Τρελαντώνης/Κεφάλαιο ΙΕ'

Από Βικιθήκη
Τρελαντώνης
Συγγραφέας:
ΙΕ'. Πουλουδίας θράσος


Τη νύχτα κακοκοιμήθηκε ο Αντώνης. Είδε όνειρα με καράβια, φουρτούνες, κανάτια τρυπημένα απ' όπου έτρεχαν, έτρεχαν, έτρεχαν νερά αστέρευτα, που πλημμύριζαν την τραπεζαρία και καταπόντιζαν τη σκάλα και γέμιζαν την κάμαρα της θείας κι έπαιρναν τη ραφτομηχανή της, και μες στο μεγάλο κακό βρίσκουνταν μπροστά του η θεία με τα θυμωμένα μάτια του πατέρα και τα σουρωμένα του φρύδια κι έλεγε αγριεμένη: «Έσπασες τη βελόνα της μηχανής!»

Και φώναξε ο Αντώνης: «Όχι!» Και τον ξύπνησε η φωνή του. Και σαν είδε τον ήλιο που χύνουνταν από την μπαλκονόπορτα και είδε πως ήταν στεγνή η κάμαρα και ήσυχη και πως κοιμούνταν τ' αδέλφια του, ήλθε πάλι η καρδιά του στη θέση της και πήδηξε κάτω από το κρεβάτι του, χαρούμενος κι έτοιμος για μεγάλα καταπιάσματα.

- Κακό όνειρο! είπε δυνατά.

- Τι; ρώτησε η Αλεξάνδρα από μέσα από την κουνουπιέρα της, τεντώνοντας χέρια και ράχη.

- Τίποτα, αποκρίθηκε ο Αντώνης, είδα ένα άσχημο όνειρο! Η Πουλουδιά είχε σηκώσει την κουνουπιέρα της και κατέβαινε κατσουφιασμένη από το κρεβάτι της.

- Κι εγώ είδα άσχημο όνειρο, είπε.

- Για πες το! έκανε πάλι η Αλεξάνδρα.

Τίποτα δεν την ενδιέφερε τόσο, όσο τα όνειρα των αδελφών της, που τα εξηγούσε ύστερα η κερα-Ρήνη. Γιατί αυτή δεν έβλεπε ποτέ κανένα κι έτσι δεν πρόλεγε τίποτα για κείνην ο Ονειροκρίτης.

Και κάθισε στο κρεβάτι και αγκάλιασε τα γόνατα της, όλη προσοχή.

- Για πες το! επανέλαβε.

Μα η Πουλουδιά δε θέλησε τίποτα να πει, ούτε στην κρεβατοκάμαρα ούτε στη θάλασσα ούτε στο δρόμο.

Μόνο σα μαζεύθηκαν τ' αδέλφια στην ταπεζαρία για τον πρωινό καφέ και κατάφερε να ξεμοναχιάσει τον Αντώνη, του ξεμολογήθηκε:

- Είδα στ' όνειρο μου πως πέθανε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς. Και πέθανε, λέει, από πείνα, γιατί δεν είχε πια δραχμές, αφού σπάσαμε όλα του τα κανάτια!

Και χάλασαν πάλι τα κέφια του Αντώνη τόσο, που στο τραπέζι ξέχασε να ζητήσει δεύτερη φορά σύκα.

Κακόκεφα, γρινιάρικα άφησε την Αφροδίτη να του βάλει φρέσκο επίδεσμο στο κεφάλι και κατέβηκε στην αυλή με το θείο, που έκανε κάθε πρωί το γύρο του, πότιζε τους βασιλικούς κι έχυνε το κατακάθι του πρωινού καφέ, ως δυναμωτικό, στη ρίζα της αγαπημένης εκατόφυλλης τριανταφυλλιάς του.

