από καρδιά και ψυχοπόνια,
της Καλλονής παντού κυμάτισε, ω πορφύρα,
κ᾿ η πλάση ας γίνη αγάπη κι ας χτυπάη σα λύρα!

Ξημέρωσε. Το φως χίλια σού σπέρνει μάτια,
για ν᾿ αγκαλιάζεις τα βουνά και τα ρουμάνια,
στα δέντρα τις φωλιές, στις χώρες τα παλάτια,
και τα καράβια στ᾿ ανοιχτά και στα λιμάνια.
Τη νύχτα ωραία ξωτικά σε αχτίδων άτια
να σε δουλέψουν έρχονται από τα ουράνια.
Χέρια φυτρώνει η λεύκα και στ᾿ απλώνει πλείσια·
σε ναναρίζουν ήσυχα τα κυπαρίσσια.

Μιλάς με τον αϊτό και με τον πελεκάνο,
ρουφάς τη μουσική του κόσμου στάλα στάλα,
βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και τ᾿ απάνω,
τ᾿ απέραντα και τ᾿ άπιαστα και τα μεγάλα,
ανταποκρίνεσαι με κάθε αεροπλάνο,
με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα.
K᾿ εμείς γυρτά στη γη, δαρμέν᾿ από μια λύπη,
ακούσαμε τής γης το μέγα καρδιοχτύπι.

Ακούσαμε της γης το μέγα καρδιοχτύπι.
Νέο τραγούδι αφάνταστο που δεν ειπώθῃ,
ήχος που τίποτ᾿ από μέσα του δε λείπει·
μέσα του ρυάζεται άγγελος που κεραυνώθη,
κι όλοι γλυκανασαίνουνε τ᾿ Απρίλη οι κήποι·
κρυφοί αναπάντεχοι μέσα του κλαίνε πόθοι,
και τρίζει μια φωτιά, που κόσμους θα χαλάη·
κάτι που μένει αξήγητο και σε περνάει!

Πες μας τη φωτερή τ᾿ αέρινου ιστορία,
του μαύρου θα σου πούμ᾿ εμείς το συναξάρι,
κ᾿ έλα να τα ταιριάσουμε τα δυο στοιχεία,
τη δύναμή σου εσύ με τη δική μας χάρη.
Στ᾿ άφαντα, στα μικρά, στ᾿ ανήλιαγα, στα κρύα
ζουν ένας κόσμος δουλευτάδες και κουρσάροι,
κ᾿ έχουν οι δρόμοι και τα έργα τους και οι μέρες
κι όσα δεν έχουν των απέραντων οι αιθέρες.

Τη ζωή του μας είπε το μελισσολόι
κι άστραψαν ως εμάς καινούργια σοφά νιάτα·
θάματ᾿ ανυποψίαστα σκεπάζ᾿ η χλόη,
στο πλάι μας το μυρμήγκι ανοίγει βαθιά στράτα,
μια σαύρα αργοσυρμένη μέσ᾿ από κατώι,
χωρών, εθνών, τεχνών έφερ᾿ εδώ μαντάτα.
Μια πεταλούδα, που έτρεχε για να παντρέψη
τα λουλουδάκια, μας επλάτυνε τη σκέψη.

Απάντρευτη, άκαρπη, κι αξήγητη και ωραία!
Παράξενη είταν ώρα, ποιος θα το πιστέψη;
Βουλήθη ο θείος κόσμος, κ᾿ έγινεν Ιδέα,
και στη δική μας φανερώθηκε τη σκέψη.
Τώρα σ᾿ αινίγματα και σε σκοτάδια νέα
είν᾿ έτοιμη η ζωούλα μας για να μισέψη.
―Ω Φοινικιά, αποκρίσου· νά! φυλάει καρτέρι,
πριν πης το λόγο τον υπέρτατο, ένα χέρι.

Ω Φοινικιά, μας έσπειρεν εδώ ένα χέρι,
και θα ξαναπλωθή, και θα μάς ξερριζώση,
και θα πεθάνουμε· το κύμα και τ᾿ αγέρι
και το νερό ανελεήμονα θα μας σαρώση,
και δε θα κλάψη μας τ᾿ ολόανθο καλοκαίρι,
κ᾿ η πλατιά πλάση το χαμό μας δε θα νιώση,
και κάτου από του ίσκιου σου τα μάγια πάλι
θ᾿ αναστηθή μοσκόπνοη μια βλάστηση άλλη.

Και μήτε θα βρεθή για μάς κανένα μνήμα
του διάβα μας το φάντασμα να συγκρατήση·
μονάχα ολόφωτο τριγύρω σου ένα ντύμα
με νέα μια λάμψη αχάλαστη θα σε στολίση,
και θα είναι η σκέψη μας κι ο λόγος μας και η ρίμα.
και θα φανής εσύ στην ξαφνισμένη χτίση
σαν ένα χρυσοπράσινο καινούργιο αστέρι.
και μήτ᾿ εσύ, μήτε κανείς δε θα μάς ξέρη …