Τραγούδι του Πιστικού

Από Βικιθήκη
Τραγούδι του Πιστικού
Συγγραφέας:
Αγροτικά


— Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστα 'ς τη ράχη.
Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς τη νύχτα,
Γιατί ξυπνάει ο Δράκοντας 'ς της ποταμιάς τα δέντρα,
Ξυπνάει της βρύσης το Στοιχειό και του βουνού η Νεράιδα,
Και της σπηλιάς η Μάγισσα κ' έρχονται και μας πνίγουν.

— Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω,
Πώχω μαράζι 'ς την καρδιά και πόνο, που με τρώει,
Και που μου κλέβει τη χαρά, τα νειάτα, νύχτα-μέρα.
Κ' ένα τραγούδι, θλιβερό, μου φέρνει μέσ' το στόμα,
Τραγούδι που το τραγουδώ, πατέρα, κι' αλαφρώνω,
Κι' ούτε το Δράκο σκιάζομαι, ούτε και τη Νεράιδα,
Ούτε της βρύσης το Στοιχειό και της σπηλιάς τη Λάμια.
Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω; . . . .

— Πες μου τον πόνο σου, Στρατή, κ' εγώ θα σου τον γειάνω.

— Αν μου τον γειάνης, θα με ιδής ν' αντρειευθώ και πάλι,
Πάλι να πάρω τη χαρά, τα νειάτα, πούχα πρώτα,
Και νύχτα δεν θα τραγουδώ παράωρα 'ς τα πλάια
Το θλιβερό τραγούδι μου οπού ξυπνάει τους Δράκους.

— Πες μου τον, γυιόκα μ', πες μου τον, κ' εγώ θα βρω βοτάνι.

— Πατέρα μου, μια Κυριακή και μια καλήν ημέρα.
Σίντα λαλούν η πέρδικαις και χαιρετούν τον ήλιο.
Τα πρόβατα 'ς της ρεμματιάς το πλάι σαλαγώντας
Είδα την κόρη του Σταθά, την χαϊδεμμένη Ρήνα
Ντυμένη 'ς τα μεταξωτά, ντυμένη 'ς το χρυσάφι,
Να κατεβαίνη απ' το χωριό, να πάη κατά τ' αμπέλια.
'Στόν ήλιο αστράφταν τα φλουριά κ' έλαμπ' η ωμορφιά της.
Και μ' ένα καλημέρισμα, και μια γλυκειά ματιά της,
Μου τάραξε τα σωθικά και μ' άναψ' έναν πόθο.
Κι' όσο που ζω δίχως αυτή και δεν τη συχνοβλέπω
Μου κλέβει ο πόθος τη χαρά, τα νειάτα νύχτα-μέρα.
Και το τραγούδι το θλιφτό 'ς το στόμα μου ανεβάζει.

— Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστα 'ς τη ράχη,
Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς την νύχτα.
Κ' η Ρήνα, η κόρη του Σταθά, είνε ταχυά δική σου.

Ο πιστικός χαράημερα και με τ' αηδόνια τώρα
Αρμέει και βγάζει απ' το μαντρί 'ς τα πλάϊα το κοπάδι,
Και κάθεται 'ς ένα τσουγγρί και λέει γλυκό τραγούδι.

Το λέει με τη φλογέρα του, το λέει με τη φωνή του.