Μα ο Αντώνης δεν τον παρακολούθησε, όπως το συνήθιζε, στη δουλειά του, ούτε κοίταξε την τριανταφυλλιά ούτε ζήτησε να γεμίσει το ποτιστήρι ούτε πρόσεξε τις παρατηρήσεις του θείου, ούτε άκουσε τ' αγανακτισμένα επιφωνήματα του. Σκυμμένος έξω από τη μισάνοιχτη αυλόπορτα, ακροάζουνταν με όλη του τη δύναμη, μήπως και κατά τύχη ακούσει το τσικ τσικ των κανατιών του Μπαρμπαγιάννη Κανατά, που δεν περνούσε ποτέ το πρωί, μα που τον ήθελε ο Αντώνης να έλθει σήμερα, για να βεβαιωθεί πως ήταν ζωντανός και πως βγήκε ψεύτικο τ' όνειρο της Πουλουδιάς.

Μα σαν ένιωσε πως του τραβούν το αυτί και ξιπασμένος ανατινάχθηκε και γύρισε, είδε μπροστά του το θείο, κόκκινο και θυμωμένο όπως δεν τον είχε δει ποτέ! - Γιατί το έκανες αυτό; ρώτησε ο θείος.

- Τι έκανα, θείε;

- Σκότωσες την τριανταφυλλιά μου!

- Εγώ;

- Ναι, εσύ! Έλα να τη δεις!

Και πήγε ο Αντώνης και την είδε. Η καημένη η τριανταφυλλιά, με τρία τέσσερα μαραμένα φυλλαράκια, που κρέμουνταν θλιβερά στα κλωνάρια της, στέκουνταν μισογερμένη μες στο βαρέλι της, σαν έτοιμη να λιγοθυμήσει.

- Ποιος την έσπασε; ρώτησε ο Αντώνης σαστισμένος. Όχι εγώ, θείε, αλήθεια σας λέγω!

- Εσύ δεν την έσκαψες χθες;

- Ναι, εγώ και η Πουλουδιά.

- Με τι τη σκάψατε;

- Εγώ είχα ένα καρφί και η Πουλουδιά ένα κεραμίδι.

- Ωραία! Και της κόψατε τις ρίζες της κι έγειρε και τσάκισε. Και τα φύλλα της, γιατί της τα κόψατε;

- Γιατί ήταν μαύρα στις άκρες, σα μαραμένα, και μερικά είχαν τρύπες από τους σαλιάγκους.

- Και δεν ξέρεις πως το φυτό αναπνέει από τα φύλλα; Και πως σαν τους τα κόψεις όλα, πεθαίνει; Και πως, έστω και αν είναι λίγο μαύρα στις άκρες, τα φύλλα τού είναι απαραίτητα;

Ο Αντώνης δεν το ήξερε. Και στέκουνταν τώρα σα φονιάς εμπρός στο θύμα του, ζεματισμένος, ανίκανος να διορθώσει το κακό.

Μα ο θυμός του θείου δε βαστούσε ποτέ πολλή ώρα.

- Έλα, δεν το ήθελες, το ξέρω, του είπε. Μα φαντάζομαι πως και τ' άλλα φυτά δε θα καλοπέρασαν με το καρφί και την κεραμίδα. Πάμε να δούμε.

Και τα είδαν. Πεδίο μάχης μετά το μακελειό ήταν οι ως χθες συγυρισμένες και λουλουδοσπαρμένες πρασιές στα ριζότοιχα της αυλής· ανάπηροι ήταν όλοι οι βασιλικοί της θείας, που κουτσοστέκουνταν ακόμα, αποκαμωμένοι, σαν ανεμοδαρμένοι, κρεμνώντας τα μαραζιασμένα φυλλαράκια τους έξω από τις γλάστρες τους.

- Βλέπεις, Αντώνη, και η κηπουρική έχει την τέχνη της, είπε ο θείος, και καλό είναι να μην καταπιανόμαστε τέχνες που δεν τις ξέρομε. Φώναξε και την Πουλουδιά να της τα πω κι εκείνης.

Ο Αντώνης κοκκίνισε.

- Δε φταίγει εκείνη, είπε, γιατί δεν ήξερε, κι εγώ της είπα να σκάψει το χώμα πολύ βαθιά και πολύ κοντά στα λουλούδια.

Με τα χέρια κάτω από το βεστόνι του και τα κοντά παχιά του πόδια ανοιχτά, τον κοίταζε ο θείος, τα μάτια του στενεμένα στο αγαθό του χαμόγελο.

