Τυανεύς Γλύπτης

Από Βικιθήκη
Τυανεύς Γλύπτης
Συγγραφέας:
Περιοδικό «Γράμματα», τεύχος 2, σελ. 42, Μάρτιος 1911


ΤΥΑΝΕΥΣ ΓΛΥΠΤΗΣ


Καθὼς ποῦ θὰ τὸ ἀκοῦσατε, δὲν εἶμ’ ἀρχάριος.
Κάμποση πέτρα ἀπὸ τὰ χέρια μου περνᾶ.
Καὶ στὴν πατρίδα μου, τὰ Τύανα, καλὰ
μὲ ξέρουνε· κ’ ἐδῶ ἀγάλματα πολλὰ
μὲ διώρισαν Συγκλητικοί.

Καὶ νὰ σᾶς δείξω
ἀμέσως μερικά. Παρατηρεῖστ’ αὐτὴν τὴν Ρέα·
σεβάσμια, γεμάτη καρτερία, παναρχαία.
Παρατηρεῖστε τὸν Πομπήϊον. Ὁ Μάριος,
ὁ Αἰμίλιος Παῦλος, ὁ Ἀφρικανὸς Σκιπίων.
Ὁμοιώματα, ὅσο ποῦ μπόρεσα, πιστά.
Ὁ Πάτροκλος (ὀλίγο θὰ τὸν ξαναγγίξω).
Πλησίον στοῦ μαρμάρου τοῦ κιτρινωποῦ
ἐκεῖνα τὰ κομάτια, εἶν’ ὁ Καισαρίων.

Καὶ τώρα καταγίνομαι ἀπὸ καιρὸ ἀρκετὸ
νὰ κάμω ἕναν Ποσειδῶνα. Μελετῶ
κυρίως γιὰ τ’ ἄλογά του, πῶς νὰ πλάσσω αὐτά.
Πρέπει ἐλαφρὰ ἔτσι νὰ γίνουν ποῦ
τὰ σώματα, τὰ πόδια των νὰ δείχνουν φανερὰ
ποῦ δὲν πατοῦν τὴν γῆ, μὸν τρέχουν στὰ νερά.

Μὰ νὰ τὸ ἔργον μου τὸ πιὸ ἀγαπητὸ
ποῦ δούλεψα συγκινημένα καὶ τὸ πιὸ προσεκτικά·
αὐτόν, μιὰ μέρα τοῦ καλοκαιριοῦ θερμὴ
ποῦ ὁ νοῦς μου ἀνέβαινε στὰ ἰδανικὰ,
αὐτὸν ἐδῶ ὀνειρεύομουν τὸν νέον Ἑρμῆ.

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