- Ώστε ο μαστροχαλαστής είσαι συ! Και τη μαστοριά σου φρόντισες να τη μάθεις και σ' άλλους! έκανε.

Η καλόκαρδη ειρωνεία του θείου γκρέμισε μεμιάς τη συνηθισμένη αυτοπεποίθηση του Αντώνη. Στρίβοντας τα χέρια του το ένα μες στο άλλο ομολόγησε:

- Έκανα και άλλη ζημιά χθες, μεγαλύτερη!

- Σε καλό σου! Τι έκανες;

- Έσπασα όλες τις στάμνες του Μπαρμπαγιάννη Κανατά!

- Μπρε ζημιάρη! Πώς το 'κανες;

Με δυο λόγια, του διηγήθηκε ο Αντώνης πως πέρασε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς με πολλές στάμνες, που τις πήγαινε στο καφενείο, πάνω στο λόφο. Και σαν τον άφησε μόνο να φυλάγει το γαϊδούρι του, θέλησε κείνος να μάθει της Πουλουδιάς να δένει κόμπο το σκοινί.

- Μα τι μανία σ' έπιασε να δασκαλεύεις; αναφώνησε ο θείος. Και τι είπε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; Του πλήρωσες τουλάχιστον τις στάμνες του;

Ο Αντώνης κρέμασε το κεφάλι.

- Όχι, είπε. Και πρόσθεσε:

- Δεν έχομε κουμπαρά και λεφτά!

- Λοιπόν θα ζημιώσει ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; Και πώς θα πάρει ψωμί, που του κατέστρεψες το κεφάλαιο του;

- Ήθελε η Πουλουδιά να πουλήσει τα σκουλαρίκια της κούκλας της, για να τον πληρώσει, μα δεν τ' αγόρασε η κερα-Ρήνη, είπε ο Αντώνης. Ύστερα ήθελε να χαρίσει τ' ωρολόγι της του Μπαρμπαγιάννη Κανατά, μα ούτε κείνος δεν το πήρε. Ήταν, λέει, πολύτιμο. Και σπάσανε, λέει, μόνο τρεις στάμνες και μας τις χάριζε.

- Και ήταν αλήθεια;

- Όχι. Είχαν σπάσει όλες. Το είπε έτσι.

Το χαμόγελο του θείου είχε φαρδύνει από τη μια φαβορίτα στην άλλη. Πήρε από την τσέπη το πορτοφόλι του κι έβγαλε από μέσα ένα χαρτονόμισμα, το δίπλωσε και το έδωσε του Αντώνη.

- Να το βάλεις σ' ένα φάκελο, είπε, και να γράψεις παστρικά σ' ένα χαρτί: «Ο ζημιάρης Τρελαντώνης ευχαριστεί τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά για τη μεγάλη του ευγένεια, και θα προσπαθήσει άλλη φορά να μη γυρεύει να ξεφυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν!»

Ο Αντώνης δίπλωνε και ξεδίπλωνε το χαρτονόμισμα.

- Θείε... είναι ανάγκη να βάλω ζημιάρης και Τρελαντώνης και ξεφυτρώνει; ρώτησε διστακτικά.

- Μήπως προτιμάς να του το πεις προφορικά;

Σήκωσε ο Αντώνης το κεφάλι και αντάμωσε τα γελαστά μάτια του θείου.

- Διάλεξε ένα από τα δυο, όποιο θέλεις, είπε ο θείος.

Ο Αντώνης θα διάλεγε το ξύλο της θείας. Μα ντράπηκε να το πει. Τ' ακόλουθα όμως λόγια του θείου μαλάκωσαν λίγο το πληγωμένο του φιλότιμο.

- Μπορούσα να σε δείρω, του είπε -ο θείος δεν έδερνε ποτέ- μ' αυτό δε θα διόρθωνε τη ζημιά σου, και δεν είναι δίκαιο ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς να ζημιωθεί για τις αταξίες σου. Άιντε, πήγαινε τώρα και κάνε με κουράγιο την τιμωρία σου. Να έχεις έννοια, σαν περάσει τ' απόγεμα ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς, να του δώσεις εσύ ο ίδιος το φάκελο σου.

- Και αν δεν περάσει;

- Θα περάσει, αφού έχει να πάγει στάμνες στο καφενείο. Εκείνη η μέρα έσυρε μακριά σα δέκα μέρες.

Τα τέσσερα αδέλφια, με την αράδα, είχαν κρεμαστεί στο παράθυρο ή έβγαιναν κάθε λίγο στη βεράντα, μήπως και δουν από μακριά τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά ή μήπως ακούσουν τα κανάτια του να κάνουν το συνηθισμένο τους τσικ τσικ, πριν ακόμα φανεί εκείνος και το γαϊδούρι του. Μα, προς το βράδυ πια, η αγωνία τους είχε φθάσει στο κατακόρυφο. Χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα και βγήκαν όλα στο δρόμο, η Αλεξάνδρα, με τον Αλέξανδρο από το μέρος της βεράντας και της θάλασσας, ο Αντώνης με την Πουλουδιά από το μέρος της αυλής, πίσω από το σπίτι.

Μα μόλις έκαναν λίγα βήματα, στάθηκαν μουδιασμένα τα δυο αδέλφια.

Παρακάτω, στη σκιά του τοίχου, κάθουνταν η βασιλική παρέα γύρω σ' ένα τραπέζι.

- Και τώρα τι θα κάνομε; ψιθύρισε η Πουλουδιά.

Μια στιγμή δίστασε ο Αντώνης. Αλλά ευθύς πάλι αποφάσισε και μοίρασε τις στρατηγικές θέσεις.

- Εσύ θα σταθείς εκεί, σ' αυτή την πέτρα! πρόσταξε. Και, αν δεις τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά να έρχεται από την Καστέλα...

- Μα θα με δει ο βασιλέας και η βασίλισσα... Και είναι εκεί και τ' αγόρια, και η βασιλοπούλα Αλεξάνδρα, και...

- Δεν πειράζει, αποφάσισε ο Αντώνης, πρέπει να σταθείς εκεί να παραφυλάγεις, κι εγώ φυλάγω από δω...

Τρεχάτος, με πλατείς πήδους, κατάφθασε ένας μεγάλος σκύλος, πήδηξε πάνω στον Αντώνη και του έβαλε τα πόδια στους ώμους κουνώντας χαρούμενα την ουρά του. - Ο Ντον! αναφώνησε η Πουλουδιά.

Την ίδια ώρα, από το παρακάτω τραπέζι, ακούστηκε μια σφυριγματιά και συνάμα η ξενική φωνή του βασιλέα:

- Ντον! Έλα δω! Και πρόσθεσε:

- Μη φοβάσαι, παιδί μου, αυτά είναι χάδια που σου κάνει! Μα ο Ντον δεν εννοούσε ν' αφήσει τον παλιό του φίλο, μιας και τον ξαναβρήκε. Σηκώθηκε ο βασιλέας, ξανασφύριξε του Ντον και φώναξε:

- Ελάτε δω, παιδιά, και θα 'ρθει κι εκείνος!

Ο Αντώνης έσπρωξε την Πουλουδιά με τον άγκωνά του.

- Πήγαινε! ψιθύρισε. Το είπε ο βασιλέας!

- Όχι χωρίς εσένα! Μας φώναξε και τους δυο! αποκρίθηκε φοβισμένη η Πουλουδιά.

Νευρικά έσιαξε ο Αντώνης το ναυτικό κολάρο του, τράβηξε στα ίσια της την πάντα στραβή γραβάτα του και, θέλοντας και μη, με την Πουλουδιά και τον Ντον, που εξακολουθούσε να πηδά γύρω τους, σίμωσε το βασιλικό τραπέζι. Μαγεμένη κοίταζε η Πουλουδιά τη βασίλισσα, ολόασπρη στο μουσελινένιο, όλο κανονέδες φόρεμα της, με φρίλια στον ανοιχτό της λαιμό και στα κοντά μανίκια, χωρίς καπέλο, με μόνο μια βελουδένια μαύρη κορδέλα γύρω στα ξανθά της μαλλιά. Κοντά της κάθουνταν η μεγάλη βασιλοπούλα, σοβαρή, λίγο απόμακρη, και πλάγι της η Ρωσίδα κυρία της Τιμής, και παρακάτω ένα δυο αξιωματικοί. Μα ο Αντώνης είχε κολλήσει τα μάτια του στα τρία βασιλόπουλα, όρθια στην αράδα, με τη ράχη στον τοίχο, σα σκάλα, ο διάδοχος πρώτος, ύστερα ο δεύτερος, ύστερα ο τρίτος, και οι τρεις στα άσπρα, με σκούρα μπλου ναυτικά κολάρα και πλατιά ναυτικά ψάθινα καπέλα. Και τόσο ήταν απορροφημένος με τη θέα αυτή, που ξιπάστηκε σαν τον ρώτησε ο βασιλέας:

- Τι έπαθες κι έχεις δεμένο το κεφάλι;

Το είχε ξεχάσει ο Αντώνης το κεφάλι του. Αυθόρμητα σήκωσε το χέρι να βγάλει το μαντίλι. Μα του το έπιασε η βασίλισσα.

- Δεν πρέπει! του είπε γλυκά. Μην το αγγίζεις!

- Μα γιατί είναι δεμένο το κεφάλι σου; επανέλαβε ο βασιλέας.

Αποκρίθηκε ο Αντώνης κοκκινίζοντας:

- Έπεσα χθες.

Η μικρή βασιλοπούλα, που κυνηγούσε το τόπι της, πλησίασε ν' ακούσει.

- Χτύπησες; ρώτησε περίεργη.

Γύρισε ο Αντώνης και την είδε, μα δεν αποκρίθηκε. Όλη αυτή η συντροφιά τον στενοχωρούσε, τον έκανε δειλό, ντροπαλό, προπάντων τα τρία μεγάλα αγόρια αραδιασμένα στον τοίχο, που κοίταζαν και άκουαν ακατάδεχτα. Και του μιλούσε ο βασιλέας κι έπρεπε ν' απαντήσει, και τ' αγόρια όλο τον κοίταζαν και όλο άκουαν.

- Χτύπησε; ρώτησε η μικρή βασιλοπούλα γυρνώντας στην Πουλουδιά.

Αυτή ήταν μικρή, καθόλου σπουδαία σαν την όμορφη αδελφή της, και μπορούσε κανείς να της μιλήσει.

- Ναι, είπε η Πουλουδιά, ξαναβρίσκοντας τη συνηθισμένη της πολυλογία, πήγε στη θάλασσα και κατέβηκε στους βράχους να μου πιάσει έναν κάβουρα, και...

- Και τον έπιασε; ρώτησε με λαχτάρα η μικρή βασιλοπούλα.

Μα την τράβηξε η βασίλισσα πλάγι της και μαζεύθηκε ντροπαλή πάλι η Πουλουδιά. Κι έλεγε του Αντώνη ο βασιλέας:

- Τι θέλεις να του πεις του Μπαρμπαγιάννη Κανατά;

- Θέλω... ο θείος μου μου έδωσε... έχω κάτι να του δώσω... έκανε ο Αντώνης και σώπασε.

- Να του δώσεις; Τι, χρήματα; Μα δεν είναι φτωχός ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς.

Ο Αντώνης σήκωσε το κεφάλι ξαφνισμένος.

- Είναι πολύ φτωχός, είπε, δεν έχει ούτε παπούτσια. Ο βασιλέας γέλασε.

- Όταν πουλά στάμνες, δε φορεί παπούτσια, είπε, και φορεί ρούχα παλιά και μπαλωμένα. Μα σαν πάγει στο Ζάππειο... Ξέρεις το τραγούδι του; ρώτησε.

- Μάλιστα, είπε ο Αντώνης δειλά.

- Πες το λοιπόν!

Ο Αντώνης γύρισε στην Πουλουδιά.

- Και συ το ξέρεις. Πες το συ, έκανε όλο και πιο στενοχωρεμένος.

- Όχι, εσύ, είπε τρομαγμένη η Πουλουδιά.

- Πείτε το μαζί, είπε η βασίλισσα.

Και, χαδιάρικα, βόλεψε τα πάντα ξεβολεμένα μαλλιά της Πουλουδιάς. Δεν ήταν τρόπος να το ξεφύγουν. Και με φωνές που έτρεμαν, σαν κατσικάκια, άρχισαν τα δυο αδέλφια μαζί:

«Μπάρμπαγιάννη με τις στά-α-μνες και με τα κανάτια σου, και με τα κανάτια σον, να χαρώ τα μάτια σον.

Πρό-σεξε μη σε γελά-α-σει κα-μιά όμορφη κυρά και σου φάει το γαϊδούρι και σ' αφήσει την ουρά.

Μπάρ-μπαγιάννη σε λατρέ-ε-βω και θα σ' αγαπώ πιστά, Μπαρμπαγιάννη Κανατά, Μπαρμπαγιάννη Κανατά, που φορείς ψηλό καπέ- ε-λο και παπούτσια γυαλιστά...»

- Βλέπεις λοιπόν που δεν είναι φτωχός, αφού φορεί παπούτσια γυαλιστά και ψηλό καπέλο; διέκοψε ο βασιλέας.

Ο Αντώνης κοντοστάθηκε. Μπερδεμένος είπε:

- Μα δεν είναι αλήθεια, είναι μόνο τραγούδι. Κοροϊδευτικά τον ρώτησε ο βασιλέας:

- Εσύ δεν πας ποτέ στο Ζάππειο, στας Αθήνας;

- Όχι, ποτέ.

- Ναι, πάμε στας Αθήνας, αντίκοψε η Πουλουδιά, πήγαμε μια φορά σ' ένα μαγαζί για να δοκιμάσομε όλοι παπούτσια, δε θυμάσαι;...

- Λες ανοησίες, της είπε χαμηλόφωνα ο Αντώνης.

- Και ξέρεις και άλλα τραγούδια; ρώτησε η βασίλισσα. Μα ο Αντώνης ήταν αποφασισμένος να μην πει άλλο.

- Δεν ξέρω κανένα καλά, αποκρίθηκε.

Η Πουλουδιά όμως, που είχε πάρει θάρρος στο μεταξύ, σαν είδε πως γελούσαν οι αξιωματικοί, είπε:

- Εγώ ξέρω πολλά. Ξέρω κι ελληνικά, ξέρω και αγγλικά.

- Κες κ' ελ ντι; ρώτησε η Ρωσίδα κυρία της Τιμής.

Κάτι αποκρίθηκε η βασίλισσα σε ξένη γλώσσα και, μαζεμένη πάλι, κοίταζε η Πουλουδιά μια τη μια και μια την άλλη, χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγαν. Και της είπε η βασίλισσα:

- Ρωτά η κυρία αν ξέρεις κανένα γαλλικό τραγούδι.

- Όχι, αποκρίθηκε η Πουλουδιά, μα ξέρω ένα φράγκικο.

- Τι φράγκικο;

- Έτσι, φράγκικο. Δεν είναι ούτε ελληνικό ούτε αγγλικό.

- Για πες το! έκανε ο βασιλέας. Και το είπε η Πουλουδιά:

«Πι-πον-ντο, αλαρέ-βε-ράνσε

Λια-κεν-ντιε κιγκουβέρν λα Φράνσε.

Αλό μεζαμί,

Λα γκερ ντελαφινί,

Πι-πον-ντο, αλαρί-βε-ζό».

Όλοι γύρω στο τραπέζι, αξιωματικοί και κυρίες, γελούσαν τώρα ξεκαρδισμένοι, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Αντώνη που υποψιάζουνταν ότι περιγελούσαν την Πουλουδιά, ενώ εκείνη τίποτα δε σκάμπαζε.

- Και τι θα πει αυτό; ρώτησε ο βασιλέας που φαινόταν να διασκεδάζει πολύ.

- Δεν ξέρω, αποκρίθηκε η Πουλουδιά, το λέμε για να δούμε ποιος θα βγει έξω στο κυνηγητό. Και είναι φράγκικο. Έτσι λέγει η Αλίς.

- Και ποια είναι η Αλίς;

Με το κεφάλι έδειξε η Πουλουδιά κατά τα παρακάτω σπίτια.

- Είναι ένα κορίτσι που κάθεται πλάγι μας, αποκρίθηκε. Ένας αξιωματικός, άσπρα ντυμένος και με μακριές καστανές μουστάκες, ρώτησε:

- Ξέρεις και κανένα άλλο ξενικό να μας πεις;

Ο Αντώνης της έγνεψε: «Όχι!» Μα η Πουλουδιά είχε πάρει φόρα.

- Ξέρω, αποκρίθηκε.

- Για πες το, είπε ο βασιλέας. Είναι φράγκικο σαν το άλλο που είπες;

- Όχι, είναι γοριτσιάνικο.

Τρομάρα τον έπιασε τον Αντώνη. Και αυτό θα το πει;

- Και πού τα ξέρεις εσύ τα γοριτσιάνικα; ρώτησε πάλι ο βασιλέας.

- Μου τα έμαθε η Φραντσέσκα, η παραμάνα του Αλέξανδρου.

- Και ο Αλέξανδρος ποιος είναι;

- Ο αδελφός μου.

- Αγόρι είναι το πιο μικρό σου αδελφάκι; Που φορεί ένα τόσο όμορφα κεντημένο φουστανάκι; ρώτησε η βασίλισσα.

- Μάλιστα. Του το κέντησε η μαμά μας, προθυμοποιήθηκε να την πληροφορήσει η Πουλουδιά.

Ο Αντώνης έφριξε. Όλα τώρα τα οικογενειακά τους θα τα πει η Πουλουδιά; Έριξε μια ματιά στα τρία αγόρια, ακουμπισμένα στον τοίχο, και πάλι τα είδε ακίνητα και ακατάδεχτα, που μισοχαμογελούσαν με οίκτο. Άθελα έκανε ένα βήμα πίσω, να βγει, αυτός τουλάχιστον, από τη βολή των ματιών τους. Θέλησε να παρασύρει και την Πουλουδιά. Μ' αυτή ούτε τον κοίταζε. Κι έλεγε ο βασιλέας:

- Μπράβο! Μπράβο της μαμάς σου! Και πες μας λοιπόν το γοριτσιάνικο.

Και άρχισε η Πουλουδιά μ' όλη της τη φωνή:

«Τις Μαρίτσκα μόγια, γιες τερέτιτς μαμ...»

Πωπώ, ντροπή! Δεν ήξερε ο Αντώνης πού να κρυφθεί. Να ξεφωνίζει έτσι η αδελφή του, μπρος στο βασιλέα και τη βασίλισσα, αυτό το τραγούδι που κανένα αδέλφι δεν ήθελε πια να το πει, αφότου η παραμάνα κάποιου άλλου μωρού, Γοριτσιάνα και αυτή, τους είχε περιγελάσει πως τα 'λεγαν όλα στραβά και δε θα πει τίποτα το τραγούδι τους! Και τώρα γελούσε ο βασιλέας, και γελούσε η βασίλισσα, και γελούσαν οι αξιωματικοί, που ο ένας μάλιστα ακούμπησε στο σπαθί του με τα δυο του χέρια για να γελάσει πιο βολικά, και γελούσε η Ρωσίδα κυρία της Τιμής, όλοι γελούσαν και την περιγελούσαν, ακόμα και η μεγάλη βασιλοπούλα, που είχε σηκώσει ακατάδεχτα το πιγούνι της, και μόνη η Πουλουδιά δεν το έβλεπε, παρά εξακολουθούσε να ξεφωνίζει: «...Γιες τερέτιτς κούπενζέ, κούπενζέ, κούπενζέ, γιες τερέτιτς γκρίλενζέ...» Τόσο ντράπηκε ο Αντώνης, που έκανε δυο βήματα προς το σπίτι του και άλλα δυο. Έριξε πίσω του μια ματιά και είδε πως τον κοίταζε ο διάδοχος, ακατάδεχτα και αυτός σαν την αδελφή του. Και το 'βαλε ο Αντώνης στα πόδια και δε στάθηκε παρά στην αυλή του, κι εκεί πια ανέπνευσε ελεύθερα. Ουφ! Τουλάχιστον εκεί δεν έβλεπε την ανόητη την Πουλουδιά...

Πίσω του ξανάνοιξε η πόρτα της αυλής. Γύρισε φουρκισμένος να τα ψάλει της Πουλουδιάς. Μα δεν ήταν η Πουλουδιά, παρά μόνο ο ταχυδρόμος, που του έτεινε ένα διπλωμένο και κολλημένο χαρτί.

- Τηλεγράφημα, δώσ' το μέσα, είπε του Αντώνη.

Και ξαναβγήκε βιαστικός.

Την ίδια ώρα, τρεχάτος κατάφθανε ο Αλέξανδρος από μέσα από το σπίτι, κατακόκκινος από τη βία και τη λαχτάρα.

- Έλα, Αντώνη, γρήγορα! Η θεία έφυγε κι έρχεται ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς!

Στο διάδρομο τους σκουντούφλησε η Αλεξάνδρα, άλλο τόσο αναμμένη, που κατάφθανε να τους βιάσει να προφθάσουν.

- Γρήγορα! Γρήγορα! Έρχεται ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς!

Κι έτρεξαν στη βεράντα.

Μακριά, στον κατήφορο, φαίνουνταν τωόντι η πλατύγυρη σχισμένη ψάθα του Μπαρμπαγιάννη, πλάγι στο γαϊδούρι του, που, φορτωμένο όσο και χθες, ανέβαινε με τον αφέντη του, χωρίς βία, κατά τα σπίτια του Τσίλερ. Νευρικός τον κοίταζε ο Αντώνης, μισοχαρούμενος, μισοντροπιασμένος για το χαρτί που ήταν μέσα στο φάκελο. Και άλλο τόσο νευρική κοίταζε η Αλεξάνδρα, που ήξερε τι ήταν το χαρτί του Αντώνη, και μάλιστα του το είχε ριγώσει, για να το γράψει εκείνος ίσια. Και πλάγι τους ο Αλέξανδρος, σκαρφαλωμένος στα κάγκελα και σκύβοντας πάνω από την κουπαστή, για να βλέπει πιο καλά, τους έλεγε κάθε κίνηση του Μπαρμπαγιάννη, μήπως και δεν τον προφθάσει ο Αντώνης.

- Τώρα στρίβει ένα τσιγάρο... τώρα το κολλά... πρόσεχε, Αντώνη, μη μας περάσει...

Και σαν έφθασε ο Μπαρμπαγιάννης στη γωνιά των σπιτιών του Τσίλερ, κατέβηκε ο Αντώνης στο δρόμο, έτρεξε στον Μπαρμπαγιάννη, του έδωσε το φάκελο και ξανάφυγε σα σαΐτα. Ίσια μες στην τραπεζαρία μπήκε ο Αντώνης γυρεύοντας να κρύψει τη συγκίνηση που τον έκανε να λαχανιάζει. Τρεχάτη και λαχανιασμένη ανέβηκε και η Αλεξάνδρα με τον Αλέξανδρο από το δρόμο και τρύπωσε κι εκείνη στην τραπεζαρία.

- Τι σου είπε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; ρώτησε.

Μα ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε. Κρυφά, από το ανοιχτό παράθυρο, παραμόνευε να δει τον Μπαρμπαγιάννη που, ήσυχος, σα να μην είχε συμβεί τίποτα, ανέβαινε τον ανήφορο. Σαν έφθασε μπρος στη βεράντα, σήκωσε ο Μπαρμπαγιάννης τα μάτια του στα παράθυρα και, με την άκρη των δαχτύλων του, άγγιξε το γύρο της ψάθας του.

- Γεια σου, Αντώνη, Τρελαντώνη, κι ευχαριστώ! φώναξε.

Ο Αντώνης τέντωνε το λαιμό του να δει χωρίς να φαίνεται. Και τον είδε που ανέβαινε ως το παλάτι, τραβούσε ήσυχα το δρόμο του και χάνουνταν στο γύρισμα του δρόμου. Τότε και μόνο τόλμησε να ξαναβγεί στη βεράντα και ν' αναπνεύσει ελεύθερα.